Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στο Βασίλη Βασιλικό

Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €10.00
111505
Συγγραφέας: Βασιλικός, Βασίλης
Σελίδες:253
Ημερομηνία Έκδοσης:01/10/2000
ISBN:9789601402833


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή

«Ήταν καλοκαίρι του '80 ή του '81, είκοσι χρόνια πριν, όταν ανεβήκαμε με τον Στέλιο Καζαντζίδη και τη Βάσω, τη γυναίκα του (παντρεύτηκαν στην εκκλησία ένα χρόνο αργότερα), στο νησί μου, τη Θάσο, κι εκεί ο Στέλιος ήταν πανευτυχής, γιατί μαζί με τους κατοίκους του νησιού, που τον αγαπούσαν, βρήκε και στις θάλασσές του άφθονα ψάρια που σπεύδαν να αγκιστρωθούν στο τσαπαρί του, σαν να έψαχναν και αυτά, τα άφωνα, τη μεγάλη φωνή.
Πρωί και απόγευμα, σούρουπο, βγαίναμε για ψάρεμα με τη βάρκα του Αντώνη και τα μεσημέρια, κάτω από τα πεύκα, καθόμασταν οι δυο μας μπροστά σ' ένα μαγνητοφωνάκι και μιλούσαμε. Γεμίσαμε έτσι κάπου είκοσι κασέτες της μιάμισης ώρας».








ΚΡΙΤΙΚΗ





Μουλάρια τον κλωτσούν, λυκόσκυλα τον απειλούν, μπράβοι τον εκβιάζουν, τροχονόμοι τον γράφουν, φιλενάδες τον απατούν, κάποιοι θέλουν να τον κλείσουν σε κλινική να κάνει τσεκάπ ή να παραστήσει τον τρελό. Τον Στέλιο Καζαντζίδη.



Κάθε φορά που ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με μιαν αυτοβιογραφία οφείλει να έχει κατά νου τη ρήση του ποιητή Σάμιουελ Τέιλορ Κόλεριτζ, του δημιουργού του αριστουργήματος Η μπαλάντα του γέρου ναυτικού, ο οποίος έχει σημειώσει ότι «οποιαδήποτε ζωή, οσοδήποτε ασήμαντη, αν είναι καλά αφηγημένη, αξίζει το ενδιαφέρον μας». Επομένως όσοι έχουν κάτι να πουν και διαθέτουν λογοτεχνικό τάλαντο δικαιούνται να επιχειρήσουν την εξιστόρηση των πεπραγμένων του βίου τους. 'Η, αν οι ίδιοι δυσκολεύονται να γράψουν, να αναθέσουν σε άλλους, επιστήμονες, φίλους ή απλώς όσους είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το εγχείρημα, να καταγράψουν την αφήγησή τους στο χαρτί. Στην πρώτη περίπτωση ανήκει η αυτοβιογραφία του Βασίλη Βασιλικού Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα (Νέα Σύνορα, 1999) και στη δεύτερη η αυτοβιογραφία του Μάρκου Βαμβακάρη παρουσιασμένη από την Αγγελική Βέλλου-Κάιλ (εκδόσεις Παπαζήση), η αυτοβιογραφία του Βασίλη Τσιτσάνη καταγεγραμμένη από τον Κώστα Χατζηδουλή (εκδόσεις Νεφέλη) ή η αυτοβιογραφία της Καίτης Γκρέυ επιμελημένη από τον Γιώργο Χρονά (εκδόσεις Οδός Πανός).

Το Υπάρχω, μολονότι περιέχει πληθώρα αυτοβιογραφικών στοιχείων για τον Στέλιο Καζαντζίδη, διά στόματος του ίδιου με την επιμέλεια του Βασίλη Βασιλικού, δεν είναι αυτοβιογραφία· σε αυτό υπάρχουν πολλά κενά. Ο επιμελητής δεν εκφράζει καμία κρίση για τα λεχθέντα, δεν τα σχολιάζει, δεν ενδιαφέρεται να φωτίσει τα σκοτεινά σημεία, τα οποία είναι αρκετά. Επομένως δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συζήτηση μεταξύ φίλων, μια συνομιλία ανάμεσα στον Καζαντζίδη και στον Βασιλικό, όπως ακριβώς λέει και ο υπότιτλος. Πρόκειται για κουβέντες που έγιναν το καλοκαίρι του '80 ή του '81 στη Θάσο και κατεγράφησαν σε 20 κασέτες της μιάμισης ώρας, από τις οποίες κάποιες κάηκαν στη μεγάλη πυρκαϊά του '85. Ενδεχομένως ο αναγνώστης, εθισμένος σε διαβάσματα αστυνομικών βιβλίων, να σκεφτεί ότι οι παραλείψεις, οι αποσιωπήσεις και τα κενά που παρατηρεί σε αυτό να οφείλονται σε ένα ωραίο συγγραφικό εύρημα...

Ο Στέλιος Καζαντζίδης λοιπόν απαντά στις ερωτήσεις του φίλου και κουμπάρου του με τον δικό του γλαφυρό τρόπο και το δικό του αρκούντως λαϊκό λεξιλόγιο ενώ διαφαίνεται κάποιο «χτένισμα» στη σύνταξη για να αποφευχθούν χάσματα ή παρανοήσεις. Η ούτως ειπείν αφήγηση αρχίζει από τα παιδικά χρόνια του τραγουδιστή, γιου φτωχού αριστερού χτίστη, ο οποίος στη διάρκεια της Κατοχής περιπλανήθηκε με την οικογένειά του από τη Νέα Ιωνία στο Κιλκίς και τούμπαλιν. Από παιδί ο Στέλιος είχε μανία με τα ζώα, ιδιαίτερα τα πουλιά ­ κυνηγούσε πουλιά στα Μελίσσια. Την ίδια εποχή ο ίδιος έγινε στόχος χωροφυλάκων: τον έδερναν επί τρεις ημέρες για να μαρτυρήσει πού κρύβεται ο «ξαδερφός» του ο Κώστας, ο «οργανωμένος». Εφαγε πολύ ξύλο, τον κάνανε «νταούλι», «μπαλόνι». Εκείνο το πρώτο ξύλο ήταν η αρχή μιας καταδίωξης που συνεχίστηκε αμείωτη σε όλη τη μετέπειτα ζωή του. Επειτα μπήκε στη βιοπάλη, πούλησε τσιγάρα στην Ομόνοια, νερό στη Λαχαναγορά, κάστανα στην Αγορά και στη συνέχεια εργάστηκε περιστασιακά σε υφαντουργεία. Ωσπου κάποιος του χάρισε μια κιθάρα. Εφτιαξε μια μουσική ομάδα και τραγουδούσε σε ταβέρνες, γάμους και πανηγύρια. Τροχοπέδη στην καριέρα του ως τραγουδιστή ήταν ο στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή Τσάντας, ένας από τους πρώτους εχθρούς του στον χώρο του τραγουδιού, και η τραγουδίστρια Σεβάς Χανούμ, η οποία επιχείρησε να τον κάνει οπωσδήποτε χασικλή. Αυτός όμως αντιστάθηκε σθεναρά, δεν υπέκυψε στις παντοειδείς πιέσεις της: έδωσε τον λόγο του στον κυρ Μήτσο τον Μέρτικα, τον πιανίστα, να μη βάλει χασίσι στο στόμα του. Τον όρκο του τον κράτησε ­ μόνο κάπου πενήντα φορές σε όλη τη ζωή του ήπιε μαύρο...

Οντας στρατιώτης βρέθηκε σε ένα πάλκο όπου, αφού χόρεψε μαζί με την Καίτη Γκρέυ, η ­ μεγαλύτερή του σε ηλικία ­ τραγουδίστρια τον παρέσυρε στο σπίτι της: του πρότεινε να πάνε για καφέ και για «τάρι τάρι» και εκμεταλλεύτηκε το ότι ήταν «ταυρί σκέτο», «γεμάτος ζουμιά»... Η Γκρέυ στάθηκε αιτία να τσακωθεί με τον διοικητή του, ο οποίος ήθελε να πλαγιάσει με μια φίλη της τραγουδίστριας. Επειδή αυτός αρνήθηκε, του έστησαν μια παγίδα με τσιγαριλίκια και αφού έφαγε μπόλικο ξύλο βρέθηκε στη Μακρόνησο. Αργότερα έγινε η δίκη του, δικάστηκε με αναστολή και τον έριξαν στους ημιονηγούς, όπου ένα μουλάρι του τράβηξε μια κλωτσιά και τον σακάτεψε...

Η αφήγηση του Καζαντζίδη συνεχίζεται με αυτόν τον ρυθμό. Η γνωριμία του με τον Χιώτη, τον Μητσάκη, τον Τσιτσάνη, τη Μαρινέλλα, οι πρώτοι δίσκοι του στην Κολούμπια, τα νυχτερινά κέντρα, οι μπράβοι, ο γάμος του με τη Μαρινέλλα, οι δισκογραφικές εταιρείες, τα υψηλά μεροκάματα, η τεράστια επιτυχία της «Μαντουμπάλας», η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, οι περιοδείες του ανά την Ελλάδα, οι περιοδείες του στο εξωτερικό (Τουρκία, Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία), το σταμάτημα των εμφανίσεών του στα νυχτερινά κέντρα το 1965, ο χωρισμός με τη Μαρινέλλα, τα καζίνα, οι αποτυχημένες απόπειρές του να κάνει τον επιχειρηματία (κέντρα διασκέδασης, εταιρείες δίσκων και ούζου, εκτροφείο βατραχιών, φιδιών, ψαριών, σαλιγκαριών, φυτεία καλαμποκιού), η κλοπή της αγαπημένης του κόκκινης Μερσεντές διανθίζονται από σπαρταριστές περιγραφές ανθρώπων, τόπων, ταξιδιών, γλεντιών και οραμάτων.

Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, αν αφαιρεθούν τα πρώτα κεφάλαια της ενηλικίωσης, τα κάπως δραματικά με δεδομένο τον αγώνα του Καζαντζίδη για επιβίωση και στη συνέχεια για καταξίωση, το βιβλίο αποτελεί ένα αξιοζήλευτο ευθυμογράφημα, στα χνάρια του Νίκου Τσιφόρου. Ο αφηγητής, μη έχοντας προφανώς επίγνωση του γεγονότος ότι αυτά που λέει θα δημοσιοποιηθούν, δεν κωλύεται στο να λέει ό,τι του κατέβει. Και ο αναγνώστης το απολαμβάνει με την ψυχή του.

Αυτό που παρατηρούμε είναι η μανία καταδίωξης του τραγουδιστή, ο οποίος, σχολιάζοντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων με τους οποίους σχετίστηκε κατά καιρούς, καταφέρεται εναντίον τους. Δίπλα στους λίγους που τον βοήθησαν, τον συμβούλεψαν, τον στήριξαν (Παπαγιαννοπούλου) υπάρχουν εκείνοι που τον κυνήγησαν, τον εξαπάτησαν, τον έμπλεξαν, τον μίσησαν, τον εκμεταλλεύτηκαν, τον μύησαν σε σκοτεινά κυκλώματα, βάλθηκαν να τον καταστρέψουν εν τέλει. Ο ένας είναι ρουφιάνος, η άλλη είναι εκ φύσεως πόρνη. Υπάρχουν «τσογλάνια», «καθάρματα», «αδίστακτοι», «μούτρα», «σάπιοι», «βρώμικοι», «τομάρια», «καθίκια», «ραδιούργοι», «Ρασπούτιν», «μέγαιρες». Μουλάρια τον κλωτσάνε, λυκόσκυλα τον απειλούν, μπράβοι τον εκβιάζουν, τροχονόμοι τον γράφουν, φιλενάδες τον απατάνε, κάποιοι θέλουν να τον κλείσουν σε κλινική να κάνει τσεκάπ ή να παραστήσει τον τρελό, άνθρωποι με ένα χέρι και ένα μάτι ζητάνε τη συνεργασία του, εκδότες εφημερίδων τον περιφρονούν, διάφοροι του κάνουν «πουστιές», «λαδιές», «μπαμπεσιές», Εβραίοι τον απομυζούν, δικηγόροι τα βρίσκουν με τον αντίδικό του, υπάλληλοι του υπουργείου Βιομηχανίας τον σαμποτάρουν, εφοριακοί τον τσεκουρώνουν, λογοκριτές απορρίπτουν τραγούδια του, προβοκάτορες πετάνε πιάτα στην πίστα για να τον τρομοκρατήσουν, επιτήδειοι του αρπάζουν ένα τεράστιο κτήμα στη Βέροια, φτωχοί του ζητούν να τους χαρίσει ένα οικόπεδο, μητροπολίτες θέλουν να πηδήξουν τη συνεργάτιδά του, χωροφύλακες τον σηκώνουν με τα σώβρακα και τον οδηγούν στο τμήμα, περιοδικατζήδες γράφουν πως πάσχει από καρκίνο και είναι ετοιμοθάνατος, ακόμη και η φύση τον κυνηγάει ­ κάθε φορά που ανεβαίνει στη Θεσσαλονίκη τον πιάνει πυρετός.

Είναι απίστευτο πώς αυτός ο άνθρωπος της πιάτσας από τα γεννοφάσκια του εμφανίζεται τόσο αφελής και ευάλωτος σε κάθε λογής απατεώνες, κόλακες και επιτηδείους που τον θεωρούν εύκολο θύμα.

Απολαυστικός γίνεται ο αφηγητής όταν μιλάει για λεφτά. Ολόκληρο το βιβλίο, εκτός από την εξιστόρηση των παθών του και των εξευτελισμών στους οποίους τον καταδίκασε η κοινωνία, είναι πλημμυρισμένο από τη μαγική λέξη «λεφτά». Ολοι οι ήρωες και οι ηρωίδες της ζωής του (και του βιβλίου), εκτός από τον ίδιο, κοιτάζουν πώς να βγάλουν λεφτά, πώς να κερδίσουν, πώς να ρίξουν τους άλλους για το χρήμα. Στο τέλος, και ενώ έχει χάσει εκατομμύρια στη ρουλέτα, δηλώνει: «Ολα ξεκίνησαν από το μίσος μου για τα λεφτά. Τα μίσησα και ήθελα να τα εξολοθρεύσω τελείως. Να ξαναγίνω εκείνος ο παλιός Στέλιος που δούλευε στο εργοστάσιο».

Ατυχώς ο τραγουδιστής με τη σπάνια φωνή, αυτός που τραγούδησε τους καημούς του ελληνικού λαού μετά τον εμφύλιο, που εξέφρασε τον πόνο του προλετάριου, του οικοδόμου, του ναυτικού, του μετανάστη, των απόκληρων μιας ολόκληρης εποχής, με αυτό το βιβλίο σκιάζει έτι περισσότερο τη δημόσια εικόνα του, η οποία έχει ήδη αμαυρωθεί με τις τηλεοπτικές εμφανίσεις του και την παρουσία του στα δικαστήρια. Ο Βασίλης Βασιλικός δεν φρόντισε να τον προστατεύσει από τις υπερβολές του ενώ αποφεύγει προσεκτικά να σχολιάσει τα λεγόμενά του. Ωστόσο ο αναγνώστης που επιθυμεί να γνωρίσει τη γνώμη του γι' αυτόν ας ανατρέξει στην εξαίσια αυτοβιογραφία του, όπου του αφιερώνει πάνω από δέκα σελίδες. Εκεί τον χαρακτηρίζει μοιρολάτρη και βεβαιώνει ότι τον άνθρωπο Στέλιο, τον ιατροφιλόσοφο, με τις έμμονες ιδέες, τον καταδιώκει μια μανία καταστροφής.



Φίλιππος Φιλίππου

ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-11-2000

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!