0
Your Καλαθι
Απέραντες συνοικίες
Μυθιστόρημα
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Τόποι: Μάνδρα, Ελευσίνα, Λίμνη Κουμουνδούρου, Χαϊδάρι, Αιγάλεω, Σαλαμίνα, Μεγάλο Πεύκο, Κινέτα, Πάχη, τόποι κατασκήνωσης και σχολικών εκδρομών, δρόμοι του Πειραιά και της Αθήνας.
Άνθρωποι: Χαμένοι μετά την προσφυγιά στην εσωτερική μετανάστευση σε δυτικές καπνισμένες συνοικίες. Πρόσωπα παλιά, που ξέφυγαν απο το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, αλλά και νέα, απόμακροι φίλοι, συμμαθητές κι ζωηρά κορίτσια, περιπλανώμενοι μέσα στον κλειστό εφηβικό τους ορίζοντα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο κοσμοπολίτικο ρεύμα αέρος που σηκώθηκε εσχάτως και πήρε τα μυαλά των συγγραφέων μας, ο Γ. Δενδρινός επιμένει σχεδόν πεισματικά στις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες και τα δίσεκτα χρόνια της επταετίας. Μόνο που για τον συγγραφέα η εν λόγω περιοχή δεν συνιστά βιομηχανική ζώνη ούτε είναι ένα από τα πλέον μολυσμένα προάστια των Αθηνών, αλλά, σύμφωνα και με τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου του, αποτελεί τόπο μυθοποιημένο, όπως άλλωστε και εκείνοι οι μακρινοί καιροί, όταν «ένα πακέτο "Αρωμα"» - τίτλος του πρώτου βιβλίου του Γ. Δενδρινού - κόστιζε επτά δραχμές.
Ο μυθοπλαστικός χώρος του Γ. Δενδρινού εδράζεται στο Θριάσιο πεδίο· την παραλιακή πόλη της Ελευσίνας και τη βορειοδυτικώς κείμενη κωμόπολη της Μάνδρας. Με πύλη εισόδου την Ιερά Οδό, ο χώρος απλώνεται ως τα εξοχικά στους αλλοτινούς παραθεριστικούς οικισμούς του Μεγάλου Πεύκου και της Κινέττας και ακόμη μακρύτερα, ως τη Σαλαμίνα και τα Γεράνεια όρη. Ο συγγραφέας φαίνεται σαν να διατηρεί την αίγλη των ένδοξων ονομασιών, όταν αναφέρει, σε μια λεπτομερή και προσεκτική καταγραφή, κεντρικούς δρόμους και σοκάκια, πλατείες και παρακείμενα καφενεία, ταβέρνες και κλαμπ ως το στρατόπεδο και το νεκροταφείο της περιοχής, αλλά και την παραλία της Ελευσίνας, κάποτε προνομιούχο τόπο σχολικών εκδρομών. Πράγματι, σαν ελληνική ταινία, από εκείνες τις πρώτες έγχρωμες στις αρχές της δεκαετίας του '70. Αν και όχι ακριβώς ερωτική, παρ' όλο που τουλάχιστον ένα ειδύλλιο όλο και πλέκεται. Πάντως, η ύστατη σκηνή διαδραματίζεται παρά τη λίμνη Κουμουνδούρου. Αυτή που ο διερχόμενος σήμερα την Εθνική οδό, εποχούμενος, μετά βίας παρατηρεί και η οποία στο μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε τόπο απόδρασης για ένα λαθραίο ψάρεμα χελιών. Αλλά και αρκούντως ρομαντικό σκηνικό για τον μελοδραματικό θάνατο της κορυφαίας του μυθιστορηματικού κόσμου του Γ. Δενδρινού, που παραμένει η γιαγιά τού αφηγητή. Σε αντιπαράθεση, θυμόμαστε τα μελανά χρώματα με τα οποία αποδίδει την περιοχή στο τέρμα της Ιεράς Οδού ο νεότερος του Γ. Δενδρινού, κατά μία δεκαπενταετία, Θ. Χειμωνάς, στο πρώτο μυθιστόρημά του Ραμόν.
Αντιστοίχως ο μυθοπλαστικός χρόνος, στα έξι από τα συνολικά εννέα «πεζά κείμενα» του πρώτου βιβλίου, στο μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο που ακολούθησε και στο πρόσφατο βιβλίο, είναι η επάρατος επταετία, όπου όμως το ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν επικεντρώνεται σε αυτήν ως μια καταραμένη περίοδο του πρόσφατου νεοελληνικού βίου αλλά ως το χρονικό διάστημα ενηλικίωσης του ήρωά του. Χωρίς, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος διδακτικής διάπλασης, καταπώς αποδόθηκε ελληνιστί το Bildungsroman. Τουλάχιστον το πρόσφατο μυθιστόρημα προσομοιάζει μάλλον με χρονικό, που ξεκινά την 21η Απριλίου 1968, «ανήμερα Πάσχα», και τερματίζει την εσπέρα της 31ης Αυγούστου 1974, αφού ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας έχει ήδη καλυφθεί στο προηγούμενο μυθιστόρημα.
Ο κειμενικός χώρος των 400 σελίδων απλώνεται κατ' αναλογία με τη χρονική περίοδο που καλύπτει η αφήγηση. Τα δύο μέρη του βιβλίου και τα επιμέρους κεφάλαια αναφέρονται σε αυστηρώς προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα και απογράφουν πολιτικά συμβάντα, στυγερά εγκλήματα, διεθνή νέα, όπως επίσης άσματα, σίριαλ, ταινίες και βεβαίως αθλητικές ειδήσεις. Ο,τι τέλος πάντων συγκλόνιζε το πανελλήνιο της εποχής και συγκινούσε εκείνη τη νεολαία. Αλλωστε ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος τις πηγές του, ώστε αν κάποιος ομήλικός του ή και πρεσβύτερος εντοπίσει παραλείψεις, ας όψεται το επτάτομο Ιστορικό - Μουσικό Λεύκωμα της εφημερίδος «Η Καθημερινή».
Ποιο όμως μυθοπλαστικό υλικό θα άντεχε το βάρος ενός παρόμοιου εκτενέστερου χρονικού; Ούτε η πληθωρική μυθοπλαστική φαντασία ενός Κώστα Ταχτσή δεν θα φτουρούσε. Υστερα, αναρωτιέται κανείς ποια αφηγηματική φόρμα θα ανταποκρινόταν σε αυτόν τον πραγματολογικό όγκο. Ενας παλαιομοδίτης συγγραφέας θα κατέφευγε στον πανόπτη αφηγητή, ένας μοντέρνος στην πανάκεια των εν παρατάξει στοιχείων. Οι εμμονές όμως του Γ. Δενδρινού δεν εξαντλούνται στις χωροχρονικές συντεταγμένες, παρόμοια προσήλωση δείχνει και στους αφηγηματικούς τρόπους που έχει, από μιας αρχής, υιοθετήσει. Πρωτοπρόσωπη διήγηση, ευθύγραμμη και στρωτή, με τον αφηγητή να λησμονεί ολοσχερώς τον εαυτό του σε ενεστώτα χρόνο και να ταυτίζεται πλήρως με τον έφηβο - δεκατριών ως δεκαεννέα ετών - εκείνης της περιόδου, χωρίς πολιτικές ή ιδεολογικές απόψεις. Αφηγητής που δείχνει να έχει εξαιρετικά δυνατή μνήμη και ταυτόχρονα ηθελημένη άγνοια (σαν να τον λογοκρίνει ο συγγραφέας) των σκέψεων και των αισθημάτων των άλλων και του εαυτού του. Ωστόσο ο ενήλικος αφηγητής εμφανίζεται στα περί το κείμενο στοιχεία προσθέτοντας ιλαρούς τόνους με το εξώφυλλο και τους υπότιτλους, που δανείζεται από ταινίες, τραγούδια και εφηβικά αναγνώσματα εκείνων των χρόνων.
Στο μυθιστόρημα, με επίκεντρο την οικογένεια του αφηγητή - τον χουντικό πατέρα, τη μητριά με τον εξόριστο στη Λέρο αδελφό, τη γιαγιά και λοιπούς συγγενείς -, παρελαύνει ο εργατικός κόσμος των δυτικών συνοικιών σε αντίστιξη με τους μικροαστούς των πλησιέστερων προς το κέντρο συνοικιών. Προλετάριοι και περιθωριακοί ζωντανεύουν με την πιστή απόδοση του προφορικού λόγου. Τα ανωτέρω προφανώς και συνθέτουν ένα εύπεπτο μυθιστόρημα, εξαιρετικά αφιερωμένο στους νοσταλγούς εκείνης της Ελλάδας που έφυγε ανεπιστρεπτί. Από τον Γ. Δενδρινό όμως οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερες, καθώς έχουν ήδη παρέλθει δέκα συναπτά έτη από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, στο οποίο ήδη έδειχνε αφηγηματικές ικανότητες. Δεν περίμενε κανείς πως θα παραμείνει επί τα αυτά, ερωτοτροπώντας με ορισμένους ομότεχνους της γενιάς του '60. Αν και αυτή η τάση προσκόλλησης σε λογοτέχνες τής μέχρι πρότινος παραγκωνισμένης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζεται ευρύτερα στην ομάδα συγγραφέων που εμφανίστηκαν μετά το 1980.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-01-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε όλα του τα βιβλία ο Γεράσιμος Δενδρινός αφηγείται την ίδια πάνω-κάτω ιστορία: την ιστορία των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων κατά τη διάρκεια της χούντας, στην Ελευσίνα. Με τον καιρό μάθαμε, όσοι τον έχουμε παρακολουθήσει συστηματικά, να αναγνωρίζουμε αμέσως και τα εταιρικά πρόσωπα του κεντρικού ήρωα και αφηγητή του Μάκη: τον πατέρα του (πρωτίστως) και τη γιαγιά του, αλλά και τη φίλη τού πατέρα, που μπαίνει στη ζωή του όταν χάνεται η μητέρα. Δεν μπορώ να ξέρω σε ποιο βαθμό και σε πόσο βάθος είναι αυτοβιογραφικός ο Δενδρινός, δεν υπάρχει, όμως, νομίζω, αμφιβολία πως η μυθολογία του προέρχεται από ένα έντονα βιωματικό υλικό -ένα υλικό, πάντως, που μεταπλάθεται εγκαίρως λογοτεχνικά και αφήνει γενναία πίσω του οιαδήποτε ατομική περιπτωσιολογία. Και τούτο, όπως όλοι γνωρίζουμε καλά, είναι σε τέτοιες περιπτώσεις το σημαντικότερο.
Με σταθερό σκηνικό τη χούντα
Οι «Απέραντες συνοικίες» είναι γραμμένες με τη μορφή χρονικού. Η αφήγηση ξεκινάει από τον Απρίλιο του 1968 και καταλήγει στον Αύγουστο του 1974. Μια σωστή εξαετία, με άλλα λόγια, από τη δικτατορία των συνταγματαρχών συν ένα πολύ σύντομο διάστημα από τη Μεταπολίτευση. Γεννημένος το 1955, ο συνομήλικος τού Δενδρινού αφηγητής είναι δεκατριών ετών το '68 και δεκαεννιά το '74.
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ σκηνικό της μετάβασής του από την εφηβεία στην ενηλικίωση και οι εντυπώσεις που χαράσσονται στο νου του είναι, εννοείται, βαθιές. Με χουντικό πατέρα, που κάνει από τα δεξιά κριτική στον Παπαδόπουλο και ανακουφίζεται πολιτικά όταν αναλαμβάνει ο Ιωαννίδης, και με αριστερό εκ μητριάς θείο, που επιστρέφει μεσούσης της δικτατορίας από την εξορία, ευαγγελιζόμενος την πτώση του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο Μάκης μαθαίνει να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας απ' όλα: απορρίπτει, προφανώς, το χουντικό πατέρα, χωρίς, ωστόσο, να πάψει ούτε μια στιγμή να βλέπει σαν παράξενο φρούτο και τον θείο, που αποδεικνύεται γρήγορα (τίποτε περίεργο) σαΐνι στην κατήχηση. Η απόσταση, εν τούτοις, του Μάκη από τα πολιτικά πεπραγμένα της εποχής εκφράζει μια συνολικότερη στάση: ο ήρωας του Δενδρινού παρακολουθεί πάντα από μακριά τα δρώμενα, τόσο στη δημόσια σκηνή όσο και στην ιδιωτική του σφαίρα. Οι προσωπικές του σχέσεις (συγγενικές, φιλικές, ερωτικές) πηγαίνουν πάντα ώς ένα ορισμένο σημείο -η θερμοκρασία δεν ανεβαίνει ποτέ πολύ υψηλά, ενώ σπανίως πέφτει και στο μηδέν. Εσωστρεφής, κλεισμένος στα διαβάσματα και τις ανασφάλειές του, ενίοτε έως και φανερά αγοραφοβικός, ο Μάκης είναι ένας εν δράσει αμέτοχος. Και λέω «εν δράσει» γιατί, από την άλλη πλευρά, δεν θέλει να χάσει καμία λεπτομέρεια απ' όσα συμβαίνουν καθημερινά στον περίγυρό του: το βλέμμα του ταυτίζεται με το βλέμμα ενός άγρυπνου παρατηρητή (και θυμίζω ότι δεν υπάρχει παρατηρητής χωρίς απόσταση), που καταγράφει μεθοδικά τα πάντα: τη χωροταξία και τη ρυμοτομία της Ελευσίνας και όλων των παρακείμενων περιοχών (από τον Πειραιά ώς την Κινέτα), τη μόδα και τη νυχτερινή διασκέδαση, την ποπ, τη ροκ και τη λαϊκή μουσική κουλτούρα (μαζί με την αργκό των ραδιοερασιτεχνών), την πολιτική και την κοινωνική ειδησεογραφία των εφημερίδων, την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πτώση της χούντας, τα διδακτικά εγχειρίδια του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου, τις διαφημίσεις και τις τηλεοπτικές σειρές ή τις θεατρικές παραστάσεις, τις κινηματογραφικές ταινίες και τους σαρανταπεντάρηδες δίσκους.
Τα όρια της καταγραφής
Κάθε καταγραφή έχει τα όριά της: αν τα υπερβεί, κινδυνεύει να μετατραπεί σε λίστα και να χάσει διαμιάς ολόκληρη τη ζωντάνια και τη δυναμική της. Οι «Απέραντες συνοικίες» σαφώς δεν αντιμετωπίζουν ανάλογο κίνδυνο. Μεγαλύτερη ρέγουλα, όμως, στην αξιοποίηση των μνημονικών και των αρχειακών πηγών του Δενδρινού θα έδινε οπωσδήποτε μια πιο ελεύθερη αναπνοή στο μυθιστόρημα. Εχει κανείς συχνά την αίσθηση πως η καταγραφή υπερβαίνει τις αφηγηματικές καταστάσεις, διεκδικώντας μια μάλλον ανοικονόμητη αυτονομία. Η διάθεση αυτή του Δενδρινού φτάνει κάποτε μέχρι και να αδειάσει το δραματικό περιεχόμενο των γεγονότων. Στην καταληκτήρια, για παράδειγμα, σκηνή του βιβλίου ο Μάκης εξιστορεί με πάσα λεπτομέρεια μια φωτογράφηση μοντέλων στον Σκαραμαγκά, την ώρα που ξέρει πως η αγαπημένη του γιαγιά ζει τις τελευταίες στιγμές της. Και μια τέτοιου τύπου διαστολή δεν βοηθάει, βεβαίως, κανέναν: αντιθέτως, προξενεί αδικαιολόγητα ξεχειλίσματα (αλλά και αναίτιες ρωγμές) σ' ένα κείμενο το οποίο, κατά τ' άλλα, έχει όλες τις προϋποθέσεις για να κερδίσει τον αναγνώστη.
Ανήκω στη γενιά των παιδιών που η εξέγερση του Πολυτεχνείου τα βρήκε στην αρχή της εφηβείας τους. Οι «Απέραντες συνοικίες» με βάζουν, παρά το υπέρτερο βάρος της καταγραφής τους, απ' ευθείας στο κλίμα και στις εικόνες της εποχής. Πιστεύω, ωστόσο, πως τούτο δεν συμβαίνει επειδή οι παραστάσεις μου είναι πολύ κοντά στις παραστάσεις του Δενδρινού, αλλά γιατί το βιβλίο του διαθέτει μια εντελώς δική του ορμή ανάπλασης, που μπορεί να πιάσει αμέσως και τους νεότερους. Ο ιστορικός χρόνος τής πολιτικής ζυμώνεται εδώ με τον ανιστορικό χρόνο τής καθημερινότητας, σ' ένα αξεδιάλυτο μίγμα: δημοψηφίσματα, κυβερνητικές αλλαγές και απόπειρες αντίστασης (από τον Σάκη Καράγιωργα ώς τον Αλέκο Παναγούλη) διασταυρώνονται απολύτως φυσικά με τους σοβαρούς μόχθους και τις μικρές χαρές μιας μεγάλης λαϊκής πολιτείας, στην οποία αποτυπώνεται με πεντακάθαρα χρώματα η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας τού '70. Ο συνδυασμός δεν είναι εύκολος ούτε αυτονόητος. Και από αυτή την άποψη, το βιβλίο του Δενδρινού μας παρουσιάζεται οπωσδήποτε με ιδιαίτερα αξιόπιστες συστάσεις.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/05/2002
Άνθρωποι: Χαμένοι μετά την προσφυγιά στην εσωτερική μετανάστευση σε δυτικές καπνισμένες συνοικίες. Πρόσωπα παλιά, που ξέφυγαν απο το μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο, αλλά και νέα, απόμακροι φίλοι, συμμαθητές κι ζωηρά κορίτσια, περιπλανώμενοι μέσα στον κλειστό εφηβικό τους ορίζοντα.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο κοσμοπολίτικο ρεύμα αέρος που σηκώθηκε εσχάτως και πήρε τα μυαλά των συγγραφέων μας, ο Γ. Δενδρινός επιμένει σχεδόν πεισματικά στις υποβαθμισμένες δυτικές συνοικίες και τα δίσεκτα χρόνια της επταετίας. Μόνο που για τον συγγραφέα η εν λόγω περιοχή δεν συνιστά βιομηχανική ζώνη ούτε είναι ένα από τα πλέον μολυσμένα προάστια των Αθηνών, αλλά, σύμφωνα και με τον τίτλο του πρόσφατου βιβλίου του, αποτελεί τόπο μυθοποιημένο, όπως άλλωστε και εκείνοι οι μακρινοί καιροί, όταν «ένα πακέτο "Αρωμα"» - τίτλος του πρώτου βιβλίου του Γ. Δενδρινού - κόστιζε επτά δραχμές.
Ο μυθοπλαστικός χώρος του Γ. Δενδρινού εδράζεται στο Θριάσιο πεδίο· την παραλιακή πόλη της Ελευσίνας και τη βορειοδυτικώς κείμενη κωμόπολη της Μάνδρας. Με πύλη εισόδου την Ιερά Οδό, ο χώρος απλώνεται ως τα εξοχικά στους αλλοτινούς παραθεριστικούς οικισμούς του Μεγάλου Πεύκου και της Κινέττας και ακόμη μακρύτερα, ως τη Σαλαμίνα και τα Γεράνεια όρη. Ο συγγραφέας φαίνεται σαν να διατηρεί την αίγλη των ένδοξων ονομασιών, όταν αναφέρει, σε μια λεπτομερή και προσεκτική καταγραφή, κεντρικούς δρόμους και σοκάκια, πλατείες και παρακείμενα καφενεία, ταβέρνες και κλαμπ ως το στρατόπεδο και το νεκροταφείο της περιοχής, αλλά και την παραλία της Ελευσίνας, κάποτε προνομιούχο τόπο σχολικών εκδρομών. Πράγματι, σαν ελληνική ταινία, από εκείνες τις πρώτες έγχρωμες στις αρχές της δεκαετίας του '70. Αν και όχι ακριβώς ερωτική, παρ' όλο που τουλάχιστον ένα ειδύλλιο όλο και πλέκεται. Πάντως, η ύστατη σκηνή διαδραματίζεται παρά τη λίμνη Κουμουνδούρου. Αυτή που ο διερχόμενος σήμερα την Εθνική οδό, εποχούμενος, μετά βίας παρατηρεί και η οποία στο μυθιστόρημα μεταμορφώνεται σε τόπο απόδρασης για ένα λαθραίο ψάρεμα χελιών. Αλλά και αρκούντως ρομαντικό σκηνικό για τον μελοδραματικό θάνατο της κορυφαίας του μυθιστορηματικού κόσμου του Γ. Δενδρινού, που παραμένει η γιαγιά τού αφηγητή. Σε αντιπαράθεση, θυμόμαστε τα μελανά χρώματα με τα οποία αποδίδει την περιοχή στο τέρμα της Ιεράς Οδού ο νεότερος του Γ. Δενδρινού, κατά μία δεκαπενταετία, Θ. Χειμωνάς, στο πρώτο μυθιστόρημά του Ραμόν.
Αντιστοίχως ο μυθοπλαστικός χρόνος, στα έξι από τα συνολικά εννέα «πεζά κείμενα» του πρώτου βιβλίου, στο μυθιστόρημα Χαιρετίσματα από το νότο που ακολούθησε και στο πρόσφατο βιβλίο, είναι η επάρατος επταετία, όπου όμως το ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν επικεντρώνεται σε αυτήν ως μια καταραμένη περίοδο του πρόσφατου νεοελληνικού βίου αλλά ως το χρονικό διάστημα ενηλικίωσης του ήρωά του. Χωρίς, ωστόσο, τα χαρακτηριστικά ενός μυθιστορήματος διδακτικής διάπλασης, καταπώς αποδόθηκε ελληνιστί το Bildungsroman. Τουλάχιστον το πρόσφατο μυθιστόρημα προσομοιάζει μάλλον με χρονικό, που ξεκινά την 21η Απριλίου 1968, «ανήμερα Πάσχα», και τερματίζει την εσπέρα της 31ης Αυγούστου 1974, αφού ο πρώτος χρόνος της δικτατορίας έχει ήδη καλυφθεί στο προηγούμενο μυθιστόρημα.
Ο κειμενικός χώρος των 400 σελίδων απλώνεται κατ' αναλογία με τη χρονική περίοδο που καλύπτει η αφήγηση. Τα δύο μέρη του βιβλίου και τα επιμέρους κεφάλαια αναφέρονται σε αυστηρώς προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα και απογράφουν πολιτικά συμβάντα, στυγερά εγκλήματα, διεθνή νέα, όπως επίσης άσματα, σίριαλ, ταινίες και βεβαίως αθλητικές ειδήσεις. Ο,τι τέλος πάντων συγκλόνιζε το πανελλήνιο της εποχής και συγκινούσε εκείνη τη νεολαία. Αλλωστε ο συγγραφέας παραθέτει στο τέλος τις πηγές του, ώστε αν κάποιος ομήλικός του ή και πρεσβύτερος εντοπίσει παραλείψεις, ας όψεται το επτάτομο Ιστορικό - Μουσικό Λεύκωμα της εφημερίδος «Η Καθημερινή».
Ποιο όμως μυθοπλαστικό υλικό θα άντεχε το βάρος ενός παρόμοιου εκτενέστερου χρονικού; Ούτε η πληθωρική μυθοπλαστική φαντασία ενός Κώστα Ταχτσή δεν θα φτουρούσε. Υστερα, αναρωτιέται κανείς ποια αφηγηματική φόρμα θα ανταποκρινόταν σε αυτόν τον πραγματολογικό όγκο. Ενας παλαιομοδίτης συγγραφέας θα κατέφευγε στον πανόπτη αφηγητή, ένας μοντέρνος στην πανάκεια των εν παρατάξει στοιχείων. Οι εμμονές όμως του Γ. Δενδρινού δεν εξαντλούνται στις χωροχρονικές συντεταγμένες, παρόμοια προσήλωση δείχνει και στους αφηγηματικούς τρόπους που έχει, από μιας αρχής, υιοθετήσει. Πρωτοπρόσωπη διήγηση, ευθύγραμμη και στρωτή, με τον αφηγητή να λησμονεί ολοσχερώς τον εαυτό του σε ενεστώτα χρόνο και να ταυτίζεται πλήρως με τον έφηβο - δεκατριών ως δεκαεννέα ετών - εκείνης της περιόδου, χωρίς πολιτικές ή ιδεολογικές απόψεις. Αφηγητής που δείχνει να έχει εξαιρετικά δυνατή μνήμη και ταυτόχρονα ηθελημένη άγνοια (σαν να τον λογοκρίνει ο συγγραφέας) των σκέψεων και των αισθημάτων των άλλων και του εαυτού του. Ωστόσο ο ενήλικος αφηγητής εμφανίζεται στα περί το κείμενο στοιχεία προσθέτοντας ιλαρούς τόνους με το εξώφυλλο και τους υπότιτλους, που δανείζεται από ταινίες, τραγούδια και εφηβικά αναγνώσματα εκείνων των χρόνων.
Στο μυθιστόρημα, με επίκεντρο την οικογένεια του αφηγητή - τον χουντικό πατέρα, τη μητριά με τον εξόριστο στη Λέρο αδελφό, τη γιαγιά και λοιπούς συγγενείς -, παρελαύνει ο εργατικός κόσμος των δυτικών συνοικιών σε αντίστιξη με τους μικροαστούς των πλησιέστερων προς το κέντρο συνοικιών. Προλετάριοι και περιθωριακοί ζωντανεύουν με την πιστή απόδοση του προφορικού λόγου. Τα ανωτέρω προφανώς και συνθέτουν ένα εύπεπτο μυθιστόρημα, εξαιρετικά αφιερωμένο στους νοσταλγούς εκείνης της Ελλάδας που έφυγε ανεπιστρεπτί. Από τον Γ. Δενδρινό όμως οι προσδοκίες ήταν μεγαλύτερες, καθώς έχουν ήδη παρέλθει δέκα συναπτά έτη από την έκδοση του πρώτου βιβλίου του, στο οποίο ήδη έδειχνε αφηγηματικές ικανότητες. Δεν περίμενε κανείς πως θα παραμείνει επί τα αυτά, ερωτοτροπώντας με ορισμένους ομότεχνους της γενιάς του '60. Αν και αυτή η τάση προσκόλλησης σε λογοτέχνες τής μέχρι πρότινος παραγκωνισμένης δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς παρουσιάζεται ευρύτερα στην ομάδα συγγραφέων που εμφανίστηκαν μετά το 1980.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 27-01-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σε όλα του τα βιβλία ο Γεράσιμος Δενδρινός αφηγείται την ίδια πάνω-κάτω ιστορία: την ιστορία των παιδικών και των εφηβικών του χρόνων κατά τη διάρκεια της χούντας, στην Ελευσίνα. Με τον καιρό μάθαμε, όσοι τον έχουμε παρακολουθήσει συστηματικά, να αναγνωρίζουμε αμέσως και τα εταιρικά πρόσωπα του κεντρικού ήρωα και αφηγητή του Μάκη: τον πατέρα του (πρωτίστως) και τη γιαγιά του, αλλά και τη φίλη τού πατέρα, που μπαίνει στη ζωή του όταν χάνεται η μητέρα. Δεν μπορώ να ξέρω σε ποιο βαθμό και σε πόσο βάθος είναι αυτοβιογραφικός ο Δενδρινός, δεν υπάρχει, όμως, νομίζω, αμφιβολία πως η μυθολογία του προέρχεται από ένα έντονα βιωματικό υλικό -ένα υλικό, πάντως, που μεταπλάθεται εγκαίρως λογοτεχνικά και αφήνει γενναία πίσω του οιαδήποτε ατομική περιπτωσιολογία. Και τούτο, όπως όλοι γνωρίζουμε καλά, είναι σε τέτοιες περιπτώσεις το σημαντικότερο.
Με σταθερό σκηνικό τη χούντα
Οι «Απέραντες συνοικίες» είναι γραμμένες με τη μορφή χρονικού. Η αφήγηση ξεκινάει από τον Απρίλιο του 1968 και καταλήγει στον Αύγουστο του 1974. Μια σωστή εξαετία, με άλλα λόγια, από τη δικτατορία των συνταγματαρχών συν ένα πολύ σύντομο διάστημα από τη Μεταπολίτευση. Γεννημένος το 1955, ο συνομήλικος τού Δενδρινού αφηγητής είναι δεκατριών ετών το '68 και δεκαεννιά το '74.
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου αποτελεί το εκ των ων ουκ άνευ σκηνικό της μετάβασής του από την εφηβεία στην ενηλικίωση και οι εντυπώσεις που χαράσσονται στο νου του είναι, εννοείται, βαθιές. Με χουντικό πατέρα, που κάνει από τα δεξιά κριτική στον Παπαδόπουλο και ανακουφίζεται πολιτικά όταν αναλαμβάνει ο Ιωαννίδης, και με αριστερό εκ μητριάς θείο, που επιστρέφει μεσούσης της δικτατορίας από την εξορία, ευαγγελιζόμενος την πτώση του παγκόσμιου καπιταλισμού, ο Μάκης μαθαίνει να τηρεί αποστάσεις ασφαλείας απ' όλα: απορρίπτει, προφανώς, το χουντικό πατέρα, χωρίς, ωστόσο, να πάψει ούτε μια στιγμή να βλέπει σαν παράξενο φρούτο και τον θείο, που αποδεικνύεται γρήγορα (τίποτε περίεργο) σαΐνι στην κατήχηση. Η απόσταση, εν τούτοις, του Μάκη από τα πολιτικά πεπραγμένα της εποχής εκφράζει μια συνολικότερη στάση: ο ήρωας του Δενδρινού παρακολουθεί πάντα από μακριά τα δρώμενα, τόσο στη δημόσια σκηνή όσο και στην ιδιωτική του σφαίρα. Οι προσωπικές του σχέσεις (συγγενικές, φιλικές, ερωτικές) πηγαίνουν πάντα ώς ένα ορισμένο σημείο -η θερμοκρασία δεν ανεβαίνει ποτέ πολύ υψηλά, ενώ σπανίως πέφτει και στο μηδέν. Εσωστρεφής, κλεισμένος στα διαβάσματα και τις ανασφάλειές του, ενίοτε έως και φανερά αγοραφοβικός, ο Μάκης είναι ένας εν δράσει αμέτοχος. Και λέω «εν δράσει» γιατί, από την άλλη πλευρά, δεν θέλει να χάσει καμία λεπτομέρεια απ' όσα συμβαίνουν καθημερινά στον περίγυρό του: το βλέμμα του ταυτίζεται με το βλέμμα ενός άγρυπνου παρατηρητή (και θυμίζω ότι δεν υπάρχει παρατηρητής χωρίς απόσταση), που καταγράφει μεθοδικά τα πάντα: τη χωροταξία και τη ρυμοτομία της Ελευσίνας και όλων των παρακείμενων περιοχών (από τον Πειραιά ώς την Κινέτα), τη μόδα και τη νυχτερινή διασκέδαση, την ποπ, τη ροκ και τη λαϊκή μουσική κουλτούρα (μαζί με την αργκό των ραδιοερασιτεχνών), την πολιτική και την κοινωνική ειδησεογραφία των εφημερίδων, την εξέγερση του Πολυτεχνείου και την πτώση της χούντας, τα διδακτικά εγχειρίδια του Γυμνασίου και του Πανεπιστημίου, τις διαφημίσεις και τις τηλεοπτικές σειρές ή τις θεατρικές παραστάσεις, τις κινηματογραφικές ταινίες και τους σαρανταπεντάρηδες δίσκους.
Τα όρια της καταγραφής
Κάθε καταγραφή έχει τα όριά της: αν τα υπερβεί, κινδυνεύει να μετατραπεί σε λίστα και να χάσει διαμιάς ολόκληρη τη ζωντάνια και τη δυναμική της. Οι «Απέραντες συνοικίες» σαφώς δεν αντιμετωπίζουν ανάλογο κίνδυνο. Μεγαλύτερη ρέγουλα, όμως, στην αξιοποίηση των μνημονικών και των αρχειακών πηγών του Δενδρινού θα έδινε οπωσδήποτε μια πιο ελεύθερη αναπνοή στο μυθιστόρημα. Εχει κανείς συχνά την αίσθηση πως η καταγραφή υπερβαίνει τις αφηγηματικές καταστάσεις, διεκδικώντας μια μάλλον ανοικονόμητη αυτονομία. Η διάθεση αυτή του Δενδρινού φτάνει κάποτε μέχρι και να αδειάσει το δραματικό περιεχόμενο των γεγονότων. Στην καταληκτήρια, για παράδειγμα, σκηνή του βιβλίου ο Μάκης εξιστορεί με πάσα λεπτομέρεια μια φωτογράφηση μοντέλων στον Σκαραμαγκά, την ώρα που ξέρει πως η αγαπημένη του γιαγιά ζει τις τελευταίες στιγμές της. Και μια τέτοιου τύπου διαστολή δεν βοηθάει, βεβαίως, κανέναν: αντιθέτως, προξενεί αδικαιολόγητα ξεχειλίσματα (αλλά και αναίτιες ρωγμές) σ' ένα κείμενο το οποίο, κατά τ' άλλα, έχει όλες τις προϋποθέσεις για να κερδίσει τον αναγνώστη.
Ανήκω στη γενιά των παιδιών που η εξέγερση του Πολυτεχνείου τα βρήκε στην αρχή της εφηβείας τους. Οι «Απέραντες συνοικίες» με βάζουν, παρά το υπέρτερο βάρος της καταγραφής τους, απ' ευθείας στο κλίμα και στις εικόνες της εποχής. Πιστεύω, ωστόσο, πως τούτο δεν συμβαίνει επειδή οι παραστάσεις μου είναι πολύ κοντά στις παραστάσεις του Δενδρινού, αλλά γιατί το βιβλίο του διαθέτει μια εντελώς δική του ορμή ανάπλασης, που μπορεί να πιάσει αμέσως και τους νεότερους. Ο ιστορικός χρόνος τής πολιτικής ζυμώνεται εδώ με τον ανιστορικό χρόνο τής καθημερινότητας, σ' ένα αξεδιάλυτο μίγμα: δημοψηφίσματα, κυβερνητικές αλλαγές και απόπειρες αντίστασης (από τον Σάκη Καράγιωργα ώς τον Αλέκο Παναγούλη) διασταυρώνονται απολύτως φυσικά με τους σοβαρούς μόχθους και τις μικρές χαρές μιας μεγάλης λαϊκής πολιτείας, στην οποία αποτυπώνεται με πεντακάθαρα χρώματα η ελληνική κοινωνία της δεκαετίας τού '70. Ο συνδυασμός δεν είναι εύκολος ούτε αυτονόητος. Και από αυτή την άποψη, το βιβλίο του Δενδρινού μας παρουσιάζεται οπωσδήποτε με ιδιαίτερα αξιόπιστες συστάσεις.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 03/05/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις