Το κλουβί της σαύρας
Περιγραφή
Στη Βιρμανία ένας νεαρός καλλιτέχνης, ο οποίος με τα τραγούδια του επιτίθεται στο δικτατορικό καθεστώς που κυβερνά τη χώρα με απίστευτη βιαιότητα, ρίχνεται στη φυλακή σε συνθήκες απόλυτης απομόνωσης.
Υφίσταται φρικτά βασανιστήρια, μεταξύ των οποίων και στέρηση τροφής. Του κρατούν συντροφιά οι σαύρες του κελιού του. Αλλά αυτοί οι μοναδικοί του φίλοι είναι και εκείνοι που μπορούν να τον θρέψουν. Ο ήρωας, πιστός βουδιστής, αισθάνεται ένοχος που σκοτώνει τις σαύρες.Αλλά για να επιβιώσει, πρέπει να φάει...
Το "Kλουβί της σαύρας" παρουσιάζει με έξοχο λογοτεχνικό ύφος και θαυμαστή ιστορική ακρίβεια την ανήκουστη βία που υφίσταται ο λαός της Βιρμανίας,και αποτελεί ύμνο στην αντίσταση,ψυχική και σωματική, εναντίον της τυραννίας και της αδικίας, εναντίον της ταπείνωσης του ανθρώπου. Μέσα από την περιγραφή της φιλίας του ήρωα μ’ έναν δωδεκάχρονο που μεγαλώνει στο χώρο της φυλακής και κατορθώνει να σπάσει την απομόνωσή του, αλλά και της έντιμης στάσης ενός φρουρού, εκφράζεται η εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και εξυμνείται η γενναιοδωρία, απόδειξη ότι η καλή λογοτεχνία μπορεί να συνυπάρχει με τα καλά αισθήματα.
Le Nouvel Observateur
Κριτική:
«Τι είμαι διατεθειμένη να δω; Τι είμαι διατεθειμένη να αισθανθώ;», ρωτάει τον εαυτό της η Κάρεν Κόνελι. Το ανά χείρας μυθιστόρημα είναι η απάντησή της. Είναι το βλέμμα που τόλμησε να στρέψει σε αόρατους ανθρώπους, ανθρώπους φυλακισμένους σε κλουβιά, φιμωμένους και κακοποιημένους και είναι συνάμα το βαθύ πένθος που αισθάνθηκε καθώς αφουγκραζόταν φωνές εκκωφαντικές, που ούρλιαζαν την καταδίκη της βίας και ακριβώς γι' αυτό δολοφονημένες, ενταφιασμένες σε ομαδικούς τάφους. Στη μορφή του κεντρικού ήρωα, πολιτικού κρατούμενου σε φυλακή τής υπό δικτατορικό καθεστώς Βιρμανίας, συναιρούνται όλα εκείνα τα πρόσωπα που συνάντησε η συγγραφέας κατά τη μακρόχρονη περιπλάνησή της στα σύνορα Βιρμανίας και Ταϊλάνδης. Πρόσωπα τα οποία προσπάθησε να προσεγγίσει έντιμα και απροκατάληπτα, ζώντας «σε κατάσταση πραγματικής, απτής ετερότητας», όπως η ίδια αναφέρει στον επίλογο. Ο Τέζα του μυθιστορήματος είναι το σπαρακτικό γέννημα «αυτής της παράξενης και διαρκώς μεταβαλλόμενης διαδικασίας συμπάθειας προς τον άλλο».
Η συγγραφέας μιλά για την αποτρόπαιη πλευρά της ανθρώπινης ιστορίας, εξεικονίζοντας στις σελίδες ένα «Αηδόνι» σε κλουβί που καθώς ψυχορραγεί χάνει το δικαίωμα στον λόγο, στη μελωδία. «Αηδόνι» είναι ένας άνδρας που παλεύει με μόνο όπλο την αναπνοή του, πιο σθεναρή από το λεηλατημένο κορμί του, να παραμείνει ο άνθρωπος που κάποτε έγραφε τραγούδια προορισμένα να κατισχύσουν της φθαρτής του οντότητας. Θαμμένος επί εφτά χρόνια σε ένα «φέρετρο από ξύλο τικ», το κλουβί του, αποδύεται σε μια αγωνιώδη απόπειρα συνομιλίας με τους μικροσκοπικούς συγκατοίκους του, έντομα και σαύρες, τα μόνα πλάσματα στη φυλακή που διατηρούν το προνόμιο της κίνησης, μακάριοι δραπέτες. Οπως με έκπληξή του διαπιστώνει ο Τέζα, τα πάντα μέσα στο κλουβί μιλούν. «Τα πάντα βρίσκουν τον τρόπο να μιλούν μια γλώσσα που δεν έχει καμία σχέση με την ανθρώπινη». Ο ιστός της αράχνης με την τέλεια αρχιτεκτονική του κουβαλά στα ανάερα νήματά του λόγια ανείπωτα, τα άοκνα μυρμήγκια ανταλλάσσουν μηνύματα στις λαβυρινθώδεις, χθόνιες κοινωνίες τους, ενώ οι σαύρες ως συμπλήρωμα διατροφής δοκιμάζουν την ηθική. Η στοιχειώδης πανίδα του κλουβιού διατυπώνει με την άηχη παρουσία της την παρήγορη υπόμνηση ότι ο έξω κόσμος συνεχίζει να υπάρχει. Εξίσου παρήγορες οι λαθραίες λέξεις, στριμωγμένες σε χάρτινα κουρέλια πέντε εκατοστών που με ευλάβεια αποσπά ο ήρωας από το φίλτρο φτηνών πούρων. Με αυτά τα απομεινάρια τυπωμένου κειμένου αντιπαλεύει τη λιμοκτονία της σκέψης. Ενα από τα μείζονα μοτίβα του μυθιστορήματος αφορά τη σημασία των λέξεων, τη λυτρωτική τους επενέργεια, όσο και την επικινδυνότητά τους. Αν η έλλειψη τροφής μαστίζει το σώμα του Τέζα, η απαγόρευση των λέξεων καταρρακώνει το μυαλό του. Δεν είναι τυχαίο ότι στο βιβλίο το χειρότερο έγκλημα έχει τη μορφή ενός λευκού στυλό· βόμβα έτοιμη να εκραγεί στα χέρια όποιου την πιάσει.
Το κλουβί αλλάζει «το παλιό σχήμα του κόσμου». Δεν είναι μόνο το κορμί του εγκλείστου που παραμορφώνεται από την αχρειότητα των δεσμοφυλάκων, αλλά και όλη η αντίληψη της πραγματικότητας. Γι' αυτό εκείνος γραπώνεται απελπισμένα από τον αδιατάρακτο βίο παρασιτικών ζωυφίων, από την ξύλινη πόρτα του κελιού του, που εύχεται να ξαναγινόταν δέντρο στη ζούγκλα της Βιρμανίας, και ακόμα από τον σκελετό του, ολοένα και πιο ορατό μέσα από το δέρμα, που σπαράζει από παράπονο «με τον δικό του οστέινο τρόπο». Ο Τέζα εφευρίσκει όλα αυτά τα νοητικά τεχνάσματα για να μην ξεχάσει την εικόνα του κόσμου πέρα από το κλουβί. Μιμούμενος την τέχνη της αράχνης, φτιάχνει «ανθεκτικούς ιστούς από το τίποτα». Η ανάκληση, όμως, στη μνήμη της πρότερης ζωής του γίνεται όλο και πιο δύσκολη. Ακολουθώντας τη μέθοδο διαλογισμού των βουδιστών μοναχών καταφέρνει να σπάει, για λίγο έστω, τα δεσμά του και να ανασύρει στιγμιότυπα μιας άλλης ύπαρξης. Με εισπνοές και εκπνοές ξαναβλέπει την όψη του παλιού του προσώπου. Αυτές οι αποδράσεις του νου κάνουν τον σιδερόφραχτο κόσμο του λιγότερο αδυσώπητο. «Το παρελθόν είναι το πιο πειστικό επιχείρημα για ένα μέλλον διαφορετικό από την παρούσα στιγμή: από τους τοίχους, τις σαύρες, τον κουβά με τα σκατά και τα κάτουρα, την κανάτα με το νερό που έχει πιάσει γλίτσα από μέσα».
Ο ρυθμός της αναπνοής μετατρέπεται σε κλειδί που ξεκλειδώνει τα ευγενέστερα γνωρίσματα της υπόστασής του, τον ιδεαλισμό και το έλεος. Τον ιδεαλισμό που του ενέπνευσε παράφορα τραγούδια διαμαρτυρίας και το έλεος που του υπέδειξε τις σωστές λέξεις για τους ποιητικούς στίχους των τραγουδιών του. Ο Τέζα αγωνίζεται να μην αποσαρθρωθεί ψυχικά από την αμείλικτη οριοθέτηση της ύπαρξής του, ασκούμενος αδιάκοπα στην καλοσύνη. Ασκηση συχνά αλυσιτελής καθώς το ρήμαγμα του σώματος αντιστρατεύεται την ανεξικακία του πνεύματος. Το σώμα που υποφέρει, αδυνατεί να συγχωρήσει. Ο Τέζα συχνά συλλογίζεται με οδύνη τη ματαιότητα των συναισθημάτων μέσα στο κλουβί. «Προσπαθεί όσο μπορεί μέσα στον διαλογισμό του, αλλά το φρεάτιο της αναπνοής του είναι γεμάτο από θυμό και οίκτο». Υπάρχουν φορές που η αναπνοή του, αντί να τον πάρει μακριά από τη φρίκη, του «εξιστορεί με σαφήνεια τα όσα έχει υποστεί». Και τότε το αίσθημα της συμπόνιας μοιάζει ασύλληπτο.
Συνταρακτική είναι η απόδοση της βαναυσότητας του σώματος, της απροσμάχητης εξουσίας του, αποτυπωμένης στις πιο δυνατές σελίδες του βιβλίου. Το σώμα αποδεικνύεται θανάσιμο κελί, φυλακή της ανθρώπινης φύσης. Ο ήρωας, έρμαιο ενός καθημαγμένου κορμιού, βιώνει με άφατη ταπείνωση τις πλέον επονείδιστες προεκτάσεις του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης. Με συντριβή αντιλαμβάνεται ότι η πείνα μπορεί να σπαράξει το μυαλό. Το σώμα ξέρει μεθόδους βασανισμού που υπερβαίνουν σε επινοητικότητα ακόμα και τον πιο ανηλεή δήμιο. Ο αργόσυρτος αφανισμός της σάρκας μεταστοιχειώνεται σε ατροφία της θέλησης, οδηγώντας νομοτελειακά στην απανθρωποποίηση. Αντίβαρο στο αφόρητο σωματικό μαρτύριο, ο διαλογισμός, η δυνατότητα του πνεύματος να ξεχνά το σώμα, να σβήνει το τώρα. Μόνο τα διδάγματα του βουδισμού, η μύηση στην αταραξία, μπορούν να διαρρήξουν αυτό το κελί από σάρκα, ώστε να φτερουγίσει από μέσα του η ψυχή απολυτρωμένη. «Η απόσταξη του εαυτού εξελίσσεται γρήγορα, καθώς φθίνει ό,τι ψαχνό έχει μέσα του» και μετά ο πόνος είναι μακριά, μέσα από αυτόν έχει διηθηθεί η ουσία της ύπαρξης. Αλλες φορές ο σωματικός πόνος είναι τόσο άγριος που μετατρέπεται σε κάτι το πρωτόγνωρο, το αξιοπαρατήρητο. «Λες και εκτυλίσσεται μία ταινία τρόμου μέσα στο ίδιο του το σώμα, αλλά αντί να φοβάται, την παρακολουθεί συνεπαρμένος».
Αλλοτε πάλι είναι το σώμα το μέρος εκείνο της υπόστασης που αρνείται να ξεχάσει. Με εντυπωσιακή οξυδέρκεια η Κόνελι εντοπίζει τη συνάφεια ανάμεσα στην κακοποίηση και το σεξουαλικό ορμέμφυτο. Το σκελετωμένο κορμί του Τέζα, υπακούοντας στη δική του λογική, διεγερμένο από τη βία των δημίων του, ανακαλεί το σώμα της Θαζίν, που κάποτε ακουμπούσε στο δικό του με ανάλογη, και όμως τόσο διαφορετική, σφοδρότητα. «Είναι περίεργο, μα όταν σκέφτεται τους ξυλοδαρμούς, του έρχεται στο νου η ερωτική πράξη με τη Θαζίν. Μόνο το άγγιγμα των βασανιστών του τού φαίνεται εξίσου απεριόριστο και πλήρες». Το σώμα που πάσχει είναι το σώμα που επιθυμεί. Ο Τέζα ευγνωμονεί το κορμί του για τη μνήμη του και προσπαθεί να διακρίνει τις θεσπέσιες, αόρατες ουλές που εγχάραξε μέσα του η Θαζίν. «Τα σημεία όπου τον σημάδεψε η Θαζίν βρίσκονται πολύ κάτω από το δέρμα του, αλλά ο Τέζα τα αναζητά». Αυτές οι πληγές θα ήθελε να μην επουλωθούν ποτέ.
Η παύση του προσωπικού του πολέμου ισοδυναμεί για τον Τέζα με την απόφασή του «να εγκαταλείψει την τρομακτική επικράτεια που οριοθετείται από το δέρμα του». Ο θάνατος αποτελεί για εκείνον τη μόνη εκδοχή ελευθερίας. Το ελάχιστο πένθος που επιτρέπει στον εαυτό του αφορά τα χέρια του που ποτέ πια δεν θα αγγίξουν, δεν θα κρατήσουν, δεν θα προσφέρουν. Στο ύστατο τραγούδι του, αναλογιζόμενος ίσως την επικείμενη κατάλυση της δικτατορίας του σώματος, δηλώνει: «Τώρα το κάθε όνειρό μου/έχει τη μορφή κλειδιού που ανοίγει όλες τις πόρτες». Ο αφανισμός του θα αναστήσει το πνεύμα του, την αθανασία του οποίου διασφαλίζουν οι λέξεις των τραγουδιών του καθώς και οι λέξεις που κατέγραψε με ένα λευκό στυλό σε ένα λερό κατάστιχο εν είδει διαθήκης.
Στον επίλογό της η Κάρεν Κόνελι ομολογεί πως τα δύο από τα δέκα συνολικά χρόνια που διήρκεσε η συγγραφή του μυθιστορήματος της ήταν αδύνατον να γράφει χωρίς να κλαίει. Ο αναγνώστης την πιστεύει ανεπιφύλακτα. Γράφοντας για τη θεσμοθετημένη βία και τα αναρίθμητα θύματά της, για τις τρομακτικές κραυγές που θάβονται στο λεξιλόγιο της σιωπής, θρηνώντας εκ βαθέων τον ήρωά της, η συγγραφέας βεβαιώνεται πως το κλάμα «υπάρχει πριν από τη γλώσσα και συνεχίζει πέρα απ' αυτήν». Το κλάμα θα είναι πάντα ο καλύτερος τρόπος να σεβόμαστε τους νεκρούς.
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, Βιβλιοθήκη,
Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2009, Λίνα Πανταλέων
Κριτικές
02/12/2009, 11:58