0
Your Καλαθι
Ευρυγώνια
Δοκίμια για την ποίηση και την πεζογραφία
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Στα δοκίμια αυτού του τόμου επισημαίνονται και κρίνονται λογοτεχνικά φαινόμενα και έργα, από την έναρξη ώς τη λήξη του αιώνα. Ο συνδυασμός και η διάταξή τους μαρτυρεί τα ιδιαίτερα κριτήρια επιλογής τους. Είναι καταρχήν, με την πιο ευρεία έννοια, η ποιητικότητα ως αισθητισμός (Επισκοπόπουλος), ιδανισμός (Σολωμός), μυητικότητα (Σικελιανός), λογική και εκφραστική υπερβασία της πρωτοπορίας (ο υπερρεαλισμός και η μεταπολεμική του περιπέτεια) και άλλες εκδοχές μοντερνισμού (από τον Σεφέρη ως τον Πεντζίκη). Είναι επίσης η συγκριτική διάστασή τους, δηλαδή η δυνατότητα αντιθετικού ή διαλεκτικού συσχετισμού τους με άλλα έργα και φαινόμενα (Παλαμάς-Καβάφης, Φιλύρας-Καρυωτάκης, η πεζογραφία του αισθητισμού ή του κοινωνικού ρεαλισμού). Είναι τέλος η μεταμορφωτική δυναμική ενός κειμένου, δηλαδή η ιδιότητα να αναιρεί ή να αναιρείται, υπερβαίνοντας τα παραδεδομένα είδη, όπως λ.χ. σημειώνεται στο πέρασμα από τα μέτρα της παράδοσης στα "μετρήματα" του ελεύθερου στίχου (μέσα από τα πρώτα δείγματα ετερόκλητης ελευθερόστιχης γραφής: του Σεφέρη και του Εμπειρίκου) και προπάντων όπου ανιχνεύεται στη λανθάνουσα συνάντηση μικροιστορίας και λογοτεχνίας (μέσα από τις τεχνικές, ενδεικτικά, κάποιων φορέων της μεταπολεμικής πεζογραφίας). Αυτή είναι και έτσι αποτυπώνει κάποια λογοτεχνικά φαινόμενα του αιώνα που μας πέρασε η οπτική αυτών των δοκιμίων. Με μια εξακτίνωση επιφανείας του φακού τους στα "πεδία βάθους" των κειμένων και από εκεί και ο χαρακτηρισμός του τόμου Ευρυγώνια.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Για λίγους ποιητές του μεταπολέμου μπορούμε να πούμε ότι τους διεκδικούν διάφορες και διαφορετικές παραδόσεις, κατά τρόπο μάλιστα που οι παραδόσεις να είναι ευδιάκριτες και ευανάγωστες μέσα στο έργο τους. Ο Γιάννης Δάλλας είναι ένας από αυτούς, έχοντας από τις πρώτες συλλογές του συγκροτήσει μια πολυεπίπεδη γλώσσα, όπου συμφύρονταν και συμφύρονται η αρχαία λυρική και η δημώδης παράδοση -αφ' ενός- αλλά και όλοι οι σημαντικοί αναβαθμοί της ποίησης/θεωρήματος, ξεκινώντας από τον Κάλβο και τον Σολωμό, και, περνώντας από τη σοφιστική του Καβάφη, φτάνοντας στον Σεφέρη και στο νεο-ορφικό Παπαδίτσα. Το ότι κυρίως διαλέγεται με ποιητές, μύστες ή ότι ο διάλογός του είναι αναμφίβολα γονιμότερος μ' αυτούς -μύστης από μια ορισμένη άποψη είναι και ο Μίλτος Σαχτούρης, αφού το έργο του είναι ένα αδιάκοπο εταστικό ερώτημα προς το άδειο του κόσμου- δεν είναι χωρίς σημασία ούτε για την ποίηση μα ούτε για το στοχασμό του Δάλλα. Λόγου χάριν, όταν σε ένα προηγούμενο βιβλίο του, το Καβάφης και Ιστορία (1974), αναφέρει ότι ο λυρισμός του Αλεξανδρινού είναι ένα μεταίσθημα που περνάει στην ποίησή του μέσα από τον κριτικό έλεγχο της φαντασίας, ο ενημερωμένος και προϊδεασμένος αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως πρόκειται για μια ερμηνεία που προηγουμένως έχει δοκιμαστεί στην ποιητική σκευή του κριτικού.
Αλλωστε, οι κύκλοι των ερμηνευτικών ενδιαφερόντων του είναι θα έλεγα οι υπάλληλοι εδώ και χρόνια. Λόγου χάριν, και στα «δοκίμια κριτικής εφαρμογής» Πλάγιος Λόγος (1989) που θεωρεί ο ίδιος πρώτο μέρος μιας δίπτυχης -ώς τώρα- συναγωγής δοκιμίων, πυρήνες παραμένουν οι ίδιοι: ο ιδανισμός του Σολωμού και του Κάλβου, οι ιστορικές παραβολές και η δραματουργία του Καβάφη, ο μεταβατικός χαρακτήρας της ποίησης, που σχηματίζεται ως οξεία κοινωνική συνείδηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '40, και βέβαια ο Καρυωτάκης, ως αίτημα βίου που μόνο στα χρόνια του μεταπολέμου θα βρει τη συνέχεια και τη γονιμότητά του. Και για να περάσουμε στα πρόσφατα Ευρυγώνια, να σημειώσουμε με έμφαση ότι ένας από τους βασικούς άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η πολύτροπη μέθοδος του Δάλλα είναι το άθροισμα των πραγματογνωστικών στοιχείων που ορίζουν από κάθε πλευρά τη γενεαλογία του έργου (γενικά συμφραζόμενα, συγκλίνοντες αλλά και αποκλίνοντες λογοτέχνες, κανόνες και αισθητικές προτιμήσεις, κοινές θεματικές ιδιότητες με άλλα έργα), ώστε να αποτελέσουν κατά κάποιον τρόπο όλα αυτά μια βάση δεδομένων από την οποία τρέφεται και στην οποία επιστρέφει η ανάλυση του φιλολόγου. Με άλλα λόγια, κι αυτό βλέπουμε καθαρά στα δοκίμιά του για τον Νικόλαο Επισκοπόπουλο ή για τη «χρονική διαστολή του χώρου στον Σεφέρη», η πραγματογνωσία του μας βοηθά να προβάλλουμε στο ιστορικό γίγνεσθαι ένα έργο, όχι μόνον ως προς τη θεματική και τη γλώσσα του, αλλά και ως προς αυτό τούτο το ύφος του.
Οπως στην ποίησή του συγκλίνουν διάφορες παραδόσεις και διάφορες τονικότητες -ο ανυψωμένος λόγος του Σικελιανού, ας πούμε, αλλά και ο υποβλητικός του Καβάφη ή ο έντονα δραματικός του Σεφέρη- έτσι νομίζω και στο θεωρητικό του λόγο δεν κατευθύνεται από μονοδρομικές αντιλήψεις ως προς τη χρησιμοποίηση ορισμένων και μόνο μεθοδολογικών εργαλείων. Διατηρώντας μια αξιοπρόσεκτη αυτονομία στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τη λογοτεχνία, δημιούργησε με την πάροδο των ετών ένα ερμηνευτικό σύστημα, εξαιρετικά σύνθετο και πολυεπίπεδο, που συνδυάζει διαφόρων λογιών οπτικές -από την ιστοριογραφική και την κοινωνιολογική ώς την υφολογική και την ψυχαναλυτική- χωρίς όμως να χαρίζει σε κάποια από αυτές τα πρωτοτόκια. Η ευλυγισία των ερμηνευτικών του προτάσεων, όμως, δεν πηγάζει από την αυστηρή εφαρμογή κάποιου συγκεκριμένου συστήματος, όσο από αυτή την ίδια την ερωτηματική και μαιευτική στάση του κριτικού, ο οποίος δεν κρύβει τη σημασία που έχει για το εγχείρημα της επαφής με ένα έργο η οργανική και πολλές φορές συγκινημένη σχέση του μ' αυτό. Η σχέση αυτή συνδηλώνεται ας πούμε με την καθαρά ιστοριογραφική ιχνηλασία που επιχειρεί ο Δάλλας στο δοκίμιό του για το ποίημα «Φιλέλλην» του Καβάφη, όπως και σε εκείνο για τον Ν.Δ. Καρούζο, που διαρκώς αυλακώνεται από αναφορές στο πρόσωπο του ποιητή. 'Η, τέλος, σε εκείνο για την πραγματογνωσία, την απολύτως ουσιώδη έννοια του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που μπορεί να μας οδηγήσει στην καρδιά ενός απεριόριστου μακεδονικού τοπίου, τόπου ο οποίος καταπίνει το χρόνο και συγκροτεί τον κόσμο του από σπαράγματα διαφόρων εποχών και διαφόρων ιστοριών -ενός κόσμου που τελικά προεκτείνει απροσδόκητα το μέγα ελληνικό κόσμο του Καβάφη.
Παρά τη συνάθροιση τόσων δεδομένων και παρά την ενδελεχή πολιορκία του θέματος, νομίζω ότι αυτό που αναφαίνεται στον κριτικό λόγο του Γιάννη Δάλλα δεν είναι η αποδεικτικότητα. Αυτό συμβαίνει γιατί πλησιάζει τη λογοτεχνία γεμάτος ερωτήματα και όχι βεβαιότητες, ως στοχαστής που θέλει και αφήνει ανοιχτά τα ενδεχόμενα μιας έκπληξης, η οποία μπορεί να προκύψει από την ανάγνωση, αλλά μπορεί να αναδυθεί και από συνειρμούς, οι οποίοι, όχι σπάνια, αποτυπώνονται στην ακολουθία των συλλογισμών του. Συνήθως είναι συσχετισμοί με ονόματα ή με τάσεις της περιόδου, και παρ' όλο που μοιάζουν με εκκρεμότητες τις οποίες δεν επεξέτεινε, «κλείνοντάς» τες, ο κριτικός, πολύ συχνά ενεργούν διασταλτικά στην αναγνωστική μας περιέργεια και μας οδηγούν σε αποκαλύψεις ανεξερεύνητων «περιοχών», σε κείμενα, μάλιστα, υποτίθεται διευθετημένα από τις θεωρητικές επισκοπήσεις των τελευταίων ετών. Τέτοιες «περιοχές» πρέπει να ομολογήσουμε ότι ο Δάλλας έχει γενικότερα εντοπίσει σε λογοτεχνικά έργα που διακρίνονται για το μεταιχμιακό τους χαρακτήρα. Και δεν εννοούμε εδώ ως μεταιχμιακά τα μεμονωμένα έργα που έχουν μια κομβική σημασία στη διαδρομή του συνόλου των βιβλίων ενός ποιητή ή ενός πεζογράφου. Εννοούμε κυρίως τη διερεύνηση ενός συνολικού έργου ή ενός μεγάλου μέρους του (όπως, φερ' ειπείν, του Ανδρέα Κάλβου, του Κ. Γ. Καρυωτάκη και βέβαια του Κ.Π. Καβάφη) που θεωρούμε ότι έχει μεταβατικό χαρακτήρα, λόγω του ότι τρέφεται από τα συστατικά του καιρού και των παραδόσεών του, αλλά ήδη έχει προβάλλει το βήμα του σ' αυτό που κυοφορείται ως γίγνεσθαι του μέλλοντος.
Είναι, όπως σημειώνει και στον πρόλογο των Ευρυγώνιων, η μεταμορφωτική δυναμική των φαινομένων που επισημαίνεται σε ορισμένα από τα δοκίμια: η ιδιότητα ενός κειμένου ή ενός όρου να πετά καταβολάδες ή να ανασημασιοδοτείται, να αναιρεί ή να αναιρείται και προοπάντων να υπερβαίνει και το είδος και το γένος.
Αν λοιπόν η μια γραμμή τροφοδοσίας της κριτικής φαντασίας τού Δάλλα είναι, όπως τα περιγράψαμε, τα πραγματολογικά δεδομένα, η άλλη γραμμή θα υποστήριζα ότι γαλακτίζεται από την τάση του να υπερβαίνει τα δεδομένα και να δοκιμάζεται. Χωρίς να αφήνεται στην εντυπωσιολογική ερμηνεία του Ανδρέα Καραντώνη, βρίσκεται από αυτή την πλευρά αρκετά κοντά στις στρατητικές του Αλέξανδρου Αργυρίου και του Δ.Ν. Μαρωνίτη, όντας όμως πιο ριψοκίνδυνος και από τους δύο. Κρίνοντας από το δοκίμιό του για το μεταπολεμικό υπερρεαλισμό, όπως και από εκείνο για τους Φιλύρα-Καρυωτάκη, διαπιστώνουμε για πολλοστή φορά την προτίμησή του να κάνει συγκρίσεις που επιφανειακά μοιάζουν ασύμπτωτες, αν και έχουν προεκτάσεις γονιμοποιές. Οπως επίσης την έκδηλη ευφορία του όταν αναδιατάσσει υποτιθέμενες πάγιες αντιλήψεις, αδιαφορώντας για ταξινομήσεις και τακτοποιήσεις, τις οποίες φρόντισε να φέρει σε πέρας η κριτική στο παρελθόν. Αυτή η ερωτηματική και αρρενωπή διάθεση του δίνει ακριβώς τη δυνατότητα να προσεγγίζει τα λογοτεχνικά κείμενα με την ενδιάθετη ποιητική του ευαισθησία και στοχαστικότητα.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/02/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις