0
Your Καλαθι
Τα μισόλογα της Λουντμίλα
Περιγραφή
Μια Τρίτη πρωί, στο τρομοκρατημένο απ' την τρομοκρατία Λονδίνο, οι δίδυμοι Μπλερ και Μπάνι Χιθ γίνονται οι πρώτοι ενήλικοι σιαμαίοι στην ιστορία που διαχωρίζονται με επιτυχία. Την ίδια μέρα, σε μια γωνιά του Καυκάσου, που σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο, η Λουντμίλα Ντέρεβ σκοτώνει τον παππού της.
Η Λουντμίλα, στην προσπάθειά τους να σώσει τους οικείους της από την πείνα, την εξαθλίωση, και τον εμφύλιο, ανοίγεται σε μια Οδύσσεια στη μετασοβιετική Ρωσία η οποία περιλαμβάνει, μεταξύ των άλλων, ένα σάιτ με ρωσίδες νύφες, ενδιαφέρουσες επαφές με ρώσου στρατιώτες, και κάμποσους φόνους.
Το ίδιο διάστημα οι αδελφοί Χιθ, ύστερα από 33 χρόνια εγκλεισμού σ' ένα ίδρυμα, βρίσκονται ξαφνικά ελεύθεροι: μπορούν να κάνουν χωριστά ό,τι δεν μπορούσαν να κάνουν μαζί.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο DBC Pierre, ψευδώνυμο του Πίτερ Φίνλεϊ, που έγινε γνωστός με την κατάκτηση του βραβείου Μπούκερ (2003), με το μυθιστόρημά του «Βέρνον, ο μικρός Θεός», μας παρουσιάζει εδώ μια εντελώς εκκεντρική, σχεδόν μπαρόκ, ιστορία.
Δύο ενήλικοι σιαμαίοι υφίστανται -για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιατρικής σε τέτοια ηλικία- επέμβαση διαχωρισμού, η οποία έχει επιτυχή έκβαση. Ετσι, ο Μπλερ και ο Γκόρντον αρχίζουν τη χωριστή πια ζωή τους στο πολύβουο, πολυπολιτισμικό Λονδίνο, υπό την εποπτεία όμως πάντα του Ινστιτούτου της Αλβιώνας, στο οποίο ζούσαν όσο ήταν ενωμένοι.
Ο Αυστραλοβρετανός συγγραφέας επιφυλάσσει στους δύο πρωταγωνιστές του έναν κόσμο περίκλειστο, σχεδόν κλειστοφοβικό. Σ' ένα σχήμα ζωής όπου ποτέ δεν ξεχνιέται η αρχική ένωσή τους, οι δύο πρώην σιαμαίοι αδελφοί αγωνίζονται να εγκλιματιστούν στη νέα ζωή τους.
Το κύριο βάρος του συγγραφέα πέφτει στους γλωσσικούς χειρισμούς του: με αριστοτεχνικό τρόπο και με πλούσια δάνεια από τη λονδρέζικη αργκό, σκιαγραφεί αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «σύγχρονη νεύρωση της αστικής ζωής», της οποίας οι δύο αδελφοί συνιστούν ανάγλυφη εικόνα. Παράλληλα, στο υπόλοιπο μέρος του μυθιστορήματος, εκείνο της περιγραφής, η γλώσσα του συγγραφέα παραμένει παιγνιώδης και διαβρωτική, με συνεχείς μεταφορές και μετωνυμίες, τόσο που έχει κανείς την αίσθηση ότι η γλώσσα του μυθιστορήματος, σε όλη του την έκταση, έχει υποστεί μια ριζική μετακύλιση σημασιών: με άλλες λέξεις νοηματοδοτούνται παλαιά σημαινόμενα.
Παράλληλα, και απολύτως ισότιμα με την πρώτη, αναπτύσσεται μια δεύτερη δομή: σε μια -φανταστική- πρώην σοβιετική Δημοκρατία, σε ασιατικό έδαφος, μαίνεται ο εμφύλιος πόλεμος. Η Λουντμίλα, πρωταγωνίστρια μαζί με τους δύο δίδυμους, πρώην σιαμαίους αδελφούς, ζει με την ευρύτερη οικογένειά της πάνω στα βουνά υπό συνθήκες πλήρους ένδειας. Ο περίπου αθέλητος φόνος του παππού της από την ίδια, την ώρα που προσπαθούσε να τη βιάσει, πυροδοτεί την εκκίνηση της δράσης στο όλο μυθιστόρημα.
Ο DBC Pierre, εκκινώντας από μια δυνατότητα του πραγματικού -χωρισμός σιαμαίων, ξέσπασμα πολέμου-, εκτινάσσει την αφήγησή του σε μια φαντασμαγορία του φανταστικού. Με συνεχή μείξη αυτών των δύο επιπέδων, πραγματικού-φανταστικού, κατορθώνει να συνθέσει μια αφήγηση όπου το φανταστικό γίνεται πειστικό και το πραγματικό τραγικό. Τεντώνοντας τους χαρακτήρες του ώς τα ακραία τους όρια και με την εντατική χρήση της υπερβολής, πλάθει πρόσωπα που θα μπορούσαν να φιλοξενηθούν στους πίνακες του Μπος. Χωρίς να ενδίδει σε στερεότυπα και σε αφηγηματικούς κοινούς τόπους, στήνει ένα μυθιστόρημα όπου, παρά τις επιμειξίες με το μη πραγματικό, προκύπτουν ανάγλυφα τραγικές όψεις της απτής, καθημερινής πραγματικότητας.
Οι δύο αδελφοί, αφού ζήσουν για κάποιο διάστημα κλειστοφοβικά -και πάντα υπό την επιτήρηση του Ινστιτούτου της Αλβιώνας- σ' ένα βροχερό Λονδίνο, αφού επισκεφθούν ντισκοτέκ, κλαμπ και παμπ, αφού δεχτούν επισκέψεις νοσοκόμων και επιθεωρητών, θα βρεθούν, με απροσδόκητο τρόπο, στο σχεδόν φουτουριστικό έδαφος της σπαρασσόμενης από τον πόλεμο πρώην σοβιετικής Δημοκρατίας. Στην παρουσία τους εκεί δεν θα είναι αμέτοχα το Διαδίκτυο και η στρεβλή, «τουριστική» άποψη που έχουμε οι αναπτυγμένοι Δυτικοί για τον υπόλοιπο κόσμο, άποψη που γίνεται αντικείμενο ανηλεούς σαρκασμού από τον συγγραφέα.
Ωστόσο η οργιαστική φαντασία και η φυσική ικανότητα του DBC Pierre να αφηγείται υπονομεύονται εν μέρει από την έλλειψη αφηγηματολογικής φροντίδας στα «Μισόλογα της Λουντμίλα». Ο συγγραφέας, σε αντίθεση με όσα μας έμαθε ο 20ός αιώνας για το μυθιστόρημα, δείχνει να μη νοιάζεται για το ποιος και το πώς μιλάει. Ο αφηγητής, τριτοπρόσωπος, αδιατάρακτος, ομοιογενής και ενιαίος, ξεκινά και περαιώνει την αφήγησή του χωρίς ίχνος αμφιβολίας γι' αυτό που κάνει, βέβαιος και ασφαλής στα καθήκοντά του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το χρονικό άλμα του τέλους, που σφραγίζει την ιστορία, μολονότι προσημαίνεται τουλάχιστον μία φορά, μοιάζει αμήχανο, βεβιασμένο και έξωθεν επιβεβλημένο -ένα σχηματικό, πλήρες «μηνυμάτων» τέλος.
(Ο υπάκουος, νομοταγής, μέσα στο πλαίσιο της κανονικότητας αφηγητής είναι βέβαιο πως κάνει τα βιβλία να πουλάνε πιο πολύ, δεν προωθεί όμως τη μυθιστορηματική έρευνα ούτε την τέχνη που τη θεμελιώνει. Και αν το μυθιστόρημα για το οποίο του δόθηκε το Μπούκερ το 2003 είναι ανάλογης υφής, αυτό δεν πιστοποιεί την ποιότητα του βιβλίου, αλλά το γεγονός ότι ακόμη και εγκυρότατα βραβεία, όπως το βρετανικό Μπούκερ, τα τελευταία χρόνια έχουν βάλει νερό στο κρασί τους υπό την πίεση του αγοραίου ισοδύναμου, αυτού που θα μπορούσε να είναι το πραγματικό, ανθρωπογνωστικό μυθιστόρημα.)
Λίγο πριν από το τέλος γίνεται η συνάντηση της Λουντμίλα και των δύο αδελφών μέσα σ' ένα οργιαστικό κλίμα φόνων, ερωτικών συνευρέσεων και ειρωνικής δικαίωσης των ηρώων, όπου κυριαρχεί η γόνιμη και αχαλίνωτη φαντασία του συγγραφέα.
Εν κατακλείδι, ο DBC Pierre μας παραδίδει ένα αδιάφορο αφηγηματολογικά μυθιστόρημα, που το χαρακτηρίζει όμως μια εξαιρετική, έντεχνη αφηγηματικότητα, η οποία κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι, σχεδόν, την τελευταία σελίδα. Ο σχετικά νέος Βρετανοαυστραλός συγγραφέας κατορθώνει να στήσει και να αφηγηθεί μια ευφάνταστη και άκρως ενδιαφέρουσα ιστορία, όπου κυριαρχεί το αμείλικτο γκροτέσκο μέσα σ' ένα δάσος από μεταφορές και μετωνυμίες.
Η μετάφραση του Πέτρου Χατζόπουλου (Αύγουστου Κορτώ) είναι, παρά τις όποιες υπερβολές της, κάτι παραπάνω από ικανοποιητική. Εχοντας να παλέψει με ένα σίγουρα δύστροπο πρωτότυπο, καταφέρνει να αποδώσει στο ακέραιο τη μετωνυμική χρήση της γλώσσας, αλλά και την όλο ζωντάνια, σύγχρονη, παιγνιώδη αργκό.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 08/12/2006
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις