Αυγουστίνος Ιππώνος, Άγιος

Ο Αυγουστίνος Ιππώνος (Aurelius Augustinus Hipponensis, 13 Νοεμβρίου 354 - 28 Αυγούστου 430)[2], γνωστός και ως Άγιος Αυγουστίνος, ήταν Χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος, του οποίου τα συγγράμματα επηρέασαν στην ανάπτυξη του Δυτικού Χριστιανισμού και της Δυτικής φιλοσοφίας. Επίσης ήταν ένας από τους πολυγραφότερους συγγραφείς της Λατινικής Πατρολογίας. Γεννήθηκε στην Ταγάστη της Νουμιδίας της Αφρικής, το σημερινό Σουκ Αχράς της Αλγερίας, μικρή ορεινή επαρχιακή πόλη. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος της Αγίας Μόνικας - όνομα Βερβερικό - και του Πατρικίου, Ρωμαίου πολίτη, ειδωλολάτρη ως προς τις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ο πατέρας του βαπτίστηκε Χριστιανός λίγο πριν πεθάνει. Την πρώτη μόρφωσή του την έλαβε στην Ταγάστη και ήταν λατινική αποκλειστικά. Μετά στα Μάδαυρα και εν συνεχεία σπούδασε ρητορική στην Καρχηδόνα, ακολουθώντας τις πατρικές επιθυμίες για ρητορικές σπουδές. Όταν πέθανε ο πατέρας του, διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Ένας όμως συντοπίτης του, ο Ρωμανιανός, θέλησε να τον ενισχύσει οικονομικά για να συνεχίσει τις σπουδές του. Σε αυτόν θα αφιερώσει αργότερα το πρώτο του σύγγραμμα ο Αυγουστίνος. Ο Ιερός Αυγουστίνος σε μικρή ηλικία ακολούθησε το φιλοσοφικό ρεύμα του Ορτενσίου του Μάρκου Τύλλιου Κικέρωνος. Εν συνεχεία εντάσσεται στο ρεύμα του Μανιχαϊσμού, που ήταν σε ιδιαίτερη έξαρση τον 4ο αιώνα και παραμένει ακόλουθός του για 7 έτη. Σε ηλικία δεκαέξι ετών γνωρίζεται και με μία χριστιανή, με την οποία ζει εκτός γάμου για δεκαπέντε χρόνια και αποκτά μαζί της έναν γιο, τον Αδεοδάτο. Θα την εγκαταλείψει αργότερα στο Μιλάνο, μετά από σχετική προτροπή της μητέρας του επειδή τον εμπόδιζε στη σταδιοδρομία του. Στο ίδιο διάστημα δρα ως διδάσκαλος της ρητορικής στην Ταγκάστα και την Καρχηδόνα. Το 383 μεταβαίνει στη Ρώμη, όπου και συνεχίζει το διδακτικό του έργο. Στη Ρώμη, και μετά από έντονη εσωτερική αναζήτηση καθώς πλέον και η διδασκαλία του Μανιχαϊσμού δεν κάλυπτε τις πνευματικές ανησυχίες και αναζητήσεις του, θέλγεται από τη διδασκαλία του Αμβροσίου επισκόπου Μεδιολάνων και σε συνδυασμό με την έντονη ενασχόλησή του με τον Πλάτωνα, προσέρχεται στον χριστιανισμό. Το 387 βαπτίζεται Χριστιανός από τον Αμβρόσιο. Το 391 χειροτονείται ιερέας, αφού ήδη από το 388 έχει επιστρέψει στη Βόρειο Αφρική. Το 395 εκλέγεται επίσκοπος Βασιλικού Ιππώνος (Hippo Regio), της Νουμιδίας. Εκεί θα ξεχωρίσει για την ποιμαντική του δραστηριότητα, αλλά και την έντονη αντιαιρετική του δράση, αφού ως επίσκοπος ο Αυγουστίνος αντιμετώπισε και τελικά σταμάτησε το σχίσμα του Δονατισμού, συγκαλώντας πολλές τοπικές Εκκλησιαστικές Συνόδους. Επίσης, η Σύνοδος της Καρχηδόνος το 411 καταδίκασε την αίρεση του Πελαγιανισμού και ο Αυγουστίνος αναγνωρίστηκε ως ο κύριος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας. Τελικά, το 426 παραιτήθηκε από επίσκοπος, αλλά πέρασε τα τελευταία του χρόνια πολεμώντας τον Αρειανισμό. Το τέλος της ζωής του ήλθε στις 28 Αυγούστου 430 κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Ιππώνος από τους Βανδάλους, όταν προσεβλήθη από υψηλό πυρετό.