0
Your Καλαθι
Δια λόγους τιμής
Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα
Περιγραφή
Το βιβλίο αυτό αφορά τα «εγκλήματα τιμής» στη μετεμφυλιακή ελληνική κοινωνία τις δεκαετίες 1950 και 1960. Με πηγές δικαστικά αρχεία, εφημερίδες και περιοδικό τύπο, νομικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά κείμενα της εποχής, η συγγραφέας αναλύει πώς αντιμετωπίζει τα εγκλήματα «δια λόγους τιμής» η λεγόμενη κοινή γνώμη, οι δημοσιογράφοι, οι δικαστές και εισαγγελείς, οι επιστήμονες.
Οι απολογίες των δραστών «εγκλημάτων τιμής» και οι καταθέσεις των μαρτύρων, ζωντανές σαν κοινωνικό μυθιστόρημα, διαγράφουν τα πρότυπα ηθικής, τη νομιμότητα της διαπροσωπικής βίας και την ιεραρχία των φύλων στην ελληνική οικογένεια της εποχής.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Αν και φαίνεται παράδοξο, η ιστορία των μετεμφυλιακών χρόνων μάς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστη. Αγνωστη στο επίπεδο της ιστοριογραφικής καταγραφής και ανάλυσης που μπορεί να εξετάσει κριτικά μια περίοδο με την οποία οι περισσότεροι από μας διατηρούν μια σχέση οικειότητας, μιας οικειότητας που οφείλεται είτε σε βιωματικούς δεσμούς μαζί της είτε σε σταθερά επαναλαμβανόμενες αναπαραστάσεις της. Αυτή η αίσθηση οικειότητας ενέχει τον κίνδυνο να μεταφέρει στο παρελθόν το νόημα του παρόντος, εμποδίζοντας έτσι την κατανόηση του πρώτου και δεσμεύοντας τις ερμηνευτικές δυνατότητες του δεύτερου. Το βιβλίο της Εφης Αβδελά ακολουθεί με συνέπεια τη στρατηγική της ανοικείωσης, της απόστασης και της διαφοράς σε σχέση με αυτό το πρόσφατο παρελθόν, επιτρέποντάς μας με αυτόν τον τρόπο τόσο την κατανόησή του όσο και τη διεύρυνση των ερμηνευτικών μας δυνατοτήτων. Πρόκειται για ένα εξαιρετικά σημαντικό βιβλίο, αφ' ενός λόγω της εστίασης της συγγραφέα σε αυτή την ιστορική περίοδο, αφ' ετέρου, λόγω της οπτικής υπό την οποία προσεγγίζει το θέμα της και του θεωρητικού βάθους που την υποστηρίζει.
Αντικείμενο του βιβλίου αποτελούν τα εγκλήματα «διά λόγους τιμής» και οι σταδιακές διαφοροποιήσεις του περιεχομένου της «τιμής» στη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Μέσα από τη μελέτη ποικίλων πηγών, διαγράφονται οι διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της τιμής από μια πολλαπλότητα υποκειμένων, τα οποία είτε εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα στα «εγκλήματα τιμής» και στην εκδίκασή τους (θύτες και θύματα, μάρτυρες, κοινό, δικαστές) είτε μελετούν τον κώδικα της τιμής στην ελληνική κοινωνία (αναλυτές, νομικοί, ανθρωπολόγοι, κοινωνικοί επιστήμονες). Οι σημαντικές μετατοπίσεις και οι μετασχηματισμοί που εντοπίζονται ανάμεσα στις δύο υπό μελέτη δεκαετίες συνιστούν μια διαδικασία που απολήγει στην απονομιμοποίηση εκείνου του περιεχομένου της τιμής, το οποίο συσχετίζει την υπεράσπισή της με την άσκηση διαπροσωπικής βίας. Καθώς η συγγραφέας παρακολουθεί αυτή τη διαδικασία επαναπροσδιορισμών και διαφοροποιήσεων της «τιμής», σκιαγραφεί τον πολιτισμικό μετασχηματισμό που συντελείται την περιόδο αυτή, τις αντιφάσεις του και την αμφιθυμία απέναντί του. Ο υπότιτλος του βιβλίου -Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα- υποδεικνύει τους αρμούς που συνέχουν τη μελέτη του θέματος: διερευνώνται στη διαπλοκή τους τα επίπεδα της πράξης, της πρόσληψης/ βίωσης και του πλαισίου νοηματοδότησης, πάνω στα οποία συγκροτούνται οι αντιλήψεις περί «τιμής», ενώ οι ποικίλες τομές και οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των επιπέδων αναδεικνύουν τη σχέση ανάμεσα στο λόγο και τις κοινωνικές πρακτικές, το βαθμό στον οποίο αλληλοεπηρεάζονται και αλληλοδιαμορφώνονται.
Το «έγκλημα τιμής» αποτελεί, σύμφωνα με τη διατύπωση της συγγραφέα, «μια σύνθετη κατασκευή στην οποία συγκλίνουν πολλαπλοί παράγοντες (αξίες, πρότυπα, νομικές ρυθμίσεις, ποινικά διακυβεύματα) και εξίσου πολλά ενεργά υποκείμενα (άτομα, ομάδες, θεσμοί, μηχανισμοί ελέγχου)». Η ρευστότητα, η πολυσημία και η συνθετότητα των εγκλημάτων τιμής συνδέονται με τα ομόλογα χαρακτηριστικά που διακρίνουν την έννοια η οποία βρίσκεται στον πυρήνα τους, την «τιμή». Αξιοποιώντας τα πορίσματα της νέας κοινωνικής και πολιτισμικής ιστορίας, στο πλαίσιο των οποίων η «τιμή» ως υποστασιοποιημένη κοινωνική αξία τίθεται υπό κριτική και αναδεικνύονται οι ιστορικοί και πολιτισμικοί προσδιορισμοί της, η Εφη Αβδελά διερευνά την έννοια αυτή ως κώδικα συμπεριφοράς, ως κοινωνική αξία και ως συναίσθημα, δηλαδή ως συμβολική, λεκτική κατηγορία, η οποία ανάγεται σε κοινωνική αξία που συνδέεται με συγκεκριμένα συναισθήματα και παράγει συγκεκριμένα πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Η τιμή αποτελεί ένα «κεντρικό σύμβολο», το νόημα του οποίου παραπέμπει σε ένα ευρύ πεδίο σχέσεων πέρα από το συμβάν του «εγκλήματος διά λόγους τιμής». Συνδέει το άτομο με την ομάδα, την οικογένεια με τα μέλη της και τον κοινωνικό της περίγυρο, το ιδιωτικό με το δημόσιο πεδίο: συνιστά «αυτοεικόνα, υπόληψη, κοινωνικό κύρος, την εικόνα του άλλου όπως καθρεφτίζεται στον εαυτό.» Συγχρόνως, το περιεχόμενό της είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την έμφυλη ταυτότητα ενός ατόμου: η επίκλησή της συνδέεται σταθερά τόσο με την οικογένεια και τον έμφυλο καταμερισμό των ρόλων μέσα σε αυτή όσο και με τη σεξουαλικότητα. Ομως, ενώ τιμή έχουν όλοι, άντρες και γυναίκες, η υπεράσπισή της φαίνεται να είναι σχεδόν αποκλειστικά προνόμιο γένους αρσενικού. Η υπόληψη, μας λέει η συγγραφέας, έχει φύλο: «Η ευπρέπεια, το περιεχόμενο των κοινωνικών προτύπων [...] αντιστοιχούν στις αναμενόμενες έμφυλες συμπεριφορές από τις οποίες προκύπτει αν ο άντρας ή η γυναίκα έχουν ή όχι τιμή».
Δράστες και αιτιολογήσεις
Τα πολλαπλά επίπεδα διαπραγμάτευσης της τιμής και των συμπεριφορών που αναπτύσσονται πάνω στο αξιακό υπόβαθρο που αυτή προσφέρει, ο διάλογος και οι συγκρούσεις μεταξύ αυτών των επιπέδων παρουσιάζονται μέσα σε μια ευφυή πλοκή που ακολουθεί το βιβλίο. Τέσσερις επάλληλοι κύκλοι συνθέτουν τα τέσσερα κεφάλαιά του, στο πλαίσιο των οποίων η ματιά μας οδηγείται από το πιο συγκεκριμένο στο πιο γενικό και από την αρχή στο τέλος της περιόδου. Σταδιακά έρχονται στο προσκήνιο οι άμεσοι και οι έμμεσοι πρωταγωνιστές των «εγκλημάτων τιμής», οι παρατηρητές τους, οι φορείς των επίσημων λόγων περί τιμής.
Το πρώτο κεφάλαιο εστιάζει στους δράστες των εγκλημάτων και τις αιτιολογήσεις που αυτοί προβάλλουν για την πρόκληση του φόνου ή του τραυματισμού των θυμάτων. Οι αιτιολογήσεις αυτές αποτελούν επαναλαμβανόμενα ρητορικά σχήματα τα οποία, ακριβώς μέσω της επανάληψής τους, μετατρέπονται σε πολιτισμικά σενάρια. Ερχόμαστε έτσι σε μία από τις πιο σημαντικές κατηγορίες προσέγγισης του θέματος. Τα πολιτισμικά σενάρια των «εγκλημάτων τιμής» είναι «οι πολιτισμικά νοητές αιτιολογίες που επικαλούνται οι δράστες, [...] οι διαφορετικές εκδοχές και μορφές που αναγνωρίζεται ότι μπορεί να παίρνει η προσβολή που προκαλεί το θύμα στο δράστη και στην οποία απαντά με το φόνο η τον τραυματισμό του. [...] Τα πολιτισμικά σενάρια στα οποία αντιστοιχούν αυτά τα ρητορικά σχήματα δεν αλληλοαποκλείονται. Αντίθετα, [...] σκιαγραφούν ένα συνεχές του οποίου αφετηρία είναι η αδιαμφισβήτητη ευθύνη του θύματος και τέρμα η αμφισβητούμενη νομιμότητα της πράξης του δράστη». Μέσα, λοιπόν, από τα πολιτισμικά σενάρια, οι συγκεκριμένες πράξεις διαπροσωπικής βίας εννοιολογούνται ως εγκλήματα τιμής. Η λογική των πολιτισμικών σεναρίων αποδεικνύεται εξαιρετικά γόνιμη για την ανάπτυξη της μελέτης, καθώς επιτρέπει να διερευνηθούν τα «εγκλήματα τιμής» όχι ως ένα κλειστό σύστημα, αλλά ως «ένα είδος ρεπερτορίου, που οι εκδοχές του, μολονότι ποικίλες, είναι ωστόσο πεπερασμένες, και μολονότι συγκεκριμένες, επιδέχονται όχι μόνο πολλαπλές αναγνώσεις αλλά και υπόκεινται μονίμως σε διαχείριση, διαπραγμάτευση, επιβεβαίωση ή αμφισβήτηση από τα υποκείμενα που με τον έναν η τον άλλο τρόπο τα επιτελούν». Στο πλαίσιο της ανάλυσης των πολιτισμικών σεναρίων γίνεται σαφές ότι το «έγκλημα τιμής» αποκτά νόημα μέσα από τις διαφορετικές διατυπώσεις που το συγκροτούν, αίρεται δηλαδή η διάκριση ανάμεσα στις συμβολικές αναπαραστάσεις και τις κοινωνικές πρακτικές και αναδεικνύεται η αλληλοτροφοδότησή τους.
Σε έναν δεύτερο κύκλο προσέγγισης των οπτικών των υποκειμένων μελετώνται οι καταθέσεις των μαρτύρων, διά μέσου των οποίων διαγράφονται οι απόψεις για τη δημόσια εικόνα των εμπλεκομένων. Καταδεικνύονται εδώ οι τρόποι με τους οποίους λειτουργεί το «δικαστήριο της υπόληψης», δηλαδή οι ποικίλες αξιολογήσεις που η κοινότητα επιφυλάσσει για τα άτομα και τις οικογένειές τους. Η «κοινή γνώμη» θέτει στο στόχαστρό της ένα φάσμα συμπεριφορών που συνδέουν την ηθική με την αναμενόμενη από τα φύλα εκπλήρωση των ρόλων τους, ενώ συνάμα συνδέει τη συγκεκριμένη κάθε φορά υπόθεση με ένα ευρύτερο πλαίσιο αντιλήψεων και αξιών. Τα «εγκλήματα τιμής» αλλά και οι κοινωνικές ταυτότητες των εμπλεκομένων δομούνται συσχετικά, σε ένα σύνολο τόπων όπου η ατομικότητα συνδέεται με την κοινωνικότητα.
Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον από κάτω προς τα πάνω, τα δύο τελευταία κεφάλαια εξετάζουν διαφορετικούς επίσημους λόγους γύρω από την τιμή και τη λειτουργία της στην ελληνική κοινωνία που αλλάζει. Οι προβληματισμοί για την ποινική αντιμετώπιση των «εγκλημάτων τιμής» απονομιμοποιούν την προσβολή της τιμής ως κινήτρου για την άσκηση διαπροσωπικής βίας. Βασική τους παραδοχή είναι ότι το κυριότερο διακύβευμα της μεταπολεμικής ελληνικής κοινωνίας συνοψίζεται στην ταχύτητα και την επιτυχημένη ολοκλήρωση της διαδικασίας εκπολιτισμού της. Η διαδικασία αυτή απαιτεί μια σύγχρονη ηθική, συναινετική και ατομική, η οποία απορρίπτει τη βία. Στο επίκεντρο αυτών των προβληματισμών τίθεται ο ρόλος των ενόρκων, ο οποίος συσχετίζεται με την επίδειξη επιείκειας που, με τη σειρά της, συνδέεται με έναν λόγο περί αύξησης της εγκληματικότητας, έστω και αν τα στατιστικά δεδομένα καταγράφουν τη μείωσή της. Οπως μας δείχνει η συγγραφέας, οι λόγοι αυτοί, «αυταρχικοί στο περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού που επαγγέλλονται, αποσκοπούν στη συγκρότηση νέων πειθαρχιών και στη ρύθμιση της κοινωνικότητας "από τα πάνω"», ενώ η εμμονή στην «εγκληματικότητα» αποτελεί ουσιαστικά μια μεταφορά για όσα θεωρούνται προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας, συμπυκνώνει ανασφάλειες και φόβους των αρχηγεσιών της.
Η αποδέσμευση του κώδικα της τιμής από τη βία εμφανίζεται και στα ανθρωπολογικά και κοινωνιολογικά κείμενα της περιόδου, τα οποία μελετούν την ελληνική κοινωνία και διερευνούν τις προϋποθέσεις και τις στάσεις απέναντι στην αλλαγή. Στο πλαίσιο των επιστημονικών αυτών λόγων η τιμή επανεννοιολογείται ως «φιλότιμο». Το φιλότιμο συγκροτεί την εκσυγχρονισμένη αστική εκδοχή της τιμής, η οποία αντιπροσωπεύει αυτό που θεωρήθηκε «ιδιότυπος ελληνικός ατομισμός», εκφράζοντας κατ' αυτόν τον τρόπο την «ιδιαιτερότητα» της ελληνικής κοινωνίας.
Το ενδιαφέρον της συγγραφέα για τα κείμενα αυτά αφορά την ιστορικότητά τους. Καθώς οι συγκεκριμένοι λόγοι εντάσσονται στα ιστορικά τους συμφραζόμενα, αποκαλύπτονται οι όροι με τους οποίους διαμορφώνουν ισχυρές εικόνες οι οποίες ταξινομούν, εξηγούν, διαχωρίζουν, αξιολογούν, άρα πειθαρχούν, δρουν δηλαδή διαμορφωτικά πάνω στις κοινωνικές σχέσεις. Η επαναδιαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων αποτελεί βασικό συστατικό του πολιτισμικού μετασχηματισμού που συντελείται στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Πρόκειται, ωστόσο, για έναν μετασχηματισμό στον οποίο παίζουν ρόλο κυρίως οι προσαρμογές και όχι οι ανατροπές, γεγονός που διαφαίνεται στη θεμελιακή διάσταση την οποία η οικογένεια διατηρεί στην ανασυγκρότηση της κλίμακας των κοινωνικών αξιών.
Ανθεκτικές αναπαραστάσεις
Μία από τις κεντρικές υποθέσεις του βιβλίου είναι πως οι διαφορετικοί λόγοι για την τιμή και τα εγκλήματα που επικαλούνται την προσβολή της, «συνιστούν εντέλει μια μεταφορά για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας και τις τραυματικές του αντιφάσεις κατά την περίοδο που ακολουθεί μια μακρά, αιματηρή, εμφύλια σύγκρουση, σε μια περίοδο όπου το κράτος και οι επίσημοι φορείς του επιδιώκουν να ενσωματώσουν όλες τις κοινωνικές αντιθέσεις σε μια διαδικασία επιβεβλημένης και ελεγχόμενης νεωτερικότητας». Η ιστορικοποίηση αυτών των λόγων αποδιαρθρώνει ανθεκτικές ακόμη και σήμερα αναπαραστάσεις για την ελληνική κοινωνία και μετατρέπει την αντίθεση ανάμεσα στην αρχαϊκότητα και τον εκσυγχρονισμό από σχήμα ερμηνείας της ιστορικής εξέλιξης σε σχήμα μέσα στην ιστορική εξέλιξη, το οποίο υπόκειται σε συγκεκριμένους χρονικούς, κοινωνικούς και πολιτισμικούς προσδιορισμούς.
Ενα μέρος των ανθεκτικών αυτών αναπαραστάσεων οφείλεται στην κυριαρχία των ερμηνευτικών παραδοχών με τις οποίες η συμβατική πολιτική ιστορία έχει προσεγγίσει τα μεταπολεμικά χρόνια. Στρέφοντας το βλέμμα από την επίσημη πολιτική σκηνή στις πολιτισμικές εκφράσεις της κοινωνικής ζωής, το βιβλίο της Εφης Αβδελά συνιστά μια μεθοδολογική ανανέωση για την ιστοριογραφία της περιόδου και όχι μόνον. Από τα ελάχιστα παραδείγματα της νέας πολιτισμικής ιστορίας στον ελληνικό χώρο, μας προτείνει τρόπους για να να διαπραγματευόμαστε ζητήματα όπως η ποινική και η δικαστική διαχείριση μιας σειράς φαινομένων, να αμφισβητούμε τα αυτονόητα, να ερμηνεύουμε τα πεδία της ενότητας και της σύγκρουσης σε μια κοινωνία. Και μας υπόσχεται μια απολαυστική ανάγνωση.
ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/05/2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Το βράδυ της 15ης Ιουλίου του 1954, στη γέφυρα του σιδηροδρομικού σταθμού Πελοποννήσου, τα αδέλφια Απόστολος και Αντώνης Λακόπουλος από το χωριό Σελάδες Αρτας παραμόνευαν τον εικοσιοκτάχρονο συγχωριανό τους Αντώνη Σισμάνη. Είκοσι επτά χρονών, οδηγός αυτοκινήτου ο ένας, είκοσι δύο χρονών, ναύτης ο άλλος, είχαν ακολουθήσει τον Σισμάνη στην Αθήνα με σκοπό να "ξεπλύνουν το αίσχος της οικογένειάς τους": τον κατηγορούσαν ότι είχε διαφθείρει την αδελφή τους και αρνιόταν να την παντρευτεί. Μόλις ο Σισμάνης εμφανίστηκε, έπεσαν επάνω του και τον σκότωσαν με μαχαίρι. Την άλλη μέρα οι εφημερίδες έκαναν λόγο για ένα ακόμα "έγκλημα τιμής", που πήρε κάπως μεγαλύτερη δημοσιότητα μιας και έγινε μέσα στην ίδια την Αθήνα».
Ετσι, με αυτόν τον λιτό δημοσιογραφικό λόγο που πλησιάζει τον λογοτεχνικό, αρχίζει την εισαγωγή στο πόνημά της Διά λόγους τιμής. Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα η Εφη Αβδελά, η οποία διδάσκει στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Οπως λέει και ο τίτλος, το βιβλίο αναφέρεται στα εγκλήματα που αποκλήθηκαν «τιμής» στην ελληνική κοινωνία του '50 και του '60, εποχή που η χώρα έβγαινε από έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο και οι βίαιες συμπεριφορές ήταν συχνές. Ερευνώντας ποικίλες πηγές (δικαστικά αρχεία, εφημερίδες και περιοδικά, κοινωνιολογικά και ανθρωπολογικά κείμενα της εποχής), η συγγραφέας ανακάλυψε πλείστα στοιχεία που της έδωσαν τη δυνατότητα να αναλύσει το φαινόμενο και να αναφερθεί στο πώς αντιμετώπιζαν τα «εγκλήματα τιμής» η κοινή γνώμη της εποχής, οι δημοσιογράφοι, οι δικαστές και οι εισαγγελείς αλλά και οι επιστήμονες.
Το βιβλίο αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια με τους εξής τίτλους: Διά λόγους τιμής: Πολιτισμικά σενάρια και η οπτική των πρωταγωνιστών· H κοινωνία λέει: Αντιμαχόμενες αφηγήσεις στο δικαστήριο της υπόληψης· Αι καρδίαι των κ. ενόρκων: Συναισθήματα και αξίες στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης· Εννοια ζώσα εν τη παρενθέσει του λαού: Επιστημονικές εννοιολογήσεις της τιμής.
Πολλαπλές εκδοχές
Στο πρώτο κεφάλαιο τα «εγκλήματα τιμής» αναλύονται στις πολλαπλές εκδοχές τους, όπως αυτές καταγράφονται στις εφημερίδες, και η συγγραφέας δίνει έμφαση στην οπτική των πρωταγωνιστών της κάθε υπόθεσης. Το «έγκλημα τιμής» δεν είναι κάτι αυτονόητο· ο καθένας δίνει σε αυτό όποια ερμηνεία θέλει ή τον βολεύει. Κάθε δικαστήριο βγάζει διαφορετική απόφαση για παρόμοιες υποθέσεις, πράγμα που προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Π.χ., το Κακουργιοδικείο του Αγρινίου απάλλαξε τον Οκτώβριο του 1953 τον Πατρινό που σκότωσε τον μνηστήρα της αδελφής του για «λόγους τιμής» και έναν χρόνο πριν το δικαστήριο της Ρόδου απάλλαξε τον 18χρονο κατηγορούμενο που αποπειράθηκε να σκοτώσει την αδελφή του στην Κω, πάλι για «λόγους τιμής». Αντιθέτως, το Κακουργιοδικείο του Αγρινίου τον Σεπτέμβριο του 1958 καταδίκασε σε πολλά χρόνια ειρκτή τους αδελφούς που σκότωσαν κάποιον συγχωριανό τους για «λόγους τιμής». Την ίδια χρονιά το Κακουργιοδικείο Βόλου κήρυξε πεπλανημένη την ετυμηγορία των ενόρκων που αναγνώρισαν ελαφρυντικά στον ιδιοκτήτη πανδοχείου που είχε σκοτώσει τη σύζυγό του στη Λάρισα για «λόγους τιμής».
«Λόγους τιμής» επεκαλείτο συνήθως ο αδελφός που σκότωνε την αδελφή του επειδή διατηρούσε ερωτικές σχέσεις· ο σύζυγος που σκότωνε τον εραστή της γυναίκας του και πολλές φορές και την ίδια επειδή τους έπιανε επ' αυτοφώρω· ο πατέρας που σκότωνε την κόρη του επειδή ζούσε «έκλυτη ζωή»· ο αδελφός ή ο πατέρας που σκότωνε εκείνον που «διέφθειρε» την αδελφή του ή την κόρη του και στη συνέχεια αρνιόταν να την παντρευτεί· η κοπέλα που σκότωνε ή τραυμάτιζε ή τύφλωνε με βιτριόλι τον εραστή της επειδή την εγκατέλειπε (περίπτωση σπάνια αλλά συνέβαινε). Οι υποθέσεις που αναφέρει η Εφη Αβδελά είναι πολλές και συχνά τόσο αποτρόπαιες που ο σημερινός αναγνώστης, ο οποίος είναι εθισμένος σε σκηνές βίας από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση, καθώς και σε τρομακτικές εικόνες από τα πεδία των σύγχρονων πολεμικών συγκρούσεων, αισθάνεται δέος και φρίκη. Για παράδειγμα, πόσο θηριώδης πρέπει να ήταν εκείνος ο πατέρας που σκότωσε τη 16χρονη κόρη του σε χωριό της Κυπαρισσίας διότι κατόπιν ιατρικής εξετάσεως διεπίστωσε ότι η νεαρά κόρη του δεν ήταν πλέον παρθένα. «Ο K. ωδήγησε χθες το μεσονύκτιον την θυγατέρα του έξωθι του νεκροταφείου του χωρίου και την εφόνευσε πλήξας αυτήν τρις διά μαχαίρας. Ακολούθως απέκοψε την κεφαλήν της και ήλειψε το πρόσωπόν του με το αίμα του θύματος» (σ. 49).
Κίνητρα και συμπεριφορές
Το δεύτερο κεφάλαιο ανασυγκροτεί μέσα από τις καταθέσεις των μαρτύρων της δίκης την κοινωνική διάσταση των «εγκλημάτων τιμής», δηλαδή το πώς αιτιολογεί ο περίγυρος τις συμπεριφορές και τα κίνητρα των πρωταγωνιστών των υποθέσεων. Το τρίτο κεφάλαιο εξετάζει τις αποφάσεις των ενόρκων, όταν αυτές προκαλούν αμφισβητήσεις και έντονες συζητήσεις, ενώ το τέταρτο εξετάζει την «τιμή» ως κοινωνική αξία δίνοντας τις διαφορετικές ερμηνείες των νομικών.
Μολονότι στο βιβλίο υπάρχουν αρκετά παραδείγματα παρόμοιων εγκλημάτων που τροφοδοτούσαν με υλικό τις εφημερίδες, τις οποίες καταβρόχθιζαν οι απανταχού της Ελλάδας αναγνώστες, στα σπίτια και στα καφενεία - εγκλήματα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν συγγραφείς κοινωνικών και αστυνομικών μυθιστορημάτων -, η εργασία της Εφης Αβδελά είναι καθαρά επιστημονική. Επομένως οι αναγνώστες της, παρά το εξαιρετικό ενδιαφέρον που παρουσιάζει, θα αντιμετωπίσουν ορισμένες δυσκολίες στην κατανόηση του λόγου της συγγραφέως, η οποία μάλλον απευθύνεται σε ειδήμονες επάνω σε θέματα κοινωνιολογίας και άλλων επιστημών.
Στον επίλογο επισημαίνεται ότι κατά τη δεκαετία του '60 τα «εγκλήματα τιμής» εμφανίζονταν όλο και πιο σπάνια στις στήλες των εφημερίδων. Αυτό συνέβαινε τόσο επειδή λιγόστευαν οι σχετικές υποθέσεις όσο και επειδή οι εφημερίδες δεν τις θεωρούσαν άξιες να ασχοληθούν μαζί τους. H ελληνική κοινωνία άλλαζε. Τη συγκεκριμένη δεκαετία οι υποθέσεις που γοήτευαν το κοινό δεν ήταν πλέον τα αμφισβητούμενα «εγκλήματα τιμής» αλλά τα «εγκλήματα πάθους», καθώς και οι δίκες των λεγομένων «δράκων», όπως του Αριστείδη Παγκρατίδη, ενός αμφιλεγόμενου προσώπου που ζούσε στη Θεσσαλονίκη και υποστήριζε μέχρι τέλους πως είναι αθώος για τα εγκλήματα που του απέδιδαν.
Φίλιππος Φιλίππου (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 24-08-2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις