0
Your Καλαθι
Το σώμα δίχως αντικλείδι
Έκπτωση
35%
35%
Περιγραφή
Το σώμα δίχως αντικλείδι
Κλειστοί σταθμοί
τα σώματα
παραπέμπουν
σε κλεμμένα κλειδιά
Σκουριασμένα σκοτάδια
τα λόγια
δεν ανοίγουν στο φως
για τίποτε πια
Ερειπωμένα λοιπόν
τα παλιά σύνορα του πάθους
Τα δάκρυα που αποδοκίμαζαν
ματαίωναν λέξεις
Μεσ' απ' τη φούχτα το φιλί
Το βλέμμα να λύνει τα πέδιλα
και τα μαλλιά αχνίζοντα
Ερειπωμένες
οι αετοφωλιές των εκμυστηρεύσεων
Μεσ' στ' άγρια μεσάνυχτα
το σώμα δίχως αντικλείδι
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η μνήμη ανέκαθεν διαδραμάτιζε σημαντικότατο ρόλο στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη· άλλοτε ενεργώντας σαν ένα απροσδιόριστο συγκινησιακό έναυσμα, αφετηρία των ποιητικών της εκτυλίξεων, και άλλοτε αποτελώντας το συγκεκριμένο θεματικό ερέθισμα, το οποίο είτε από μόνο του είτε συνειρμικά συνδεόμενο με συμβάντα και καταστάσεις του εκάστοτε παρόντος, την ωθούσε σε συναισθηματικές διαχύσεις ή σε απορρέουσες από έναν ευάλωτο ψυχισμό -μπορεί ασαφείς, ευερμήνευτες, ωστόσο-, εξομολογητικές καταθέσεις. Η μνήμη αποτελούσε τον οικείο της χώρο· την έκταση, στις όχι πάντα σταθερές διαστάσεις της οποίας έδειχνε να αισθάνεται μια σχετική ασφάλεια, ίσως γιατί ήταν -και είναι-γεωγραφημένη, ρυμοτομημένη από εντελώς προσωπικά βιώματα και με ατμόσφαιρα διαμορφωμενη από τον απόηχο αυτών ακριβώς των βιωμάτων.
Στο Σώμα χωρίς αντικλείδι ο ρόλος της μνήμης είναι ιδιαίτερα ενισχυμένος· καταλυτικός και απολύτως προσδιοριστικός των τρόπων που μετέρχεται η ποιήτρια. Η παρουσία του παρελθόντος είναι τόσο έντονη, επιτακτική, σχεδόν διεκδικητική του παρόντος, ώστε δεν χρειάζεται η διαμεσολάβηση κανενός «τρόπου», προκειμένου να διασυνδεθεί ατμοσφαιρικά το τώρα με το τότε. Γι' αυτό και ο συνειρμός, αν και δεν παύει να διέπει και να συνέχει τα επιμέρους στοιχεία των ποιημάτων της συλλογής, επενεργεί διακριτικότερα, σαν υπογείως· ενώ η διάχυση της συγκίνησης και των συναισθημάτων, που άλλοτε αποτελούσε ένα από τα χαρακτηριστικότερα στοιχεία στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη, εδώ μοιάζει να υποχωρεί αισθητά, με αποτέλεσμα να διακρίνονται κάπως καθαρότερα τα γενεσιουργά των ποιημάτων βιώματα.
Στο Σώμα χωρίς αντικλείδι η ποιήτρια μοιάζει να βρίσκεται στο μέσον μιας γαλήνιας, τουλάχιστον επιφανειακά, έκτασης, απ' όπου, με νηφαλιότητα και με μια σοφία επώδυνα κατακτημένη, με διάθεση εξομολογητική, απολογητική και απολογιστική, επιχειρεί, για μία ακόμη φορά, να προσεγγίσει σημαντικές «στιγμές» του βίου της, να ψαύσει πρόσωπα, να επαναβιώσει καταστάσεις που τη στιγμάτισαν· να ενδυναμωθεί διά της μνήμης, για μιαν εκ νέου πολιορκία του «ανείπωτου». Κι επιχειρώντας όλ' αυτά, διαπιστώνει πράγματα πάλι και πάλι διαπιστωμένα, μόνο που τώρα είναι συγκαταβατικότερη σε ό,τι άλλοτε την οδηγούσε στην απόγνωση κι έκανε υπέρογκη, δυσβάσταχτη την υπαρξιακή της αγωνία. Η θλίψη της είναι καταλαγιασμένη και σαν διαπερασμένη από μια παρηγορητική μουσική, όταν λ.χ. μιλάει για τη σκοτεινή, ενδιάθετη ροπή του σώματος να επιβεβαιώνει την ερημία του ενωνόμενο με ένα άλλο σώμα· ή όταν διαπιστώνει ότι η ανάγκη της (η δική της και των άλλων, που είναι σαν κι αυτήν: «φυγάδες», «άνθρωποι δίχως βεβαιότητες», ποιητές, «αυτό το άνεργο εμπύρετο μυστήριο») για πραγματική, για ουσιαστική επικοινωνία δεν μπόρεσε, ούτε μπορεί ποτέ να πληρωθεί με τυπωμένα λόγια σε σελίδες βιβλίων, γραμμένα «για μιαν ανόητη αιωνιότητα» («Κι ο έρωτας έρημος/ να κρέμεται ο σκελετός του στα βιβλιοπωλεία/να καμαρώνει σα γύφτικο σκερπάνι/βαμμένο λέξεις».)
Και έτσι, σαν παρακινημένη κανείς δεν ξέρει από τι αρχέγονες και ανεξέλεγκτες δυνάμεις για επιβίωση, ενθαρρημένη από την επισφαλή, έστω, βεβαιότητα που της παρέχει ο απολύτως προσωπικός της κόσμος· ένας κόσμος που, ανεξάρτητα από τις ευοίωνες ή δυσοίωνες εκδοχές του, είναι οριοθετημένος και χτισμένος από «κομμάτια» αγωνίας, πικριών και θλίψεως: αποστάγματα όλα διαψεύσεων, συγκρούσεων, ματαιώσεων και απογοητεύσεων που γνώρισε, καθώς κι επώδυνων εμμονών και προσηλώσεων, που της υπαγόρευε ο νοτισμένος ψυχισμός της. Σαν «σπρωγμένη μαλακά από τον καιρό» σε έναν τόπο όπου κυριαρχούν οι μνήμες· τα εκμαγεία και τα απεικάσματα προσώπων και πραγμάτων, σε συνδυασμό με τον απόηχο καταστάσεων που τη στιγμάτισαν· και όπου ο χρόνος, ο αντικειμενικά προσδιορισμένος χρόνος είναι απών ή, το πολύ, τσαλαπατημένος, ανενεργός, αποδεσμευμένος από το χρέος να περιβάλει και να προσδιορίζει, με την ουσία του, τα επίγεια. Με αποτέλεσμα, οι ηλικίες όλων σ' αυτόν τον τόπο να είναι ακίνητες· σταματημένες εκεί ακριβώς όπου τον πρώτο λόγο έχει η αίσθηση της φθοράς.
Κάπως έτσι, με διασαλευμένα τα όρια ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, «άυπνη στην άκρη του ύπνου της», με κινήσεις λικνιστικές, προσεκτικές, για να μη βγει από την κατάσταση τού εν εγρηγόρσει ύπνου, στην οποία αισθάνεται βυθισμένη, επιχειρεί να ανασύρει, στο εξασθενημένο φως του παρόντος -ή του οιονεί ύπνου της- μνήμες ενός κόσμου απόμακρου και, συνάμα, τόσο κοντινού, αφού όλα όσα τον συνέθεταν και του έδιναν ζωή: πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις, υπάρχουν μέσα της «σαν μόλις χθες». Σαν κάτι να έγινε ξαφνικά, που τάραξε συθέμελα την, ούτως ή άλλως, πάντα ταραγμένη έκταση της μνήμης της («μνήμη που ξετινάχτηκες πουλί στο βόλι»), την «αναγκάζει» να επιθυμεί διακαώς να αναδράμει «προς τη νεότητα των υποσχέσεων», να «ψαχουλεύσει» «την ομορφιά στις χαμένες πράξεις της ζωής», να ξανακούσει «τα γέλια και τα λόγια της αγάπης», να ξαναζήσει εκείνες «τις μέρες που πηδούσαν / μέσ' από τις φωτιές τους»· τότε που «ο χρόνος του έρωτα κυλούσε αργά» και ήταν «υπερβολικά το φως και το σκοτάδι» και τα σώματα ήταν «βραχιόλια του αέρα / ακόμη τότε».
Η μνήμη είναι η δύναμη που τη συντηρεί· το σωσίβιο που κρατάει το σώμα της στην επιφάνεια της πραγματικότητας. Το σώμα της, που τώρα διαπερνούν απόηχοι παράτολμων θαυμάτων τού άλλοτε, θαυμάτων που δεν έχει άλλον έμπιστο χώρο σεβαστικά να εναποθέσει, εξόν από το χώρο της ποιήσεως· αυτόν τον τόσο επίφοβο και τόσο ολισθηρό κι όμως οικείο χώρο, στα ασταθή όρια του οποίου η ποιήτρια βιώνει το ανάλλαχτο, ηδονόπαθο μαρτύριο της υποχρέωσης να συμβάλει στη διατήρηση του αέναου της ροής των πραγμάτων: Να παραδώσει στον επόμενο τη σκυτάλη της πίκρας, της ψευδαίσθησης και της φθοράς: «Μιλάω σαν το παρελθόν μου σαν το μέλλον σου».
Το ξαναλέω: η μνήμη πάντα διαδραμάτιζε σημαντικότατο ρόλο στην ποίηση της Ζέφης Δαράκη. Μόνο που τώρα μοιάζει να λειτουργεί δραστικότερα· καταλυτικότερα, με διαθέσεις κατακτητικές-διεκδικητικές, όχι μόνο του παρόντος, αλλά και του μέλλοντος. Ολα σαν ξάφνου αφυπνισμένα: ακόμη και γράμματα παλιά, ξεθωριασμένα, εκπέμπουν το περιεχόμενό τους, με την ψαύση και μόνο του φακέλου που τα προστατεύει. Κι όλα σαν ξάφνου να αφυπνίζονται στις κορυφαίες στιγμές της εναγώνιας προσπάθειας της ποιήτριας να πολιορκήσει το «ανείπωτο», να το κατακτήσει, παρασυρμένη από μια σκοτεινή και ανεξήγητη εντελώς «μυστηριακή παιδιόθεν αναίτια οδύνη». Αλλο αν αυτό το «ανείπωτο» δεν καταλύεται ποτέ, όσο κι αν πολιορκείται ακαταπαύστως· και μόνο αφήνει κάτι ελάχιστες πτυχές των νοημάτων του επίτηδες να διαρρέουν· για τη διαιώνιση του παιχνιδιού. Κι αυτό, παρά την ανυποχώρητη στάση της, το γνωρίζει πολύ καλά η ποιήτρια («...και ανυποχώρητη φεύγω / προς το αστείρευτο του ανείπωτου / που πνίγει και πνίγεται»).
ΚΩΣΤΑΣ Γ. ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/12/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις