0
Your Καλαθι
Το ξέφωτο ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
50%
50%
Περιγραφή
Το ξέφωτο είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που εκτυλίσσεται στα τέλη του 19ου αιώνα, στο τουρκοκρατούμενο ακόμα Μέτσοβο της Ηπείρου. Η ζωή είναι δύσκολη στο ορεινό χωριό, τα πάθη οξυμμένα και οι παραδόσεις πεισματικά αναλλοίωτες μες στους αιώνες. Στη δίνη των πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων, δύο νέοι αγωνίζονται να βρουν τον δρόμο τους -σε ξεχωριστούς κόσμους ο καθένας. Είναι η Ιφιγένεια, κόρη του τοπικού άρχοντα Κολάκη, ανιψιά του εθνικού ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, και ο Τέγος, γιός αγωγιάτη, γεννημένος με ορίζοντες ήδη κλειστούς από τη φτώχει και την κοινωνική προκατάληψη. Μέσα από μια πορεία μακρόχρονη όσο και οδυνηρή, οι κεντρικοί ήρωες αναζητούν το δικό τους ξέφωτο στη ζωή, εκείνο που θα τους οδηγήσει πέρα από τα διλήμματα και τις συγκρούσεις, πέρα κι από τα βουνά της πατρίδας.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Τέλη του 19ου αιώνα στο Μέτσοβο. Μέσα στην οργιαστική φύση της Ηπείρου αγόρια και κορίτσια που τα χωρίζουν οι τάξεις τους, ερωτεύονται και οσμίζονται τις μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που πλησιάζουν.
Ο Γιάννης Τσαρούχης έλεγε ότι το δραματικό στοιχείο της ζωγραφικής βρίσκεται στην προσπάθεια του ζωγράφου να κάνει τον ψεύτικο χώρο να μοιάζει ανώτερος από τον αληθινό. Κάτι ανάλογο ισχύει ασφαλώς και για τον μυθιστοριογράφο όταν βρίσκεται μπροστά στην πρόκληση της άγραφης σελίδας από την οποία πρέπει να δημιουργήσει έναν πειστικό κόσμο.
Το ξέφωτο της Τατιάνας Αβέρωφ είναι από τα βιβλία που μας παίρνουν τρυφερά από το χέρι για να μας οδηγήσουν σ' έναν τέτοιον χώρο, «ανώτερο» από τον αληθινό.
Αν και πρόκειται για μια ιστορία νεανικής αγάπης, η συγγραφέας σχεδιάζει πλήθος δευτερευόντων χαρακτήρων συνθέτοντας μια τοιχογραφία εποχής που δίνει ανθρώπινο και ιστορικό βάθος στην εικόνα του ωραίου χωριού που έχουμε κατά νου όταν αναφερόμαστε στο τουριστικό Μέτσοβο, οι κάτοικοι του οποίου λέγεται ότι έχουν το υψηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα χωριού της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, στο ξακουστό κεφαλοχώρι της Πίνδου, ένας ορεσίβιος, υπόδουλος κόσμος ψυχανεμίζεται τις μεγάλες πολιτικές αλλαγές και τις μελλοντικές κοινωνικές συγκρούσεις. Με εξαίρεση το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη Το ασημόχορτο ανθίζει (Καστανιώτης, 1992), η Ήπειρος, με το μεγαλειώδες τοπίο της, τη μακραίωνη ιστορία της, τη σκληρή ζωή των κατοίκων της, το εμπόριο που τη συνέδεσε νωρίς με τον έξω κόσμο, δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τους νεοέλληνες δημιουργούς.
Η συγγραφέας εμπνέεται ως ένα σημείο από την ιστορία της οικογενείας της. Τι πιο μυθιστορηματικό από τη ζωή εκείνων που εγκατέλειψαν την εξαθλιωμένη τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για να βρουν την τύχη τους στην ξενιτιά και μέσα σε ελάχιστο διάστημα έγιναν προστάτες και ευεργέτες της φτωχής πατρίδας. Αυτοί οι μεγάλοι Έλληνες μένουν ωστόσο στο φόντο, σαν τα πορτρέτα των προγόνων που εποπτεύουν τα επαρχιώτικα σαλόνια. Οι αληθινοί ήρωες του βιβλίου είναι νέοι, αγόρια και κορίτσια διαφορετικής κοινωνικής τάξης, που έρχονται σε μυστική και φανερή αντίθεση με τους άγραφους νόμους του κατεστημένου, που ονειρεύονται και ερωτεύονται σε μια περιοχή όπου ακόμη πρωταγωνιστεί η φύση. Οι περιγραφές της Τατιάνας Αβέρωφ είναι διαποτισμένες από το άρωμα του βουνού, τη δροσιά και τη μαγεία του. Η οικογενειακή και η τοπική μυθολογία εντάσσονται με αληθοφάνεια στο κείμενο.
Η αφήγηση κυλάει απλά, τίμια, με συνθετική δύναμη και ρέουσα γλώσσα. Η περιγραφή του χώρου, του χρόνου, των ανθρώπων και των καταστάσεων γίνεται χωρίς διάθεση ωραιοποίησης αλλά και χωρίς ένοχη αποστασιοποίηση ή αποστροφές μοδάτης θολοκουλτούρας. Όλα ζωγραφίζονται με σαφήνεια. Ο άτεγκτος και πείσμων κόσμος των καλοστεκούμενων αστών. Οι βλάχοι παρατρεχάμενοι με τη δική τους παράξενη γλώσσα που ξέμειναν στην περιοχή από τον καιρό που έφτιαχναν οι Ρωμαίοι την Εγνατία. Οι ληστές που παραμονεύουν στα δύσβατα μονοπάτια, ζουν σε απάτητα λημέρια αλλά έχουν και πράκτορες εντός της κοινωνίας. Ο φωτισμένος δάσκαλος που θερμαίνει τις ψυχές των εφήβων και γίνεται κάρφος στην κοντόθωρη όραση των γονιών. Οι Τούρκοι που φιδοσέρνονται, υποτακτικοί στους πλούσιους, δυνάστες για τους φτωχούς. Οι εποχές που επηρεάζουν βίαια εκεί πάνω τη ζωή των ανθρώπων και οδηγούν από την παιδική ρέμβη στη νεανική άνθηση την Ευδοκία και την Ιφιγένεια, τις δύο θυγατέρες του άρχοντα. Κάπου στο βάθος σκιαγραφείται και η νεοσύστατη πρωτεύουσα του ελεύθερου ελληνικού κράτους, η Αθήνα, που γνωρίζουν περιστασιακά οι δύο αδελφές. Το παλάτι και οι ωραίες της εποχής, η Κηφισιά, οι μονομαχίες, οι δανδήδες, οι μοδίστρες που ξελογιάζουν με παριζιάνικα μοντέλα τις γυναίκες οι οποίες φορούσαν μέχρι πρότινος την εθνική φορεσιά.
Το φόρτε όμως της Τατιάνας Αβέρωφ είναι η περιγραφή της ζωής του Μετσόβου. Μας κάνει να σκεφθούμε πόσες υπέροχες ώρες ανάγνωσης μας έχει χαρίσει το λογοτεχνικό είδος που αποκαλούμε κάπως υποτιμητικά σήμερα «ηθογραφία». Δίχως αυτήν δεν θα είχαμε τον Παπαδιαμάντη. Δεν θα ξέραμε τα έργα της Σέλμα Λάγκερλεφ με τις επικές περιγραφές της φύσης του Βορρά ούτε τη βικτωριανή Αγγλία του Ντίκενς...
Το Μέτσοβο είναι ο χώρος που η Τατιάνα Αβέρωφ γνωρίζει από παιδί, αγαπάει και υπηρετεί γόνιμα ως πρόεδρος του Ιδρύματος Ευ. Αβέρωφ-Τοσίτσα. Ξέρει τη μυρωδιά της γης και τη σιωπή της ομίχλης που κατρακυλάει από τις κορφές και τυλίγει στα υγρά δίχτυα της το χωριό. Έχει ζήσει στην κλειστή περιοχή του νοικοκυριού, «το βασίλειο των γυναικών», ξέρει το σοφό κουμάντο του πετροχτισμένου αρχοντικού, το ζύμωμα του ψωμιού που γίνεται αξημέρωτα, τη μοσχοβολιά και την αφθονία της πελώριας κουζίνας που μένει αθέατη για τον έξω κόσμο. Έναν κόσμο που περνάει το επιβλητικό κατώφλι μόνο στις καλές μέρες και στα μεγάλα γεγονότα.
Ένα τέτοιο γεγονός, ο θάνατος της αρχόντισσας, έχει ξαναφέρει στην ορεινή πατρίδα της τη μικρότερη κόρη, την Ιφιγένεια, ξενιτεμένη από χρόνια, παντρεμένη, λαίδη Καρλάιλ τώρα. Μπροστά στο λείψανο της μάνας η ώριμη πια γυναίκα θυμάται τα παλιά... Την παραμονή των Χριστουγέννων ο άρχοντας έριχνε ένα ένα, ονοματισμένα, τα κούτσουρα στο τζάκι του καλού οντά να του πουν την τύχη των παιδιών του. Αλλα σιγοκαίγονταν, άλλα λαμπάδιαζαν, άλλα κάπνιζαν και έσβηναν αμέσως. Το σημάδι δεν είναι καλό. Οι δεισιδαιμονίες επιβιώνουν καμιά φορά και επαληθεύονται και ας βρίσκονται καθ' οδόν οι νέοι καιροί. Έξω στα καλντερίμια του χωριού το χιόνι έχει γίνει πάγος. Τα παιδιά σχηματίζουν με τα σώματά τους έλκηθρο και κατηφορίζουν να πουν τα κάλαντα σφιγμένα το ένα πίσω από το άλλο. Είναι και η Ιφιγένεια μαζί που έχει κατορθώσει πρώτη φορά να αποδράσει από την έγκλειστη ζωή των κοριτσιών. Συμμετέχει στο παιδιάστικο ξεφάντωμα και ο Τέγος, γιος ονομαστού κυρατζή, αγωγιάτη που ταξιδεύει με τα ζώα του στα Βαλκάνια παίρνοντας κάποτε και τον γιο του μαζί. Οι χτύποι της καρδιάς διαπερνούν τα χοντρά σκουτιά. Συνεπαίρνουν το μικρό κορίτσι και κάνουν ακόμη πιο διαπεραστικό το βαθύ βλέμμα του πρόωρα μεγαλωμένου αγοριού...
Οι «τάξεις» δεν γεφυρώνονται με κάποιο απρόβλεπτο «χάπι έντ» στο μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ, όπως συμβαίνει σε πολλά μυθιστορήματα επικεντρωμένα σε μια νεανική αγάπη. Αλλά η σύγκρουση δεν φθάνει στο δράμα. Όταν έρχεται η ώρα της επιλογής, η Ιφιγένεια θυσιάζεται στον βωμό της λογικής αυτοβούλως... Η παλιά φλόγα ωστόσο δεν έχει σβήσει. Ο μοναχικός, ταγμένος στον παλιό έρωτά του επαρχιώτης και η λαίδη που ακτινοβολεί στα λονδρέζικα σαλόνια είναι άνθρωποι μυστικά ηττημένοι. Γι' αυτό και χωρίς κοινωνικές προκαταλήψεις πια, προπάντων χωρίς αναστολές, αφήνονται απλά ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, μια ημέρα που περπατούν μαζί στο βουνό και η άνοιξη πυρπολεί το ξέφωτο, τόπο συνάντησης παλαιών ημερών αγάπης.
Μαρία Καραβία, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 21-01-2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο τελευταίο τεύχος της ΝΕΑΣ ΕΣΤΙΑΣ το αφιερωμένο στον Μ. Καραγάτση, ο μελετητής και δοκιμιογράφος Αλκης Αγγέλου, με αφορμή τον Κοτζάμπαση του Καστρόπουργου, παραθέτει μια σειρά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες σκέψεις του για το Ιστορικό μυθιστόρημα, θέτοντας δύο ζητήματα που αναφύονται από το είδος αυτό του μυθιστορήματος. Του αναχρονισμού και του ύφους. Και το μεν πρώτο συνοψίζεται, κατά τον Α. Αγγέλου, στο ερώτημα που θέτει, εκ των πραγμάτων, ο συγγραφέας του ιστορικού μυθιστορήματος Μοιάζουμε; Το δε δεύτερο αφορά το κατά πόσο ένας συγγραφέας γνωρίζει πώς ακριβώς μιλούσαν οι άνθρωποι δύο αιώνες πριν από το δικό του και μεταφέρει τη λαλιά τους στους διαλόγους που στήνει, όταν βέβαια δεν περιορίζεται στην αφήγηση ή στον πλάγιο λόγο, αποφεύγοντας παρόμοιους σκοπέλους. Τα πράγματα μπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν το μυθιστόρημα «πηγαίνει» στην εποχή της Τουρκοκρατίας, όταν η γλωσσική «διαπλοκή» ήταν απίστευτη αλλά και, όπως σωστά επισημαίνει ο Α. Αγγέλου, δύο περίπου αιώνες από το τέλος της Τουρκοκρατίας δεν έχουμε ένα στοιχειώδες εγχειρίδιο να μας πληροφορεί με ποιον τρόπο ζούσαν οι πρόγονοί μας. Στις σκέψεις αυτές του Αλκη Αγγέλου ας προστεθούν και κάποιες της υποφαινόμενης: Τι ωθεί έναν Ελληνα συγγραφέα, στα τέλη του 20ού αιώνα και στην αυγή του 21ου, να γυρίζει πίσω στο χρόνο και να αντιπαλεύει μαζί του με κινδύνους σαν αυτούς που ήδη παρατέθηκαν; Η ίδια η γοητεία της σύγκρουσης με το χρόνο και την Ιστορία; Προσωπικές ανάγκες που τροφοδοτούνται από μια πιθανή απογοήτευση σχετική με το σύγχρονο κόσμο και τις αξίες του; Η επιθυμία να γνωρίζουν τις προσωπικές τους καταβολές και να τις μοιραστούν με τους τρίτους; 'Η, τέλος, η ευγενική φιλοδοξία ν' αποκαταστήσουν ένα κομμάτι της συλλογικής μνήμης που κινδυνεύει να ισοπεδωθεί κάτω από το βάρος της λατρείας του παρόντος;
Διαβάζοντας το πολυσέλιδο, πρώτο, μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ Το ξέφωτο είχα την εντύπωση ότι συνυπάρχουν όλες οι παραπάνω εκδοχές ενώ παραπίσω κρύβονται και οι σκέψεις του Α. Αγγέλου. Αλλά ας πάρουμε το νήμα από την αρχή ή μάλλον από το τέλος, αφού από αυτό ξεκινά το μυθιστόρημα της Τατιάνας Αβέρωφ. Μέτσοβο, 1908. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος Ιφιγένεια γυρνά στη γενέτειρά της με αφορμή το θάνατο της μητέρας της, ύστερα από είκοσι τρία χρόνια εκούσιας εξορίας. Η επιστροφή της και η συνάντησή της με οικεία πρόσωπα και γνώριμες εικόνες από το παρελθόν, γίνονται αιτία να ταξιδέψει πίσω στο χρόνο και να ανακαλέσει στη μνήμη της τη ζωή της από την παιδική της ηλικία μέχρι τότε που αποφάσισε να φύγει από το Μέτσοβο. Κεντρική θέση σ' αυτό το ταξίδι προς το παρελθόν έχει ένας σχεδόν συνομήλικός της συντοπίτης, ο Τέγος, ο μεγάλος της έρωτας, τον οποίο όμως εγκατέλειψε γιατί έκρινε ότι μια νομιμοποίηση της σχέσης τους θα προσέκρουε στους απαράβατους εθιμικούς κανόνες του τόπου, που απαγόρευαν το γάμο μεταξύ αρχόντων και τριτοκλασάτων. Διότι η Ιφιγένεια, στο μυθιστόρημα, εμφανίζεται ως η κόρη του Αρχοντα Κολάκη Αβέρωφ και ο Τέγος είναι γιος του ταχυδρόμου και στη συνέχεια Κυρατζής στη δούλεψη του θείου της, Γεωργίου Αβέρωφ, του μετέπειτα εθνικού ευεργέτη, στην Αλεξάνδρεια. Ο απαγορευμένος και κρυφός αυτός έρωτας, που αποτελεί και τη φανταστική πλευρά του μυθιστορήματος αφού και οι δύο ήρωες, Ιφιγένεια και Τέγος, είναι φανταστικά πρόσωπα, είναι η αφορμή για να στήσει η συγγραφέας ένα μυθιστόρημα εποχής ή ιστορικό, όπως χαρακτηρίζεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Η Ιστορία και το τέρας του διαλόγου
Ο αναγνώστης παρακολουθεί, σαν να βλέπει μια ταινία εποχής, τι γινόταν στο Μέτσοβο από το 1875 έως το 1885. Πώς ζούσαν οι Μετσοβίτες, τι φορούσαν, ποια ήταν τα έθιμά τους, τι ιστορίες διηγόντουσαν στα παιδιά, ποιες ήταν οι απόψεις τους για τα πολιτικά ζητήματα, πώς ήταν κοινωνικά διαρθρωμένη η κοινωνία, ποια ήταν τα ήθη τους κ.λπ. Ετσι το μυθιστόρημα προσφέρει πολλές και καλές υπηρεσίες σε όποιον θέλει να μάθει για τη ζωή στην ιστορική ηπειρώτικη αυτή πολιτεία, στα τέλη του 19ου αιώνα. Εξίσου πολλά θα μάθει για τη διαδρομή της οικογένειας Αβέρωφ, για τον πρώτο γεννήτορά της, τον Χάλη του Αυγερινού, για το πώς το Αυγερινός μετεξελίχθηκε σε Αυγέρωφ αρχικά και παρέμεινε Αβέρωφ στη συνέχεια, για την κακή μοίρα των αρσενικών παιδιών της οικογένειας που την προέβλεψε μια «μάγισσα», για την περιπέτεια της Ευδοκίας-Δούκως Αβέρωφ με τους ληστές και την ονομασία της περιοχής όπου την κρατούσαν ως Πεδιάδα της Δούκως κ.λπ. Ακόμη θα πληροφορηθεί -κι αν θέλει μπορεί ο ίδιος να ψάξει- για το βλάχικο ζήτημα και την προσπάθεια των Ρουμάνων για προσηλυτισμό του βλάχικου μεν, ελληνικού όμως στη συνείδηση, στοιχείου του Μετσόβου και των γύρω περιοχών. Ωστόσο, έχω την εντύπωση, ότι όσο κι αν προσπαθεί -και προσπαθεί φιλότιμα- η Τατιάνα Αβέρωφ δεν μπορεί να είναι αντικειμενική. Θέλω να πω ότι η ματιά της, η οπτική της, η ιδεολογική της καταβολή είναι... Αβερώφεια, δηλαδή της γόνου μιας αρχοντικής-αστικής οικογένειας με τις γνωστές διαδρομές στην πολιτική και κοινωνική ζωή της χώρας. Αλλωστε, οι περιγραφές της αφορούν κυρίως τη ζωή των αρχόντων και ελάχιστα τη ζωή των... παρακατιανών, για τους οποίους έτσι κι αλλιώς δεν έχουμε στοιχεία. Οι τρεις τύποι που τοποθετούνται απέναντι στο αρχοντολόι, δηλαδή ο φανταστικός Τέγος -που στο τέλος συμφιλιώνεται κοινωνικά με τους Αρχοντες, αφού μπαίνει ως Κυρατζής στη δούλεψή τους- και οι υπαρκτοί ιστορικά, ο ανατρεπτικός δάσκαλος Ταλαμπάκος και ο κακοποιός Φλέγκας, είναι αδύναμοι να υποστηρίξουν την άλλη πλευρά. Βέβαια, η κριτική των καταδυναστευτικών ηθών και των απαράγραπτων κοινωνικών διαχωρισμών γίνεται μέσα από την ερωτική σχέση των δύο νέων, αλλά κι εδώ η ματιά είναι από την πλευρά της αρχοντοπούλας, της Ιφιγένειας, η οποία, στο τέλος, αντί να διαλέξει ν' ακολουθήσει τον αγαπημένο της στο συμβολικό ξέφωτο και να δώσει εκεί μαζί του τις μάχες που θα χρειαστεί, υιοθετεί μια μεσοβέζικη λύση. Μη μπορώντας να υπερβεί εντελώς τους κανόνες και την τάξη, δεν παντρεύεται μεν αυτόν που θέλει ο πατέρας της, φεύγει όμως από το Μέτσοβο για να γίνει αργότερα στην Αγγλία σύζυγος λόρδου. Η συγγραφέας, αποδίδοντας στο τέλος δικαιοσύνη, ξανασμίγει τους παλιούς εραστές, όταν η Ιφιγένεια επιστρέφει και τους οδηγεί στο ξέφωτο, τον τόπο που συμβολίζει την άρση των κοινωνικών περιορισμών και τη διαφορετική νοοτροπία που φέρνει ο νέος αιώνας, ο 20ός.
Και τώρα, ας δούμε το ζήτημα του ύφους που θέτει ο Α. Αγγέλου για το ιστορικό μυθιστόρημα. Και ειδικότερα για το πώς αυτό εμφανίζεται στο επίμαχο σημείο, τους διαλόγους. Εκεί, όπου αναδύονται τόσο η γνώση, η γλωσσική, της εποχής και του τόπου όσο και της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς των ανθρώπων. Δυστυχώς, η Τατιάνα Αβέρωφ, στο σημείο αυτό, δεν ευτύχησε. Αντί ν' ακολουθήσει το σοφό μονοπάτι του επιτυχημένου Νίκου Θέμελη και να αποφύγει τους διαλόγους χρησιμοποιώντας κυρίως τον πλάγιο λόγο, έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Αποτέλεσμα, διάλογοι αδύναμοι -ιδιαίτερα ανάμεσα στην Ιφιγένεια και τον Τέγο- αμήχανοι, φανερά κατασκευασμένοι από ένα σημερινό άνθρωπο που είναι αδύνατον -και πώς άλλωστε θα ήταν δυνατόν- ν' ακούσει τη λαλιά και να μεταφέρει μέσω αυτής την ψυχολογία εκείνων των ανθρώπων, όσο καλή διάθεση κι αν διαθέτει. Ετσι, το πρόσχημα για το μυθιστόρημα, η ερωτική σχέση των δύο νέων, κινδυνεύει να μείνει μετέωρο μέσα στην πληθώρα των περιγραφών για την καθημερινή ζωή και τα ήθη του Μετσόβου που είναι παραστατικότατες και γλαφυρές.
Τελικά, μήπως το ιστορικό μυθιστόρημα ή μυθιστόρημα εποχής είναι δύσκολο είδος;
ΕΛΕΝΑ ΧΟΥΖΟΥΡΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/01/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις