Μη μιλήσεις σε κανέναν
Περιγραφή
Συνέβη καθώς κολυμπούσαν στη λίμνη, στο φως το φεγγαριού. Ένιωθαν ασφαλείς. Προστατευμένοι. Ερωτευμένοι. Ώς τη στιγμή που ακούστηκε ν' ανοίγει η πόρτα ενός αυτοκινήτου. Και ο εφιάλτης άρχισε...
Οκτώ χρόνια μετά, ο δόκτωρ Ντέβιντ Μπεκ βασανίζεται ακόμη από την ανάμνηση εκείνης της νύχτας που η γυναίκα του χάθηκε μπροστά στα μάτια του. Το πτώμα της βρέθηκε και αναγνωρίστηκε, η υπόθεση έκλεισε, αλλά οι απελπισμένες κραυγές της, η αγωνία, ο πόνος συνεχίζουν να τον κυνηγούν.
Κριτική:/b>
Λογοτεχνικά εικονογραφημένα: ο Γκιγιόμ Κανέ ξαναδιαβάζει τον Χάρλαν Κομπέν
Η καταιγίδα της... πλοκής
ΠΩΣ ΜΕΤΑΦΕΡΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΝΙ ΕΝΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ
ΚΑΤΑΙΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΛΟΚΗΣ, ΠΟΥ ΔΕΝ ΑΦΗΝΕΙ «ΝΑ
ΧΑΘΕΙ ΟΥΤΕ ΕΝΑΣ ΧΤΥΠΟΣ» ΔΙΧΩΣ ΜΙΑ ΝΕΑ ΑΝΑΤΡΟΠΗ,
ΜΕ ΤΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΑ ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΝΑ
ΠΕΦΤΟΥΝ ΣΑΝ ΤΟ ΧΑΛΑΖΙ, ΘΟΛΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ
ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟ ΚΑΘΡΕΦΤΗ;
Το μπεστ σέλερ, αστυνομικό μυθιστόρημα του Χάρλαν Κομπέν, «Μη μιλήσεις σε κανέναν» (στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Βell) θέτει την πρόκληση και ο σκηνοθέτης Γκιγιόμ Κανέ σηκώνει το γάντι. Με περγαμηνές διόλου ευκαταφρόνητες- 6 εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο, μεταφρασμένο σε 27 γλώσσες και κριτικές που επαινούν, αν δεν θριαμβολογούν, για αφηγηματικό επίτευγμα έντασης, ακατάπαυστης δράσης και συναρπαστικής πλοκής που «διαβάζεται αχόρταγα μέχρι τέλους»- το μυθιστόρημα του Κομπέν γίνεται η θεματολογική μήτρα της κινηματογραφικής ιστορίας. Με νωπό ακόμη τον απόηχο της επιτυχίας από το σκηνοθετικό ντεμπούτο με το «Μy Ιdol», ο σκηνοθέτης Γκιγιόμ Κανέ τη «βλέπει», παραλλάσσει (ελαφρά) τον αριθμό των ηρώων, το φύλο τους, τα ονόματα, τους τόπους και τον τίτλο- Μην το πεις σε κανέναν- και δραστικότερα την εξέλιξη της πλοκής και την έκβαση της ιστορίας, επιστρατεύει ένα καστ καλών ηθοποιών (Φρανσουά Κλουζέ, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Νάταλι Μπάιγ) και αντιπροτείνει τη δική του ανάγνωση, στον αντίποδα της χολιγουντιανής λογικής, κερδίζοντας τέσσερα βραβεία Σεζάρ. Απαντά, όμως, στην (αφηγηματική) πρόκληση του βιβλίου;
Κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας ένας παιδίατρος με συνείδηση, που οκτώ χρόνια έπειτα από τη δολοφονία της γυναίκας του- θύμα ενός κατά συρροή δολοφόνου, ήταν η ετυμηγορία, παρά τα κενά και τα αδιευκρίνιστα- εξακολουθεί να ζει μοναχικά, στον προστατευτικό κύκλο της εσωστρέφειας και των αναμνήσεων. Μονάχα που η ζωή (και ο συγγραφέας) άλλα βούλεται και ένα ανώνυμο e-mail που δείχνει- ή μήπως είναι;- το πρόσωπο της χαμένης γυναίκας του κινηματογραφημένο σε πραγματικό χρόνο, στη μέση ενός πλήθους, κάνει κομμάτια την κρούστα του φιλήσυχου πόνου, αφήνοντας να διαφανούν από τις ρωγμές, μυστικά, ψέματα, εγκλήματα, ολέθριες διασυνδέσεις, το μακρύ χέρι της διαπλοκής και κυρίως η τρελή ελπίδα η καταλυτική απώλεια να μην έχει συντελεσθεί.
Τι κάνεις λοιπόν όταν το σκοτεινό παρελθόν, που για σένα άλλωστε είναι εν πολλοίς αδιαχώριστο από το παρόν, επιστρέφει πιο ζωντανό από ποτέ; Ο δρόμος είναι μονόδρομος και ο εσωστρεφής παιδίατρος το γνωρίζει, ότι θέλοντας και μη το «ειδύλλιο» της εσωτερικής περιπέτειας παραδίδει σκυτάλη κι εκείνος θα απεκδυθεί τα ρούχα του ήσυχου αντιήρωα, αναλαμβάνοντας τώρα τη δράση που δεν αποτόλμησε τότε και μεταβαλλόμενοςσταδιακά;- στον δυναμικό πρωταγωνιστή της αδιανόητης περιπέτειας που εκτυλίσσεται στους δρόμους της κακόφημης κοινωνίας. Για να βρει όμως τον βηματισμό του στο νέο αυτό (μυθιστορηματικό) περιβάλλον, όπου τα όπλα εκπυρσοκροτούν με χαρακτηριστική ευκολία, Ασιάτες με μια κίνηση του χεριού σου βγάζουν τα έντερα, διαπλεκόμενοι γερουσιαστές κινούνται υπεράνω του νόμου, αστυνομικοί χρηματίζονται (με πρώτο και καλύτερο τον πεθερό σου και πατέρα της γυναίκας σου) και ακόμη και η ίδια σου η αδελφή σου λέει- αν όχι ψέματα- τουλάχιστον μισές αλήθειες, χρειάζεσαι εκτός από φίλους- την ερωτική σύντροφο της αδελφής σου (Κριστίν Σκοτ Τόμας) ή τον έγχρωμο έμπορο ναρκωτικών που του έσωσες το αιμοφιλικό παιδί του- έναν καλό αφηγητή να σε προστατέψει από κακοτοπιές και ασάφειες, δίχως όμως τσιγκουνιές στη λάμψη σου.
Η δράση
Με τρία σημαντικά βραβεία αστυνομικής λογοτεχνίας και άλλες τιμητικές διακρίσεις ο Χάρλαν Κομπέν στήνει ένα μυθιστόρημα καταιγιστικής δράσης, στο οποίο μετά τις πρώτες πενήντα σελίδες και τη σύσταση των ηρώων του, οι ανατροπές κλιμακώνονται με ταχύ ρυθμό, και προς το τέλος φρενήρη, επιφυλάσσοντας ένταση κι εκπλήξεις στον αναγνώστη μέχρι και τρεις αράδες πριν από τη λέξη «Τέλος». Την ποσότητα της δράσης εξισορροπεί με μια επιδέξια σχεδόν μαθηματικά οργανωμένη κατανομή των θεμάτων που έχει επιλέξει, πλαισιώνοντας τον κεντρικό του ήρωα/ παιδίατρο με συμπληρωματικά σταθερά πρόσωπα, εισάγοντας και διατηρώντας παράλληλα εντός της ιστορίας τα δευτερεύοντα, ούτε λεπτό περισσότερο μετά την πραγμάτωση της αφηγηματικής τους λειτουργίας. Αποτέλεσμα η διήγηση να είναι πολυπρόσωπη, αλλά όχι στη συγχρονία της, διαμορφώνοντας ένα αναγνωστικό «μέτρο» αφηγηματικής οικονομίας- ή συνταγής;- με το οποίο εξοικειώνεται (χωρίς να πλήττει) ο αναγνώστης. Ανάλογο και το μέτρο της κοινωνικής κριτικής. «Δεν αντιδράς όπως η κυβέρνηση, προχωρώντας σε μετρημένες αντιδράσεις κι άλλες τέτοιες μπούρδες. Όταν κάποιος σου κάνει κακό, δεν χωράει οίκτος ούτε μεγαλοψυχία. Τον εχθρό τον διαλύεις. Πυρπολείς τη γη του», είναι το επιχείρημα αλλά και το άλλοθι που δικαιώνει τις παρανομίες του γερουσιαστή, ο οποίος με τις πράξεις του δίνει συνοπτικά το στίγμα της περιρρέουσας πολιτικής διαφθοράς. Όσο για τις κρίσιμες στιγμές που η δράση και η βία της απειλούν την ανοχή και αντοχή του αναγνώστη, ο Κομπέν «αραιώνει» την πυκνότητα της έντασης με την ερωτική ιστορία, που διατηρεί τον ιδιότυπο ρομαντισμό της- ζευγάρι από έφηβοι, που χαράζουν τις επετείους του έρωτά τους στον κορμό ενός δέντρου- σε πείσμα των καιρών αλλά και των αλλεπάλληλων στοιχείων που γίνονται ο καθρέφτης της αμφισβητούμενης γνησιότητας των αισθημάτων.
Η παγίδα
Κατά μία έννοια ο Κομπέν γράφει ένα «κινηματογραφικό» μυθιστόρημα στήνοντας μια (ακούσια;) παγίδα στον μελλοντικό σκηνοθέτη και στις εικόνες του «που ισοδυναμούν με χίλιες λέξεις». Ο Κανέ, στην ταινία, παρακάμπτει τον σκόπελο, με... γρατσουνιές. Το έργο υποφέρει ορισμένες φορές από πυκνότητα πληροφοριών- σε σημείο ασάφειας- ή τα διφορούμενα και οι υποψίες του θρίλερ αποσαφηνίζονται σχεδόν προτού προλάβουν να διατυπωθούν, πόσο μάλλον να αιωρηθούν στην αμφισημία της αγωνίας. Αλλά ο σκηνοθέτης επιστρατεύει τη γαλλική του παιδεία, για να χρωματίσει λογοτεχνικά την κινηματογραφική του αφήγηση, την πολύ καλή πρωτότυπη μουσική του Μαθιέ Σεντί (ένα από τα Σεζάρ) για να στηρίξει τις εύγλωττες σιωπές και το ζυγιασμένο μοντάζ του Ερβέ ντε Λουζ (επίσης τιμημένο με Σεζάρ) και τις εσωτερικές πορείες των προσώπων του. Το ζητούμενο δεν είναι ποιος είναι περισσότερο λογοτέχνης, αλλά ποιος είναι καλύτερος αφηγητής.
Εριφύλη Μαρωνίτη, Τα Νέα, 14/7/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις