0
Your Καλαθι
Κριτική σημειωτική και κριτική της κουλτούρας ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Έκπτωση
67%
67%
Περιγραφή
Το βιβλίο είναι, πρώτα απ' όλα, ένας συνολικός και εφ' όλης της ύλης απολογισμός των περιπετειών και της μέχρι τώρα πορείας της Σημειωτικής, ένας απολογισμός που, υποχρεωτικά και κατ' ανάγκην, έρχεται να συναντήσει όλα τα επίκαιρα ζητήματα που αφορούν το σύνολο των επιστημών της γλώσσας και του ανθρώπου. Ζητήματα όπως οι σχέσεις κειμένου, ιστορίας και κοινωνίας, η θεωρητική υπόσταση της σημασίας (ρεαλισμός ή νομιναλισμός), ο τρόπος υπαρξής της (εμμένει η μετάθεση), οι σχέσεις εξουσίας και γλώσσας, το πρόβλημα του τρόπου ύπαρξης και δράσης της ιδεολογίας, οι ποικίλες μορφές της σημειωτικής επιβολής και οι πιθανές αντιστάσεις σε αυτήν, οι σχέσεις ανάμεσα στη γνώση και την πράξη, το σημερινό επικοινωνιακό μοντέλο, ο ρόλος των ΜΜΕ και η πάλη για τον έλεγχο της λογόσφαιρας, αποτελούν κάποιους από τους πολλούς σταθμούς αυτής της συνάντησης. Μια συνάντηση που εμπλουτίζεται μέσα από τη διαρκή και ζωντανή συνομιλία του βιβλίου με την πλειονότητα των κυρίαρχων στον 20ό αιώνα θεωρητικών ρευμάτων και ερμηνευτικών παραδειγμάτων (δομισμό, ψυχανάλυση, αποδόμηση, ερμηνευτική, ανθρωπολογία, φαινομενολογία, κ.ά).[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Πρόσφατα, στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, η αντικατάσταση του μουσικού θέματος από τα Carmina Burana με το μουσικό μοτίβο της «Επιστροφής του Βασιλιά» από την ταινία «Οι 300» έκανε τους δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ να αναρωτώνται τι σημαίνει η συγκεκριμένη εμφάνιση του Γιώργου Παπανδρέου «από σημειολογική σκοπιά». Με ανάλογο «σημειολογικό ενδιαφέρον» υποδέχτηκαν οι δημοσιογράφοι και την εμφάνιση του πρωθυπουργού στο συνέδριο της Ν.Δ. υπό τον ήχο της new age μελωδίας του Σπανουδάκη. Τι σηματοδοτούν, άραγε, αυτές οι μουσικολογικές επιλογές; Ποιο είναι το πολιτικό τους μήνυμα; Στα δημοσιογραφικά γραφεία, αλλά και στα επικοινωνιακά επιτελεία των κομμάτων, η «σημειολογία στα όρθια» -αν επιτρέπεται ο όρος- δίνει και παίρνει. Δεν είναι, όμως, μόνον αυτός ο χώρος όπου μπορεί κανείς να εντοπίσει την αναγωγή της σημειολογίας σε ένα είδος «λαϊκής επιστήμης» του καθημερινού. Η διαφήμιση, η επικοινωνία, το μάρκετινγκ, η μόδα, τα «life-style» περιοδικά, οι εικαστικές εκθέσεις, τα προγράμματα πολιτισμικής διαχείρισης αλλά και τα ταχύρρυθμα μεταπτυχιακά σεμινάρια «θεωρίας» έχουν γίνει προνομιακά πεδία για την επιστημονική έκρηξη της σημειολογίας.
Φαίνεται πως από τον καιρό -μέσα της δεκαετίας του '80- που οι συζητήσεις στις παρέες γέμιζαν με ατάκες του Ρολάν Μπαρτ και του Ουμπέρτο Εκο, μέχρι σήμερα, που ο αναγνώστης πληροφορείται τις βασικές αρχές της «ζωής των σημείων» σε εγχειρίδια επιχειρηματικής γνώσης, έχουν αλλάξει πολλά. Κοινός παρονομαστής πάντως σε αυτές τις μεταλλάξεις είναι πως η Σημειωτική, από τις πιο λόγιες ώς τις πιο ποπ εκδοχές της, γνώρισε μια εντυπωσιακή και συναρπαστική τύχη στο επίπεδο της πρόσληψής της καθώς και στο επίπεδο της διεπιστημονικής της αξιοποίησης. Στην ιστορία της επιστήμης του 20ού αιώνα δύσκολα θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει ένα επιστημολογικό πρόγραμμα με τόσο ευρεία απήχηση και γοητεία. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται στην ίδια την υπόσταση αυτού του επιστημονικού κλάδου, αφού, όπως μας θυμίζει ο συγγραφέας του βιβλίου που παρουσιάζουμε, η «ιστορία της Σημειωτικής είναι η ιστορία ενός πάθους: του πάθους που ανακαλύπτει ότι ο κόσμος έχει σημασία -και, συχνά, διαφορετική και περισσότερη σημασία απ' ό,τι φαίνεται». Ως κοινωνικά, λοιπόν, υποκείμενα, ως παραγωγοί και καταναλωτές νοημάτων, κινούμαστε μέσα στην «επικράτεια των σημείων» και στις πολλαπλές στρατηγικές της σημασίας που διατρέχουν τον σημειωτικό χώρο. Εχουμε όμως τη σημειολογία που μας αξίζει;
Μία, δύο, τρεις; Πόσες σημειωτικές;
Ο συγγραφέας του βιβλίου, Manuel Gonzalez de Avila είναι καθηγητής Θεωρίας και Κοινωνιολογίας της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Σαλαμάνκα. Η ιδιότητα αυτή, με το εξειδικευμένο ενδιαφέρον της και το συχνά επιτηδευμένο λεξιλόγιό της, θα μπορούσε να αποτελεί εμπόδιο για μια συστηματική γνωριμία με το βιβλίο του και την προβληματική του. Ο συγγραφέας, ωστόσο, ανήκει σε εκείνο το είδος των θεωρητικών που δεν εκλαμβάνουν τη θεωρία ως μια επιστημονική ταχυδακτυλουργία, περιβεβλημένη από τη μαγεία της σκοτεινής γλώσσας και την προκλητική αυτο-αναφορικότητα του λόγου. Αντίθετα, προσπαθεί να θέσει το πρόβλημα των σημειωτικών πρακτικών, με μια ανάλυση που εξετάζει ταυτόχρονα την ιστορία και την επιστημολογία της Σημειωτικής, το παρελθόν και το μέλλον της, μέσα σε ένα συνολικότερο πρόταγμα «κριτικής θεωρίας», που έχει μαζί αντιρρητικό και προγραμματικό λόγο. Το βιβλίο του για την «κριτική σημειωτική και την κριτική της κουλτούρας» είναι ένα βιβλίο αναστοχασμού, με πλούσια περιδιάβαση σε διάφορα και διαφορετικά πεδία των κοινωνικών επιστημών, που σχετίζονται με τις σημειωτικές εργασίες και τις επιχειρήσεις ερμηνείας των σημειωτικών κωδίκων. Στην ουσία, το εγχείρημά του είναι μία ανασκόπηση της επιστημονικής πορείας που ακολούθησαν οι σημειωτικές σπουδές κατά τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και μια θεωρητική διατύπωση των βασικών αρχών προς την κατεύθυνση μιας νέας κριτικής σημειωτικής.
Στον στόχο της κριτικής του συγγραφέα βρίσκεται η αποκαλούμενη «απομονωτική σημειωτική», η απόπειρα, δηλαδή, μιας ολόκληρης σχολής σημειολόγων να αποκλείσουν το κείμενο από τον κοινωνικό του κόσμο, τα ιστορικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα των σημασιών του, μελετώντας το ως αντικειμενοποιημένη πραγματικότητα με εγγενή χαρακτηριστικά και εμμενή κατανοησιμότητα. Η ρήση του Α. J. Greimas, πως «έξω από το κείμενο δεν υπάρχει σωτηρία», είναι ενδεικτική για μια ολόκληρη θεωρητική τάση που εξώθησε τη Σημειωτική σε μια δήθεν αυτάρκη κειμενοκεντρική ανάλυση, έξω και πέρα από κάθε κοινωνική και ιστορική διαδικασία σημασιοδότησης. Μέσα από αυτήν την ακραία αντι-ιστορική οπτική γωνία, το «κείμενο» έγινε το πεδίο εφαρμογής ενός εργαλειακού λόγου που επινόησε άχρονες, ά-τοπες και καθολικές σημασιολογικές αρχές, οργανωμένες συνήθως σε δυαδικές αντιθέσεις μαθηματικο-λογικού τύπου. Φαίνεται πως ακόμα και όταν παίρνουν τον χάρακα για να χαράξουν το περίφημο «σημειωτικό τετράγωνο» των σημασιών του κειμένου, οι σημειολόγοι αυτής της σχολής δεν κάνουν τίποτε άλλο παρά να χαράζουν το πλήρες «σημειωτικό κενό»· την πλήρη, δηλαδή, διάρρηξη των σχέσεων του κειμένου με τον κόσμο, προς χάριν κάποιων θεωρητικοτεχνικών εργαλείων, που εντέλει προβάλλονται ως «ουσία» και «κρυμμένο μυστικό» του κειμένου. Απέναντι σε αυτή τη βίαιη χειραγώγηση του νοήματος από την «απομονωτική σημειωτική», η «συνδυαστική σημειωτική» έρχεται να συμφιλιώσει ξανά το κείμενο με την ιστορία και την κοινωνία, παραδίδοντας τη σκυτάλη στην «κριτική σημειωτική», η οποία, ωστόσο, είναι υποψιασμένη ακόμα και για την ίδια την ιστορικότητα, τις κειμενικές της εμπλοκές, τις αδυναμίες περιγραφής όλων των πιθανών ιστορικών επικαθορισμών του νοήματος, το νεωτερικό όραμα της ολότητας αλλά και την πληθωριστική μετανεωτερική ρητορική της χρεοκοπίας της.
Η «κριτική σημειωτική» παίρνει, επιτέλους, στα σοβαρά τους πραγματικούς ιστορικούς και κοινωνικούς όρους της παραγωγής των λόγων, τους ιδεολογικούς σχηματισμούς που τους περιβάλλουν, την αλληλοσύνδεσή τους, τη σημειογλωσσική τους πραγμάτωση, τα συσχετισμένα και συσχετιστικά διαλογικά τους συμφραζόμενα. Απέναντι στη στατική θεώρηση της σημασίας, η κριτική σημειωτική προτείνει μια κινητική, ρευστή και διαφορική σημασιολογία, αναλύοντας τους ποικίλους κοινωνικούς λόγους περισσότερο ως σταυροδρόμια κυκλοφορίας και ανταλλαγής νοημάτων, παρά ως κλειστές, αυτόνομες και συντελεσμένες οντότητες, που περιμένουν να ανακαλυφθούν ύστερα από μια χειρουργική μέθοδο εξόρυξης του νοήματος. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο, η «συνδυαστική» και η «κριτική σημειωτική» έρχεται σε ευθεία ρήξη με το βασικό επιστημολογικό οπλοστάσιο της «απομονωτικής σημειωτικής», κυρίως σε ό,τι αφορά τη νομιμοποίηση των ερμηνευτικών της εγχειρημάτων: τον λόγο περί της «καταλληλότητας» των εργαλειών της και των αναλυτικών της κατηγοριών, τη διακηρυκτική αρχή της «αξιολογικής ουδετερότητας», τη δυαδική ιεραρχία των «δομών βάθους» και των «δομών επιφάνειας», τον κανονιστικό λόγο με τους περιγραφικούς αλγόριθμους, τα αντιθετικά δίπολα, τις οικουμενικές μορφολογίες, τη βιο-οντολογία του κειμένου ως «ελάχιστου σωματιδίου» που εξηγεί δήθεν μια «σφαιρική οικονομία της σκέψης», τη γνωσιαρχία των σημειολογικών αξιωμάτων.
Η σημειωτική ως κριτική της ιδεολογίας και της κουλτούρας
Απέναντι σε όλη αυτή την τεχνοκρατική ορθολογικότητα και τον αφελή θετικισμό αντιπροτείνεται η ανάλυση του λόγου ως κοινωνικής πρακτικής με πολλαπλές γενεαλογίες, με τη διερεύνηση των ποικίλων συνδηλώσεών του, με τη διαπλοκή των μετακωδίκων του, με τη συμφραστική παραγωγή της σημασίας του. Κυρίως, όμως, αυτό που προτείνει ο συγγραφέας είναι η μετάβαση από τη σημειοκρατία στη σημειοκλασία· η μετάβαση, δηλαδή, της Σημειωτικής σε μια νέα παραδειγματική λειτουργία με στόχο την κριτική της ιδεολογίας και της κουλτούρας, τον αποφενακισμό της σύγχρονης εξουσιαστικής «επικράτειας των σημείων» που προωθεί την επιβολή των αξιών ενός ιδιότυπου Αντι-Διαφωτισμού. Γνωρίζοντας καλά πως τα σύγχρονα συστήματα του μιντιακού ελέγχου, της κυβερνητικής και των νέων βιοτεχνολογιών βρήκαν στη Σημειωτική έναν πρόθυμο σύμμαχο για να εδραιώσουν την κυριαρχία τους, ο συγγραφέας προτείνει τη ριζοσπαστικοποίηση του επιστημονικού πεδίου στην κατεύθυνση μιας «αρνητικής διαλεκτικής» που θα κριτικάρει διαρκώς ακόμη και την ίδια τη σημειωτική επιβολή: την εμπορική, τεχνοκρατική, βιοπολιτική διάρθρωση και διασπορά των σημείων. Είναι αλήθεια πως η «βαριά σκιά» του Μιχαήλ Μπαχτίν και του Μισέλ Φουκό είναι ριζωμένη στη σκέψη του συγγραφέα, έστω και με ανομολόγητο τρόπο. Ο πρόλογος του βιβλίου από τον Βασίλη Αλεξίου αποτελεί μια σημαντική κατάθεση γύρω από την ευρύτερη θεωρητική συζήτηση που διεξάγεται για τη σχέση του κειμένου, του κόσμου και της σημείωσης. Η εμπειρία της μετάφρασης αποδίδει καρπούς και στον πρόλογο του βιβλίου, αφού η ιδιότητα του μεταφραστή μπολιάζει τη σκέψη του θεωρητικού, και αντιστρόφως. Καλοδεχούμενος ο μόχθος ετούτης της προσπάθειας, που μακάρι να ταράξει λίγο τα λιμνάζοντα νερά της ημέτερης ακαδημαϊκής κοινότητας, η οποία εξακολουθεί να κοιτάει εκστατικά το ηλιοβασίλεμα της σημειολογίας την ώρα που η ίδια η θεωρία δύει, για να αντικατασταθεί με τα όνειρα (ή τους εφιάλτες) της τεχνικής της βελτιστοποίησης.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ (Φιλόλογος-πανεπιστημιακός)
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 25/01/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις