0
Your Καλαθι
Ο λόρδος Έλγιν και τα μάρμαρα ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Περιγραφή
Λεπτομερής ιστόρηση των εξαιρετικά ασυνήθιστων συνθηκών κάτω από τις οποίες η Μεγάλη Βρετανία απέκτησε τα πολύπαθα Μάρμαρα του Παρθενώνα, της τρομακτικής απήχησης που είχαν για την εκτίμηση της ελληνικής τέχνης σε όλη την Ευρώπη, των πικρόχολων αντιδράσεων του Ναπολέοντα, του Μπάιρον και άλλων, καθώς και της πρόσφατης ιστορίας τους.
Ο William St. Clair είναι ιστορικός και πανεπιστημιακός. Σήμερα εργάζεται ως επικεφαλής του Τμήματος Ερευνητικών Μελετών του Κολεγίου Trinity, στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ. Το βιβλίο του "Ο Λόρδος 'Ελγιν και τα Μάρμαρα" κυκλοφορεί σε τρίτη, αναθεωρημένη έκδοση, καθώς οι εξελίξεις το επέβαλαν. Ο συγγραφέας αποκαλύπτει για πρώτη φορά την αλληλογραφία του 'Ελγιν, καθώς και άλλα πολύτιμα έγγραφά του που του παραχωρήθηκαν από τον τελευταίο εν ζωή κληρονόμο του. Επίσης αποκαλύπτει τη βάναυση μεταχείριση που υπέστησαν τα Μάρμαρα κατά την παραμονή τους στο Βρετανικό Μουσείο το 1937-38, εν ονόματι της συντήρησής τους! "Η χρησιμοποίηση μεταλλικών εργαλείων στην επιφάνεια ενός αρχαίου αγάλματος ήταν πέραν πάσας ιδέας περί συντήρησης, τότε όπως και τώρα... Τα τρία κομμάτια, σύμφωνα με τα γραφόμενα στην αναφορά την οποία έκανε αμέσως ο Διευθυντής, είχαν υποστεί "τεράστια ζημιά". 'Ενα ένα τα βρετανικά επιχειρήματα περί μη επιστροφής των Μαρμάρων καταρρέουν. 'Ο,τι ακουγόταν ονειροπόλο την εποχή που η Μελίνα Μερκούρη έθετε επισήμως το αίτημα, τώρα στοιχειοθετείται. Ο William St. Clair έρχεται με το βιβλίο του να ενισχύσει την ελληνική θέση. Τώρα που η βρετανική κοινή γνώμη τάσσεται υπέρ της επιστροφής, τώρα που ο αγγλικός Τύπος αποκαλύπτει την κάκιστη φύλαξη των γλυπτών, ο συγγραφέας καταθέτει το λόγο του πιστεύοντας ότι ήλθε η ώρα. Ο ίδιος, εξάλλου, σε δήλωσή του στο IN.GR κατά την παρουσίαση του βιβλίου τόνισε: "Οι Βρετανοί δεν θα πρέπει να φοβούνται ότι η επιστροφή αυτή θα δρομολογήσει το... άδειασμα των μουσείων μας. Η περίπτωση του Παρθενώνα είναι ξεχωριστή. Πρόκειται για το μοναδικό μνημείο παγκόσμιας ακτινοβολίας, που τελεί υπό τεχνητό κατακερματισμό, ο οποίος και θα πάψει να υφίσταται με την επιστροφή των Μαρμάρων. Αισιοδοξώ ότι μέχρι το 2004 θα προσκληθώ από τη χώρα σας για να τα θαυμάσω πλέον στο φυσικό τους χώρο".
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σπάνια ένα βιβλίο έχει τόση επίδραση στη ροή μιας υπόθεσης όσο η τελευταία έκδοση του βιβλίου του William St. Clair Ο Λόρδος Ελγιν και τα Μάρμαρα. Χωρίς να υποστηρίζεται ότι χάρη στο βιβλίο θα επιστραφούν τα Γλυπτά του Παρθενώνα, θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι οι αποκαλύψεις που περιέχει οδήγησαν στην επίσπευση ορισμένων διαδικασιών και άνοιξαν τις πόρτες για να γίνει ένας διάλογος που τουλάχιστον η μία πλευρά των συνομιλητών οι άνθρωποι του Βρετανικού Μουσείου δεν ήθελε με κανέναν τρόπο. Και ο διάλογος μεν που έγινε τέλη Νοεμβρίου ήταν κατά γενική ομολογία ατυχέστατος, το βιβλίο όμως του William St. Clair θα αποτελέσει στο εξής το απαραίτητο σημείο αναφοράς για κάθε μελετητή αυτής της υπόθεσης.
Πρόκειται για την τελευταία έκδοση του βιβλίου του κ. St. Clair στην οποία προστέθηκε το περίφημο πια κεφάλαιο 24 με όλα τα στοιχεία που ο συγγραφέας κατόρθωσε να συλλέξει, με δυσκολία είναι η αλήθεια, από τα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου σχετικά με την υπόθεση του λεγομένου «καθαρισμού» των Γλυπτών το 1937-38. Ηταν ένα ξεχασμένο μυστικό, καλά θαμμένο στα αρχεία του Βρετανικού Μουσείου, του οποίου οι υπεύθυνοι ήλπιζαν ότι ποτέ δεν θα ερχόταν στο φως. Ολοι ξέρουμε ότι όλα τα μουσεία, συμπεριλαμβανομένου και του Βρετανικού, έχουν μυστικά για την προέλευση, την αυθεντικότητα ή και τις τυχόν ζημιές που έχουν υποστεί τα έργα που βρίσκονται στη φύλαξή τους, τα οποία δεν μαθαίνουμε ποτέ. Ενα τέτοιο μυστικό ήταν και η υπόθεση της «λεύκανσης» των Γλυπτών ή έστω του «καθαρισμού» τους και το μυστικό αυτό αποκαλύφθηκε.
Ο Λόρδος Ελγιν και τα Μάρμαρα είναι μια ιστορική εργασία που κυκλοφόρησε σε πρώτη έκδοση το 1967, σε δεύτερη το 1983 και το 1998 σε τρίτη έκδοση ριζικά ανανεωμένη και δραστικά εμπλουτισμένη με τέσσερα νέα κεφάλαια και δύο παραρτήματα. Αν και ο συγγραφέας δεν είναι ιστορικός με την ακαδημαϊκή έννοια, το έργο του αποτελεί μια αξιολογότατη ιστορική εργασία που δεν εξαντλήθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, αλλά συνεχίστηκε επί 30 χρόνια με επίμονες έρευνες, που κατέληξαν, μεταξύ άλλων, και στην αποκάλυψη ενός σκανδάλου του οποίου τις συνέπειες απλώς υποψιαζόμαστε τώρα. Ετσι αυτή η τελευταία, εμπλουτισμένη με νέα ντοκουμέντα, έκδοση αυτόματα μετατρέπεται σε εγχειρίδιο στο οποίο θα είναι απαραίτητο να ανατρέχει ο μελλοντικός μελετητής αυτής της ιστορίας. Αυτή λοιπόν η τελευταία έκδοση, σε μετάφραση της Μαίρης Περαντάκου-Cook, κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τον περασμένο μήνα από τον εκδοτικό οίκο Ελληνικά Γράμματα και έχει ήδη εξαντληθεί.
Την ιστορία του λόρδου Ελγιν και τη βίαιη απόσπαση των Γλυπτών από τον ναό γνωρίζουμε και από άλλες εργασίες. Στις περισσότερες όμως περιπτώσεις η εξιστόρηση περιορίζεται είτε στα μυθιστορηματικά στοιχεία, όπως οι λεπτομέρειες κάποιου χορού στο παλάτι του Σουλτάνου και άλλες ανάλογες γραφικότητες, είτε στα οικογενειακά των Ελγιν, όπως περιγράφονται στις επιστολές της πολυγραφότατης λαίδης Ελγιν στους γονείς της, είτε ακόμη σε διηγήσεις για τη δράση των πρακτόρων που ο βρετανός πρέσβης έστειλε στην Αθήνα. Ο κ. St. Clair, και αυτή είναι η αξία του έργου του, δημοσιοποιεί για πρώτη φορά στοιχεία που στηρίζουν την αλήθεια της υπόθεσης χωρίς να αφαιρεί τίποτε από την ευχαρίστηση της αφήγησης. Το βιβλίο θα μπορούσε να είναι μια αξιοζήλευτη δημοσιογραφική έρευνα αν η γλαφυρότητα της γραφής δεν το κατέτασσε αυτόματα σε επίπεδο λογοτεχνικού έργου.
Αποφεύγοντας κρίσεις και προσωπικά σχόλια ο συγγραφέας κρατάει τις αποστάσεις του από τα γεγονότα, που έτσι πείθουν περισσότερο. Σε αυτό βέβαια υποβοηθείται και από τα ίδια τα ντοκουμέντα, που από μόνα τους είναι συγκλονιστικά, όπως π.χ. ένα σημείο από την Εκθεση του Εξεταστικού Συμβουλίου με ημερομηνία Δεκέμβριος 1938 σχετικά με τον λεγόμενο καθαρισμό που δημοσιεύεται στο Παράρτημα 2 του βιβλίου: «Φαίνεται να υπέθεσε πως ήταν ελεύθερος (σ.σ.: αναφέρεται στον επιστάτη του Μουσείου Χόλκομ) να προχωρήσει κατά το δοκούν με τη διαδικασία της μετακίνησης και του καθαρισμού. Προφανώς εξασφάλισε κάποια κομμάτια ή ράβδους χαλκού από την αποθήκη και τα διαμόρφωσε σε εργαλεία διαφόρων σχημάτων, επιπεδοποιώντας και ακονίζοντας τα άκρα τους. (...) Ο Κος Πράις (σ.σ.: έφορος ελληνορωμαϊκής συλλογής) περιέγραψε την κεφαλή του αλόγου της Σελήνης ως να είχε "εκδαρεί". (...) Δεν υπάρχει ουδεμία δυνατή αμφιβολία περί της ιστορίας των Γλυπτών του Παρθενώνα, έφθασαν στο Μουσείο ως αυθεντικά αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης του 5ου π.Χ. αιώνα και για τους σκοπούς της μελέτης και της σύγκρισης είναι ανυπολόγιστης αξίας. Η ζημιά η οποία έχει προκληθεί είναι εμφανής και αδύνατον να μεγαλοποιηθεί (σ.τ.μ.: με την έννοια να περιγραφεί δεόντως)». Ε, όταν διαθέτεις τέτοιο υλικό, κάθε σχόλιο περιττεύει.
Από την άλλη μεριά, και η ίδια η ιστορία του βρετανού πρέσβη στην Υψηλή Πύλη προσφέρεται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα. Η Κωνσταντινούπολη εκείνων των χρόνων συνδύαζε το εξωτικό στοιχείο με το γεωπολιτικό ενδιαφέρον καθώς συνέβαιναν συνταρακτικά γεγονότα στο Λεβάντε. Η προσωπικότητα του Ελγιν και οι μηχανορραφίες γύρω από την απόκτηση των αρχαίων αυτόματα κινούν την περιέργεια, ενώ ο ιστορικός περίγυρος στον οποίον εντάσσεται η υπόθεση είναι από τους σημαντικότερους της παγκόσμιας ιστορίας. Από τη μία διαβάζεις πώς διαμορφώθηκε το ιστιοφόρο Phaeton για να φιλοξενηθεί ο βρετανός ευγενής με τη συνοδεία του ή για τη ναυτία από την οποία υπέφερε η λαίδη Ελγιν, την αρρώστια του Ελγιν ή την απιστία της γυναίκας του και πιο κάτω διαπιστώνεις ότι το Phaeton μια ορισμένη στιγμή θα πρέπει να έπλεε σε απόσταση λίγων μιλίων από τον στόλο του Βοναπάρτη που επέστρεφε ηττημένος από την Αίγυπτο.
Χωρίς να αποσιωπούνται οι σκληρές αλήθειες που καθορίζουν τη στάση των πρωταγωνιστών του δράματος, ο συγγραφέας διατηρεί μια ψύχραιμη απόσταση από τα γεγονότα αποφεύγοντας προσωπικούς χαρακτηρισμούς ή κρίσεις. Αυτό άλλωστε είναι και το μεγαλύτερο όπλο του William St. Clair μετά την επιτυχία της αποκάλυψης των ντοκουμέντων για τον «καθαρισμό» των Γλυπτών. Η άποψή του εμφανίζεται μόνο μέσα από την παράθεση των γεγονότων και των πηγών από τις οποίες προέρχονται προσφέροντάς μας έναν υποδειγματικό τρόπο γραφής.
Οπως είναι φυσικό, εκείνο που κάνει αυτή την τελευταία έκδοση ένα έργο που μπορεί να παίξει ιστορικό ρόλο στην κατάληξη της υπόθεσης των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι η αποκάλυψη της επιχείρησης «καθαρισμού» των Γλυπτών με διαβρωτικά υλικά και μεταλλικές βούρτσες το 1938 σε συνδυασμό με την επιχείρηση συγκάλυψης αυτής της ιστορίας επί 60 ολόκληρα χρόνια από τους υπευθύνους του Μουσείου. Ενώ, τέλος, μεγάλη σημασία ως προς τη νομιμότητα της απόκτησης των Γλυπτών από τον Ελγιν έχει η δημοσίευση του δεύτερου φιρμανιού που εκδόθηκε από την οθωμανική κυβέρνηση (Ιούλιος 1801), του οποίου ένα και μοναδικό αντίγραφο σε ιταλική μετάφραση βρίσκεται τώρα στην κατοχή του συγγραφέα και περιέχεται στο βιβλίο.
Παρ' όλο που η εργασία πραγματεύεται την απομάκρυνση των Γλυπτών από το αρχιτεκτονικό σύνολο στο οποίο ανήκουν και την περιπέτεια της παραμονής τους επί δύο αιώνες στο Λονδίνο, είναι αδύνατον να κλείσει το θέμα χωρίς να αναφερθεί το ελληνικό αίτημα για την επιστροφή τους.
Το βιβλίο λοιπόν συνέβαλε στο να γίνει ένας διάλογος ανάμεσα στις δύο πλευρές και ο διάλογος απέτυχε. Ωστόσο από τα όσα εκτυλίχθηκαν στην Αίθουσα Ελγιν του Βρετανικού Μουσείου βγαίνει ανεπιφύλακτα το συμπέρασμα ότι κυριάρχησε μια συναισθηματική φόρτιση πρωτόγνωρη τουλάχιστον για τη μία πλευρά, αυτή των ανθρώπων του Βρετανικού Μουσείου. Εμείς οι Ελληνες και ξέρουμε πού οδηγεί το συναίσθημα και το έχουμε πληρώσει ακριβά σε πολλές διαπραγματεύσεις. Οι Βρετανοί όμως; Πού πήγε το φλέγμα τους; Ποιος είχε τη λαμπρή ιδέα να προσφερθούν αναψυκτικά στους συνέδρους μέσα στην ίδια αίθουσα των Γλυπτών για την οποία το Μουσείο είχε κατηγορηθεί από τον βρετανικό Τύπο ότι επέτρεπε να οργανώνονται εκεί δείπνα και τα Γλυπτά να χρησιμεύουν ως ντεκόρ; Τι έλλειψη ψυχραιμίας ήταν αυτή; Και τι κακογουστιά; Τι θα σκέφτονταν, δηλαδή, οι αρμόδιοι του Βρετανικού Μουσείου αν οι θεατές στην πρώτη σειρά του Old Vic άναβαν τσιγάρο κατά την παράσταση και μασουλούσαν ηχηρά σοκολατάκια;
Εκείνο που ασφαλώς εκνευρίζει περισσότερο εμάς τους Ελληνες από όλη αυτή την υπόθεση είναι η υποκρισία με την οποία το Βρετανικό Μουσείο απέκρυψε την καταστροφή που έγινε στα έργα των οποίων είχε την ευθύνη προστασίας και εκείνο που θα πρέπει να εκνευρίζει τους Βρετανούς είναι η παραπλάνηση ακόμη και των ίδιων των πολιτικών τους που διαβεβαίωναν ότι εκεί βρίσκονται σε καλύτερα χέρια από ό,τι αν ήταν στην Αθήνα. Τελικά είναι βέβαιον ότι τα Γλυπτά θα επιστρέψουν κάποτε στον Παρθενώνα. Οχι στους Ελληνες αλλά στο αρχιτεκτόνημα στο οποίο ανήκουν γιατί είναι αρχιτεκτονικά του μέλη και όχι απλός διάκοσμος. Είναι αυτονόητο ότι είναι παράλογο η ανθρωπότητα να συμμετέχει οικονομικά στην αποκατάσταση ενός μνημείου που θεωρείται ότι ανήκει στον παγκόσμιο πολιτισμό και από την άλλη να δέχεται αρχιτεκτονικά του μέλη να βρίσκονται σκορπισμένα μακριά από το μνημείο στο οποίο ανήκουν και το οποίο αποκαθίσταται. Την άποψη αυτή όμως ανέφερε πολύ καλύτερα σε ένα σύντομο δημοσίευμα στα «Νέα» η αρχαιολόγος κυρία Εβη Τουλούπα: «Η αφαίρεση των Γλυπτών από το μνημείο στις αρχές του 19ου αιώνα δεν έγινε χωρίς την καταστροφή αρχιτεκτονικών μελών όπως του γείσου, με αποτέλεσμα να μείνει το μνημείο χωρίς προστασία και να διαβρωθεί από τα νερά. Ειδικά η ζωφόρος πριονίστηκε, αφού οι μορφές ήταν σκαλισμένες κατευθείαν στο μάρμαρο με το οποίο είχε κτισθεί ο ναός (...) και ο Παρθενώνας από ιστάμενο μνημείο έγινε ερείπιο».
ΧΑΡΑ ΚΙΟΣΣΕ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 19-12-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις