Τρεις όμορφες Κουβανές
Περιγραφή
Μυθιστόρημα, οικογενειακό έπος, ταξιδιωτικό χρονικό, πολιτική μαρτυρία... Το "Τρεις ωραίες Κουβανές" είναι όλα αυτά και ίσως ακόμη περισσότερα. Είναι η ιστορία των αδελφών Μπλάσκο Μιλιάν, που χωρίζονται με την Επανάσταση της Κούβας. Μια ιστορία ξεριζωμού κι εξορίας, ανόδου και πτώσης, έρωτα και θανάτου. Είναι μια ζωντανή αφήγηση πολυάριθμων ταξιδιών στην Αβάνα σε διάστημα τριάντα ετών που εξιστορεί τις πολιτικές και κοινωνικές ταλαντεύσεις της χώρας και, πάνω απ' όλα, την ιδεολογική μεταμόρφωση του ταξιδιώτη.
Ο συγγραφέας Γκονσάλο Σελόριο ξαναεπιστρέφει στην Κούβα, τη γη των προγόνων του και καταγράφει τον ενθουσιασμό και την απογοήτευση, κρίνει αγαπώντας και αγαπάει κρίνοντας, χωρίς να υποκύπτει στους διχασμούς που ρημάζουν τη χώρα. Και είναι, τελικά, ένας λογοτεχνικός φόρος τιμής σε πολλούς Κουβανούς συγγραφείς, τόσο στους επίσημα αναγνωρισμένους όσο και στους περιθωριακούς, που πλούτισαν τη λογοτεχνία του νησιού: τον Αλέχο Καρπεντιέρ, το Χοσέ Λεσάμα Λίμα, τον Ελισέο Ντιέγο, τη Ντούλσε Μαρία Λοϋνάς.
Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί.
Η θεία Ροσίτα και ο ανιψιός της
Συμπάθεια αλλά και καταχθόνιο χιούμορ για την Κούβα του χθες και του σήμερα
Οσο περνάει ο καιρός και το καθεστώς του Φιντέλ Κάστρο δείχνει να αντιστέκεται στις παντοειδείς πιέσεις από το εξωτερικό τόσο μεγαλώνει το ενδιαφέρον για την Κούβα και ταυτόχρονα πληθαίνουν τα βιβλία τα οποία αναφέρονται στο θρυλικό νησί της Καραϊβικής. Τα βιβλία αυτά, συνήθως βιογραφίες του κουβανού ηγέτη, αλλά και του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, κυρίως όμως μυθιστορήματα γραμμένα από γνωστούς ή μη συγγραφείς με στενή ή λιγότερο στενή σχέση με την Κούβα, καλύπτουν ούτως ειπείν κάποιες αναγνωστικές ανάγκες. Ενα από αυτά τα συγκεκριμένα μυθιστορήματα πρόσφατης παραγωγής, ίσως το πιο άρτιο από τα ήδη μεταφρασμένα στην ελληνική γλώσσα, είναι και το Τρεις όμορφες Κουβανές, του Μεξικανού, κουβανικής καταγωγής, Γκονσάλο Σελόριο. Ο συγγραφέας (γεννήθηκε το 1948), δημοσιογράφος και καθηγητής Φιλοσοφίας και Φιλολογίας στο Αυτόνομο Εθνικό Πανεπιστήμιο του Μεξικού, μέλος τριών Ακαδημιών, της Μεξικανικής Ακαδημίας Φιλολογίας, της Κουβανικής Ακαδημίας Φιλολογίας και της Βασιλικής Ακαδημίας της Ισπανίας, τυγχάνει πολίτης με τρεις πατρίδες: την Ισπανία, χώρα καταγωγής των προγόνων του, την Κούβα, όπου μετανάστευσε η οικογένειά του, και το Μεξικό, όπου γεννήθηκε ο ίδιος και κατοικεί.
Οι Τρεις όμορφες Κουβανές είναι μεν μυθιστόρημα στη δομή και στη μορφή, ωστόσο όσα εξιστορούνται σε αυτό είναι αληθινά ή ελαφρώς παραλλαγμένα, και αποτελούν ένα οικογενειακό έπος, μία σάγκα, κατά τα λογοτεχνικώς καθιερωμένα, ένα ταξιδιωτικό χρονικό, αλλά και μία πολιτική μαρτυρία. Ο Σελόριο, θέλοντας να γράψει την ιστορία της οικογένειας της μητέρας του και ταυτόχρονα να μιλήσει για όσα είδε στην Κούβα στη διάρκεια των αλλεπάλληλων ταξιδιών του, επινόησε δύο αφηγητές. Πρώτη είναι η θεία Ροσίτα, η οποία υποτίθεται ότι γράφει τα απομνημονεύματά της, δηλαδή την ιστορία της οικογένειας, και δεύτερος είναι ο ανιψιός, ο «Γκονσάλο Σελόριο», ο καθηγητής που πηγαίνει στην Κούβα για να δει τους συγγενείς του. Εκεί, συναντάται με αξιωματούχους του καθεστώτος, υψηλόβαθμους και μη (μάλιστα παρασημοφορείται από τον Κάστρο), μα κυρίως με τους διανοούμενους της Αβάνας, οι οποίοι του δίνουν ένα σωρό πληροφορίες για την επικρατούσα κατάσταση.
Οι δύο αφηγήσεις αναφέρονται σε δύο διαφορετικές ιστορικές εποχές: την προεπαναστατική και τη μετεπαναστατική Κούβα. Αρχικά, ο αφηγητής «Γκονσάλο Σελόριο» δείχνει τη συμπάθειά του προς την κουβανική επανάσταση, ερχόμενος σε αντίθεση με τη μητέρα του, η οποία υποχρεώθηκε να φύγει από την Κούβα εξαιτίας ακριβώς αυτής της επανάστασης, στη συνέχεια όμως, κι ύστερα από όσα βιώνει εκεί, βαθμιαία μεταμορφώνεται σε έναν όχι ακριβώς πολέμιο του καθεστώτος αλλά σε έναν αυστηρό κριτή του. Ετσι, μετά τη συνάντησή του με τον Κάστρο το 1974 ήταν τόσο ενθουσιασμένος ώστε έγραψε τη φράση: «Εγώ ένιωσα ότι σφίγγοντας το χέρι του Κομαντάντε έσφιγγα το χέρι της ιστορίας και της ελπίδας» (σελ. 84). Βαθμιαία, η συμπάθεια για τον ηγέτη μετατρέπεται σε οίκτο, όχι μόνο γιατί το πολιτικό μοντέλο της Κούβας επί των ημερών του απέτυχε, αλλά κι επειδή επιμένει να κυβερνά ενώ η ηλικία του δεν είναι κατάλληλη για κάτι τέτοιο. Τελικά, φθάνει στο σημείο να υπονομεύει το κουβανικό σύστημα με ένα διαβρωτικό, καταχθόνιο χιούμορ, όταν ψέγει τον Κάστρο για το ότι εξακολουθεί να βγάζει πολύωρους λόγους, παρά τα τρεμάμενα χέρια και την τεχνητή οδοντοστοιχία του. Με βάση αυτήν την εικόνα του γερασμένου επαναστάτη, καταλήγει: «Ο καλύτερος γελοιογράφος του κόσμου είναι ο χρόνος» (σελ. 421).
Εκτός από την πολιτική και κοινωνική κατάσταση της Κούβας, ο Σελόριο αναφέρεται και στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας, μνημονεύοντας όσους συγγραφείς συνάντησε εκεί ή γνώρισε μέσα από τα βιβλία τους. Ιδιαίτερα αποτίει φόρο τιμής στον σπουδαίο Αλέχο Καρπεντιέρ, πατέρα του μαγικού ρεαλισμού, στον Λεσάμα Λίμα, συγγραφέα του αριστουργηματικού Paradiso, και στον ποιητή Χόρχε Γκιγιέν, ενώ μιλάει για ορισμένους από τους ζώντες, όπως τον Λεονάρδο Παδούρα, δημιουργό του ντετέκτιβ Μάριο Κόντε (στα ελληνικά κυκλοφορεί το ανατρεπτικό Αντιός, Χεμινγουέι από τον Καστανιώτη) και τον Πέδρο Χουάν Γκουτιέρες. Ο τελευταίος είναι αρκετά γνωστός στο ελληνικό κοινό. Πρόσφατα εκδόθηκε από το Μεταίχμιο Η βρώμικη τριλογία της Αβάνας, μια συλλογή από τολμηρά διηγήματα με πόρνες, προαγωγούς, αλκοολικούς και άτομα του περιθωρίου, επηρεασμένα από τον Τσαρλς Μπουκόφσκι. Ο Σελόριο γράφει ότι αντίθετα με ορισμένους άλλους ομότεχνούς του, αυτός παρουσιάζει τα βάσανα της καθημερινής ζωής στην Κούβα με τρόπο «υπερβολικά ζοφερό».
Φίλιππος Φιλίππου, Το Βήμα, 19/8/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις