0
Your Καλαθι
Ανοιχτή γραμμή
Περιγραφή
Δύο διαφορετικές ιστορίες.
Δύο διαφορετικές εποχές, ηρωίδες, ατμόσφαιρες, ηλικίες:
Η Λήδα, η ψυχολόγος - σήμερα, στην Αθήνα - νέα, πετυχημένη, εργασιομανής και ουσιαστικά μόνη.
Και η Χίλντα – κάποτε, στο παρελθόν - η ηλικιωμένη Αγγλίδα που ζει τη ζωή της από δεύτερο χέρι, μέσα απ’ τη δουλειά της κι αυτή, μεγαλώνοντας ξένα παιδιά.
Δύο ιστορίες που ξεδιπλώνονται παράλληλα, αλλά συνομιλούν μεταξύ τους, που εναλλάσσουν τον ρεαλισμό και το χιούμορ με μια πιο ονειρική χροιά στην αφήγηση, για να ρίξουν φως στα άδυτα του ονομαστού Ψυχοθεραπευτικού Κέντρου όπου δουλεύει η Λήδα και να αφηγηθούν πώς ένας παρείσακτος έρωτας, μια αταίριαστη φιλία και οι διαδοχικές βουτιές στον κόσμο της φαντασίας, οδηγούν τελικά σε μια βαθύτερη «συνάντηση» με τον εαυτό και τον Άλλο. Δύο ιστορίες που αναπόφευκτα συναντιούνται, αφού τελικά είναι μια.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε «Ανοιχτή γραμμή» με το προηγούμενο μυθιστόρημά της βρίσκεται η Τατιάνα Αβέρωφ. Εκεί παρακολουθούσαμε την ανάνηψη μιας γυναίκας από σοβαρά υπαρξιακά αδιέξοδα. Και εδώ η ηρωίδα αποδύεται στην αναζήτηση του εαυτού της, όχι τόσο μέσω της αυτοανάλυσης όσο μέσω της αποτίμησης των συναναστροφών της. Η συγγραφέας καταπιάνεται, δηλαδή, με το εξαντλημένο ζήτημα της αλληλεπίδρασης της ατομικότητας με τους «άλλους». Ενα θέμα υπερβολικά προσφιλές καθώς, πέραν του ότι συνιστά κοινή εμπειρία, μπορεί να πάρει ποικίλα σχήματα, ανάλογα με τις επιδιώξεις και τις δυνατότητες του συγγραφέα. Ωστόσο, το δίπολο «εαυτός» και «άλλος» έχει χρησιμοποιηθεί τόσο πολύ λογοτεχνικά που μόνο μια διερευνητική ματιά θα κατάφερνε να αναζωογονήσει την αδιαμφισβήτητη σημασία του. Από την άλλη, οι σημερινές συνθήκες ζωής, αν και παραμένουν ακόμα στο περιθώριο των ενδιαφερόντων των σύγχρονων πεζογράφων, ευνοούν την επανεξέταση των αλλοιώσεων και των οφελών που δέχεται το άτομο από τον περίγυρό του. Τα περισσότερα όμως βιβλία με τέτοιον προσανατολισμό είτε κινούνται στην επιφάνεια και αναλώνονται σε κοινότοπες διαπιστώσεις είτε παρουσιάζουν σχηματικά το θέμα, πετσοκόβοντας τις πολλαπλές του διαστάσεις. Η Αβέρωφ έφερε την προβληματική κοντά στην επαγγελματική της ειδίκευση, της ψυχολόγου. Το αποτέλεσμα, αμφιλεγόμενο. Διότι σαφώς το ζητούμενο της σφυρηλάτησης της ταυτότητας μέσα από διαπροσωπικές σχέσεις άπτεται της ψυχολογίας, συνάμα όμως έχει πολλά να στερηθεί από μια μονόπλευρη -και κάπως αβασάνιστη- οπτική, όπως της εκλαϊκευμένης επιστήμης.
Ιαματική ομαδικότητα
Η κεντρική ηρωίδα, η Λήδα, εργάζεται ως ψυχολόγος σ' ένα Κέντρο ψυχικής υγείας, όπου τρεις συνάδελφοί της έχουν το πάνω χέρι. Η ίδια αποτελεί το τέταρτο και ασθενέστερο μέλος της ομάδας. Η θέση της υποδεέστερη, τόσο λόγω εμπειρίας όσο και της επιλογής της να αρκείται στην έρευνα και να μην εμπλέκεται στη θεραπεία των πελατών. Υποδεέστερη επίσης, εξαιτίας της έλλειψης προσωπικής επαφής με τον δάσκαλο, αφανή ηγέτη και ψυχή του κέντρου. Ολη της η αφοσίωση διοχετεύεται στη διεξαγωγή και ερμηνεία ψυχολογικών τεστ, μέσω των οποίων σχηματοποιεί το προφίλ του εκάστοτε ασθενή. Στην άρνησή της να συνδράμει στις θεραπευτικές διαδικασίες υποκρύπτεται η θέληση αυτοτιμωρίας για την αποτυχία της να συντρέξει συναισθηματικά τον ομοφυλόφιλο αδερφό της. Η Λήδα αποδεικνύεται ικανή μόνον όταν τοποθετείται κάπως «εκτός», αλλά όχι σε σημείο να βρίσκεται αποκλεισμένη. Η προσωπική και η επαγγελματική της ισορροπία διασαλεύονται απρόσμενα με την προσφυγή στο κέντρο μιας νεαρής γυναίκας. Η ηρωίδα διαισθάνεται δυσεξήγητους δεσμούς να τη συνδέουν με την κοπέλα. Ταυτίζεται μυστικά μαζί της και για την προστασία της καταστρατηγεί την επαγγελματική δεοντολογία και καταλύει την αποστασιοποίησή της κατά τις ομαδικές ψυχοθεραπείες, όπου παρίστατο απλώς ως βοηθητικό σκέλος, στο πλευρό μιας συναδέλφου της. Με τη νεοφερμένη αρχίζει να παρεμβαίνει, να την παροτρύνει, να την υποστηρίζει ενεργά. Οταν όμως η προστατευόμενή της εγκαταλείπει πρόωρα τη θεραπεία, η Λήδα συνειδητοποιεί βαθμιαία τη δική της ανάγκη για βοήθεια. Ανάγκη την οποία εν μέρει καλύπτει το ειδύλλιο μ' έναν πρώην συνάδελφό της. Η ερωτική επιθυμία παραγκωνίζει τη δουλειά ως προτεραιότητα και η πρωταγωνίστρια ρίχνεται στο ξεσκαρτάρισμα γεγονότων του παρελθόντος και παράλληλα στην εκτίμηση των επαγγελματικών της σχέσεων. Η ίδια παραπαίει ανάμεσα στην ασφάλεια του να ανήκει στην ομάδα και στην ενδόμυχη τάση να αντιταχθεί στην ομοφωνία ενός συνόλου μέσα στο οποίο νιώθει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, εκτοπισμένη.
Τα κεφάλαια που παρακολουθούν την πορεία αυτοσυνειδησίας της Λήδας εναλλάσσονται με εξιστορήσεις ενός άλλου χρόνου, επικεντρωμένες στα πεπραγμένα μιας ηλικιωμένης Αγγλίδας γκουβερνάντας. Η εμφανέστερη συγγένεια των δύο ηρωίδων εντοπίζεται στη λοξή θέαση της ζωής, μέσα από τα βιώματα τρίτων. Η Λήδα τρέφεται από τις ψυχικές δυσλειτουργίες των θεραπευόμενων ενώ η γκουβερνάντα φαντασιώνεται τη δική της οικογένεια κατά την εφήμερη παραμονή της σε ξένες οικογένειες. Η ονειρική υφή αυτών των κεφαλαίων, με προεξάρχον το στοιχείο της φαντασίας, οδηγεί στην εικασία πως πρόκειται για το επινοημένο παρελθόν της ηρωίδας, μια «πειραγμένη» εκδοχή τής οικογενειακής εστίας. Εστία που θερμαίνει η παρουσία μιας ιδεατής γυναίκας, κάπως νευρωτικής, με πρόδηλες ιδιοσυγκρασιακές ομοιότητες με τη Λήδα. Προοδευτικά γίνεται σαφές πως πράγματι μέσα σ' αυτό το περιβάλλον ανατράφηκε η ηρωίδα. Ο τρόπος αναπαράστασης της παιδικής της ηλικίας, σαν πολυκαιρισμένη αφήγηση, η οποία ανακαλείται πάντα συγκεχυμένα, χωρίς άμεσες βιογραφικές αναφορές, αποκαλύπτει την προβληματικότητα της ενηλικίωσης. Ενας κύριος και μία κυρία υποδύονται τους γονείς, ενώ η Αγγλίδα αναλαμβάνει όλο το βάρος τής διαπαιδαγώγησης των παιδιών. Η παιδαγωγός μαζί με τη στοργή της μπολιάζει τα δύο αδέρφια με ψήγματα της προσωπικής της ιστορίας, στοιχειωμένης κυρίως από την προδοσία του εραστή της.
Η Λήδα ύστερα από πολλά χρόνια θα αγκαλιάσει αυτή την ιστορία ως δική της και θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο της γκουβερνάντας την αντανάκλασή της. Παράλληλα, η γνωριμία της με τη δυσεξιχνίαστη ασθενή θα συμβάλει στην απομάκρυνση των νεφών του παρελθόντος και στην αποκρυπτογράφηση των μυστηρίων εντός του Κέντρου.
Οι κακοί «άλλοι»
Η Αβέρωφ, όπως και στο προηγούμενο βιβλίο της, εστιάζει στην αποθεραπεία της ηρωίδας της από τα άλγη περασμένων βιωμάτων. Τώρα, απέναντι από το κεντρικό πρόσωπο τοποθετείται ένας ανομοιογενής ελαφρώς, αλλά αδιακρίτως ύποπτος περίγυρος. Οσον αφορά τον παροντικό χρόνο της αφήγησης, η συγγραφέας χειρίζεται με άνεση τα δύο μέτωπα και χρωματίζει με ειρωνικές νότες την αλληλεξάρτησή τους. Βέβαια, οι κοινοτοπίες περί των «άλλων» που επισήμανα εισαγωγικά δεν απουσιάζουν. Οι «άλλοι» -επί του προκειμένου, οι τρεις συνάδελφοι- είναι ομόψυχοι, ισχυροί και συνασπισμένοι εναντίον ενός ευάλωτου, ρευστού και αμυνόμενου «εγώ». Ενα «εγώ» που βάλλεται και από τον, απαραίτητο στα χωράφια της ψυχολογίας, συνασπισμό του «υπερεγώ», του «υποσυνείδητου» και του «συνειδητού». Νομίζω πως πρέπει να αναγνωριστεί στη συγγραφέα η διάθεση αυτοσαρκασμού για να «σταθούν» τα μέρη όπου η ίδια η ηρωίδα αποκωδικοποιεί τη συμπεριφορά της με ψυχαναλυτικούς όρους. Αλλωστε, η διπολικότητα στο σχήμα «εαυτός» και «άλλος» δεν ενθαρρύνει τη γνώση της διαφοράς, εφαλτήριο είτε για συνάντηση είτε για ρήξη. Και εδώ ας σημειωθεί το αυτονόητο, ότι η φαιδρότητα δεν απορρέει ούτε από το θέμα ούτε από τον επιστημονικό κλάδο, αλλά από την επιπολαιότητα στην πραγμάτευσή τους που μοιραία φαιδρύνει και τα δύο. Παρ' όλα αυτά, οι ισορροπίες ισχύος στο πλαίσιο της επαγγελματικής κοινότητας έχουν ενδιαφέρον. Αν, ωστόσο, από τις πρώτες κιόλας σελίδες, η Αβέρωφ προετοίμασε τον αναγνώστη για μια υποφαινόμενη πλεκτάνη, αναφορικά με την ιεραρχία της ψυχοθεραπευτικής ομάδας και για αρκετές σελίδες τον κράτησε σε εγρήγορση, με αναλυτικές υποθέσεις και συνακόλουθες, πλεονάζουσες αποσαφηνίσεις διέλυσε άτσαλα το σασπένς. Οι ευκολίες που ενστερνίζεται η συγγραφέας για να διεκπεραιώσει το θέμα της, καταλήγουν σε περιττές διευκολύνσεις προς τον αναγνώστη, εκεί όπου προτιμότερος θα ήταν ο υπαινιγμός.
Ιδιαίτερα προβληματικά είναι τα μέρη όπου πρωταγωνιστεί η παραμάνα. Αν τα υπόλοιπα κεφάλαια θύμιζαν κάτι από τις πρόσφατες ομαδικές ψυχοθεραπείες του Γιάλομ στη «Θεραπεία του Σοπενάουερ», εδώ το παραμυθένιο κλίμα σε συνδυασμό με το φασματικό εραστή που κατατρύχει την Αγγλίδα, φαίνεται να προέκυψε από τη μείξη των μαγικών της Μαίρης Πόπινς με ολίγον από «Στρίψιμο της βίδας». Μολονότι καταδεικνύεται ευκρινώς η αμφίδρομη τροφοδότηση μεταξύ των δύο γυναικείων σκιαγραφημάτων και αναμφίβολα διαθέτει πρωτοτυπία ο συγκεκριμένος τρόπος ανάκλησης του παρελθόντος, το αφηγηματικό ύφος, η υπερχείλιση της φαντασίας, η απιθανότητα των περιστατικών φαντάζουν παράταιρα μέσα στο βιβλίο. Η συγγραφέας υπερέβαλε στην προσπάθεια αναβίωσης του «κάπου» και του «κάποτε» που γαλούχησαν την ηρωίδα της. Τα απομάκρυνε, δηλαδή, τόσο από τον τόπο και τον χρόνο που δεν μοιάζουν πια με παρελθόν.
Κι αν η πρωταγωνίστρια βρίσκει τελικά μέσα στους κόλπους των «άλλων» μια μειονότητα παρήγορη και δεκτική προς το «εγώ» της, ίσως και η Αβέρωφ επανακτήσει τον καλό συγγραφικά εαυτό της σε άλλες θεματικές προκλήσεις.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 11/11/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις