0
Your Καλαθι
Ο δαίμων της θεωρίας
Λογοτεχνία και κοινή λογική
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Μετά την εποχή της κριτικής και της λογοτεχνικής ιστορίας, ήρθε η εποχή της λογοτεχνικής θεωρίας, ή μάλλον των λογοτεχνικών θεωριών που εκδιπλώθηκαν και συγκρούστηκαν τα τελευταία σαράντα χρόνια. Συμφωνούν, ωστόσο, σε ορισμένα σημεία. Αρνούνται κάθε λογής ψυχολογισμό, δέχονται κάποιου είδους φορμαλισμό και, πάνω απ' όλα, απαρνούνται την κοινή λογική, τις «αυτονόητες ιδέες» περί λογοτεχνίας: το συγγραφέα ως αυθεντία που νοηματοδοτεί το κείμενο· τον κόσμο ως σημείο αναφοράς του έργου· την ανάγνωση ως διάλογο μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη· το ύφος ως επιλογή ενός τρόπου γραφής· τη λογοτεχνική ιστορία ως μεγαλειώδη πομπή των μεγάλων συγγραφέων· την αξία ως αντικειμενική ιδιότητα του λογοτεχνικού κανόνα. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Αντουάν Κομπανιόν (γεννημένος το 1950 στις Βρυξέλλες) συγκαταλέγεται σήμερα στους δυναμικούς και παραγωγικούς κριτικούς της γαλλικής διανόησης, ένα από τα τέκνα της μεγάλης θεωρητικής έκρηξης της δεκαετίας του 1960 που αμφισβήτησε μαχητικά και επανεκτίμησε τους όρους προσέγγισης των λογοτεχνικών κειμένων. Αλλωστε στη δίνη της τόλμης και γοητείας εκείνων των «ηρωικών χρόνων», των οποίων σκληρός πυρήνας γίνεται ο Μάης του '68, αφήνει κατά μέρος τις αρχικές σπουδές του (πολυτεχνική σχολή) και στρέφεται στον χώρο της λογοτεχνικής έρευνας, όπου τάχιστα διακρίνεται. Διδάσκει αρχικά στο Πανεπιστήμιο Paris VII και στην Ecole des Hautes Etudes, αρθρογραφεί στα εγκυρότερα περιοδικά κριτικού και θεωρητικού λόγου, θεωρείται ένας από τους οξυδερκέστερους μελετητές του Μονταίνιου και του Προυστ. Εχει στο ενεργητικό του μερικά από τα ευφυέστερα βιβλία που κυκλοφορούν στην αγορά γύρω από ζητήματα θεωρίας, κριτικής ή ιστορίας της λογοτεχνίας, όπως η εξαιρετική εργασία του για τη λογική και την ποιητική του παραθέματος (Το δεύτερο χέρι, La seconde main, 1979), η ιστορική επανεκτίμηση της λίαν κρίσιμης περιόδου 1870-1914 (Η τρίτη Δημοκρατία των γραμμάτων. Από τον Φλομπέρ στον Προυστ, La troisieme Republique des lettres, 1983) ή η σύγχρονη θεωρητική κάλυψη του πάντοτε επίκαιρου θέματος της ευρωπαϊκής νεωτερικότητας (Τα πέντε παράδοξα της νεωτερικότητας, Les cinq paradoxes de la modernite, 1990). Τα τελευταία χρόνια έχει το προνόμιο να μοιράζει τα διδακτικά του καθήκοντα και τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα ανάμεσα στη Γαλλία και στις ΗΠΑ, όντας καθηγητής στη Σορβόννη (Paris IV) και στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης. Αυτή η συνεχής κινητικότητα μεταξύ των δύο ηπείρων τού δίνει την ευκαιρία μιας σφαιρικότερης εποπτείας των «λογοτεχνικών σπουδών» και ένταξής τους σε ευρύτερα θεσμικά, πολιτισμικά συμφραζόμενα. Αλλωστε Ο δαίμων της θεωρίας (1998) είναι εν πολλοίς προϊόν αυτής της διχαλωτής διδασκαλίας, των «κλειστών» σεμιναριακών μαθημάτων στην Αμερική και των από καθέδρας δημόσιων μαθημάτων-διαλέξεων στη Σορβόννη, μπροστά σε πολυάριθμο ακροατήριο.
Ρηξικέλευθες προσεγγίσεις
Υπάρχει μια νοσταλγία για τη «χρυσή δεκαετία» του 1960, τα χρόνια όπου η γενιά του Κομπανιόν γνώρισε από πρώτο χέρι ποικίλες θεωρητικές τάσεις, ζυμώθηκε με καινοτομικούς τρόπους προσέγγισης της λογοτεχνίας (νέα κριτική, ποιητική, δομισμός, σημειολογία, αφηγηματολογία, κοινωνιοκριτική ή ψυχοκριτική) και σαγηνεύτηκε από τους τηλαυγείς αστέρες της εποχής (π.χ., Μπαρτ, Ζενέτ, Φουκό, Αλτουσέρ, Μπουρντιέ, Μασερέ, Ρικέρ, Λεβί-Στρος, Λακάν). Τι απέγιναν αυτές οι αγάπες μας, τι απομένει από εκείνη τη μοναδική φαντασμαγορία, είναι το ερώτημα που θέτει ως πρελούδιο ο Κομπανιόν σε τούτη τη μελέτη-απολογισμό. Η «θεωρία» σήμερα έχει θεσμοποιηθεί, είναι μέρος μιας παιδαγωγικής τεχνικής, πέρασε από το περιθώριο στην εξουσία, όχι τόσο ως θεωρία αλλά ως μέθοδος, οι αλλοτινοί ταραξίες και αμφισβητίες ανήκουν πλέον στον «κανόνα» - ο αποτελεσματικότερος ίσως τρόπος για να απονευρωθεί η ενοχλητική σκέψη τους. Ζούμε σε καθεστώς κριτικού εφησυχασμού, αν όχι πνευματικής οκνηρίας, όπου διδάσκοντες και διδασκόμενοι αρκούνται σε απλοποιητικές και αφυδατωμένες «οδηγίες χρήσεως». Εχει σχέση αυτή η αδιαφορία, η άρνηση σκέψης με τον κριτικό στοχασμό που είναι πάντα ο protervus, ο εσαεί διαμαρτυρόμενος, καχύποπτος, είρων και υπονομευτής; Πώς αμβλύνθηκε ο αιχμηρός λόγος, πώς οδηγήθηκε σε πλάνες, υπερβολές, αποτυχίες και αδιέξοδα που κατέληξαν στην παρούσα πνευματική αδράνεια; Είναι σαφές ήδη από αυτό το εισαγωγικό κεφάλαιο του βιβλίου ότι ο Κομπανιόν δεν σκοπεύει να προσθέσει ένα ακόμη διδακτικό εγχειρίδιο θεωρίας της λογοτεχνίας, αλλά να αφυπνίσει τους αναγνώστες του και να αφηγηθεί, να υπογραμμίσει σημαίνοντα επεισόδια μιας πνευματικής περιπέτειας η οποία, εν τέλει, είναι και δική του.
Ανάμεσα σε δύο πόλους
Οι απαντήσεις περνούν, οι ερωτήσεις μένουν, επισημαίνει ο Κομπανιόν. Επιλέγει λοιπόν να εξετάσει επτά κεφαλαιώδη ερωτήματα, τόπους στους οποίους ο κριτικός, θεωρητικός λόγος δοκίμασε τις αντοχές του έναντι της κοινής λογικής. Για το καθένα από αυτά τα ζητήματα υπάρχει ποικιλία απαντήσεων, αλλά εν προκειμένω δεν ενδιαφέρει τόσο η ιστορική καταγραφή τους όσο η ανάδειξη των εσωτερικών αντιφάσεων που καθιστούν ορισμένες από τις απαντήσεις αυτές παγίδες για τους μελετητές της λογοτεχνίας. Το θέμα είναι να αντισταθούμε στην τρομοκρατία μιας διχοτομικής λογικής που έχει την τάση να επιβάλλεται - θεωρία ή κοινή λογική, όλα ή τίποτε. Η γοητεία που ασκούσε άλλοτε η θεωρία ήταν εν μέρει συνδεδεμένη με αυτόν τον εξτρεμιστικό οίστρο, με τη λογική μιας βίας και μιας άρνησης: η θεωρία ήταν πολεμική και πολιτική, ήταν κριτική της λογοτεχνικής ιδεολογίας, της λογοτεχνίας ως ιδεολογίας, της λογοτεχνικής προσέγγισης ως ιδεολογίας. Καιρός ίσως να επιλέξουμε τη μέση οδό, να αναζητήσουμε σήμερα τη δεοντολογία της λογοτεχνικής έρευνας, που προϋποθέτει επίσης μια πολιτική ή μια στρατηγική της λογοτεχνίας στις τωρινές συγκυρίες.
Στο κάθε ερώτημα - τι είναι λογοτεχνία; ποια είναι η σχέση της με τον συγγραφέα, με την πραγματικότητα, με τον αναγνώστη, με τη γλώσσα; πώς συνδέεται με την Ιστορία, με ποια αξιολογικά κριτήρια τη σταθμίζουμε; - αντιπαραθέτει σημείο προς σημείο τις παράτολμες προτάσεις της Θεωρίας: μακριά από την προθετική πλάνη και τη συγγραφική αυθεντία, δεν υπάρχει συγγραφέας αλλά μόνον κείμενο, η λογοτεχνία δεν εκφράζει παρά τον εαυτό της (μακριά από την αναφορική πλάνη), το έργο είναι ένα ανοιχτό ριπίδι όλων των δυνατών αναγνώσεών του, το ύφος είναι ψευδαίσθηση, διάκοσμος, δεν υπάρχει λογοτεχνική ιστορία (μακριά από τη γενετική πλάνη), αλλά λογοτεχνική εξέλιξη, η λογοτεχνική αξία ενός κειμένου είναι σχετική, καθαρά υποκειμενική υπόθεση και άλλωστε δεν έχει καμία σημασία - στις πεπαλαιωμένες, «σχολικές» και ακράδαντες πεποιθήσεις: εξήγηση του κειμένου μέσω του βίου και του έργου του συγγραφέα, δύναμη της επίδρασης του κοινωνικού περίγυρου (περιρρέουσα ατμόσφαιρα), δυνατότητα έγκυρης, αντικειμενικής ανάγνωσης, προθέσεις του συγγραφέα και προσδοκίες του αναγνώστη. Ο Κομπανιόν παρουσιάζει πρώτα τις δύο ακραίες θέσεις και κατόπιν τις υποβάλλει σε θεωρητικό έλεγχο αναζητώντας το μονοπάτι ανάμεσα στους δύο πόλους, τη mezza voce επιχειρηματολογία, που δεν τον εξασφαλίζει ωστόσο από το αντιρρητικό μένος αμφοτέρων των μερίδων.
Πού βαίνει η θεωρία; πού βαίνει η λογοτεχνία; Τα ερωτήματα παραμένουν ανοιχτά. Κάθε κριτική επιλογή συνεπάγεται μια οιονεί υπαρξιακή δέσμευση· η θεωρία είναι η συνείδηση αυτής της δέσμευσης. Η πρόκληση στη λογοτεχνική θεωρία δεν προέρχεται πλέον από τη λογοτεχνική ιστορία αλλά από μια «μιντιοκρατούμενη» κουλτούρα, από την εξαφάνιση του βιβλίου, όχι όπως την εννοούσε ο Μπλανσό. Μπροστά στα νέα μέσα επικοινωνίας, εν όψει του ηλεκτρονικού βιβλίου, κατανοεί κανείς πόσο η λογοτεχνική θεωρία (που κατακρίθηκε έντονα για την απανθρωπιά της) προϋπέθετε τον παραδοσιακό ουμανισμό. Το μέλημα της θεωρίας είναι λοιπόν σήμερα, όπως και χθες, η κατάφαση της λογοτεχνικής εμπειρίας ως ειδικής εμπειρίας της μορφής. Αν χρειάζεται, εν τέλει, η θεωρία πρέπει να εκληφθεί ως στρατηγική της μορφής, δηλαδή, αν δεν μας τρομάζουν οι λέξεις, ως πάθος της γλώσσας.
Η στοχαστική αυτή μελέτη του Κομπανιόν, προϊόν της έκδηλης ανησυχίας του για το πού βαδίζει ο ακαδημαϊκός λόγος περί λογοτεχνίας, μεταφράστηκε έγκαιρα και έγκυρα στη γλώσσα μας. Το κυρίως κείμενο πλαισιώνεται από χρήσιμα εισαγωγικά σχόλια (εν οις και ένα σημείωμα του συγγραφέα ειδικά για την ελληνική έκδοση του βιβλίου). Φρονώ ότι πρέπει να γίνει ειδική μνεία για την ενημερωμένη βιβλιογραφία του τόμου: καταγράφονται επιμελώς άρθρα, μελέτες, δοκίμια που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά - ευχάριστη έκπληξη, δεδομένου ότι αυτό είναι το σημείο όπου χωλαίνουν όλες σχεδόν οι μεταφράσεις θεωρητικών μελετών στη γλώσσα μας.
Λίζυ Τσιριμώκου (καθηγήτρια Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 26-04-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η θεωρία της λογοτεχνίας γνώρισε αλματώδη ανάπτυξη κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και ενεπλάκη σε πλήθος άλλοτε νηφάλιων και άλλοτε παθιασμένων συζητήσεων και συγκρούσεων. Μέχρι και πριν από μία δεκαπενταετία κρατούσε ακόμη γερά τα ηνία σε όλο το φάσμα των λογοτεχνικών σπουδών και τα θέσφατά της ασκούσαν τρομακτική επιρροή προς πάσα κατεύθυνση: από την καθαρώς φιλολογική (συγκριτική ή ad hoc) έρευνα ώς την κριτική της λογοτεχνικής επικαιρότητας και το υποψιασμένο αναγνωστικό κοινό. Δεν συμβαίνει το ίδιο και στις ημέρες μας. Η καθ' ολοκληρίαν εγκατάσταση και επικράτηση της θεωρίας της λογοτεχνίας στα πανεπιστήμια της Ευρώπης και των ΗΠΑ (με άλλα λόγια ο πάνδημος πλέον ακαδημαϊσμός της), όπως και οι ελευθερίες που προσέφερε στους πάντες ο πανεπιστημιακός και εξωπανεπιστημιακός μεταμοντερνισμός, με το σύνθημα «όλα παίζουν» («anything goes»), οδήγησαν σε μια εντυπωσιακή ανακατανομή των δεδομένων και, όπως και να το κάνουμε, σε έναν εμφανή περιορισμό κάθε μορφής άνωθεν διευθέτησης. Αυτή είναι και η διαδρομή την οποία ακολουθεί και ο Antoine Compagnon στο ανά χείρας βιβλίο του: η εξιστόρηση της πορείας της θεωρίας της λογοτεχνίας υπό το φως των σημερινών, ανοιχτών σε ένα άπειρο φάσμα εκδοχών, εξελίξεων.
Ο πόλεμος κατά των στερεοτύπων
Ο Compagnon σημειώνει συχνά και με έμφαση πως σκοπός του δεν είναι η ιστορία της θεωρίας της λογοτεχνίας όπως διαμορφώθηκε τα τελευταία πενήντα χρόνια. Η ιστοριογραφική, ωστόσο, διάσταση της σκέψης του πολύ δύσκολα παραβλέπεται. Η διαφορά, πάντως, του «Δαίμονα της θεωρίας» από ένα τυπικό ιστορικό εγχειρίδιο βρίσκεται στο ότι ο συγγραφέας φέρνει κάθε ρεύμα ή σχολή που εξετάζει σε κριτική αντιπαράθεση με ό,τι στο σύνολό της (ανεξαρτήτως επιμέρους διχογνωμιών και διαφοροποιήσεων) η θεωρία της λογοτεχνίας προσπάθησε να απομακρύνει και να αποβάλει στις περισσότερες φάσεις της δραστηριότητάς της. Τι πολέμησαν οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας (από τον Σκλόβσκι, τον Γιάκομπσον, τον Μπαρτ, τον Μπλανσό, την Κρίστεβα και τον Ντε Μαν ώς τον Riffaterre, τον Ingarden, τον Hirsch, τον Iser και τον Richards, για να μείνουμε σε μερικά μόνο από τα ονόματα ενός πολυσυζητημένου στερεώματος), υπερασπιζόμενοι τις πιο διαφορετικές και αντικρουόμενες θέσεις; Μα, τι άλλο από τα παραδοσιακά στερεότυπα των θεμελιωδών παραγόντων της λογοτεχνίας. Το πρόσωπο του συγγραφέα, το ύφος της γραφής του, ο κόσμος στον οποίο αναφέρονται οι μορφές του, αλλά και η ανταπόκριση του αναγνώστη στο μήνυμα του λογοτεχνικού έργου, όπως και η δυνατότητα να αναγνωρίσουμε σε όλα αυτά μια ορισμένη αξία ή απαξία, συγκροτούν το ρεπερτόριο εναντίον του οποίου η θεωρία έστρεψε συστηματικά και με ανεξάντλητη επιμονή τα πυρά της.
Ο συγγραφέας εστάλη στο πυρ το εξώτερον, ως η πλέον αναρμόδια παράμετρος προκειμένου να εννοήσουμε το κείμενο (Ρολάν Μπαρτ), το κείμενο αποκόπηκε από οποιαδήποτε εξωτερική αναφορά, με μοναδικό αξιόπιστο κριτήριο τη λογοτεχνικότητά του (φορμαλισμός), το ύφος κατακεραυνώθηκε, ως δέσμιο των προκαταλήψεων του εκάστοτε ερμηνευτή του (Stanley Fish) και ο αναγνώστης φυλακίστηκε στις παραστάσεις της εποχής και της κοινωνικής ή της επαγγελματικής του ομάδας (ευρωπαϊκή ερμηνευτική, αλλά και αμερικανική θεωρία της πρόσληψης), ως παντελώς αδύναμος και ανίκανος να εννοήσει οτιδήποτε πέραν του παροντικού του ορίζοντα. Τι απέμεινε, άραγε, αναρωτιέται ο Compagnon, στο πεδίο της μάχης ύστερα από μια τόσο σφοδρή κατεδάφιση; Η θεωρία της λογοτεχνίας, συμπεραίνει εύλογα ο μελετητής, μας έμαθε να μη βλέπουμε ανύποπτοι και αθώοι τα πράγματα, καθώς και να είμαστε σε θέση να μυριστούμε αμέσως τα τεχνάσματα με τα οποία μας εμφανίζονται.
Ιδεολογική και γλωσσική κατασκευή
Το λογοτεχνικό έργο είναι πάντα μια ιδεολογική και γλωσσική κατασκευή -κάτι που χρειάζεται να έχουμε συνεχώς κατά νου όταν δοκιμάζουμε την οποιαδήποτε ερμηνεία. Από την άλλη, όμως, πλευρά, κρούει τον κώδωνα της προσοχής μας, ο Compagnon, η θεωρία της λογοτεχνίας προκάλεσε τις δικές της αυθαιρεσίες και ιδεολογικές εμπλοκές, είτε ρίχνοντας το αντικείμενό της σε ένα είδος λογικού κενού είτε βάζοντάς το στο δρόμο του μυστικισμού και της θεολογίας, επιτρέποντας στα φαντάσματα τα οποία ξόρκισε στο παρελθόν κατά το σκαιότερο τρόπο να μπουν αργότερα ξανά στο παιχνίδι από την πίσω πόρτα. Ο Compagnon, παρ' όλα αυτά, δεν είναι ακριβώς οπαδός μιας μέσης οδού: από εδώ οι κατακτήσεις της θεωρίας, από εκεί οι αντιστάσεις της κοινής λογικής -και η ζυγαριά μας έχει ισορροπήσει ιδανικά. Ο ερευνητής γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα πως ό,τι αποκαθήλωσε η θεωρία δεν γίνεται να αποκατασταθεί. Και γνωρίζει επίσης πως η αντιπαλότητα της θεωρίας προς την κοινή λογική έχει ήδη δημιουργήσει και παγιώσει τα αποτελέσματά της: ποτέ δεν θα ξαναδιαβάσουμε τη λογοτεχνία ερήμην των σχημάτων τα οποία την απομυθοποίησαν.
Μένει, όμως, ένα ακόμη στοίχημα: να πλησιάσουμε τη λογοτεχνία με την αναπόφευκτη συμμετοχή της θεωρίας, αλλά χωρίς τις οριακές απαγορεύσεις της. Και τότε ο συγγραφέας, ο κόσμος, το ύφος και ο αναγνώστης θα αποκτήσουν, όπως κι αν το δούμε ή το υπολογίσουμε, μια ριζικά καινούρια δυναμική -μια δυναμική εγγύτερα στην πραγματικότητα, εκείνη η οποία λέει πως όταν ταξιδεύουμε στο τοπίο ενός μυθιστορήματος ή μιας ποιητικής συλλογής, το κάνουμε σαν μην ξέρουμε (κι ας το ξέρουμε όσο τίποτε άλλο) ούτε πού πατάμε ούτε τι πρόκειται να μας συμβεί το επόμενο λεπτό. Τα υπόλοιπα θα έρθουν, είτε το θέλουμε είτε όχι, όταν κλείσουμε το βιβλίο. Και θα φωτίσουν εναργέστερα με το μεταγλωσσικό θεωρητικό τους βάρος την πρωτογενή ένταση της αναγνωστικής μας εμπειρίας.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/05/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις