0
Your Καλαθι
Υπνοβάτισσα γη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Η «Υπνοβάτισσα γη» εκτυλίσσεται στη σύγχρονη Μοζαμβίκη, έναν τόπο ρημαγμένο για δεκαετίες ολόκληρες από τον πόλεμο και την πείνα.
Με φόντο αυτό το εφιαλτικό σκηνικό, η ποιητική γραφή του Mia Couto, αντλώντας στοιχεία από την προφορική παράδοση της πατρίδας του, μας μεταφέρει σ' έναν μαγικό κόσμο όπου τα όρια ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο, την πραγματικότητα, τη φαντασία και το υπερφυσικό, είναι δυσδιάκριτα αν όχι ανύπαρκτα. [...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η λογοτεχνία έχει τη «μαγική» ικανότητα να καταργεί τις διαχωριστικές γραμμές και, υπερβαίνοντας το γεωγραφικό τοπίο, να εκθέτει ολόγυμνη και απαλλαγμένη από το τοπικιστικό της ένδυμα την ανθρώπινη περιπέτεια. Στο κέντρο της, ο άνθρωπος ως δημιουργός της εμφανίζεται μέσα στη γήινη αλήθεια του τέτοιος που είναι: Ερημος, αβοήθητος, ακάλυπτος και ναυαγός της ιστορίας του, να περιφέρεται ολομόναχος σε μια άνυδρη γη χωρίς ορίζοντα, ανάμεσα στα πτώματα των ψευδαισθήσεών του, χωρίς να ξέρει πλέον προς τα πού να στραφεί. Το μόνο που του έχει απομείνει, σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να επαναχαράξει ένα νέο δρόμο ή να αυτοεπιβεβαιωθεί, κυρίως αυτό, είναι να εκτοξεύει τις μάταιες κραυγές του στο αδιάφορο σύμπαν, όχι τόσο για να επικαλεστεί μια ανύπαρκτη βοήθεια αλλά για να υποδηλώσει το ακατανόητο της παρουσίας του και το ανεξήγητο του μαρτυρίου του. Εύκολα, ωστόσο, ανιχνεύει κανείς στη ρίζα αυτού του τραγικού ήχου τη συνειδητοποίηση της καταδίκης του υπαρξιακού όντος να επανοικοδομήσει μια ζωή «που δεν του ανήκει», στην ουσία, σε ένα επικίνδυνο τοπίο εντός του οποίου έχει ήδη δοκιμαστεί.
Αυτόν ακριβώς τον πάσχοντα άνθρωπο, στη διάρκεια της βασανιστικής πορείας του, εξόριστο στην ίδια του τη γη, καθημαγμένο και πένητα, «συναντά» ο σημαντικός εκ Μοζαμβίκης συγγραφέας Μία Κότο, στο ανά χείρας σπουδαιότατο μυθιστόρημά του, με το οποίο και κάνει τη γνωριμία του ο Ελληνας αναγνώστης. Και μόνο η «ξερή» ιστορική πληροφορία δίνει μια κάποια ιδέα για το δράμα του λαού αυτής της νοτιοανατολικής γωνιάς της Αφρικής, εκπρόσωποι του οποίου είναι οι ήρωές του. Την καταλαμβάνουν για πρώτη φορά οι Πορτογάλοι, το 1507. Στα μέσα του 19ου αιώνα, ένα τμήμα της διοικείται από αυτούς, ενώ το υπόλοιπο από... ιδιωτικές εταιρείες. Το 1951 γίνεται ολοκληρωτική επαρχία της Πορτογαλίας. Το 1960 αρχίζουν τη δράση τους κινήματα απελευθέρωσής της. Το 1975 γίνεται ανεξάρτητο κράτος με μαρξιστική κυβέρνηση, και έναν χρόνο αργότερα ξεσπά εμφύλιος πόλεμος για την ανατροπή της. Οι ΗΠΑ κάνουν, φυσικά, και αυτές την εμφάνισή τους, μεγιστοποιώντας ως συνήθως τα προβλήματα. Σήμερα, έχοντας αποκηρύξει την κομμουνιστική ιδεολογία, και έπειτα από διάφορα αιματηρά κινήματα, το καθεστώς της είναι μια μάλλον αμφίβολη δημοκρατία. Επίσημη γλώσσα, τα πορτογαλικά.
Η συνοπτική αυτή αναφορά στο ιστορικοπολιτικό παρελθόν της Μοζαμβίκης μπορεί να ηχεί ψυχρή και τυπικά άχρωμη, κάτω από τις «ουδέτερες» λέξεις της, όμως, εύκολα εντοπίζεται ο λαός-άνθρωπος ο οποίος μέσα από τη δίνη των ιστορικών γεγονότων, που γίνονται ως γνωστόν πάντοτε ερήμην του, αγωνίζεται να επαναπροσδιοριστεί, να αρθρώσει λόγο και να ξαναβρεί τις σωστές διαστάσεις του και την ταυτότητά του. Ο συμβολικός τίτλος του μυθιστορήματος αυτό υπονοεί. Η εναρκτήρια μάλιστα φράση του το υπογραμμίζει εμφανέστατα: «Στον τόπο εκείνο ο πόλεμος είχε σκοτώσει το δρόμο». Αυτόν ακριβώς το δρόμο αγωνίζονται να «αναστήσουν» και να ξαναχαράξουν οι ήρωες του έργου, λίγο «υπνωτισμένοι» ακόμα από το μακροχρόνιο σκοτάδι της σκλαβιάς τους. Η πορεία τους προς την αφύπνιση είναι επώδυνη και αποκαλύπτει στη διάρκεια της διαδρομής όχι μόνο τον προσωπικό τους Γολγοθά αλλά, μέσα απ' αυτόν, την οδύσσεια ενός ολόκληρου λαού. Και είναι αυτό το θλιβερό οδοιπορικό που σχεδιάζει με συγκινητικούς, ποιητικούς τόνους, σαν μια τρυφερή ελεγεία πάνω στην αναζήτηση της μνήμης, του εαυτού και του σκοπού, ο συγγραφέας μέσα από τις παράλληλες ιστορίες δύο αγοριών. Του Μουιδίγκα και του Κιντζού, που οδεύουν προς την αυτογνωσία και την κατάκτηση της εσωτερικής τους περσόνας αλλά και της γενέθλιας γης τους σ' έναν ρημαγμένο τόπο που τον λυμαίνονται ομάδες ενόπλων διαφόρων παρατάξεων, συμμορίες ληστών, στρατιώτες δολοφόνοι, τυχοδιώκτες, εκμεταλλευτές, αυτόχθονες νταβατζήδες, πόρνες, δωσίλογοι και προδότες.
Ο πόλεμος με τις αποκρουστικές πρακτικές του τους ακολουθεί κατά πόδας, απρόβλεπτος, ξαφνικός, και πρέπει να προσέχουν σε κάθε τους βήμα γιατί ξέρουν καλά, το έχουν πλέον συνειδητοποιήσει, ότι δεν είναι παρά μια «κόμπρα που χρησιμοποιεί τα δικά μας δόντια για να μας δαγκώσει». Θα προσπαθήσουν, φυσικά, να αποφύγουν αυτό το «δηλητηριώδες ερπετό», γιατί το μόνο που κάνει είναι να αυτοαναπαράγεται, να τρέφεται καταβροχθίζοντας τις ίδιες του τις σάρκες, να σου μαθαίνει το θάνατο και «πώς να σκοτώνεις». Με τη συνειδητή «αναχώρησή» τους τα δύο αγόρια, ως εκπρόσωποι ενός νέου κόσμου που αναδύεται από την τέφρα του, θα προσπαθήσουν να εξορκίσουν την κατάρα, να ορθοποδήσουν ως υπαρξιακές οντότητες, να σχεδιάσουν τη μελλοντική τους «μοίρα», να σταθούν συνειδητοποιημένα απέναντι στην τραγωδία της πατρικής τους εστίας, να την «καθαρίσουν» από τα ράκη του παρελθόντος ώστε «αύριο» να στεγάσει μια πιο ανθρώπινη και, ίσως, πιο ευτυχισμένη καθημερινότητα.
Στο δύσκολο, μαρτυρικό δρόμο τους, που στο βάθος λειτουργεί και ως μυητικό ταξίδι προς την επανακατάκτηση του χαμένου ανθρωπισμού, δεν τους ακολουθεί μόνο η φρίκη του παρόντος που «εικονογραφείται» με δαντικές σκηνές κόλασης, αλλά και η αρχέγονη Αφρική με τους εξωτικούς θρύλους της, τα γοητευτικά παραμύθια της και τις μυστηριώδεις τελετουργίες της -απ' αυτήν τη ζωντανή παράδοση εξάλλου αντλεί στοιχεία ο συγγραφέας για να εμπλουτίσει τη «μυθική» ιστορία του. Η ωμή πραγματικότητα, όμως, με την αμείλικτη αλήθεια της, δεν επιτρέπει ούτε στον ίδιο ούτε στους ήρωές του τον εφησυχασμό ή την εθελοτυφλία, αφού «κι ένα λησμονημένο πτώμα συμβολίζει εύστοχα τι είχε καταντήσει όλη η πολιτεία: ένα απέραντο νεκροταφείο». Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα του Κότο είναι μια σπαραχτική λειτουργία στους νεκρούς που είναι θαμμένοι σ' αυτό. Μετά το τέλος της «Από τα χέρια του πέφτουν τα τετράδια. Κι ο άνεμος γεννιέται όχι από τον ουρανό αλλά από το ίδιο το χώμα, παίρνει τα φύλλα και τα σκορπίζει στο δρόμο. Τότε τα γράμματα ένα ένα αρχίζουν να μετατρέπονται σε κόκκους άμμου και, σε λίγο, όλα μου τα γραφτά μεταμορφώνονται σε σελίδες γης». Αυτή την «υπνοβάτισσα γη» περιγράφει στις δικές του σελίδες ο συγγραφέας με δεξιοτεχνία, χωρίς να εκτρέπεται ούτε για μια στιγμή στο φολκλόρ και τη γραφικότητα, μεταστοιχειώνοντας αντίθετα με σπάνια ευαισθησία το ιστορικό συμβάν σε λογοτεχνικό «άσμα ηρωικό και πένθιμο». Δεν είναι, βέβαια, καθόλου τυχαίο ότι το χειροκρότησαν ένας Χοσέ Σαραμάγκου κι ένας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες κι ότι, κυρίως, τιμήθηκε με το Εθνικό Βραβείο Μυθοπλασίας της Ενωσης Μοζαμβικανών Συγγραφέων, το 1995, γεγονός που αποδεικνύει τη σπουδαιότητά του και τη μαγεία του.
Ξεχωριστή προσωπικότητα των γραμμάτων, και όχι μόνο της πατρίδας του, ο Μία Κότο γεννήθηκε το 1955 στην Μπέιρα της Μοζαμβίκης και σπούδασε Ιατρική και Βιολογία. Για ένα διάστημα διατέλεσε διευθυντής του Πρακτορείου Ειδήσεων. Σήμερα εργάζεται ως βιολόγος στο εθνικό πάρκο του νησιού Inhaca της Μοζαμβίκης. Ως συγγραφέας έχει γράψει ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα, χρονογράφημα. Αλλα λογοτεχνικά βραβεία: Βραβείο Δημοσιογραφίας Areosa Pena 1989, Μεγάλο Βραβείο Αφηγηματικής Μυθοπλασίας της Μοζαμβίκης 1990 (για τη συλλογή διηγημάτων του «Νυχτωμένες Φωνές», 1986), Βραβείο της Ενωσης Κριτικών Τέχνης του Σαν Πάολο (Βραζιλία) 1996, Βραβείο Vergilio Ferreira 1999, Λογοτεχνικό Βραβείο Mario Antonio του Ιδρύματος Calouste Gulbenkian 2001 (για το μυθιστόρημά του «Η τελευταία πτήση του φλαμίγκο», 2000).
Η μετάφραση της Ελένης Αθανασοπούλου μεταφέρει στη γλώσσα μας το ύφος, την ατμόσφαιρα και το πνεύμα του έργου με ωραία, ποιητικά ελληνικά.
ΜΑΚΗΣ ΠΑΝΩΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/05/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις