Ιούλιος Βερν. Τα παράδοξα ενός μύθου
Περιγραφή
Ο Ιούλιος Βερν γεννήθηκε στη Νάντη στις 8 Φεβρουαρίου 1828 και πέθανε στην Αμιένη στις 24 Μαρτίου 1905. Έχει ήδη συμπληρώσει σχεδόν ενάμιση αιώνα διεθνούς φήμης. Στο διάστημα αυτό ο κόσμος άλλαξε πάρα πολύ. Ωστόσο ο Ιούλιος Βερν δεν έχασε τη θέση του. Η φήμη του είναι σταθερή και η λογοτεχνική του αναγνώριση βρίσκεται σε άνοδο.
Στον καιρό του διαβάστηκε πολύ, αλλά τα βιβλία του θεωρούνταν κατάλληλα κυρίως για εφήβους. Στην εποχή μας, ο Ιούλιος Βερν έχει γίνει μύθος προκαλώντας πολλές και αντιφατικές ερμηνείες. Υπήρξε πρωτοπόρος της μοντέρνας επιστήμης και τεχνολογίας (υποτίθεται ότι οι Αμερικανοί έφτασαν στο φεγγάρι βασιζόμενοι στις ιδέες του) ή μετέφερε απλώς μυθολογικά και θρησκευτικά μηνύματα; Ήταν πιστός της προόδου ή προτιμούσε την παράδοση; Ήταν ρατσιστής και αντισημίτης ή σεβόταν κάθε κουλτούρα; Ήταν αισιόδοξος ή απαισιόδοξος; Αριστερός η δεξιός; Τι σεξουαλικές προτιμήσεις είχε; Ήταν μισογύνης;
Ο Λυσιάν Μποϊά, ιστορικός του φαντασιακού, συνεχίζει με τον Ιούλιο Βερν, τη σειρά ερευνών του στις ιδέες και τις μυθολογίες που σημάδεψαν την ανθρώπινη εξέλιξη. Στο συγκεκριμένο βιβλίο φωτίζει την πνευματική προσωπικότητα του συγγραφέα και τον απολύτως ιδιαίτερο τρόπο που είχε να συνθέτει τα μυθοπλαστικά του έργα.
Ο συγγραφέας βασίστηκε στη διασταυρωμένη εξέταση πολλών πηγών, που ανήκουν σε πολλές κατηγορίες: έργα μυθοπλασίας, αλληλογραφία και συνεντεύξεις, κριτική βιβλιογραφία. Αντικείμενά του είναι, ταυτόχρονα, ο άνθρωπος, το έργο και ο μύθος που χτίστηκε γύρω τους, με τις απαραίτητες συνδέσεις, αλλά και τους διαχωρισμούς.
Ο αναγνώστης θα εκπλαγεί: ο προφήτης του μέλλοντος εμφανίζεται συντηρητικός, η θεατρική και η ειρωνική πλευρά του έργου του αφήνουν λιγοστό χώρο στην επιστημονική.
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Ο μεγάλος καημός της ζωής μου είναι ότι ποτέ δεν με πήραν στα σοβαρά στη γαλλική λογοτεχνία». Αυτό το είπε ο Ιούλιος Βερν το 1893 σε συνέντευξή του στον βρετανό δημοσιογράφο Ρόμπερτ Σέραρντ. Εκατόν δύο χρόνια αργότερα ο βιογράφος του συγγραφέα Λυσιέν Μποϊά το θεωρεί ένα από τα παράδοξα του μύθου που συνοδεύει τον συγγραφέα του Γύρου του κόσμου σε 80 ημέρες. Αυτός που 102 χρόνια μετά τον θάνατό του εξακολουθεί να διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον από μικρούς και μεγάλους πέθανε με τον καημό ότι τον θεωρούσαν λογοτέχνη δευτέρας διαλογής και ότι δεν τα κατάφερε να γίνει μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, που ο κατάλογος των μελών της, ζώντων και τεθνεώτων, είναι γεμάτος από άγνωστες «διασημότητες». Τα τελευταία ωστόσο χρόνια όλο και περισσότερες, καλύτερες και πληρέστερες μεταφράσεις των 54 μυθιστορημάτων του που απαρτίζουν τα λεγόμενα Θαυμαστά ταξίδια εμφανίζονται στην αγγλική γλώσσα. Γι' αυτό και πολλοί πιστεύουν ότι το έργο του σύντομα θα αξιωθεί του επαίνου όχι μόνο του δήμου αλλά και των σοφιστών.
Επιστήμη και φαντασία
Ο συγγραφέας που δημιούργησε χαρακτήρες όπως ο πλοίαρχος Νέμο και ο Φιλέας Φογκ, που θεώρησε εφικτό ένα ταξίδι στη Σελήνη, που φαντάστηκε ένα μελλοντικό αεροπλάνο στον Ροβήρο τον κατακτητή ή το υποβρύχιο με τον θρυλικό Ναυτίλο στο 20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα ήταν τέκνο της εποχής του, του επιστημονισμού, του θετικισμού και της ουτοπίας που τον επόμενο αιώνα με τον Οργουελ, τον Χάξλεϊ και τον Ζαμιάτιν θα έδινε τη θέση της στη δυστοπία. Γιατί όμως διαβάζεται με τόσο ενδιαφέρον και σήμερα ο Βερν; Και τι αποδεικνύει αυτό; Ισως ότι το θετικό πνεύμα του 19ου αιώνα δεν έχει χαθεί. Ισως ακόμη ότι ο αιώνας αυτός ήταν από τους πλέον μακρούς - κατά τον Χομπσμπάουμ - και σε πολλά ευτυχέστερος του 20ού.
Δεν έχει σημασία αν ο Βερν προφήτευσε ή όχι τις μεγάλες εφευρέσεις που περιγράφονται στα βιβλία του. Στην πραγματικότητα, όπως αποδεικνύει ο Μποϊά, σχεδόν καμία από τις εφευρέσεις αυτές δεν τις συνέλαβε ο ίδιος. Ή οι επιστήμονες πειραματίζονταν από τότε πάνω σε αυτές ή άλλοι συγγραφείς, άσημοι σήμερα, προηγήθηκαν του Βερν. Το συναρπαστικό ήταν ότι εκείνος τις έκανε να μοιάζουν πραγματοποιήσιμες και ότι τις μετέφερε στα μυθιστορήματά του με τρόπο ικανό να ενεργοποιεί τη φαντασία.
Το Ταξίδι στο κέντρο της Γης λ.χ., από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες, δεν ήταν καθαρό προϊόν της φαντασίας του Βερν. Βασιζόταν στη θεωρία κάποιου Σιμς που υποστήριζε ότι η Γη είναι τρύπια στους πόλους. Η θεωρία αυτή είχε πιο μπροστά συναρπάσει σε τέτοιον βαθμό τον Ε. Α. Πόου ώστε τον ενέπνευσε να γράψει το μόνο του μυθιστόρημα, τις Περιπέτειες του Αρθουρ Γκόρντον Πιμ, έργο που άσκησε βαθύτατη επίδραση στον Βερν, γι' αυτό άλλωστε και έγραψε ένα είδος συνέχειάς του, τη Σφίγγα των πάγων. Στον Βερν αποδίδεται ο τίτλος του πατέρα της επιστημονικής φαντασίας (αποδίδεται και στον Γουέλς). Αν βέβαια θα έπρεπε να αποδώσουμε σε κάποιον την πατρότητά του, αυτός θα έπρεπε να είναι ο Πόου, ο οποίος προηγήθηκε.
Ο μύθος της προόδου
Ο Βερν, όπως τονίζει ο Μποϊά, ήταν εκ φύσεως σκεπτικιστής - αν και λιγότερο από τον Φλομπέρ ή τον Μποντλέρ που είχε πει το αμίμητο «Η πίστη στην πρόοδο είναι ένα δόγμα των αργόσχολων και των Βέλγων». Υπήρξε βεβαίως και άνθρωπος του μέτρου, γι' αυτό και τους ενθουσιασμούς, όπως και τις αμφιβολίες του, ήθελε να τις τεκμηριώνει πρακτικά με παραδείγματα και επιστημονικές εξηγήσεις κατανοητές από τους πάντες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάκουε στις παροτρύνσεις του εκδότη του Χετζέλ, ο οποίος πίστευε ότι οποιαδήποτε αρνητική στάση έναντι της επιστήμης και της προόδου, που υπήρξε ο μεγάλος κοινωνικός μύθος του 19ου αιώνα, θα έβλαπτε τις πωλήσεις των βιβλίων του που στόχευαν σε ένα νεανικό αναγνωστικό κοινό.
«Μεταχρονολογημένη» προφητεία
Το πιο φιλόδοξο και ίσως το πιο προφητικό μυθιστόρημα του Βερν είναι το Παρίσι στις αρχές του 20ού αιώνα, έργο που κυκλοφόρησε στη Γαλλία μόλις το 1984, σχεδόν 80 χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, και ούτε κατ' ελάχιστον προκάλεσε τον θόρυβο και τις συζητήσεις που ακολουθούσαν την έκδοση κάθε βιβλίου του συγγραφέα ενόσω ο ίδιος βρισκόταν στη ζωή. Ας σημειωθεί ότι, όταν εκδόθηκε στα ελληνικά, πέρασε κι εδώ απαρατήρητο. Πρόκειται για απαισιόδοξο μυθιστόρημα που ο συγγραφέας του δεν ήθελε να το αλλάξει και ο εκδότης του να το τυπώσει ως είχε. Γι' αυτό και υπήρξε συμφωνία μεταξύ τους να δει το φως της δημοσιότητας τουλάχιστον 20 χρόνια μετά τον θάνατο του Βερν. Το 1984 όμως κανείς δεν έδινε σημασία στο ότι ένας συγγραφέας του 19ου αιώνα μιλούσε για το μέλλον που ήταν ήδη παρελθόν και παρόν, δηλαδή για γυάλινους ουρανοξύστες οι οποίοι είχαν γίνει πραγματικότητα πριν από πολλά χρόνια.
Δημοφιλής στη Σοβιετική Ενωση
Ο βολονταρισμός, ο ηρωισμός και η πίστη στην αξία της επιστήμης, της εργασίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης έκαναν τον Βερν εξαιρετικά δημοφιλή στη Σοβιετική Ενωση. Ο ευφάνταστος συγγραφέας ήταν, θα λέγαμε, ένας προοδευτικός αστός για τα μέτρα της εποχής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα έργα του τα χαρακτηρίζει ο πολιτικός ριζοσπαστισμός. Παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του ουτοπιστής, αν και από νωρίς είχε αντιληφθεί ότι η ουτοπία αποτελεί εξωπραγματικό όραμα.
Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι η χώρα που τον συνάρπαζε ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες και ότι σε όλα του τα βιβλία υπήρξε αυστηρότατα επικριτικός για τη Βρετανική Αυτοκρατορία.
Το ψυχολογικό και το κοινωνικό στοιχείο, ιδιαίτερα στην περιγραφή των ανθρώπινων σχέσεων, δύσκολα το διακρίνει κανείς στα βιβλία του Βερν, αλλά αυτό, όπως τονίζει και ο Μποϊά, ήταν χαρακτηριστικό γνώρισμα της εποχής του, όπως βέβαια και η τάση να εκλαϊκεύονται οι κατακτήσεις της επιστήμης. Ο Μποϊά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας, αφού υπέφερε από υπερβολική απλοποίηση, κινδυνεύει σήμερα να γίνει εξαιρετικά πολύπλοκος.
Ο «αόρατος» Βερν
Υπάρχουν τουλάχιστον 10 μυθιστορήματα του Ιουλίου Βερν που είτε τα ολοκλήρωσε είτε τα άλλαξε, κάποτε ξαναγράφοντας μεγάλα τμήματά τους, ο γιος του Μισέλ. Αυτό είχε αρχίσει ενόσω ακόμη ο Ιούλιος βρισκόταν στη ζωή, για να συνεχιστεί μετά τον θάνατό του. Πολλοί θεώρησαν την πράξη ιεροσυλία. Μετά τη δημοσίευση όμως των αρχικών χειρογράφων του πατέρα σε αρκετές περιπτώσεις αποδείχθηκε ότι οι αλλαγές του γιου όχι μόνο τα βελτίωσαν αλλά τα έκαναν πολύ καλύτερα.
Κάποτε ειπώθηκε ότι για πολλά από τα κείμενα του Κάφκα θα έπρεπε η πατρότητα να αποδοθεί και στον εκτελεστή της διαθήκης του και εκδότη του έργου του Μαξ Μπροντ. Για τους μελετητές του Βερν ωστόσο το θέμα παρουσιάζεται ιδιαίτερα ερεθιστικό και ξυπνάει, καθώς λέμε, μέσα τους τον ντετέκτιβ. Αλλά τα εκατομμύρια των αναγνωστών του Ιουλίου Βερν δεν ενδιαφέρονται για τέτοιες ιστορίες. Διαβάζουν και τα 54 μυθιστορήματά του σαν να είναι όλα έργο ενός ανθρώπου, έστω κι αν σε κάποιες περιπτώσεις ο γιος λειτούργησε ως alter ego του πατέρα. Κι όπως λέει ο Μποϊά, «ο Μισέλ δίνει μια δεύτερη ζωή στο έργο του Βερν και προεκτείνει τον Ιούλιο Βερν, ο οποίος, παρά τη θέλησή του, συνεχίζει να δίνει τ' όνομά του σε μια προβληματική που ταιριάζει στον 20ό αιώνα». Υποψιάζεται κανείς ότι, αν ο Ιούλιος ζούσε και διάβαζε αυτές τις παρατηρήσεις, θα χαμογελούσε με σημασία.
ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΒΙΣΤΩΝΙΤΗΣ, Το ΒΗΜΑ, 08/04/2007
Κριτική:
Γοητευτικός και χωρίς τον μύθο του
Στον Ιούλιο Βερν έχουν αποδοθεί οι πιο διαφορετικές και πιο αντιφατικές ιδιότητες, συνήθως επιπόλαια ή ιδεοληπτικά, δηλαδή εκβιαστικά. Θεωρήθηκε ριζοσπάστης και σοσιαλιστής, αλλά και κομφορμι- στής αστός, ανθρωπιστής, αλλά και ρατσιστής, υμνητής της γυναίκας, αλλά και μισογύνης...
Ο Ιούλιος Βερν πέθανε με το παράπονο ότι, παρά την τεράστια απήχησή του (όχι μόνο σε εφήβους), δεν αναγνωριζόταν ως μεγάλος, ούτε καν ως σημαντικός λογοτέχνης. Ενώ όμως πολλοί σύγχρονοί του και μεταγενέστεροι συγγραφείς που βρήκαν θέση στον λογοτεχνικό κανόνα δεν διαβάζονται πια, εκείνος παραμένει δημοφιλής. Υπάρχει μάλιστα, από τη δεκαετία του 1970 και δώθε, μια σαφέστατη τάση αναβάθμισής του. Γνωρίσματα του έργου του που στην εποχή του θεωρούνταν σημάδια ελαφριάς λογοτεχνίας (π.χ. η παιγνιώδης, ειρωνική απόστασή του από τις συχνά εξωφρενικές ιστορίες που διηγείται) οδήγησαν κάποιους να τον αναγορεύσουν πρόδρομο του μεταμοντερνισμού! Είναι γνωστό άλλωστε ότι οι μεταμοντέρνοι φιλόσοφοι, με πρώτο και καλύτερο τον Ρολάν Μπαρτ, έτρεφαν μεγάλη εκτίμηση για τον Βερν.
Αφού υπέφερε από υπεραπλούστευση, ο Βερν κινδυνεύει να γίνει αφόρητα πολύπλοκος, διαπιστώνει μυκτηριστικά ο ιστορικός της φαντασιακής λογοτεχνίας Λυσιάν Μποϊά, ο οποίος με γαλατική κομψότητα ύφους και λεπτό χιούμορ απαντάει στους υπεράγαν εγκωμιαστές, αλλά και τους κατά καιρούς επικριτές του Βερν, αντιμετωπίζοντας τον ίδιο τον συγγραφέα και το έργο του κριτικά, αλλά με συμπάθεια. Βάζει έτσι τα πράγματα στη θέση τους. Αφ΄ ενός ανασκευάζει πολλούς μύθους που συνδέονται με τον «πατέρα της επιστημονικής φαντασίας», άλλους απλοϊκούς και ήδη ξεπερασμένους, άλλους πιο δουλεμένους και ανθεκτικότερους. Αφ΄ ετέρου όμως- και αυτό είναι ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του βιβλίου τουπροσπαθεί να ερμηνεύσει τη μόνιμη γοητεία που εξασκεί ο Βερν και αναζητεί το κλειδί της ερμηνείας πέρα από τέτοιους μύθους.
Στον Ιούλιο Βερν έχουν αποδοθεί οι πιο διαφορετικές και πιο αντιφατικές ιδιότητες, συνήθως επιπόλαια ή ιδεοληπτικά, δηλαδή εκβιαστικά. Θεωρήθηκε ριζοσπάστης και σοσιαλιστής (που δεν ήταν ούτε με σφαίρες), αλλά και κομφορμιστής αστός (που ήταν, αλλά... βλέπε παρακάτω)· ανθρωπιστής (κάτι που δεν λέει τίποτα), αλλά και ρατσιστής (κάτι που επίσης δεν λέει τίποτα, γιατί στην εποχή του όλοι οι Ευρωπαίοι ήταν ρατσιστές)· υμνητής της γυναίκας, αλλά και μισογύνης (και τα δύο υπερβολές, απλώς ο κακομοίρης ο Βερν δεν είχε ταλέντο στους γυναικείους χαρακτήρες, και το ομολογούσε ο ίδιος, όπως δεν είχε ιδέα από γυναικεία ψυχολογία)· ηθικολόγος, αλλά και κρυπτομοφυλόφιλος (το τελευταίο με βάση «ενδείξεις» από αυτές που μπορεί κανείς να ανακαλύψει στο έργο και τη ζωή οποιουδήποτε συγγραφέα)· εκφραστής της τεχνολογικής αισιοδοξίας του 19ου αιώνα (ενώ ήταν φύσει σκεπτικιστής σε όλα, εκτός ίσως από την ύπαρξη του Θεού), αλλά και απαισιόδοξος για το μέλλον της ανθρωπότητας (ενώ δεν ασχολήθηκε σχεδόν ποτέ στα βιβλία του με το μέλλον και, εξάλλου, δήλωνε προς το τέλος της ζωής του βέβαιος ότι η Ευρώπη δεν θα γνωρίσει πολέμους στον 20ό αιώνα!).
Ένας από τους παλιότερους και πιο διαδεδομένους μύθους για τον Ιούλιο Βερν τον θέλει προφήτη θαυμαστών εφευρέσεων που έγιναν πραγματικότητα τον 20ό αιώνα (αεροπλάνο, υποβρύχιο, διαστημόπλοια, τηλεόραση κ.λπ.). Ακόμη και λάτρες του Βερν όπως εγώ ήξεραν από πολύ νωρίς ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Οι μηχανές που «προφήτεψε» είτε ήταν ήδη γεγονός την εποχή του (υποβρύχιο) είτε απασχολούσαν ως δυνατότητα όχι μόνο τους επιστημονικούς κύκλους, αλλά και τη λογοτεχνία, πριν από αυτόν μάλιστα. Απλώς ο γοητευτικός χειρισμός αυτών των θεμάτων από τον Βερν και η εκπληκτική δημοτικότητά του έκαναν να ξεχαστούν οι αληθινοί πρωτοπόροι. Η λάμψη του έσβησε τις πηγές που την τροφοδότησαν.
Από ιστορική άποψη αυτό είναι βέβαια άδικο. Από λογοτεχνική όμως άποψη όχι. Οι μηχανές στα μυθιστορήματα του Βερν, αληθοφανείς μάλλον παρά ρεαλιστικές, είναι οχήματα ονείρων, φυγής από την πεζή, ευτελή και αποπνικτική αστική πραγματικότητα. Οι τυπικοί συγγραφείς επιστημονικής φαντασίαςενός λογοτεχνικού είδους του οποίου ο Βερν θεωρείται, αλλά δεν είναι, γενάρχης- παρακολουθούν τις κοινωνικές, πολιτικές, υπαρξιακές συνέπειες επιστημονικών ανακαλύψεων σ΄ ένα μέλλον συνήθως ανησυχητικό, αν όχι ζοφερό. Ο Βερν, όπως είπαμε, δεν καταπιανόταν στα μυθιστορήματά του με το μέλλον και, εντέλει, δεν εμπνεόταν από πολιτικούς ή κοινωνικούς προβληματισμούς. Αυτό που έκανε με τις επιστημονικές ιδέες και την τεχνολογία ήταν κάτι διαφορετικό. Τη στιγμή που ο νεωτερικός πολιτισμός υπονόμευε τη λειτουργία του μύθου και την αίσθηση του μαγικού, ο Βερν τα αναζωογονούσε με μέσο τα χαρακτηριστικά επιτεύγματα αυτού ακριβώς του πολιτισμού.
Για πολύ καιρό πιστεύαμε πως όσο περνούσαν τα χρόνια γινόταν ολοένα πιο κριτικός απέναντι στις κοινωνικές παθογένειες της εποχής του, ολοένα πιο δύσπιστος απέναντι στην ιδέα της προόδου, την ανθρώπινη φρόνηση, την απελευθερωτική εφαρμογή της τεχνολογίας. Στα καμιά δεκαπενταριά μυθιστορήματά του που δημοσιεύτηκαν μεταθανάτια κυριαρχούν σκοτεινοί χαρακτήρες, διαλυτικά κοινωνικά φαινόμενα, ο φόβος του ολοκληρωτισμού και της ωμής βίας, η αδυναμία της ανθρωπότητας να ελέγξει την πορεία της. ΄Ωσπου μάθαμε ότι τα μυθιστορήματα αυτά γράφτηκαν από τον γιο του, τον Μισέλ Βερν, πάνω σε πατρικά προσχέδια με εντελώς διαφορετικό πνεύμα. Ο Μισέλ Βερν, ένας ιδιόρρυθμος, οπωσδήποτε προικισμένος χαρακτήρας με σοσιαλίζουσες ή αναρχικές ιδέες, βρισκόταν στους αντίποδες του πατέρα του: εκείνος ήταν μετριοπαθής και σχετικιστής, αυτός είχε ροπή προς το απόλυτο· σ΄ εκείνον αρκούσε η αφήγηση, αυτός ήθελε θεωρία· ο πατέρας ασχολούνταν με τα άτομα, ο γιος με την κοινωνία· ο πρώτος έγραφε χαλαρά και με φιλοπαιγμοσύνη, ο δεύτερος με σοβαρό και πότε πότε επίσημο ύφος· ο Ιούλιος Βερν αποδεχόταν, αν και μέσα σε όρια, την ιδέα της προόδου, ο Μισέλ Βερν διακατεχόταν από τη χαρακτηριστική για τον 20ο αιώνα ιδέα της οπισθοδρόμησης.
Σαν να μην έφτανε αυτό, ο Μποϊά καταρρίπτει και ένα από τα ισχυρότερα επιχειρήματά μας υπέρ ενός κοινωνικοπολιτικά ανήσυχου και προφητικού Ιουλίου Βερν. Πρόκειται για το μυθιστόρημα Τα 500 εκατομμύρια της Μπεγκούμ, που ανήκει στη μέση περίοδο του συγγραφέα (κυκλοφόρησε το 1879) και διηγείται τον ανταγωνισμό δύο πόλεων, η μία με προφίλ περίπου σοσιαλιστικό και, όπως θα λέγαμε σήμερα, οικολογικό, η άλλη σημαδεμένη από μια ανελέητη βαριά βιομηχανία και ένα αυταρχικό, μιλιταριστικό σύστημα διακυβέρνησης: μια θετική και μια αρνητική ουτοπία που προαναγγέλλουν σαφώς τον 20ο αιώνα. Νά όμως που ο Μποϊά μάς αποκαλύπτει πως ούτε αυτό το έργο γράφτηκε από τον Ιούλιο Βερν! Συγγραφέας του ήταν κάποιος Πασκάλ Γκρουσέ, πρώην κομουνάρος, αυτοεξόριστος στο Λονδίνο, απ΄ όπου έστειλε το χειρόγραφο στον εκδότη του Βερν, τον ΠιερΖυλ Ετζέλ, συμφώνησε μαζί του να παραιτηθεί από την πατρότητα του βιβλίου και τα συγγραφικά δικαιώματα έναντι ενός εφάπαξ και ο Ετζέλ παρέδωσε το χειρόγραφο στον Βερν, για να το επεξεργαστεί ώστε να εκδοθεί με την υπογραφή του.
Τι απομένει, λοιπόν, από τον Ιούλιο Βερν που αγαπήσαμε; Σίγουρα το όνειρο του ταξιδιού, της συνάντησης με το πρωτόγνωρο και εξαίσιο. Σίγουρα, επίσης, μερικοί αξέχαστοι χαρακτήρες- ο πλοίαρχος Νέμο, ο καθηγητής Λίντενμπροκ, ο Φιλέας Φογκ, ο Κύρος Σμιθ, ο Παγκανέλ. Φτάνουν αυτά; Πολλοί θα πουν πως φτάνουν και περισσεύουν. Εμείς όμως, που παραμένουμε αθεράπευτοι βερνολάτρες παρ΄ όλο το κουτσούρεμα του ειδώλου μας, διαισθανόμαστε ότι υπάρχει και κάτι άλλο, ακαθόριστο, αλλά πολύ σημαντικό, κάτι αλώβητο από την αναθεωρητική έρευνα των ιστορικών. Και ο μεσιέ Μποϊά, αφού μας κέρασε φαρμάκι, μας κάνει τη χάρη να δώσει συγκεκριμένο σχήμα σ΄ αυτό το κάτι.
Σε ολόκληρο το έργο του Ιουλίου Βερν υπάρχει η έμμονη ιδέα της φυγής και της απομόνωσης. Διαβάζουμε ολοένα για απόμακρα νησιά, μυστικές σπηλιές, υποβρύχια ή αερόπλοια που αποτελούν αυτάρκεις και αυτόνομους κόσμους. Οι βερνικοί ήρωες όμως δεν καταφεύγουν εκεί μόνοι. ΄Εχουν συντρόφους με τους οποίους μπορούν να συνεννοηθούν και να συνεργαστούν. Δημιουργούν στα απομονωτήριά τους μια ευέλικτη, επινοητική κοινότητα που λειτουργεί λίγο πολύ όπως επιθυμούν και όπως δεν θα μπορούσε ποτέ (φαίνεται να πιστεύει ο Βερν) να λειτουργήσει η κοινωνία. Ιδού, λοιπόν, ένας Ιούλιος Βερν επίκαιρος όσο ποτέ, σήμερα που οι κοινωνίες είναι πολύ πιο χαώδεις, αποπροσανατολισμένες, αλλοτριωμένες, δυσλειτουργικές απ΄ όσο στην εποχή του και ολοένα περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούν να οροθετήσουν μια νησίδα σ΄ αυτό το χάος, έναν μικρό δικό τους χώρο όπου να μπορούν να είναι ο εαυτός τους, μαζί με λίγους άλλους που μοιράζονται τις ίδιες αγωνίες και αρχές. Τα τελευταία λόγια του πλοιάρχου Νέμο, η υποθήκη του, ήταν μια λέξη που ο εκδότης του Βερν, ο Πιερ-Ζυλ Ετζέλ- ο οποίος, και αυτό επίσης το γνωρίζουμε σήμερα, επενέβαινε καταλυτικά στη δουλειά του συγγραφέα του, άλλοτε για το καλύτερο και άλλοτε για το χειρότερο- βρήκε σκανδαλώδη και τον ανάγκασε να την αντικαταστήσει με τη φράση «Θεός και Πατρίδα». Η λέξη αυτή, στο αρχικό σχεδίασμα της Μυστηριώδους νήσου, ήταν: Ανεξαρτησία.
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Τα Νέα, 18/8/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις