Ψέματα και μυστικά
Περιγραφή
Η τρίχρονη Ολίβια ήταν η πιο χαριτωμένη από τις τέσσερις κόρες της οικογένειας Λαντ. Το τελευταίο βράδυ της ζωής της πήρε την αγαπημένη της κούκλα, τον Γαλάζιο Ποντικό, και μπήκε στο αντίσκηνο που είχαν στήσει εκείνο το καλοκαίρι στον κήπο τους. Η δεκαοχτάχρονη Λόρα μόλις είχε πιάσει δουλειά. Η τελευταία φράση που ξεστόμισε προτού το βλέμμα της διασταυρωθεί με αυτό του δολοφόνου της ήταν μάλλον πεζή: «Θέλεις μόνο ένα αντίτυπο;» Ο πατέρας της την αγαπούσε με τέτοιο πάθος που δε θα μπορούσε να φανταστεί τη ζωή του χωρίς εκείνη.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Η zωή μετά «την παύση των ερευνών»
Τρεις άλυτοι γρίφοι για έναν δυναμικό ντετέκτιβ
Η Βρετανίδα Κέιτ Ατκινσον -μία από τις σημαντικότερες σύγχρονες πεζογράφους- στο «Ψέματα και μυστικά» δοκιμάζεται και στο αστυνομικό θρίλερ, χωρίς να κάνει εκπτώσεις στη γραφή, στην απόδοση των εκκεντρικών χαρακτήρων της, στη συνειρμική παράθεση σχολιασμών, στις ταχύτατες εναλλαγές των θεμάτων της μέσα από διακειμενικά άλματα, χωρίς να παραλείπει την κριτική στα κακώς κείμενα της χώρας και της εποχής της. Υστερα από τρία πειραματικά μυθιστορήματα όπου εφάρμοσε επιτυχώς τις μεταμοντέρνες τεχνικές των εγκιβωτισμένων ιστοριών, περνάει σε ένα είδος που θεωρείται πιο εμπορικό αλλά με εμφανή την πρόθεση της αποδόμησής του: Η παράθεση των γεγονότων δεν είναι γραμμική, η ιστορία δίνεται αποσπασματικά και οι χαρακτήρες ξεπερνούν τα στερεότυπα και τις αναμενόμενες αντιδράσεις τους μέσα από αναπάντεχες «παρακάμψεις», ενώ από την αρχή διαφαίνεται η τολμηρή πρόθεση της συγγραφέως να αποκαλύψει έναν μύθο που καλλιεργήθηκε στα παραδοσιακά μυθιστορήματα του είδους. Στα αστυνομικά μυθιστορήματα, όπως τα ξέρουμε, υπάρχει μια κάποιου είδους κατάληξη, οι κακοί τιμωρούνται και οι καλοί δικαιώνονται, ενώ στο «Ψέματα και μυστικά» μέσα από μια σειρά φαινομενικά ασυσχέτιστων υποθέσεων και άλυτων γρίφων μάς υπενθυμίζεται πως δεν υπάρχει τερματισμός ούτε κατάληξη στη θλίψη και στην απώλεια, έστω και αν οι ένοχοι εντοπιστούν και τιμωρηθούν, έστω και αν η αλήθεια αποκατασταθεί και το μυστήριο επιλυθεί, το έλλειμμα δεν ακυρώνεται και η ισορροπία δύσκολα επανακτάται. Στην εκδοχή της Ατκινσον η αλήθεια δεν παρέχει ανακούφιση αλλά την υπενθύμιση πως κάποια τραύματα θα παραμείνουν αγιάτρευτα και οι πληγέντες θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν τον Γολγοθά τους: «Τα μυθιστορήματα σου δίνουν μια εντελώς λανθασμένη εικόνα για τη ζωή, λένε ψέματα και αφήνουν να εννοηθεί ότι υπάρχει κάποιο τέλος όταν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποιο τέλος - τα πάντα συνεχίζονται επ' αόριστον», γράφει κάπου στην αρχή του βιβλίου, απηχώντας προφανώς τη θέση της συγγραφέως αλλά και τον τρόπο που οι ήρωες βιώνουν τα δράματα της ζωής τους.
Δημιουργικό κενό
Την εξαφάνιση ενός προσώπου και τη διαχείριση του κενού που αφήνουν πίσω όσοι αναχωρούν ξαφνικά από τη ζωή τους τις συναντήσαμε και στο «Ανθρώπινο Κροκέ», το δεύτερο μυθιστόρημα της Ατκινσον, όπου ολόκληρη η ζωή δύο παιδιών περιστρέφεται γύρω από μια εξαφανισμένη μητέρα την οποία ζωντανεύουν δημιουργικά στη φαντασία τους.
Στο πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «Οικογενειακή υπόθεση» καταγράφεται η ιστορία της οικογένειας Λαντ και μέσα σε τριάντα πέντε σελίδες μάς παρουσιάζονται οι χαρακτήρες σε νεαρή ηλικία, σε ένα κύμα καύσωνα που θερίζει το Κέιμπριτζ: τέσσερα νεαρά κορίτσια και η μητέρα τους Ρόζμαρι, βασανισμένη και απογοητευμένη από τη ζωή και τον γάμο της με τον Βίκτορα, έναν αδιάφορο απέναντι τους καθηγητή Μαθηματικών. Μόνον ο υπότιτλος του κεφαλαίου «Ιστορικό υπόθεσης Νο 1970» αφήνει κάποιο δυσοίωνο υπαινιγμό για το τι πρόκειται να συμβεί σε αυτή τη δυσλειτουργική οικογένεια. Και πράγματι, όπως θα δούμε παρακάτω, η μικρότερη κόρη, η ομορφότερη και η πιο αγαπημένη, Ολίβια, εξαφανίζεται μια νύχτα μαζί με το παιχνίδι της, έναν γαλάζιο ποντικό που δεν αποχωριζόταν ποτέ.
Η δεύτερη υπόθεση αφορά τη βάρβαρη σφαγή της Λόρα Γουίρ, μιας δεκαοκτάχρονης που πιάνει δουλειά στη μικρή δικηγορική εταιρεία του πατέρα της και την πρώτη μέρα που πάει στο γραφείο, εισβάλλει ένας άντρας με ένα κίτρινο πουλόβερ του γκολφ, βγάζει ένα μαχαίρι και «θέρισε το λαιμό της κόβοντας την αρτηρία της καρωτίδας, με αποτέλεσμα ένας πίδακας από το πολύτιμο, όμορφο αίμα της να πεταχτεί τριγύρω στο δωμάτιο».
Η Υπόθεση Νο 3 χρονολογείται το 1979 και αφορά μια νεαρή γυναίκα, τη Μισέλ, που είναι παγιδευμένη σε ένα σπίτι στην εξοχή στη μέση του πουθενά με ένα μωρό που ουρλιάζει και έναν αναίσθητο σύζυγο. Η περιγραφή της υπόθεσής της τελειώνει με μια φρικιαστική εικόνα, η οποία αποδίδει ακριβώς τη σκέψη της όταν διαπιστώνει πως είχε ήδη πράξει κάτι το αμετάκλητο πάνω στον άντρα της «...όταν έκοβες κούτσουρα με το τσεκούρι, το ξύλο που άνοιγε στα δύο μύριζε όμορφα... με αποτέλεσμα να καλύπτει τη μυρωδιά από άγρια κρίνα που είχες κόψει και είχες φέρει στο σπίτι μόλις εκείνο το πρωί, γεγονός το οποίο ανήκει ήδη σε μια άλλη ζωή».
Μετά την αναφορά των τριών υποθέσεων μεταφερόμαστε στο 2004 και σε έναν από τους δυναμικότερους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τον πρώην αστυνομικό Τζάκσον Μπρόντι και νυν ιδιοκτήτη ενός μικρού γραφείου ερευνών, πρόσφατα διαζευγμένο και πατέρα μια οκτάχρονης κόρης. Ο ιδιωτικός ντετέκτιβ λειτουργεί και ως συνδετικός κρίκος αυτών των φαινομενικά άσχετων μεταξύ τους υποθέσεων, τις οποίες αναλαμβάνει να επιλύσει, καθώς και μιας τέταρτης, η οποία τον αφορά προσωπικά.
Ασπιλα κορίτσια
Καμία από τις πρόσφατες υποθέσεις που έχει αναλάβει δεν παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον -μια υπόθεση ενός άντρα που προσπαθεί να συγκεντρώσει πληροφορίες για τη γυναίκα του που είναι αεροσυνοδός και υποψιάζεται πως τον απατά και μιας εκκεντρικής γριάς, της Μπίνκι Πέιν, που ψάχνει για τις εξαφανισμένες γάτες της- όταν καταφτάνουν σχεδόν ταυτόχρονα οι τρεις ξεχασμένες και άλυτες υποθέσεις.
Δύο από τις αδελφές της οικογένειας Λαντ, η Αμίλια και η Τζούλια, θέλουν να ανακαλύψει γιατί ύστερα από τριάντα τέσσερα χρόνια βρέθηκε ο γαλάζιος ποντικός της εξαφανισμένης αδελφής τους Ολίβια μέσα στο ντουλάπι τού πρόσφατα αποβιώσαντος πατέρα τους.
Ο πατέρας της Λόρα Γουίρ, Τίο, ο οποίος πέρασε μία δεκαετία μετά τον θάνατό της κόρης του αναμασώντας την υπόθεση, προσλαμβάνει τον Τζάκσον να βρει τον άντρα με το κίτρινο πουλόβερ του γκολφ. Και η Σίρλεϊ, η αδελφή τής Μισέλ, για να βρει την κόρη της που ήταν μωρό όταν η Μισέλ μπήκε στη φυλακή και τώρα θα πρέπει να είναι γύρω στα είκοσι πέντε. Οι τρεις αυτές ιστορίες συνδέονται συμβολικά: και οι τρεις είναι ανοιχτές υποθέσεις και μετά την «παύση των ερευνών» τις θυμούνταν μόνον εκείνοι που έφεραν μέσα τους το τραύμα. Η Ατκινσον καλείται να απαντήσει στον μύθο πίσω από αυτόν τον δήθεν τερματισμό και στο ρητορικό ερώτημα: «Τι κάνεις όταν το χειρότερο είχε ήδη συμβεί - πώς μπορούσες να ζήσεις;». Τι γίνεται με τις «ανοιχτές υποθέσεις», γιατί παραμένουν ανοιχτές πληγές; Ο ήρωάς της, ο συμπαθητικός ντετέκτιβ, έχει κι αυτός τη δική του «ανοιχτή υπόθεση», τον βιασμό και τη δολοφονία της αδελφής του όταν ήταν νεαρό αγόρι. Ο Τζάκσον «κάποιες φορές είχε την αίσθηση ότι ολόκληρος ο κόσμος αποτελούσε μια σελίδα από λογιστικό βιβλίο -απώλειες στην αριστερή πλευρά, ευρέσεις στη δεξιά. Δυστυχώς, οι δύο στήλες δεν ισοσκελίζονταν ποτέ. Η Αμίλια και η Τζούλια Λαντ είχαν βρει κάτι, ο Θίο Γουίρ είχε χάσει κάτι. Πόσο εύκολη θα ήταν η ζωή αν και στις δυο περιπτώσεις αυτό το "κάτι" ήταν το ίδιο;»
Η συγγραφέας κατορθώνει, παρουσιάζοντας τις αντιφάσεις και τα σκοτεινά σημεία των ιστοριών της, να πετύχει μια κάποιου είδους ισοσκέλιση, μια έστω και τεχνητή ισορροπία ανάμεσα στα θετικά και τα αρνητικά που ταλανίζουν τους ήρωές της. Ανάμεσα στις αρετές του μυθιστορήματος είναι η σε βάθος απόδοση και κατανόηση των χαρακτήρων της, οι ζωντανές μεταφορές, οι ανατροπές, οι οξυδερκείς της παρατηρήσεις, αλλά και οι ξεκαρδιστικοί διάλογοι μέσα από τους οποίους εμφανίζεται και η ιδιαίτερη ευφυΐα του καθενός.
Ο κάθε χαρακτήρας εισβάλλει με έναν αιφνίδιο, βαθιά ανθρώπινο τρόπο, από τον Τίο και την αβάσταχτη θλίψη του για την απώλεια της κόρης του, η αίσθηση της γενικότερης ματαιότητας που διακατέχει την Αμίλια, η τολμηρή Μισέλ με τη νεοαποκτηθεία ταυτότητά της μετά την αποφυλάκισή της, όπου εμφανίζεται ως Καρολάιν, μια δασκάλα που καλοπαντρεύεται και ζει κάπου στην εξοχή.
Παρά την υπερβολή της διευθέτησης που επιβάλλει στο τέλος ένας από μηχανής Θεός και επιφυλάσσει για όλους μια έστω και προσωρινή ανακωχή με τα φαντάσματα του παρελθόντος, το μυθιστόρημα παραμένει μια διεισδυτική καταγραφή των οικογενειακών συμφορών, της επιθυμίας για επιβίωση, της διαχείρισης του κενού και της αντιμετώπισης των «σφετεριστών της ζωής», των ανήμπορων και αδύναμων. Η μετάφραση του Καλοκύρη μεταφέρει επιτυχώς τη ζωντάνια και το νεύρο του πρωτότυπου.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/06/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις