0
Your Καλαθι
Ο άλλος πλους
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Νέος ακόμα, έχει διανύσει τη διαδρομή. Δάσκαλος το επάγγελμα από αδυναμία και από σύμπτωση και «νεραϊδοκρουσμένος» από ιδιοσυγκρασία, ανακαλύπτει στην Αγία Χαρά (κάπου στην εξορία του Αδάμ, αντίκρυ στο Λιβυκό Πέλαγος) ότι όλα μπορούν να συμβούν σε λίγα τετραγωνικά και ότι τίποτα δεν έχει τόση σημασία. Παράξενες γυναίκες στο παρόν και φαντάσματα από τα περασμένα μπερδεύονται στο δρόμο του, ένα δρόμο που σηματοδοτεί τη ζωή εδώ, τη ζωή αλλού, όσων γεννιούνται ξεριζωμένοι.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ένας εκπαιδευτικός σε ένα μικρό χωριό στις ακτές του Λιβυκού. Ο ήρωας του καινούργιου βιβλίου της Κατερίνας Δασκαλάκη ζει μέσα σε ένα ονειρικό σύμπαν και αφομοιώνεται από τα αλλόκοτα πλάσματα που το στοιχειώνουν.
Τι προοπτικές ανοίγονται μπροστά σε κάποιον που ονομάζεται Αλοΐσιος Μπομπαρδούρης, προέρχεται από «τέως καλή» οικογένεια και μεγαλώνει ορφανός, υπό την κηδεμονία του παππού και της γιαγιάς του Ευθαλίας, το γένος Ραπεζίτου, εκ Σμύρνης; Το να βλέπει στα παιδικά του χρόνια αλλόκοτα όνειρα που ερμηνεύονται ως οιωνοί λαμπρής πορείας δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα τον αναγνώστη. Το να εξελιχθεί μεγαλώνοντας σε οπαδό της «ήσσονος προσπαθείας» και με τα χίλια ζόρια να αποφοιτήσει από την Παιδαγωγική Ακαδημία δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από μια ομαλή προσγείωση στον άχαρο κόσμο των μεγάλων. Οι πεζογράφοι γενικά αρέσκονται να αιχμαλωτίζουν το κοινό τους αφηγούμενοι επικές εκτινάξεις και απότομες πτώσεις. Ξεκινώντας η Κατερίνα Δασκαλάκη το μυθιστόρημά της από μια τόσο γκρίζα αφετηρία δείχνει ότι αν μη τι άλλο διαθέτει αυτοπεποίθηση.
«Ο άλλος πλους» αρχίζει στα τέλη Αυγούστου, όταν ο νεοδιορισθείς δάσκαλος ταξιδεύει για να αναλάβει καθήκοντα στο μονοθέσιο δημοτικό της Αγίας Χαράς, και διαρκεί όσο η σχολική χρονιά. Το χωριό είναι μικρό αλλά όχι κακό, βρέχεται από το Λιβυκό Πέλαγος και έχει παράδοση στο να εξοντώνει μάλλον άθελά του τους δασκάλους που του στέλνουν. Ο Αλοΐσιος αγνοεί το αρνητικό αυτό παρελθόν, δεν τρέφει όμως και σπουδαία όνειρα. «Έρχομαι από το πουθενά και πάω πουθενά!..» μονολογεί φθάνοντας. Ακριβώς λοιπόν επειδή δεν ελπίζει, δεν κινδυνεύει ιδιαίτερα και από την απελπισία.
Ο θίασος της Αγίας Χαράς κερδίζει το ενδιαφέρον κυρίως επειδή αποτελείται από αληθινούς ανθρώπους και όχι από καρικατούρες και σύμβολα. Ο κοινοτάρχης, ο παπάς, ο καφεστιάτωρ Ντάβαρος ή Φαταούλας και η γυναίκα του Σεσίλ, ο γιατρός Πανάρτης και το ελαφροΐσκιωτο «στάχυ» του παρουσιάζονται από την κυρία Δασκαλάκη με κάτι παραπάνω από γλαφυρότητα: με πειθώ. Η εμμονή της δε στις αδιόρατες λεπτομέρειες της συμπεριφοράς τους προδίδει την αγάπη της. Οι καθημερινές διαδρομές του Μπομπαρδούρη στο χωριό διαθέτουν κάτι από τη χάρη της υπνοβασίας: όλο νομίζεις πως θα συγκρουστεί ή πως θα αγκαλιαστεί με κάποιο από τα παραπάνω πρόσωπα κι όλο την τελευταία στιγμή το αποφεύγει. Ακόμη και η ένταση που προξενούν οι μικροί μαθητές, βροντώντας τις γροθιές τους πάνω στο σανίδι και κραυγάζοντας ρυθμικά «Ισιος - Ισιος - Αλογίσιος!», αφήνεται να καταλαγιάσει ομαλά. Και μόνο όταν ο δάσκαλος βρίσκεται στο ερωτικό στόχαστρο της σιτεμένης δεσποινίδας Πηνελόπης, αναγκάζεται να διευκρινίσει ότι οι φίλοι του δεν τον φωνάζουν Αλοΐσιο αλλά Λόλη.
Με την επιστροφή του ωστόσο στην Αθήνα, εξ αφορμής των χριστουγεννιάτικων διακοπών, αντιλαμβανόμαστε πως ο Αλοΐσιος δεν διαθέτει φίλους. Τα προσφιλή του πρόσωπα κατοικοεδρεύουν στο Α' Νεκροταφείο. Μονάχος του, γιορτάρες μέρες, περιπλανάται στα αλλοιωμένα από τον χρόνο σκηνικά της παιδικής του ηλικίας. Και είναι η τύχη αποκλειστικά που τον φέρνει ενώπιον ενωπίω με το παλιό απωθημένο του, την ωραία Έλλη. Οι ανοιχτοί λογαριασμοί τους κλείνουν στο κρεβάτι (παρακολουθούμε μια παροιμιώδη ήπια αποπλάνηση) μα ούτε καν ο έρωτας για την Έλλη δεν πετυχαίνει να εντάξει τον Μπομπαρδούρη στην τρέχουσα πραγματικότητα.
Ο «οπαδός της ήσσονος προσπαθείας», ο άνθρωπος που δεν ενδιαφέρεται να αποδείξει τίποτε ούτε καν να εξεγερθεί εναντίον κανενός, αυτός ο μετά λόγου γνώσεως εκφυλισμένος απόγονος του Δασκάλου του Ιωάννη Κονδυλάκη και μακρινός εξάδελφος του Ξένου του Αλμπέρ Καμύ, ανεπαισθήτως κλείνεται από τον κόσμο έξω. Αφομοιώνεται σταδιακά από το ονειρικό σύμπαν που ο ίδιος πλάθει και όπου στοιχειώνουν πλάσματα μεταλλαγμένα και νεκροζώντανα: η άγουρης γοητείας Λένια, ο Κρίτων Λαερτάκης πλάνης και αναζητητής, κυρίως δε ο θρυλικός θαλασσοπόρος Αλαίν Μπομπάρ... Πώς να αναμετρηθούν μαζί τους τύποι κυρίαρχοι της κοινωνικής ζωής, όπως ο ανεκδιήγητος πολιτευτής Φινοκίδης;
Η Κατερίνα Δασκαλάκη κρατάει ως το τέλος τη δέουσα απόσταση από τον κεντρικό ήρωά της και έτσι το βιβλίο αποφεύγει τον κίνδυνο να εξελιχθεί σε ποιητικό παραλήρημα, που πιθανότατα θα αποξένωνε τον αναγνώστη. Εν αντιθέσει προς τη βάρκα «Ευθαλία» του καπετάν Μπομπάρ, το σκάφος της αφήγησης μπορεί στιγμές στιγμές να σκεπάζεται από τα κύματα, ποτέ όμως δεν μένει ακυβέρνητο. Σε μια περίοδο που το κοσμοπολίτικο και το ιστορικό μυθιστόρημα τείνουν να κυριαρχήσουν στην Ελλάδα, είναι εξαιρετικά ευχάριστο που κάποιοι επιμένουν να ασχολούνται ακόμη και εν παραβολαίς με το εδώ και το τώρα. Ιδίως δε όταν καταλήγουν με τη φράση: «...Έγινε εν μέρει και μπουρδέλο».
Χ . Α. Χωμενίδης, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 17-12-2000
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις