0
Your Καλαθι
Ο κόσμος ανάποδα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Μεταξύ ονείρου, φαντασίας και πραγματικότητας, οι ιστορίες αυτού του βιβλίου περιγράφουν τις ανησυχίες, τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων τους: Η μετάβαση της ψυχής από την εποχή της αθωότητας σε μία δύσκολη πραγματικότητα, εκεί όπου οι άνθρωποι καλούνται να εγκαταλείψουν τον ιδανικό κόσμο τους και να επιβιώσουν στη συχνά σκληρή κοινωνία των «μεγάλων»! Καθώς λοιπόν περνούν τα χρόνια, τι έχει απομείνει τελικά από το παιδί που ήμασταν, μέσα μας;
[...] Ανέβηκε στο άλογό του και άρχιζε να καλπάζει. Η μάχη ήταν πολύ έντονη και ένιωθε την ανάγκη να ξαποστάσει, να ξεκουραστεί και να πρεμήσει προτού επιστρέψει στο παλάτι και τα καθήκοντά του. Σταμάτησε στην άκρη ενός ποταμού, το άτι του έσκυψε και άρχιζε να πίνει νερό, ενώ εκείνος το χάιδευε τρυφερά. Ένιωθε ήρεμος, ικανοποιημένος που είχε σώσει το βασίλειό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τριγύρω του. Ήταν ασφαλής ή μάλλον νόμιζε ότι ήταν. «Επίθεση!», ακούστηκε μια κραυγή πίσω του και μια ομάδα εχθρών πετάχτηκε από τους γύρω θάμνους. Το πριγκιπόπουλο τρόμαξε και αναπήδησε στο άλογό του. Του είχαν στήσει ενέδρα. Ήταν μόνος του και έπρεπε να φύγει. Τράβηξε δυνατά τα γκέμια του αλόγου του και έβγαλε μια κραυγή. Έπρεπε να φύγει από εκεί αμέσως. Το άτι του υπάκουσε στη διαταγή και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάλπαζε γοργά σκίζοντας τον άνεμο. Εκείνος κρατιόταν σφιχτά και έριχνε κλεφτές ματιές πίσω του. Οι εχθροί όλο και χάνονταν από το οπτικό του πεδίο, όλο και μεγάλωνε η απόσταση μεταξύ τους. «Τρέξε αγόρι μου. Τρέξε να γλιτώσουμε», έσκυψε και του ψιθύρισε σιγανά. Έπρεπε να τους ξεφύγει, έπρεπε να επιστρέψει σώος και ασφαλής στο παλάτι του. Το άλογο έτρεχε όλο και πιο γρήγορα και ο τρομαγμένος αναβάτης του κρατιόταν όλο και πιο σφιχτά, μέχρι που εκείνο σταμάτησε απότομα και το πριγκιπόπουλο εκσφενδονίστηκε. Άρχιζε να πέφτει από τον γκρεμό, να πέφτει, να πέφτει μέχρι που αφέθηκε. Πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει και περίμενε απλά το τέλος. Άνοιξε τα μάτια του. Ζούσε; Ήταν πεθαμένος; Πραγματικά δεν ήξερε. Έμεινε ξαπλωμένος και κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό. [...]
[...] Ανέβηκε στο άλογό του και άρχιζε να καλπάζει. Η μάχη ήταν πολύ έντονη και ένιωθε την ανάγκη να ξαποστάσει, να ξεκουραστεί και να πρεμήσει προτού επιστρέψει στο παλάτι και τα καθήκοντά του. Σταμάτησε στην άκρη ενός ποταμού, το άτι του έσκυψε και άρχιζε να πίνει νερό, ενώ εκείνος το χάιδευε τρυφερά. Ένιωθε ήρεμος, ικανοποιημένος που είχε σώσει το βασίλειό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα και κοίταξε τριγύρω του. Ήταν ασφαλής ή μάλλον νόμιζε ότι ήταν. «Επίθεση!», ακούστηκε μια κραυγή πίσω του και μια ομάδα εχθρών πετάχτηκε από τους γύρω θάμνους. Το πριγκιπόπουλο τρόμαξε και αναπήδησε στο άλογό του. Του είχαν στήσει ενέδρα. Ήταν μόνος του και έπρεπε να φύγει. Τράβηξε δυνατά τα γκέμια του αλόγου του και έβγαλε μια κραυγή. Έπρεπε να φύγει από εκεί αμέσως. Το άτι του υπάκουσε στη διαταγή και άρχισε να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Κάλπαζε γοργά σκίζοντας τον άνεμο. Εκείνος κρατιόταν σφιχτά και έριχνε κλεφτές ματιές πίσω του. Οι εχθροί όλο και χάνονταν από το οπτικό του πεδίο, όλο και μεγάλωνε η απόσταση μεταξύ τους. «Τρέξε αγόρι μου. Τρέξε να γλιτώσουμε», έσκυψε και του ψιθύρισε σιγανά. Έπρεπε να τους ξεφύγει, έπρεπε να επιστρέψει σώος και ασφαλής στο παλάτι του. Το άλογο έτρεχε όλο και πιο γρήγορα και ο τρομαγμένος αναβάτης του κρατιόταν όλο και πιο σφιχτά, μέχρι που εκείνο σταμάτησε απότομα και το πριγκιπόπουλο εκσφενδονίστηκε. Άρχιζε να πέφτει από τον γκρεμό, να πέφτει, να πέφτει μέχρι που αφέθηκε. Πίστεψε ότι όλα είχαν τελειώσει και περίμενε απλά το τέλος. Άνοιξε τα μάτια του. Ζούσε; Ήταν πεθαμένος; Πραγματικά δεν ήξερε. Έμεινε ξαπλωμένος και κοίταζε τον καταγάλανο ουρανό. [...]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις