0
Your Καλαθι
Μια ιστορία της νύχτας 1967-1974
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Λάμπρος και Άννα. Θεσσαλονίκη. Παρίσι και Κούβα. Προκηρύξεις και βόμβες ενάντια στη χούντα. Η δράση είναι ένοπλη. Τα ονόματα των ηρώων ταιριάζουν, οι τόποι επίσης. Γι' αυτό κι ένας αμερικάνος πράκτορας, μεταμφιεσμένος σε εκδότη, πλησίασε τον Δαρβέρη ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του '90. Το «ημιμυθιστόρημα» αυτό διασώζει ένα βιωμένο παρελθόν, που εσχάτως η τρομολαγνεία έχει βαλθεί να εξοβελίσει. Αποδεικνύει επίσης πως η καθημερινότητα όσων αντιστάθηκαν στη χούντα, η πραγματικότητα αυτών που πάντα αντιστέκονται, δεν μπορεί να αναδειχθεί από καμιά ιστοριογραφία, παρά μόνο από μια λογοτεχνία άξια του ονόματός της.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Είναι αμφίβολο εάν έχουμε περιθώρια να αγνοούμε την ιστορία, είτε ως μνήμη του βιωμένου παρελθόντος είτε ως συστηματική εκ των υστέρων κατανόηση και ερμηνεία του. Παρόλο που κινούμαστε σε ένα διάχυτο και πλαδαρό παρόν, σε μια πραγματικότητα που αποφεύγει να αφουγκραστεί τα πριν και το μετά της (μέσα δηλαδή στο παραισθησιογόνο νεφέλωμα της θεαματικής κοινωνίας), εντούτοις η ίδια η πραγματικότητα αυτή βρίσκεται συχνά μπροστά σε αδιέξοδα, η υπέρβαση των οποίων απαιτεί τη μνήμη και την ιστορική ερμηνεία, τις οποίες έχει εκ των προτέρων υποβαθμίσει, αντιστρέψει ή εξαφανίσει. Για παράδειγμα, μέσα στο χυλό της εξάρθρωσης των τρομοκρατικών οργανώσεων που μας σερβίρεται καθημερινά (και επί μήνες), μια υποτυπώδης παρουσίαση των αντιδικτατορικών οργανώσεων που ανέπτυξαν ή προσπάθησαν να αναπτύξουν βίαιη δράση, αποτελεί το μυρωδικό που θα ενισχύσει τη γεύση για το φιλοθεάμον κοινό: λίγο Παρίσι του ’68, λίγη Κούβα, μερικά πλαστά διαβατήρια και μια γενναία δόση συνωμοτικότητας.
Kαταδίκη σε ισόβια
Ο Τάσος Δαρβέρης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1944. Φοίτησε στο Αμερικανικό Κολλέγιο και βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ των αρχών της δεκαετίας του ’60, για να επιστρέψει στην πόλη του και να ενταχθεί στη νεολαία της ΕΔΑ και κατόπιν στους «Λαμπράκηδες». Κινήθηκε στον χώρο γύρω από τη μαοϊκή ομάδα της «Αναγέννησης» και συμμετείχε στην ΠΠΣΠ. Συνελήφθη το 1969 ως στέλεχος της «Λαϊκής Πάλης» και καταδικάστηκε σε ισόβια. Αποφυλακίστηκε το 1972 για λόγους υγείας και το έσκασε στην Ιταλία και μετά στη Γαλλία, λίγο πριν από την αμνηστία του 1973. Το βιβλίο του εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1983. Αυτοκτόνησε πριν από τρία χρόνια…
«Σκοπός μου δεν είναι βέβαια να γράψω ιστορία... Κι έπειτα, δεν έχω ούτε τη νηφαλιότητα ούτε τις γνώσεις του “inside story” της δικτατορίας για έναν τέτοιο στόχο. Κι ούτε θέλω να υψωθώ πάνω από τα γεγονότα, στη θέση κάποιου νηφάλιου κριτή. Κάτι τέτοιο θα ήταν άρνηση του εαυτού μου στη χειρότερη περίπτωση και ψέμα στην καλύτερη. Προτίμησα τη μορφή του “ημι–μυθιστορήματος”...»
Ειδολογικά, λοιπόν, ο συγγραφέας κινείται στα όρια της «λογοτεχνικής μαρτυρίας», στα όρια της αλήθειας του αυτόπτη μάρτυρα ο οποίος όμως (σε αντίθεση με το τηλεοπτικό του αντίστοιχο) έχει στη διάθεσή του χρόνο να στοχαστεί και να αναδειχθεί ιστορικός του εαυτού του. Η αφήγηση γίνεται σε τρίτο ενικό πρόσωπο (από έναν απρόσωπο, παντεπόπτη αφηγητή), καθόλου τυχαία όμως εκτροχιάζεται δύο φορές. Αλλά τα αίτια της αφηγηματικής αυτής ανακολουθίας μπορούν να περιμένουν λίγο...
Εάν βάζαμε κάτω την παραγωγή αυτοβιογραφικών κειμένων, από τα «απομνημονεύματα» των αγωνιστών της Επανάστασης έως της αφηγήσεις ζωής των ανδρών και γυναικών της Αντίστασης και του Εμφυλίου, θα παρατηρούσαμε με ευκολία ότι η υποκειμενική θέαση των γεγονότων, το δομικό στοιχείο της συγγραφής, αναπτύσσεται και διογκώνεται όσο κινούμαστε προς το πρόσφατο παρελθόν, με τομή τη γενιά του Δαρβέρη, τη γενιά δηλαδή που αναδεικνύει την υποκειμενικότητα.
Θα ρωτήσετε, όμως, για ποιο λόγο θα έπρεπε να ασχοληθούμε με κείμενα που εκ προοιμίου αποτάσσονται των δαφνών της αντικειμενικής καταγραφής (με την αντικειμενικότητα να παίζει έστω και το ρόλο ρητορικού σχήματος ή ανεκπλήρωτου σκοπού). Τη στιγμή μάλιστα που τα κείμενα αυτά δεν αποζητούν την αισθητική τέρψη, δεν είναι λογοτεχνία. Είναι αυτονόητο πως μέσα από ένα αφήγημα αυτού του είδους αναδύονται οι σκέψεις, τα διλήμματα και όχι μόνον οι πράξεις. Ανοίγει συνεπώς ένα πέρασμα για την κατανόηση των συμπεριφορών, των νοοτροπιών και των ιδεών, στη βάση στοιχείων που δεν παρέχουν οι συνήθεις αρχειακές πηγές.
Ο Δαρβέρης ξαφνιάζει τον ανυποψίαστο αναγνώστη που περιμένει την αγιολογία μιας γενιάς, όταν ανατρέπει και διακωμωδεί τις αναπαραστάσεις που καλλιεργήθηκαν από τη Μεταπολίτευση κι εξής. Από το φλέγμα του δεν ξεφεύγει φυσικά ούτε κι ο ίδιος. Η «επταετία» αποτελεί για τον συγγραφέα περίοδο δράσης, στόχων και σκοπών που ξεπερνούν την αντιχουντική αντίσταση. Είναι μια περίοδος ενεργητική και παραγωγική. Αντίθετα, η Μεταπολίτευση παρουσιάζεται ως περίοδος παραίτησης που οδηγεί ολοταχώς προς την ιδιώτευση. Η πλήρης απουσία νοήματος είναι αυτή που τον τραυματίζει ανεπανόρθωτα, η αναζήτηση νοήματος αποτελεί το κεντρικό μοτίβο της συγγραφής.
Σε κάποιο σημείο ο Δαρβέρης ανατρέπει το αφηγηματικό πρόσωπο και απευθύνεται άμεσα σε κάποιον: «Στα κελιά της ΚΥΠ τις νύχτες άκουγες στριγκλιές. Από το βράδυ μέχρι το πρωί. Μήπως ήταν μαγνητοταινία; Hταν δυνατό να μη σταματούν ποτέ τα βασανιστήρια; Κι όταν επιτέλους σε πήραν για τα κρατητήρια της Ασφάλειας, ένιωσες να περνάς την πύλη του Παραδείσου. Κι εκεί κοιμήθηκες για πρώτη φορά». Απευθύνεται στον εαυτό του ή μάλλον σε κάθε σύντροφο με τον οποίο ενώθηκε με κοινές εμπειρίες, για να υπογραμμίσει το βάρος των εμπειριών εκείνων.
Στην υγεία του παρελθόντος...
Στο τέλος ακριβώς του κειμένου το αφηγηματικό υποκείμενο ανατρέπεται πάλι: «Ο Ηλίας τράβηξε μια ρουφηξιά από το τσιγάρο του και σήκωσε το ποτήρι του. “Eστω. Ζούμε με το παρελθόν. Το παρελθόν προβάλλεται στο παρόν, προβάλλεται στο μέλλον, μας δίνει ένα raisod’ etre – ανακολουθία; Ζώντας χωρίς σκοπό, δεν βαραίνει σ’ εμάς το τι “θα” κάνουμε, αλλά το “τι” έχουμε κάνει· το παρελθόν υποκαθιστά το μέλλον… Ας πιούμε στην υγεία του παρελθόντος!”. Και πραγματικά ήπιαμε». Στο φινάλε πέφτει η μάσκα του ξένου λόγου, ο αφηγητής όχι μόνο φανερώνεται αλλά δηλώνει ότι εκπροσωπεί κι ένα μέρος του «εμείς», της γενιάς του. Γι’ αυτούς έγραψε το βιβλίο αυτό, σε αυτούς απευθύνεται για να τους θυμίσει ότι έχουν ξεχάσει αυτό που κάποτε έψαχναν...
Η δεύτερη έκδοση περιέχει μια πολύ ενδιαφέρουσα εισαγωγή–διάλογο μεταξύ του καθηγητή ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αντώνη Λιάκου και του Γιάννη Παπαθεοδώρου, ο οποίος διδάσκει λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Το προτασσόμενο κείμενο βοηθά αφάνταστα στη κατανόηση του κυρίως σώματος του βιβλίου.
Γιάννης Κολοβός
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 2-3-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Σκοπός μου δεν είναι βέβαια να γράψω Ιστορία. Αν όχι τίποτε άλλο, η Ιστορία δεν γράφεται από εκείνους που συμμετέχουν στο δράμα της σε μικρούς ή μεγάλους ρόλους. Γράφεται σε ήσυχα μελετητήρια, μπροστά σε τόνους υλικού και σήμερα δεν έχει βγει στη φόρα ούτε το ένα χιλιοστό των παρασκηνίων εκείνης της εποχής».
Το πώς γράφεται η Ιστορία είναι ένα ερώτημα που ταλάνισε και ταλανίζει αρκετούς ανθρώπους, ιστορικούς και μη, πολλά χρόνια τώρα. Ανάμεσα στην προσωπική συμμετοχή και στα ήσυχα μελετητήρια υπάρχει μια απόσταση που άλλοι τη διαβήκαν, άλλοι την αγνόησαν, κλειδώνοντας τη μνήμη τους, και άλλοι, όπως ο συγγραφέας του βιβλίου, προτίμησαν να την υπερβούν με την κατάθεση της μαρτυρίας τους, προσθέτοντας σε αυτούς τους τόνους υλικού μερικές ακόμη σελίδες.
Το βιβλίο του Τάσου Δαρβέρη, μια λογοτεχνική μαρτυρία, όπως εύστοχα το χαρακτηρίζει ο ένας εκ των δύο επιμελητών του τόμου Γιάννης Παπαθεοδώρου, αναφέρεται στην περίοδο της επταετίας και στην προσωπική συμμετοχή του συγγραφέα του στον αντιστασιακό αγώνα. Μέλος της Νεολαίας ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη, στέλεχος στη συνέχεια φιλο-μαοϊκής οργάνωσης, ο Τάσος Δαρβέρης καταδικάστηκε μετά την έλευση της 21ης Απριλίου σε οχτάμηνη φυλάκιση για προδικτατορικό «αδίκημα». Μετά την αποφυλάκισή του συμμετείχε στην αντιδικτατορική οργάνωση «Λαϊκή Πάλη», η οποία εξαρθρώθηκε το 1969 με τη σύλληψη των περισσότερων μελών της. Καταδικάστηκε σε ισόβια, λόγω της συμμετοχής του και σε βομβιστικές ενέργειες, και αποφυλακίστηκε το 1972 για λόγους υγείας. Διέφυγε στο εξωτερικό, αλλά επέστρεψε με τη χορήγηση της αμνηστίας από τον Παπαδόπουλο, για να ζήσει τις τελευταίες μέρες της χούντας στο στρατό, όπου αναγκάστηκε να καταταχθεί. Εννέα χρόνια μετά την έναρξη της Μεταπολίτευσης ο συγγραφέας, σε ηλικία 39 χρόνων, κυκλοφόρησε αυτό το πρώτο και μόνο του πεζογράφημα, έχοντας προηγηθεί μια ποιητική συλλογή.
Ενα βιβλίο, λοιπόν, για τη νύχτα της επταετίας, γραμμένο σε μια εποχή που η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία επανασημασιοδοτούσε την έννοια της αντιδικτατορικής πάλης, εντάσσοντάς την πλέον στις κανονικότητες των επίσημων λόγων και των σχολικών εορτασμών. Και ένα βιβλίο, όμως, το οποίο επανεκδίδεται σε μια εποχή που οι συλλήψεις και η δίκη για την τρομοκρατία θέτουν εκ νέου έντονα ζητήματα και προβλήματα για το χαρακτήρα αυτής της πάλης.
Ο Δαρβέρης φέρνει στο προσκήνιο με τη μαρτυρία του μια πλευρά της αντίστασης που σε μεγάλο βαθμό έμεινε άγνωστη, δεν «ευτύχησε» να γίνει λεύκωμα, αφίσα ή εκπομπή στην τηλεόραση. Για την ακρίβεια, δεν είχε γίνει μέχρι σήμερα, καθώς στον τρέχοντα χρόνο σε τηλεοπτικά παράθυρα και στις στήλες των εφημερίδων τεμαχίζεται και αναλύεται από πρόσωπα που θα ήταν καλύτερα να παρέμεναν στη σκιά τους, όπως άλλωστε τα περισσότερα είχαν επιλέξει στα χρόνια για τα οποία τώρα με τόση ευκολία αποφαίνονται. Κι όμως, πέρα από την εμπλοκή του στο κλίμα των ημερών, το παρόν βιβλίο αποτελεί μία μοναδική μαρτυρία: το ξάφνιασμα της χούντας, οι φόβοι των πρώτων ημερών, ο σχηματισμός μιας αντιστασιακής οργάνωσης, η οργάνωση της αντιδικτατορικής πάλης, τα διλήμματα και οι αποφάσεις για το χαρακτήρα της. Οι διαδικασίες που μέσα στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία επέτρεψαν στα συγκεκριμένα πρόσωπα να επιλέξουν τη βία ως μορφή αντίδρασης σε ένα απολύτως αυταρχικό καθεστώς. Και παράλληλα, η ανθρωπογεωγραφία των πόλεων, η περιγραφή της εσωτερικής ζωής στις φυλακές, οι εμπειρίες του στρατού και το πέρασμα στη Μεταπολίτευση συγκροτούν αυτή την ιστορία της νύχτας. Οι πρωταγωνιστές της, ο Λάμπρος, ο Αντρέας, η Αννα, ο Φουντωτός, κινούνται μέσα στη νύχτα με όλη την ανθρώπινη αρματωσιά τους, κουβαλώντας φόβους, αμηχανίες, ερωτήματα, δεσμεύσεις και δυσκολίες. Μέσα σε μια εποχή ηρωοποίησης και εκ των υστέρων μαζικοποίησης της αντιδικτατορικής πάλης -βρισκόμαστε στα πρώτα χρόνια ανόδου του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία- ο Δαρβέρης επιλέγει να παρουσιάσει την ιστορία του μέσα από τη φόρμα του μυθιστορήματος, με την πλέον αποστασιοποιημένη ματιά, με την πιο βαθιά ειρωνεία. Οι ήρωές του αμφιβάλλουν, διερωτώνται, στέκονται αμήχανοι απέναντι στην προσωπική τους συμμετοχή, κρίνουν τους συντρόφους τους και τους εαυτούς τους, αγωνιούν για την ερωτική τους ζωή, αντιπαλεύουν τη σχέση τους με την οικογένεια τους. Και ταυτόχρονα υπερβαίνουν την αμφιθυμία τους, συμμετέχουν, υπερασπίζονται τη στάση τους πληρώνοντας το τίμημά της. Πρόκειται για νέους 20-25 χρόνων, «Τα παιδιά του Μαρξ και της Κόκα Κόλα», όπως μας θυμίζει τον τίτλο του φιλμ του Ζαν Λικ Γκοντάρ, ο έτερος επιμελητής της έκδοσης και συνοδοιπόρος του Δαρβέρη, Αντώνης Λιάκος. Και ταυτόχρονα, παιδιά του Φρόιντ και του Τσε Γκεβάρα, του Μάο και του Μάη του 1968, των ταινιών του κινηματογράφου και της μουσικής της δεκαετίας του 1960. Παιδιά μιας εποχής που μέσα, τελικά, από τις συλλογικότητες ανέδειξε την έννοια της υποκειμενικότητας, την ατομική εμπειρία, το προσωπικό βίωμα, που οι πρωταγωνιστές της στοχάστηκαν και στοχάζονται πάνω στους μηχανισμούς δημιουργίας και υπόμνησής του. Και ήταν πολύ το νερό που κύλησε στο αυλάκι ώστε τα παιδιά αυτά να γράψουν για τις δικές τους εμπειρίες, ξεφεύγοντας από τις στερεότυπες αφηγήσεις ενός παντοδύναμου ηρωισμού, μιας προαποφασισμένης αυτοθυσίας, να μιλήσουν για τις αδυναμίες τους και τα όνειρά τους.
Το βιβλίο του Τάσου Δαρβέρη είναι ένα βιβλίο πικρό. Δεν έρχεται από την ανάταση των πρώτων ημερών της Μεταπολίτευσης, αλλά από την αμηχανία των ανθρώπων, και ιδιαίτερα ενός τμήματος της Αριστεράς, για τα όσα ακολούθησαν, την αμηχανία για το πώς θα βολέψουν αυτό το «μακρύ ποδάρι» που οι μέρες της χούντας είχαν βοηθήσει να μεγαλώσει. Ζώντας στο περιθώριο μιας επτάχρονης νύχτας, όπου όμως είχε τη δυνατότητα να παλέψει και να ζήσει με όρους συλλογικότητας, ο συγγραφέας στην απλοχωριά της Μεταπολίτευσης ακολούθησε τις προσωπικές του διαδρομές. Διαδρομές αντιφατικές και δύσκολες, που κατέληξαν στην εθελούσια έξοδο από τη ζωή, το 1999. Εμεινε το βιβλίο που, παρά την πίκρα και την ειρωνεία, κουβαλά μια τεράστια αγάπη για τον άνθρωπο, υπάρχει στο μεδούλι του ένας βαθύτατος ανθρωπισμός, πέρα από τις αμφιθυμίες και τα ερωτήματα, πέρα από το θυμό για τους παλιούς συντρόφους που εξαργύρωσαν τις περγαμηνές τους: «Γιατί η μεγαλοσύνη δεν αναβλύζει μέσα από το φωτοστέφανο αγίων ή ημίθεων, παρά μέσα από το αίμα, τον ιδρώτα και τα δάκρυα κανονικών ανθρώπων, που παλεύουν, πονάνε, φιλοδοξούν, υποφέρουν, μετανιώνουν ακόμα πότε πότε για το δρόμο που διάλεξαν, δεν πεθαίνουν με το χαμόγελο στα χείλη, γιατί αγαπούν τη ζωή, που δεν φωνάζουν βίβα λα μουέρτε στα οδοφράγματα, γιατί δεν είναι στρατιώτες του Θανάτου, είναι στρατιώτες της Ζωής».
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΚΑΡΑΜΑΝΩΛΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/04/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις