0
Your Καλαθι
Ο κολυμβητής
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ουγγαρία 1956.
Η εξέγερση έχει κατασταλεί, τα τανκς περιπολούν στους δρόμους και κάθε ελπίδα για μια καλύτερη, ή έστω αλλιώτικη ζωή σβήνει. Χιλιάδες πρόσφυγες διαφεύγουν στη Δύση. Ανάμεσά τους μια γυναίκα, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Αναζητώντας μιαν άλλη τύχη, επιβιβάζεται σε ένα τρένο για τη Γερμανία, χωρίς προειδοποίηση, χωρίς λέξη αποχαιρετισμού.
Ο πατέρας πουλάει σπίτι και κτήμα, και μαζί με τα δυο παιδιά του ξεκινούν ένα μακρύ ταξίδι, μια περιπλάνηση ανά τη χώρα. Σταθμοί τους συγγενείς, φίλοι και γνωστοί, σε πόλεις και χωριά. Κάθε άφιξη ακολουθείται αργά ή γρήγορα από μια νέα αναχώρηση, κάθε πρόσωπο που συναντούν έχει μια διαφορετική ιστορία να τους πει, κάθε τόπος αφήνει το σημάδι του στη μνήμη τους.
Έτσι, ενώ ο πατέρας βυθίζεται κάθε μέρα όλο και περισσότερο στη θλίψη, τα δυο αδέλφια ανακαλύπτουν ένα δικό τους κόσμο, που τον ξαναβρίσκουν όπου κι αν πάνε: ο μικρός Ίστι αφουγκράζεται τη γλώσσα των πραγμάτων, η Κάτα ακούει τις αφηγήσεις των ανθρώπων και οι δυο μαζί περνούν ώρες στις λίμνες και τα ποτάμια, όπου ο πατέρας τούς μαθαίνει να κολυμπούν. Εκείνες τις ώρες κοντά στο νερό, όταν τον παρακολουθούν στις ατέλειωτες υδάτινες διαδρομές του, τα δυο παιδιά ζουν στιγμές μιας ανέμελης ευτυχίας. Και τότε καταλαβαίνουν ότι η ζωή τους μόλις αρχίζει.
Η Ζούζα Μπανκ, Γερμανίδα ουγγρικής καταγωγής, σε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα, ανασυστήνει μια χαμένη εποχή, αναπλάθει και αναβιώνει την ατμόσφαιρα μιας χώρας σε κατάσταση πολιτικής στασιμότητας, όπου η ζωή έμοιαζε να διαδραματίζεται αργά, υπόκωφα, σαν μέσα σε γυάλινο κώδωνα - «περιμέναμε διαρκώς πως κάτι θα συμβεί, αλλά δεν συνέβαινε τίποτα».
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ο κολυμβητής» της Ζούζα Μπανκ δίνει φωνή σε μια παιδική ηλικία που μοιάζει με περιδίνηση γύρω από ένα αδιανόητο επίκεντρο: την εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας από τη μάνα. Μια παιδική ηλικία που, χωρίς να ξέρει τον λόγο, αποστηθίζει δρομολόγια τρένων προς άγνωστους προορισμούς. Μια κυκλική φυγή κάτω από έναν ουρανό που έχει την τάση, ξανά και ξανά, να πλησιάζει υπερβολικά κοντά.
Υπαιθρος της Ουγγαρίας, 1956: Η εξέγερση έχει κατασταλεί. Μαζί με τους χιλιάδες πρόσφυγες που διαφεύγουν στη Δύση χωρίς προειδοποίηση, χωρίς μια λέξη αποχαιρετισμού, είναι και η μητέρα της αφηγήτριας. Αφήνοντας πίσω τον άντρα και τα δύο παιδιά της, επιβιβάζεται σ' ένα τρένο χωρίς αποσκευές, γνωρίζοντας πόσο προδοτική είναι η απουσία έστω μιας τσάντας, γνωρίζοντας πως είναι αυτό το σημάδι του φυγάδα.
Για τα μέλη της οικογένειας που μένουν πίσω, το κλίμα της πολιτικής αβεβαιότητας στη χώρα εντείνεται από μια αίσθηση εκκρεμότητας που απειλεί να γίνει συνθήκη ζωής.
Αυτό το πρώτο μυθιστόρημα της συγγραφέως δείχνει να μετουσιώνει εκείνη την εκκρεμότητα σε ατέρμονη μυθοπλασία:
«Ο Ιστι κι εγώ είχαμε σκαρφιστεί διάφορες ιστορίες για τη μητέρα μας και κάθε φορά τις διηγούμασταν διαφορετικά... Δίναμε σε κάθε ιστορία κάποια συνέχεια, τη στολίζαμε, προσθέταμε ή αφαιρούσαμε κάτι και το θεωρούσαμε απίθανο να μας ανακαλύψουν, ίσως επειδή κι εμείς οι ίδιοι είχαμε πάψει να θεωρούμε πως ήταν ψέματα».
Το πλαίσιο αυτών των ιστοριών είναι ένας πολιτισμός χωρίς ίχνος της δυτικής αστικής συνείδησης, μια κουλτούρα όπου η πόδηση είναι προαιρετική. Μια σειρά από χωριά, ουσιαστικά, όπου οι άνθρωποι σερβίρουν γεωργιανό τσάι με κουτάλες, κρατάνε τα σκυλιά τους σε κλουβιά, καθαρίζουν τα τζάμια τους με κομμάτια δέρμα, πίνουν τον καφέ τους όρθιοι δίπλα στη λίμνη και φτύνουν στα πόδια των παντρεμένων γυναικών που απατούν τον άντρα τους.
Η πόλη (η Βουδαπέστη εν προκειμένω) είναι ένας ανοίκειος και αφύσικος τόπος, χωρίς «σχεδόν καθόλου δέντρα ούτε στους δρόμους ούτε ανάμεσα στα σπίτια... Στα σπίτια μέσα υπήρχαν γλάστρες με φίκους, χρωματιστά πατώματα από πλαστικό, στο ταβάνι λάμπες φθορίου σαν κουλούρες και στους τοίχους ήταν κολλημένες ταπετσαρίες, ταπετσαρίες με ανοιχτοπράσινες ρίγες».
Ταυτόχρονα, πρόκειται για έναν κόσμο βαθιάς αλληλεγγύης, με εκτενείς ιστούς συγγένειας, όπου βρίσκουν κατάλυμα οι συγγενείς (τρίτου ή τέταρτου βαθμού) που τους κάνει νομάδες η αναζήτηση εργασίας ή η προσωπική τους ιστορία. (Μια σημαντική προέκταση αυτού του κοινωνικού ιστού είναι και η σχέση που έχουν οι άνθρωποι με τους νεκρούς τους.)
Η Ζούζα Μπανκ μας ξεναγεί σ' αυτόν τον κόσμο μέσα από μια σειρά πορτρέτων, αρχίζοντας με το ομαδικό «Εμείς» και καταλήγοντας σε ένα αυτοπροσωπογραφικό σκίτσο, σαν υποσημείωση. Οντως, δεν χρειάζεται κάτι παραπάνω, μια και, μιλώντας για τους άλλους, έχουν όλα ειπωθεί. Πρόκειται για ένα σύμπαν όπου η αυτοαναφορικότητα κρατάει ακόμα τα προσχήματα και το νόημα διαμεσολαβείται από τις σχέσεις μέσα στην κοινότητα. Οσα γίνονται (και όσα δεν γίνονται) είναι όλα εκεί, γραμμένα στα μάτια και στα σώματα.
Περιττεύει, επομένως, να λέγονται τα πάντα με τ' όνομά τους. Και αυτό είναι μία από τις πιο γόνιμες ιδιότητες στη γραφή της Μπανκ. Συχνά, τα δυνατότερα κομμάτια της είναι εκεί όπου αντί να περιγράψει ένα συμβάν, περιγράφει τις ορατές του επιπτώσεις. Αντί, π.χ., να μας πει ότι μια κοπέλα προδίδει τον πραγματικό της έρωτα που δεν της δίνει αρκετή προσοχή, πηγαίνοντας με κάποιον άλλο, μας δίνει να το καταλάβουμε γράφοντας: «...έμοιαζε λίγο πληγωμένη, λίγο αδύναμη, φαινόταν σαν να είχε λιγοστέψει, και όχι επειδή βρισκόταν δίπλα στον Τ., αλλά επειδή ήταν σαν κάτι να της έλειπε». Με παρόμοιο τρόπο, έναν άλλο ψυχικό τραυματία της ιστορίας της «έπρεπε να τον κοιτάς δύο φορές, όταν ήθελες να τον δεις μία φορά».
Στις αέναες μετακινήσεις του Κολυμβητή ο χρόνος μακράν απέχει του ημερολογιακού, με τις τυχάρπαστες αυξομειώσεις που του προσδίδει η παιδική παντοδυναμία, κι επίσης, έτσι όπως τον έχουν εξαρθρώσει οι πολιτικές συνθήκες. [Κάποια στιγμή, ο μικρός Ιστι αρχίζει να τρώει τα μακαρόνια του πάρα πολύ αργά, επειδή δεν θέλει να έλθει η ώρα που είναι να φύγουν (ξανά) και κρυφοκοιτάει το ρολόι του τοίχου για να δει αν πιάνει το κόλπο του. Σιγά σιγά, οι μεγάλοι γύρω στο τραπέζι αρχίζουν να τον μιμούνται.]
Μέσα σ' αυτόν τον αυτοσχέδιο χρόνο, τα σταθερά σημεία αναφοράς είναι οι γυναίκες, που διαβάζουν άμεσα και μεριμνούν για τις ανάγκες των άλλων. Αντιθέτως, το υλικό της αντρικής συνείδησης εμφανίζεται ιδιαίτερα ευάλωτο στην περιπέτεια των καιρών, όπου οι άντρες αρνούνται να συμμετάσχουν διαφεύγοντας στην άνοια (Ζόλταν), την αυτοχειρία, (Μίκλος) ή σε μεγάλα ναρκοληπτικά μακροβούτια με τα μάτια ανοιχτά (Κάλμαν). 'Η, απλά, φεύγοντας (Γένου).
Η ψυχολογική εκκεντρικότητα των αντρών της Μπανκ συνιστά μία από τις πιο ενδιαφέρουσες παραμέτρους του βιβλίου. Εδώ, κυρίως, διαφαίνονται οι αρετές της φλεγματικής, παρατακτικής γραφής της, όπου τοπία και αντικείμενα περιγράφονται με τον ίδιο αταλάντευτο τρόπο, όπως και οι ψυχικές καταστάσεις, χωρίς η συγγραφέας να μεροληπτεί συναισθηματικά υπέρ του ενός ή του άλλου. Το αποτέλεσμα, ειδικά με το πορτρέτο εκείνου του ανεκδιήγητου Ιστι, είναι να σε βρίσκουν, κάθε φορά, οι μαχαιριές απροετοίμαστο.
Αξίζει ν' αναφερθεί το εύρημα της λίμνης σαν το μητρικό υποκατάστατο όπου τα δύο παιδιά μπορούν, έστω για λίγο, να ζήσουν τη χαρούμενη περιπέτεια που τους αναλογεί, με τον πατέρα τους ξεναγό στο υγρό, φιλόξενο σώμα που τα καλωσορίζει άνευ όρων. Εκείνο το καλοκαίρι θα πιάσει τόπο μέσα τους και θα τα ενισχύσει στους επερχόμενους χειμώνες. («Το κολύμπι δεν γίνεται να το ξεμάθεις, κατάλαβες; Δεν μπορεί να στο ξεμάθει κανείς».)
Επίσης, δεν είναι τυχαίο το ότι ανάμεσα στα τόσα και τόσα τοπωνύμια του βιβλίου δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα της λίμνης -Μπάλατον.
Τέλος, εντύπωση κάνει η υποδειγματική μετάφραση της Λένας Σακαλή.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΑΤΣΟΥΚΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 16/03/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις