0
Your Καλαθι
Λευκή πετσέτα στο ρινγκ
Περιγραφή
Από ποιους γράφεται τελικά η ιστορία; Από τους νικητές ή μήπως κι από τους ηττημένους;
Νοέμβρης του 1999:
Ένας «παροπλισμένος» ρεπόρτερ αναλαμβάνει να ερευνήσει μια πολιτική δολοφονία του 1944. Όσο όμως προχωρά η έρευνά του τόσο περισσότερο αντιλαμβάνεται πως η αποκάλυψη της Αλήθειας δε συμφέρει κανέναν. Ούτε ακόμη κι αυτόν τον ίδιο! Τι θα κάνει λοιπόν; Θα αποκαλύψει τους πραγματικούς ενόχους ή θα σωπάσει;
Από το οπισθόφυλλο του βιλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πάλι για τον Εμφύλιο; Η επιτυχία του Νίκου Δαββέτα (γενν. 1960) είναι ότι η δυσφορία δεν φτάνει στα χείλη του αναγνώστη καθώς τον προλαβαίνει ο αφηγητής τού τρίτου κατά σειρά πεζογραφικού του βιβλίου. Η παρούσα νουβέλα αποτελεί, τρόπον τινά, τη συνέχεια του μεταθανάτιου διαλόγου στο «Θήραμα» (2004), όπου μητέρα και γιος προσπαθούσαν ετεροχρονισμένα να αποκαταστήσουν τη μεταξύ τους σχέση, ανασκαλεύοντας τα κατάλοιπα, ψυχικά κυρίως, των κατοχικών και μετακατοχικών χρόνων. Αν εκεί επικρατούσε η συναισθηματική φόρτιση, τώρα η ματιά του κεντρικού προσώπου κυβερνάται από μια σκοτεινή ειρωνεία. Δημοσιογράφος που μόλις έχει καβατζάρει τα σαράντα, ελαφρώς καταθλιπτικός, καλείται να συμμετάσχει σε αφιέρωμα περιοδικού για τα Δεκεμβριανά. Η ιδέα αρχικά τον δελεάζει, αλλά προοδευτικά το ενδιαφέρον του μαραίνεται, για να καταλήξει στην αδιαφορία και την παραίτηση. Οι έρευνές του στο περιβάλλον της παλιάς του γειτονιάς τον φέρνουν σε επαφή με αρκετούς κομπάρσους των γεγονότων που όσο φλυαρούν τόσο περισσότερο δίνουν την εντύπωση πως αποσιωπούν. Μελετώντας και συνδυάζοντας τις απομαγνητοφωνημένες μαρτυρίες τους ο δημοσιογράφος βρίσκεται μπροστά σ' ένα αξεδιάλυτο κουβάρι. Νήματα του κουβαριού, τα εγκλήματα των αριστερών, ενδεδυμένα ιδεολογικά, προσωπικές διαφορές που μασκαρεύονται σε εκτελέσεις προδοτών, η εξαργύρωση από τους πιο επιδέξιους της αντιστασιακής τους δράσης και η ισόβια διασφάλιση ενός κοινωνικού κύρους. Ωστόσο ο αφηγητής, αντί να μετατρέψει το υλικό του, όπως άλλωστε εππροτίθετο εξαρχής, σε ένα καταγγελτικό κείμενο για τα άπλυτα της Αριστεράς, το παρατάει. Εγκαταλείπει το, ανέφικτο ούτως ή άλλως, ξεδιάλεγμα των θυμάτων και των θυτών, συνειδητοποιεί το άτοπο μιας απονομής δικαιοσύνης και πιάνει να τακτοποιεί το κουβάρι της δικής του ζωής, του παρόντος. Η στάση του, τολμηρή, ίσως και προκλητική, ανακλά πρωτίστως μια απροσδόκητα νεανική οπτική πάνω στον Εμφύλιο.
Δύο δολοφονίες, πολλοί ένοχοι
Ο Δαββέτας για τη σκηνογραφία της ιστορίας του επινοεί τον συνοικισμό «Σφαγεία», μια προσφυγική γειτονιά όπου μεγάλωσε ο ήρωάς του, και για χρόνο ορίζει το σύνορο του 1999. Από τον γενέθλιο τόπο αρχίζει την έρευνά του ο δημοσιογράφος, παίρνοντας συνεντεύξεις από παλιούς αριστερούς, συλλέγοντας στοιχεία για δύο δολοφονίες που έγιναν τον Δεκέμβρη του '44, ενός τροτσκιστή που εκτελέστηκε κατηγορούμενος ως δωσίλογος και ενός ιδεαλιστή γιατρού που φήμες τον ήθελαν παιδεραστή. Συνομιλεί με συγγενείς των θυμάτων, με δευτεραγωνιστές της τοπικής οργάνωσης που έφερε την ευθύνη των εκτελέσεων, ανατρέχει σε δημοσιεύματα της εποχής σχετικά με την περιοχή, ανιχνεύοντας τα κίνητρα των δολοφονιών, προσπαθώντας να διακρίνει πολιτικές αιτιολογίες και σκοντάφτοντας επανειλημμένως στη μορφή του Βεντούρα. Ο τελευταίος σκιαγραφείται τόσο μέσω των εξομολογήσεών του προς τον αφηγητή όσο και από καταθέσεις τρίτων. Καθοδηγητής της οργάνωσης, με απαράμιλλο ταλέντο στην επιβίωση, ακονισμένο για πρώτη φορά στα χρόνια της Κατοχής, έζησε για μεγάλο διάστημα στο Παρίσι, όπου βίωσε τον Μάη του '68 και κατόπιν αναδείχτηκε σε προβεβλημένο ζωγράφο, χάρη και στα αντιδικτατορικά του έργα, και μετέπειτα εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη για να απολαύσει τις δάφνες του, αντάξιες του εκλεκτού πολίτη που ήταν. Η προσωπογραφία του, σμιλευμένη από την οίηση, τον χαμαιλεοντισμό, την ασυδοσία, τον αριβισμό, προβάλλει απεχθέστατη. Ολοι οι συνομιλητές τού δημοσιογράφου βρίσκουν κάτι να του καταλογίσουν, άλλοτε βαρύτερο κι άλλοτε ελαφρύτερο. Το ότι η φιγούρα του Βεντούρα δεν ισοπεδώνεται σε μια εωσφορική καρικατούρα, αλλά αντιθέτως αποτελεί ένα δεξιοτεχνικά δουλεμένο πορτρέτο, με γωνίες και σκιάσεις, οφείλεται και στην αμφιθυμία του αφηγητή, στην καχυποψία του απέναντι στην ευκολία με την οποία οι συνομιλητές του χαράζουν γραμμές ανάμεσα σε δικαίους και αδίκους, προδότες και προδομένους. Από το άλλο μέρος, ο Δαββέτας ευφυώς τοποθετεί στο πλευρό του Βεντούρα την κόρη του, η οποία αποσπά διαρκώς την προσοχή τού ήρωα από την πληθωρική φυσιογνωμία του πατέρα της. Η Κατοχή, ο Εμφύλιος και όλες οι βιαιοπραγίες που καθοδηγούνταν από το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ωχριούν μπροστά στο βασικότερο ένστικτο. «Το κορμί της ενσαρκώνει το παρόν που δεν μπορώ ν' αδράξω» παραδέχεται ο ήρωας, λοξοδρομώντας ολοένα από το παρελθόν. Μπροστά της η έρευνα «φαίνεται πια μια τόσο μακρινή υπόθεση».
Οταν οι αναζητήσεις του αρχίζουν να διαγράφουν στενότερο κύκλο, αγγίζοντας τον άμεσο περίγυρό του, και από τον θείο του που σκοτώθηκε στα Δεκεμβριανά, οδηγείται στον πεθερό του και ακόμα στη μητέρα του, ο αφηγητής αποσύρεται από το ρινγκ. Αφήνει δικαιωμένους και αδικαίωτους να διαιωνίζουν έναν ατέρμονο, ανοιχτό όσο και λήξαντα αγώνα και πασχίζει να βρει τη δικαίωση της δικής του ύπαρξης. Παρατάει τα αδιέξοδα stop και play του δημοσιογραφικού του μαγνητοφώνου και πατάει το play της ζωής του.
Ο εμφύλιος στο σώμα
«Ενα μυθιστόρημα για όλους τους μικρούς εμφύλιους που συνεχίζονται μέσα μας», καταλήγει το οπισθόφυλλο. Πράγματι, μολονότι στο βιβλίο είναι αρκετά αιχμηρή η απεικόνιση των συγκρούσεων ως ξεκαθάρισμα προσωπικών, ανεξόφλητων λογαριασμών, ο Δεκέμβρης του '44 συνιστά ένα μέρος μόνο της προβληματικής σχετικά με τον Εμφύλιο και η εστίαση του Δαββέτα δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο εσωτερική, σωματική ακριβέστερα. Ψυχολογικά όσο και σωματικά ο πρωταγωνιστής του υποφέρει, από το άγχος για την ηλικία, από τη μονοτονία της καθημερινότητάς του, από την απογοητευτική δουλειά του, από αϋπνίες, από τη διάλυση του γάμου του, από τον προστάτη του. Στο τέλος αναλαμβάνει τον συμψηφισμό όλων αυτών: «[...] αντιλήφθηκα πως το μόνο σοβαρό χρόνιο νόσημα που με βασανίζει εδώ και καιρό είναι η ίδια μου η ζωή». Το σώμα του γίνεται πεδίο σκληρών παρατηρήσεων και ιατρικών εξετάσεων, δοχείο ποικίλων φαρμακευτικών αγωγών και αφορμή πικρόχολων, σαρκαστικών συγκρίσεων με «τις στρατιές αγέραστων κοριτσιών» που το περιβάλλουν αντιστικτικά στο μετρό, στο γραφείο, στις ονειροπολήσεις του. Οι σπαρταριστές περιγραφές στον υπόγειο των επιβατών σαν θύματα ανασκολοπισμού, οι καυστικές αναφορές στην επώδυνη εξέταση του προστάτη, ο παραλληλισμός της σιωπής ενός «συντρόφου» με δύσκολη πεπτική διαδικασία, απολήγουν σ' ένα καταπληκτικό εύρημα που συναρμόζει τις σωματικές λειτουργίες, τις εμφύλιες διαμάχες της σάρκας, με τον Εμφύλιο. Το ακριβοθώρητο ημερολόγιο του Βεντούρα, όπου πιστευόταν πως καταγράφονταν μυστικά, ονόματα και ντοκουμέντα για την επίμαχη εποχή, αποδεικνύεται ένα σημειωματάριο αφοδεύσεων. Απολαυστικός ο συνδυασμός σημαδιακών ημερομηνιών με την εξέλιξη της δυσκοιλιότητας. Ωστόσο ακόμα και τα σκατά, κατά τη φαρμακερή διατύπωση του αφηγητή, μπορούν να πλασαριστούν σαν πυρίτιδα. Ομως ο ήρωας βρίσκεται πια μακριά από τον Εμφύλιο και τους δαφνοστεφείς ή παροπλισμένους αγωνιστές του, παραδομένος στην πάλη του σώματος, όχι πια με τις ίδιες του τις σάρκες, αλλά με έτερα σώματα. Στις δύο τελευταίες σελίδες του βιβλίου παρατίθεται ένας πολύ προσωπικός διάλογος μεταξύ ερωτικών συντρόφων. Βέβαια ο συγγραφέας επιλέγει δολίως για ερωμένη του ήρωά του την εγγονή ενός από τους δολοφονημένους.
Η νουβέλα παρακολουθεί εκ παραλλήλου την αναβίωση των Δεκεμβριανών και την ξεχαρβαλωμένη πραγματικότητα του αφηγητή, εξαλείφοντας πολύ προσεκτικά οποιαδήποτε διαχωριστική απόσταση μεταξύ των διαφορετικών περιόδων, υποδεικνύοντας την αλληλεπίδρασή τους. Οσο ο δημοσιογράφος δουλεύει το κείμενο για το αφιέρωμα τόσο νιώθει να ρημάζεται από τις μικρές κακουχίες της καθημερινότητας. Αντιθέτως, όσο αποδεσμεύεται από το θέμα του τόσο σιγουρεύει τα βήματά του στην ιδιωτική του ζωή. Με ανάλογη επιδεξιότητα ο Δαββέτας έχει κατανείμει και επεξεργαστεί τις μαρτυρίες, έτσι ώστε όχι μόνο να τέμνονται μεταξύ τους, να εισδύει η μία στην άλλη, είτε αναιρώντας την είτε προεκτείνοντάς την, αλλά και ως σύνολο να μαρτυρούν διαπροσωπικές ρήξεις, ελάχιστα ιδεολογικές. Ξεχωρίζει επίσης η ευχάριστη απόκλιση ανάμεσα στην ψυχοσύνθεση του αφηγητή, κουρασμένου, αποκαρδιωμένου, ηττοπαθούς, και στην προσέγγισή του, πρόδηλα επιθετική, απέναντι στο άλυτο ζήτημα του Εμφυλίου, στο μέτρο που η παραίτησή του φαντάζει τελικά πιο μαχητική και κριτική από ένα άρθρο πολεμικής.
Ο έντονος σκεπτικισμός δεν μετατρέπεται σε αρνητισμό, η λεπταίσθητη ειρωνεία δεν τραυματίζει τη δραματικότητα και την ένταση αρκετών βιογραφικών, όπως και η απομάκρυνση του ήρωα από το συλλογικό ρινγκ δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση την κατάπαυση των χτυπημάτων στο ατομικό ρινγκ, οροθετημένο από καθημερινούς καταναγκασμούς. Οσο κι αν το παρελθόν μάς παραμονεύει, στο σήμερα είναι που λογοδοτούμε.
ΛΙΝΑ ΠΑΝΤΑΛΕΩΝ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 19/01/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις