0
Your Καλαθι
Η κρεατόπιτα
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Η Κρεατόπιτα, το πιο πρόσφατο έργο της πολυβραβευμένης συγγραφέα Αγγελικής Δαρλάση, εμπνευσμένο από σύγχρονα κοινωνικοπολιτικά γεγονότα.
Όταν μια γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της και δεν βρίσκει την κόρη της, βγαίνει έξω στους δρόμους για να την αναζητήσει έχοντας μαζί της ένα τάπερ με κρεατόπιτα. «Άραγε εμείς περπατάμε στους δρόμους ή οι δρόμοι μάς υποδεικνύουν να τους βαδίσουμε ανάλογα;».
Σαν μια μεγάλη Κοκκινοσκουφίτσα περιπλανιέται σε μια πόλη-λαβύρινθο συναντώντας όσα δεν μπορούσε να φανταστεί και δε θα’ θελε να έχει συναντήσει,. «Περπατάω στους έρημους δρόμους. Στον έρημο κόσμο μας. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο λύκους – οι λύκοι δεν είναι κακοί είναι απλώς σαρκοφάγοι. Οι άνθρωποι είναι… Τι; Τι είναι; Τι δεν είναι;»
Τα μέρη και τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο αστραπιαία σαν μια σαρωτική καταιγίδα, τα ηχοτοπία εναλλάσσονται με τη μουσική, η πρόζα με το ζωντανό τραγούδι, σ’ ένα μεταίχμιο φαντασίας και εφιάλτη γεννώντας αγωνίες και ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις.
Η ιστορία μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας που παρατηρεί σαν για πρώτη φορά τον κόσμο, ξυπνώντας από τον λήθαργό της: «Έρχονται σου λέω… Πάντα έρχονται αυτοί που δεν πρέπει όταν κλείνουμε τα μάτια στον κόσμο που ζούμε!».
“Άραγε εμείς περπατάμε τους δρόμους ή οι δρόμοι μάς υποδεικνύουν να τους βαδίσουμε ανάλογα;
Φτάνω επιτέλους στο κτίριο που μου είπαν.
Στέκομαι πίσω από κάποιους ανθρώπους σε ουρά. Δεν ξέρω γιατί.
Μπροστά, τρεις γυναίκες πάνω από κάτι μεγάλες κατσαρόλες μαγειρεύουν και κοιτάνε την ουρά μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Σαν τρεις Μοίρες, σαν τρεις μάγισσες.
Μια ανατριχίλα διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Δεν ξέρω γιατί.
Μία από αυτές, χαμογελαστή, απλώνει το χέρι της και μου δίνει ένα αλουμινένιο μπολ μιας χρήσης, ένα πλαστικό κουταλάκι και μια χαρτοπετσέτα.”
Όταν μια γυναίκα επιστρέφει στο σπίτι της και δεν βρίσκει την κόρη της, βγαίνει έξω στους δρόμους για να την αναζητήσει έχοντας μαζί της ένα τάπερ με κρεατόπιτα. «Άραγε εμείς περπατάμε στους δρόμους ή οι δρόμοι μάς υποδεικνύουν να τους βαδίσουμε ανάλογα;».
Σαν μια μεγάλη Κοκκινοσκουφίτσα περιπλανιέται σε μια πόλη-λαβύρινθο συναντώντας όσα δεν μπορούσε να φανταστεί και δε θα’ θελε να έχει συναντήσει,. «Περπατάω στους έρημους δρόμους. Στον έρημο κόσμο μας. Σ’ έναν κόσμο γεμάτο λύκους – οι λύκοι δεν είναι κακοί είναι απλώς σαρκοφάγοι. Οι άνθρωποι είναι… Τι; Τι είναι; Τι δεν είναι;»
Τα μέρη και τα πρόσωπα διαδέχονται το ένα το άλλο αστραπιαία σαν μια σαρωτική καταιγίδα, τα ηχοτοπία εναλλάσσονται με τη μουσική, η πρόζα με το ζωντανό τραγούδι, σ’ ένα μεταίχμιο φαντασίας και εφιάλτη γεννώντας αγωνίες και ερωτήματα που αναζητούν απαντήσεις.
Η ιστορία μιας γυναίκας της διπλανής πόρτας που παρατηρεί σαν για πρώτη φορά τον κόσμο, ξυπνώντας από τον λήθαργό της: «Έρχονται σου λέω… Πάντα έρχονται αυτοί που δεν πρέπει όταν κλείνουμε τα μάτια στον κόσμο που ζούμε!».
“Άραγε εμείς περπατάμε τους δρόμους ή οι δρόμοι μάς υποδεικνύουν να τους βαδίσουμε ανάλογα;
Φτάνω επιτέλους στο κτίριο που μου είπαν.
Στέκομαι πίσω από κάποιους ανθρώπους σε ουρά. Δεν ξέρω γιατί.
Μπροστά, τρεις γυναίκες πάνω από κάτι μεγάλες κατσαρόλες μαγειρεύουν και κοιτάνε την ουρά μ’ ένα πικρό χαμόγελο.
Σαν τρεις Μοίρες, σαν τρεις μάγισσες.
Μια ανατριχίλα διατρέχει τη σπονδυλική μου στήλη. Δεν ξέρω γιατί.
Μία από αυτές, χαμογελαστή, απλώνει το χέρι της και μου δίνει ένα αλουμινένιο μπολ μιας χρήσης, ένα πλαστικό κουταλάκι και μια χαρτοπετσέτα.”
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις