0
Your Καλαθι
Ιδανικά ταξίδια
Η Ελλάδα στη Γαλλική ταξιδιωτική λογοτεχνία 1550-1821
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Καθρέφτης με δύο όψεις είναι τα ταξιδιωτικά χρονικά, όπως δείχνει η Ολγα Αυγουστίνου στο βιβλίο της. Ιδίως σε εποχές όπου δεν υπήρχε παγκόσμιο δίκτυο επικοινωνίας, οι αφηγήσεις στοχαστών, ποιητών, καλλιτεχνών και εμπόρων που επισκέπτονταν τον έξω κόσμο ήταν οι μοναδικές πηγές γνώσης και αποτύπωναν εικόνες, ιδέες, αλλαγές, την ίδια τη δυναμική των αιώνων. H μία όψη του χρονικού καθρεφτίζει πάντα τον ταξιδιώτη και τον πολιτισμό του και η άλλη όψη το άγνωστο μέρος που ανακαλύπτει στον τόπο προορισμού.
H ερευνήτρια επικεντρώνεται στις καταθέσεις των γάλλων ταξιδιωτών για να διερευνήσει τον ρόλο που έπαιξαν, συνειδητά ή ασυνείδητα, μιας και θεωρήθηκαν εν τέλει από τους πλέον δραστικούς καταλύτες των αλλαγών. Αρχισαν και αυτοί τα ταξίδια με την εκπνοή του δογματικού Μεσαίωνα και με τον νέο αέρα που ευνοούσε τις αναζητήσεις. Στο μεταξύ, η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453 είχε φέρει ξαφνικά δίπλα στη Δύση την Οθωμανική Αυτοκρατορία, τη νέα μεγάλη δύναμη της εποχής. Ενα κομμάτι αυτής της ξένης επικράτειας όμως ήταν «δικό τους» - όπως διαπιστώθηκε γρήγορα, ήταν το λίκνο του κλασικού πολιτισμού της Δύσης. H συστηματική εισαγωγή των αρχαίων ελληνικών γραμμάτων από τους ουμανιστές της πρώιμης Αναγέννησης με τη συνδρομή των βυζαντινών ελληνιστών που έφτασαν εξόριστοι μαζί με τα χειρόγραφά τους, συνέπεσε με την ανακάλυψη της τυπογραφίας και την έκδοση του συνόλου σχεδόν της ελληνικής γραμματείας στα πρώτα εκδοτικά εργαστήρια στην Ιταλία. Χρειάστηκε πολύ μικρό διάστημα για να φτάσει η λάμψη του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού στις αυλές ευγενών και βασιλέων της Γαλλίας και να γίνει έτσι το επίκεντρο ενός ενθουσιώδους ενδιαφέροντος. Τα νεόκοπα κέντρα των ανθρωπιστικών σπουδών της Δύσης, σημειώνει η Αυγουστίνου, ήταν ο χώρος όπου διαπλάστηκε η έννοια της «ελληνικότητας», η οποία προηγήθηκε της ύπαρξης των νεότερων Ελλήνων.
Ποιητές και αρχαιοκάπηλοι
Αυτούς τους νεότερους Ελληνες θα εντοπίσουν με θαυμαστή επιμονή οι γάλλοι ταξιδιώτες, πρεσβευτές, ποιητές, αρχαιοδίφες και, αναπόφευκτα, οι αρχαιοκάπηλοι. H δυναμική μεταξύ των δύο κόσμων μεταλλάχθηκε αρκετές φορές στη διάρκεια των αιώνων που εξετάζει η συγγραφέας στα έξι κεφάλαια του βιβλίου. Παρακολουθούμε παράλληλα με τις εντυπώσεις των ταξιδιωτών, τις εξελίξεις στη Δύση που τροφοδοτούν τα συγκεκριμένα ταξίδια. Μια σημαντική αντίφαση, λόγου χάρη, που είχε σημειωθεί πριν από το κύμα των περιηγητών, ήταν η ευνοϊκή υποδοχή των βυζαντινών εξορίστων εν μέσω του γενικού αντιβυζαντινού πνεύματος που εκδηλωνόταν στη Δύση από τον 15ο αιώνα. Και ήταν καθοριστικό ότι παρά τη θρησκευτική διαμάχη των Εκκλησιών, οι λόγιοι της Δύσης και της Ανατολής βρήκαν σημείο επαφής την αγάπη για τα κλασικά γράμματα. H διαμάχη των Εκκλησιών βέβαια έμεινε ανέπαφη από τα ταξίδια. Επί δύο αιώνες, ως τα τέλη του 18ου αιώνα, οι ταξιδιωτικές αφηγήσεις αποτελούσαν περιγραφές της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας. Με τον Διαφωτισμό, στο γύρισμα του 18ου αιώνα, εντείνονται η νοσταλγία και ο ρεμβασμός. Είναι θέμα χρόνου να επικρατήσει ο Ρομαντισμός στις αρχές του 19ου αιώνα και να εμφανιστεί το όραμα μιας αναγεννημένης Ελλάδας.
H τροφοδοσία των οραματιστών από τις εξελίξεις στην εκλεπτυσμένη και καλλιεργημένη γαλλική κοινωνία του 18ου αιώνα είχε ανανεωθεί κιόλας. Μια μαρτυρία του 1763 αποτυπώνει το σχόλιο κάποιου Γκριν για τη ζωή στο Παρίσι: «Εδώ και κάμποσα χρόνια τα αρχαιοπρεπή στολίδια και μοτίβα έχουν μεγάλη ζήτηση. Το γούστο έχει βελτιωθεί σημαντικά, και η μόδα της αρχαιότητας έχει εξαπλωθεί τόσο που όλα σήμερα φτιάχνονται a la grecque. Ο εσωτερικός και εξωτερικός διάκοσμος των κτιρίων, τα έπιπλα, τα υφάσματα, τα κάθε είδους κοσμήματα, όλα στο Παρίσι είναι a la grecque». Οι επίδοξοι ταξιδιώτες που έφευγαν από αυτό το Παρίσι φαντάζονταν, όπως το θέτει η Αυγουστίνου, «μια Ελλάδα προέκταση της κουλτούρας τους».
Τέτοιας τάξεως προσδοκίες ήταν φυσικό να διαψεύδονται. «Λοιπόν, Κύριε» έγραφε ο Σατωβριάνδος από την Κωνσταντινούπολη στον Μεσιέ ντε Μπορ το 1806 «γνώρισα την Ελλάδα! Επισκέφθηκα τη Σπάρτη, το Αργος, τις Μυκήνες, την Κόρινθο, την Αθήνα· ωραία ονόματα, αλίμονο, και τίποτε περισσότερο... Να μη δείτε ποτέ την Ελλάδα, Κύριε, παρά μόνο στον Ομηρο. Είναι ο καλύτερος τρόπος». Καθώς όμως βάθαινε ο Διαφωτισμός μαζί με την παρακμή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η αναγέννηση της Ελλάδας άρχισε να φαίνεται ακόμη και στη Δύση «όχι μόνο εφικτή, αλλά και επικείμενη». Παρ' ότι εξακολουθούσε «η δυναμική, αν και άνιση, σχέση ανάμεσα στους γάλλους περιηγητές ως εκπροσώπους ενός πολιτισμού και στους επιγόνους των ινδαλμάτων τους, τους Ελληνες», χάρη στην κοινή κλασική καταγωγή θα κατέληγαν όλοι μαζί στο 1821, με θερμότερους υποστηρικτές εκ των Γάλλων τους Φιρμέν-Ντιντό, Πουκεβίλ και Μαρσελύς.
Αμφίθυμη στάση
H ερευνήτρια μας είχε προϊδεάσει ήδη από τον πρόλογο για την αμφίθυμη στάση των ταξιδιωτών: «Ο κλασικής εμπνεύσεως φιλελληνισμός» σημείωνε «υπήρξε πολύ πιο πολύπλοκο φαινόμενο. Κατά κύριο λόγο, υπήρξε απόρροια της εκπολιτιστικής αποστολής (mission civilisatrice) των πολιτισμικά ανώτερων Ευρωπαίων, οι οποίοι επιδίωξαν να επιτύχουν την ανόρθωση των νεότερων Ελλήνων βάσει των δικών τους κριτηρίων, δηλαδή με τη μίμηση κλασικών προτύπων που είχαν διαμορφωθεί στη Δύση. H ειρωνεία είναι ότι ναι μεν αποσκοπούσε στην αποκατάσταση της ενότητας του ελληνικού πολιτισμού, στην πραγματικότητα όμως υπέθαλψε τη διάσπασή του, αφού έθεσε την πρόσφατη χριστιανική, βυζαντινή και οθωμανική κληρονομιά του αντιμέτωπη με το αρχαίο του παρελθόν».
Εχοντας φτάσει στο τέλος και αφού γνωρίσαμε οραματιστές από τον Βολταίρο ως τον Πουκεβίλ, ως κατακλείδα έρχεται η διαπίστωση ότι «ο γαλλικός φιλελληνισμός, ο οποίος αποτελούσε πτυχή ενός σύνθετου πλέγματος στάσεων και αισθημάτων των Ευρωπαίων απέναντι στην Ελλάδα, είχε ξεχωριστή αίγλη για τους νεότερους Ελληνες. H πίστη ότι οι Γάλλοι, περισσότερο από τους άλλους Ευρωπαίους, ήταν όμοιοι με τους αρχαίους Αθηναίους οδήγησε πολλούς νεότερους έλληνες διανοούμενους, ανάμεσά τους και τον Κοραή, να καλλιεργήσουν αισθήματα θαυμασμού για τον γαλλικό πολιτισμό και να τον αναδείξουν σε πρότυπό τους». Ο ένας λαός θέλησε να γίνει καθρέφτης του άλλου - γιατί όχι;
ΜΑΙΡΗ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΙΔΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-10-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τα περιηγητικά βιβλία σπάνια αναφέρονται στις Ιστορίες Λογοτεχνίας και μόνο στους καταλόγους δημοπρασιών καταλαμβάνουν εξέχουσα θέση, αντιπροσωπεύοντας το βάρος τους σε χρυσό, κυρίως λόγω της αξίας των πολύτιμων χαλκογραφιών τους. Μ' αν σήμερα, το κείμενό τους μόνο τους ιστοριοδίφες ενδιαφέρει, από την Αλωση ίσαμε το '21, τα κείμενα αυτά υπήρξαν ο μοναδικός δίαυλος για τη μετάδοση μιας ρεαλιστικής εικόνας της σκλαβωμένης Ελλάδας, κι η επίδραση τους στη Λογοτεχνία, αλλά και τη διαμόρφωση της κοινής γνώμης στη Δύση, μεγίστη.
Ονειροπόλοι, θαυμαστές του κλασικού πνεύματος, αρχαιοκάπηλοι ή σχολαστικοί φυσιογνώστες, καθένας με τα σκοπούμενα και τις φιλοδοξίες του, πάτησαν το ξέφραγο αλλά στοιχειωμένο από αναμνήσεις ενδόξων προγόνων αμπέλι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γυρεύοντας άλλος μνημεία, άλλος φυτά, άλλος σκονισμένα χειρόγραφα, κι άλλος έμπνευση από τα ιερά νάματα των Μουσών...
Κι αν σήμερα πια συνήθως αρκούμαστε στο ξεφύλλισμα της πολύτιμης εικονογράφησης των δυσεύρετων αυτών εκδόσεων, η συγκριτική μελέτη των κειμένων τους μπορεί να ρίξει άπλετο φως στη βαθμιαία μεταβολή στάσης των Ευρωπαίων με τα χρόνια έναντι των Ελλήνων και συνακόλουθα στις απαρχές του φιλελληνικού ρεύματος, που συνέτεινε καθοριστικά όχι μονάχα στην αποτίναξη του τουρκικού ζυγού, αλλά και στη διαμόρφωση της πολιτιστικής ταυτότητας του νεοσύστατου κράτους ώς σήμερα.
Καθώς οι ξένοι φιλέλληνες, λόγιοι, πολιτικοί ή καλλιτέχνες, σπανίως είχαν τη δυνατότητα να ταξιδέψουν στ' αφιλόξενα εδάφη της τέως Ελλάδας, που μέσω των αρχαίων αριστουργημάτων ήξεραν και θαύμαζαν, μοιραία, επί αιώνες, στηρίχτηκαν στις ανταποκρίσεις -περισσότερο ή λιγότερο αξιόπιστες- των περιηγητών. Απ' αυτούς προέρχονταν οι ειδήσεις για την κατάσταση των μνημείων, τις συνθήκες ζωής των ραγιάδων και τις θηριωδίες των κατακτητών. Κι απ' αυτούς κουβαλιόντουσαν συχνά στις αυλές πλουσίων ηγεμόνων της Δύσης καλλιτεχνήματα και ανεκτίμητα κειμήλια που, αστράφτοντας μπρος στα έκθαμβα μάτια του κοινού, άγρευαν συνειδήσεις υπέρ της ελληνικής υπόθεσης....
Η Ολγα Αυγουστίνου ξεκινάει με μιαν επισκόπηση της Γαλλικής Λογοτεχνίας, εστιάζοντας το φακό της στο διαφορετικό τρόπο πρόσληψης και προβολής της «ελληνικής ιδέας» -αφηρημένα και συμβολικά, ως επί το πλείστον- από τους μετα-αναγεννησιακούς ποιητές και πεζογράφους, κι ύστερα περνάει στην αναλυτική εξέταση των σημαντικότερων περιηγητών, καταγράφοντας πώς μεταβάλλονται οι περιγραφές του ίδιου χώρου και του ίδιου λαού από τον Τουρνεφόρ στον Σπον κι από τον Σουαζέλ - Γκουφιέ στον Πουκεβίλ, καθώς άλλαζε σταδιακά κι η οπτική της Δύσης! Αλλιώς βλέπαν τα πράγματα οι πιστοί Καθολικοί απελπισμένοι των βασιλιάδων κι αλλιώς τα τέκνα του Διαφωτισμού και η γενιά της Γαλλικής Επανάστασης. Για τους μεν ο Τούρκος ήταν νόμιμος δεσπότης, για τους δε στυγνός καταπιεστής, που κανένα δορυκτητικό δικαίωμα δεν τον νομιμοποιούσε. Για τους μεν, ο Ορθόδοξος κλήρος ήταν άξεστος, χαμερπής, δόλιος κι άπληστος -κύριος εντέλει υπαίτιος της τραγικής κατάστασης του Γένους-, ενώ οι μεταγενέστεροι του αναγνώριζαν, αν μη τι άλλο, απλότητα κι αξιοπρέπεια, παρακάμπτοντας τ' αγκάθια των δογματικών διαφωνιών. Οι μεν ξεκίναγαν να κρίνουν έναν σύγχρονο λαό με τα πρότυπα δυτικού βίου ή τον παραβάλανε προκρούστεια με την εξιδανικευμένη περί Αρχαίων αντίληψη που 'χαν απ' τα διαβάσματά τους, οι δε επιχείρησαν με ψυχραιμότερο μάτι να διακρίνουν αρετές στο Νεοέλληνα, δικές του όχι δάνειες, να καταγράψουν τα επιτεύγματα, τη λαϊκή του παράδοση και τη νοοτροπία του. Γι' άλλους η Ελλάδα ανήκε αναντίρρητα στην Ευρώπη, άλλοι μαγεύονταν απ' τον εξωτισμό της Ανατολής..
Και βέβαια, όσο οι αιώνες πέρναγαν κι επιβάλλονταν νέοι κανόνες εθνολογικής και κοινωνιολογικής έρευνας και παρατήρησης τόσο συρρικνώνονταν οι προκατειλημμένες κρίσεις, περιορίζονταν τα αρνητικά σύννεφα που θόλωναν το βλέμμα των παλιότερων και φούντωνε ο φιλελληνισμός ωσότου, στα τέλη πια του 18ου αιώνα, στήθηκαν γερές βάσεις για την αποδοχή και τη στήριξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
Διερευνώντας τη μέθοδο εργασίας, τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και την ιδεολογία καθενός, η Ολγα Αυγουστίνου ξεχωρίζει τους πολιτικά κινούμενους από τους ρομαντικούς περιηγητές, τους εθνικά φορτισμένους υπέρ της Ελλάδος, από τους αδιάφορους ή τους συγκεκαλυμμένα εχθρικούς και προβαίνει στις απαραίτητες κρίσεις κι αξιολογήσεις.
Μολονότι επαρκής η μελέτη της παραμένει κατά βάσιν περιγραφική. Παρέχει μεν πλούσια στοιχεία, χωρίς να πορίζει κάτι νέο. Από την άλλη, μοιάζει με διατριβή ξένου πανεπιστημίου, που οφείλει να καλύψει διεξοδικά το αντικείμενό της σε ορισμένο αριθμό σελίδων -αλλά να μην πέσει και κάτω απ' αυτόν. Και μολονότι η γλαφυρότητα της μετάφρασης καλύπτει οπωσδήποτε την αδυναμία, υπάρχει η αίσθηση πως τα ίδια πράγματα θα ήταν δυνατό να λεχθούν και συνοπτικότερα. Ευτυχώς η σαφήνεια της γραφής βοηθάει τον αναγνώστη να μην αφήσει το βιβλίο- κι ας μην είναι απ' τα έργα «μεγάλης πνοής».
Το μόνο που μπορεί επί της ουσίας να παρατηρήσει ο απροκατάληπτος μελετητής είναι η σταθερά φιλελληνική θέση της συγγραφέως στην όλη αντιμετώπιση του θέματος, που την τιμά μεν ως πατριώτισσα, πλην δεν βοηθάει στο αντικειμενικό ζύγιασμα του ήθους των πρώιμων ιδίως περιηγητών. Διότι αν εξαιρέσει κανείς τον αδίστακτο κι αρρωστημένο Φουρμόν, που όντως κατέστρεψε αναρίθμητα μνημεία, ο ζήλος των υπολοίπων ν' αποσπάσουν αρχαιότητες και να τις μεταφέρουν στην Ευρώπη, δεν θα 'πρεπε ν' αντιμετωπίζεται ως «έγκλημα κατά της επιστημονικής ηθικής», εφόσον ούτε υπήρχε τότε η συγκεκριμένη «ηθική», ούτε αποσπάστηκαν από ελληνικό έδαφος, παρά από τουρκικό. Κι αν δεν υπήρχαν οι άνθρωποι που, για προσωπικό τους ασφαλώς όφελος, τα υπέκλεψαν και κατέληξαν σε Λούβρα και σε Βατικανά, πολύ πιθανό τα ίδια αριστουργήματα να 'χανε γίνει ασβέστης για να σοβατιστεί το σαράι κάποιου Τούρκου πασά -όπως συχνά συνέβη. Μάλιστα, ακόμη και με το σημερινό «κώδικα δεοντολογίας», δεν ξέρω αν θα 'πρεπε να ταχθεί κανείς υπέρ της παραμονής των ελληνικών ανασκαφικών θησαυρών του Αφγανιστάν, ας πούμε, στα χέρια των Ταλιμπάν εκείνων που ανατίναζαν αγάλματα του Βούδα (όπως ακριβώς κι οι Τούρκοι κάναν σκοποβολή σε ανάγλυφες αρχαιοελληνικές μορφές!), ή έστω στο Μουσείο της Καμπούλ, που το 'καψαν εντέλει και το λεηλάτησαν στους εμφύλιους πολέμους τους οι ντόπιοι, κι όχι στα χέρια των «στυγνών αποικιοκρατών» Γάλλων, στο Παρίσι... Κι αν μετά από 100 χρόνια γίνει το Αφγανιστάν ευνοούμενο κράτος, πάλι δεν ξέρω αν θα πρέπει να μεμφόμαστε όσους φυγάδευαν στις δύσκολες ώρες πολύτιμα ευρήματα στο εξωτερικό- κι ας ήταν για να μείνουν δανεικά κι αγύριστα!... Η κρίση μας επομένως για κείνους που τα υφαιρούσαν από την εξουσία των αγάδων, αν μη επαινετική, οφείλει να 'ναι τουλάχιστον ανεκτικότερη...
Το ίδιο ισχύει και στις περιπτώσεις όπου καταλογίζεται στους ξένους ταξιδιώτες κακοήθεια για τις «ανθελληνικές» τους κρίσεις (όταν λ.χ. κατηγορούν λαό και κλήρο γι' αμάθεια, υποκρισία, κλεφτιά, αναξιοπιστία κ.λπ.), χωρίς να εξετάζεται παράλληλα και τι πράγματι αντιμετώπισαν! Γιατί οι κλέφτες των ελληνικών βουνών δείχτηκαν αναμφίβολα παλικάρια στην Επανάσταση του 1821, μα δεν ήταν για τούτο λιγότερο κλέφτες, ληστές του κοινού ποινικού δικαίου, όπως τους περιγράφει αδρά ο Αμπού, παραδόπιστοι μαχητές υπέρ της Ελευθερίας τη μία και συνεργάτες των Τούρκων ή του Αλή πασά την επόμενη, κατά το συμφέρον και τη βολή τους...
ΣΤΑΝΤΗΣ Ρ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 28/05/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις