0
Your Καλαθι
Ο απέναντι χρόνος
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Έρμαιο των λέξεων
φτάνει
σου είπα Φτάνει
Μας ελεούν οι λέξεις μόνο
α γ κ ά λ ι α σ έ μ ε
ΚΡΙΤΙΚΗ
Από την προτελευταία της ποιητική συλλογή (Το ακίνητο εν οδύνη, 2002), η Ζέφη Δαράκη φαινόταν να έχει πραγματοποιήσει μια ουσιαστική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο ερχόταν, ώς τότε, σε επαφή με το βιωματικό-μνημονικό υλικό που την κινητοποιούσε ποιητικά· την ωθούσε στην επίπονη διαδικασία τής «επεξεργασίας» των επίφοβων και συνάμα επίβουλων στοιχείων που συνείχαν το πνεύμα, το σώμα της και την ψυχή της. Κι ενώ στην προηγούμενη ποίησή της δημιουργούσε την αίσθηση ότι αφηνόταν «απροστάτευτη» στη δίνη ανέμων από μνήμες ανεξέλεγκτες κι ευφρόσυνα σχεδόν παραδινόταν στον μεθυστικό ίλιγγο των περασμένων που την παράσερναν σε μουσικούς συναισθηματικούς στροβιλισμούς, έρμαιο θα έλεγε κανείς κάποιων σκοτεινών παρορμήσεων, από ένα σημείο και ύστερα τα πράγματα άλλαξαν· άρχισε να δείχνει σταθερότερη στις «εμμονές» της και σαν προσηλωμένη σε πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις που καίρια συνέβαλαν στη διαμόρφωση του ψυχισμού της ή, καλύτερα, του παρόντος της.
Εξομολογητική διάθεση
«Ακίνητη» και «εν οδύνη», σημείωνα, θυμάται και ενθυμούμενη εξομολογείται, με μία διάθεση απολογητική και μαζί απολογιστική· ωθούμενη στην εξομολόγηση όχι τόσο από το μετουσιωμένο βάρος τής «νέας ηλικίας» της, όσο από τον φόβο που είναι φανερό ότι την διακατέχει μπροστά στο νέο της είδωλο· αυτό που της επιστρέφει ο σκληρός καθρέφτης του χρόνου (ο καθρέφτης του «απέναντι χρόνου», θα τολμούσα να προσθέσω τώρα, παρασυρμένος από τον τίτλο της καινούργιας συλλογής της). Ο οποίος πεισματικά αρνείται να εκτελέσει τον συνήθη προορισμό του: να επιστρέψει δηλαδή τη μορφή που δέχεται αδιαμεσολάβητα, χωρίς παρεμβολές σκιών φοβιστικών του παρελθόντος, που επιμένουν και επανέρχονται διαρκώς, επαληθεύοντας τις αλλοιώσεις που το ποιητικό υποκείμενο αισθάνεται ή διαισθάνεται ότι έχει υποστεί το παρόν είδωλό του.
Θα διακινδύνευα να χαρακτηρίσω τα ποιήματα του «Απέναντι χρόνου» σαν ένα είδος ψηφίδες που στο σύνολό τους συνθέτουν μία μικρή «προσωπική οδύσσεια» ενός μοναχικού και φοβισμένου -όχι πανικοβλημένου- ανθρώπου, ο οποίος επιχειρεί να επιστρέψει στο αλλοτινό του σώμα, διασχίζοντας την αχανή θάλασσα των συναισθημάτων, με σχεδία τη μνήμη και εφόδιο τις αναμνήσεις. Ενός ανθρώπου που μοιάζει να θέλει να ξανασυστήσει με λέξεις και αισθήματα το παρελθόν του, μολονότι το αισθάνεται να υποσκάπτει και να πριονίζει τα θεμέλια του παρόντος του. Να επιστρέψει, με διάθεση ηδύπαθη, ακολουθώντας περάσματα υπόγεια, υγρά και σκοτεινά, στα περασμένα, να ψαύσει αγαπημένες μορφές και σώματα, να δώσει περιεχόμενο σε λόγια και φράσεις που εξακολουθούν να ακούγονται, να νιώσει το κενό του αέρα αλλοτινών κινήσεων και φευγαλέων χειρονομιών που τη στιγμάτισαν.
Η ποιήτρια εναγωνίως επιχειρεί να συμπυκνώσει όλες τις ηλικίες του σώματος και της ψυχής σε ένα αρραγές -και συνάμα επισφαλές και ολισθηρό- εδώ και τώρα· επισφαλές γιατί είναι εκτεθειμένο σε απρόβλεπτες εκπομπές, διαπερασμένες από τη νηφάλια θλίψη της, από παλίμψηστες εικόνες απονενοημένων διαβημάτων, από τον αιχμηρό απόηχο ημερομηνιών και στιγμών που παραμένουν απαράγραπτες, εγχάρακτες στην επιφάνεια της μνήμης. Στο κάθε ποίημα-βήμα της προσεγγίζει πολύτιμα τιμαλφή τής ψυχής της· ψηλαφεί πυρήνες συναισθημάτων της, από το βάθος των οποίων αναθρώσκουν ένυλες εικόνες, συμβάντα και καταστάσεις, με το θάμπωμα πολυκαιρισμένων φωτογραφιών, αψευδών μαρτύρων της αλήθειας των όσων ανασύρονται και εναποτίθενται στο φως.
Η τεχνική της Ζέφης Δαράκη είναι απολύτως συνυφασμένη με τη διάθεση που εξακολουθητικά την διακατέχει· ο συνειρμός αποτελεί τον ασφαλή μίτο που την οδηγεί στις απώτερες κοιτίδες της θλίψης της αλλά και των προσδοκιών της να ανακαλύψει τους άλλους μέσω του προσώπου της και το πρόσωπό της μέσω των άλλων. Συνειρμικά και ακολουθώντας τους ρυθμούς της εσώτερης μουσικής της, κινείται από συμβάν σε συμβάν, από κατάσταση σε κατάσταση, δημιουργώντας μια γοητευτική αίσθηση αοριστίας, η οποία στη συνέχεια περιβάλλει ακόμα και τα πιο απτά και συγκεκριμένα, προσδίδοντάς τους την υφή ενός σαρκωμένου ονείρου. Και όλα αυτά με την προφανή ή την τεκμαιρόμενη πρόθεση να αναζητήσει και να ρίξει φως στα αίτια της ψυχικής της ευπάθειας και της ενοχοποιητικής της αθωότητας, χωρίς, κατά τη διάρκεια όλης αυτής της επώδυνης διαδικασίας, να πάψει να «διεκδικεί» την πνευματική της ταυτότητα και την ταυτότητα του φύλου της· γιατί η σκοτεινότητα των συναισθημάτων -που διαχέονται μουσικά σε όλη την έκταση του βιβλίου- δεν είναι μόνο απόρροια της ζωής της και της ιδιοσυγκρασιακής της ιδιαιτερότητας, αλλά και της γυναικείας της ιδιότητας.
Ο συνειρμός διαδραματίζει σημαίνοντα, θα έλεγα καθοριστικό, ρόλο σ' αυτά τα ποιήματα-αποδείξεις της εκφραστικής και συναισθηματικής ωριμότητας της Ζέφης Δαράκη· αποτελεί το νήμα που την οδηγεί και παράλληλα την κρατά σε απόσταση ασφαλείας από εστίες που ενώ γνωρίζει την ιδιότητά τους να εκπέμπουν οδύνη, της είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τις αγνοήσει ή να τις παρακάμψει. Τις προσεγγίζει αποδεχόμενη το ενδεχόμενο της ήττας και της επιβεβαίωσης της αδυναμίας της να εξηγήσει το «ανεξήγητο», σαγηνευμένη ωστόσο από σιωπές, λόγια και ψίθυρους που τη στιγμάτισαν, όταν το κορίτσι που υπήρξε άλλοτε, ευφάνταστο και ευαίσθητο, προσέκρουε στον βλοσυρό και απαγορευτικό κόσμο των μεγάλων. Το παρελθόν είναι γι' αυτήν «αθάνατο παρόν»· ο χρόνος μετατρέπεται μπροστά στα έκπληκτα μάτια της σε ανελέητο καθρέφτη της περασμένης και της παρούσας ζωής.
Διαβάζοντας κανείς τα ποιήματα του Απέναντι χρόνου έχει την αίσθηση ότι η ωριμότητα της ποιήτριας έγκειται στο ότι η υπαρξιακή αγωνία του ποιητικού υποκειμένου μετουσιώνεται σε αγωνία της έκφρασης και αντιστρόφως· ότι η αναζήτηση της αλήθειας της ζωής μετατρέπεται σε αναζήτηση της ανεξακρίβωτης αλήθειας της γλώσσας. Και αυτή η αναζήτηση την οδηγεί στα βαθύτερα στρώματα της ζωής και της ζωής της, που είναι «μία ερειπωμένη γιορτή». Γεωγραφεί το σώμα της με γνώση και αίσθηση των σωμάτων που κατοίκησε και την κατοίκησαν στον ώς τώρα βίο της· αισθάνεται μοναδικός εγκάτοικος του σώματός της, κι ας πίστεψε άλλοτε ότι κατοικήθηκε από άλλους· οι άλλοι δεν ήταν, τελικά, παρά διαφορετικές εκδοχές της ίδιας. Και το μεγάλο ερώτημα παραμένει εσαεί εκτεθειμένο και αναπάντητο: ένας μετέωρος τρόμος που «ανοιγοκλείνει σαν ξεχασμένη πόρτα/πάνω σε μιαν απόλυτη ερημιά»· γιατί η ζωή είναι ένα «ερώτημα αναπάντητο».
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/08/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις