0
Your Καλαθι
Οι απαρχές της συγκρότησης σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα 1821-1828
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Στόχος της παρούσας μελέτης είναι η ανάλυση των συνθηκών υπό τις οποίες επιχειρήθηκε για πρώτη φορά η συγκρότηση σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα κατά την περίοδο του αγώνα της ανεξαρτησίας (1821-1828). Από συγκριτική άποψη, το εγχείρημα αυτό παρουσιάζει ενδιαφέρον τόσο σε ελληνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Από ελληνικής πλευράς, η εννοιολόγηση του σύγχρονου κράτους ως υποδείγματος πολιτειακής συγκρότησης βασισμένου σε φιλελεύθερους θεσμούς και ιδέες που συνδέονται με τον Διαφωτισμό και τις εμπειρίες της Γαλλικής Επανάστασης και του Αμερικανικού Αγώνα της Ανεξαρτησίας διακρίνεται ποιοτικά τόσο από τη μορφή που επεδίωξε να προσδώσει στο κράτος ο Ιωάννης Καποδίστριας (1828-1831) όσο και από εκείνη που απέκτησε αυτό κατά την περίοδο της απολυταρχίας του Όθωνα (1833-1843). Από διεθνούς πλευράς, η προσπάθεια συγκρότησης φιλελεύθερου σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα εγγράφεται σαφώς στη λογική ανάλογων εγχειρημάτων στις Ηνωμένες Πολιτείες και την επαναστατική Γαλλία κατά την κρίσιμη πεντηκονταετία 1770-1820, καθώς και στην Ισπανία, την Ιταλία και την Πορτογαλία κατά την περίοδο 1810-1820.
Από το εξώφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παρ' όλο που είναι το εξ ορισμού σημαντικότερο γεγονός της νεότερης ιστορίας μας, η ελληνική επανάσταση, ή ορθότερα ο πόλεμος της ανεξαρτησίας, περιβάλλεται ακόμα από μια διάχυτη αχλή, παραμένοντας ανοικτή σε κάθε λογής ερμηνείες και διχογνωμίες. Οι λόγοι δεν χρειάζεται να αναζητηθούν μακριά: μέσα ακριβώς από τις μυθικές ιστορικογενεσιουργές τους προεκτάσεις, τα «μεγάλα» ιστορικά γεγονότα είναι κατ' εξοχήν εκείνα που δεν παύουν ποτέ να εγκαλούν τη σκέψη σε ό,τι αφορά τις φαντασιακές σχέσεις του χθες και του σήμερα, παραμένοντας έτσι πάντα στην ημερήσια διάταξη του κοινωνικού και ιδεολογικού προβληματισμού. Ετσι οι διαδοχικές ερμηνείες αποκτούν ένα πρόσθετο δευτερογενές ενδιαφέρον που υπερβαίνει το άμεσο αντικείμενο της ιστορικής ανάλυσης. Ο μεταβαλλόμενος λόγος γύρω από τα μείζονα αυτά ζητήματα επιτρέπει όχι μόνο την παρακολούθηση της ζωντανής εκδίπλωσης της τρέχουσας κοινωνικής θεωρίας αλλά και τις αναπόφευκτες ιδεολογικές χρήσεις των μεταβαλλόμενων επιστημολογικών «παραδειγμάτων». Περισσότερο ίσως από οποιοδήποτε άλλο ζήτημα, η διαρκώς μεταβαλλόμενη προβληματική γύρω από το θεμελιώδες ζήτημα της γέννησης του ελληνικού κράτους αναδεικνύει ευθέως την εξέλιξη των κυρίαρχων ιδεών και ιδεολογικών ρευμάτων. Τα έργα π.χ. του Γιάννη Κορδάτου και, αργότερα, του Νίκου Σβορώνου δεν φωτίζουν μόνο εξ αντικειμένου τα ιστορικά γεγονότα με το νέο φως που κομίζουν στην ιστορική γνώση, αλλά τεκμηριώνουν επίσης τον τρόπο με τον οποίο οι διαδοχικές εκδοχές της μαρξογενούς σκέψης κλήθηκαν να εμπλουτίσουν τον κοινωνικό και ιστορικό προβληματισμό σε μιαν εποχή κατά την οποία η παραδοσιακή «αστική» ιστοριογραφία φαινόταν αν όχι να πνέει τα λοίσθια, τουλάχιστον να οδηγείται στα αδιέξοδα μιας αέναης αναμάσησης των τετριμμένων.
Το ιδεολογικό διακύβευμα
Ετσι, από μια στιγμή και πέρα, το ερώτημα για τη «φύση» (ταξική ή εθνικοαπελευθερωτική) της επανάστασης αναδεικνύεται σε αυτόνομο ιδεολογικό διακύβευμα. Σφραγίζοντας τις παραστάσεις για την ιστορική αυτογνωσία, η θεωρία της ελληνικής επανάστασης δεν συμβάλλει λοιπόν μόνον στην ερμηνεία ενός αμετάλλακτου παρελθόντος αλλά και στην κατανόηση της μεγάλης κοινωνικής σημασίας της αέναης παραγωγής νέων υποθέσεων, μεθόδων και ιδεών.
Το βιβλίο του Νικηφόρου Διαμαντούρου Οι απαρχές της συγκρότησης του σύγχρονου κράτους στην Ελλάδα. 1821-1828 παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο για την ερμηνεία που προτείνει αλλά και για την ευρύτερη συμβολή του στην αλλαγή της προβληματικής γύρω από τους όρους του κοινωνικού γίγνεσθαι. Το βιβλίο αυτό γράφτηκε κατά τα τελευταία χρόνια της δεκαετίας του '60, παρουσιάστηκε με τη μορφή διδακτορικής διατριβής το 1972 και δημοσιεύθηκε το 2002. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, το έργο κινδυνεύει να «αδικηθεί», όπως συνέβη με την περίφημη Επίτομη ιστορία του Σβορώνου που δεν μπόρεσε να κυκλοφορήσει στα ελληνικά παρά μόνο μετά την πτώση της δικτατορίας. Οπως λοιπόν ακριβώς είχε συμβεί με το καίριο έργο του Σβορώνου, έτσι και οι Απαρχές επεξεργάζονται μια σειρά υποθέσεων που όταν εν τέλει θα δημοσιευθούν εμφανίζονται να έχουν πια σε μεγάλο βαθμό ενταχθεί στο τρέχον λεξιλόγιο των κοινωνικών επιστημών, προκαλώντας την αίσθηση ενός ακαθόριστου deja vu. Ερμηνευτικές προσεγγίσεις που υπήρξαν εντελώς πρόδρομες, ίσως και αποκαλυπτικές την εποχή που εμφανίστηκαν, λειτουργούν πλέον ως εάν ήσαν «κοινό κτήμα» του τρέχοντος προβληματισμού.
Αυτό ακριβώς συμβαίνει σε ό,τι αφορά τις κεντρικές αφετηρίες του Διαμαντούρου. Είναι πράγματι οικουμενικά πλέον αποδεκτό ότι η κοινωνική ανάπτυξη και ο εκσυγχρονισμός ενός οποιουδήποτε κοινωνικο-πολιτικού συστήματος συναρτάται στενά με τις εν ευρεία εννοία πολιτιστικές προδιαγραφές του. Ούτε η εν στενή εννοία πολιτική ιστορία ούτε η διερεύνηση των οικονομικών συντεταγμένων μιας κοινωνίας είναι δυνατόν να επαρκέσουν στην κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της κοινωνικής εξέλιξης. Από την εποχή του Μαξ Βέμπερ είναι πια σαφές ότι οι ιδέες, ο λεγόμενος πολιτικός πολιτισμός και τα κυρίαρχα ηθικά σχήματα αποτελούν εξίσου σημαντικούς προσδιοριστικούς παράγοντες του πάντα πολυεπίπεδου και περίπλοκου γίγνεσθαι. Ηδη λοιπόν από τη δεκαετία του '50, και συστηματικότερα μετά το '60, μια νέα ευρύτερη «πολιτική επιστήμη» αρχίζει να αναδιατυπώνει τις επιστημολογικές της αφετηρίες, απαλλασσόμενη πια από το βάρος της παραδοσιακής προσκόλλησης στον νομικισμό. Και έτσι επιχειρεί όχι μόνον να περιγράψει αλλά και να «κατανοήσει» τα πολιτικά φαινόμενα και τους πολιτικούς θεσμούς μέσα στην κινούμενη ιστορία. Τέτοια ακριβώς υπήρξε η θεωρητική αφετηρία του Διαμαντούρου, ο οποίος βρέθηκε στο επίκεντρο μιας νέας και ριζικής για την εποχή του προβληματικής. Το έργο πρέπει λοιπόν να διαβαστεί και να αναλυθεί μέσα στην πολιτική και πνευματική συγκυρία που το παρήγαγε.
Καινούργια οπτική
Ετσι για πρώτη φορά στην Ελλάδα εισάγεται μια καινούργια οπτική γωνία που επικεντρώνεται στην καίρια σημασία του «εκσυγχρονισμού» της κοινωνίας. Οπως όλες οι παραδοσιακές προκαπιταλιστικές κοινωνίες, έτσι και η επαναστατική Ελλάδα ήταν εκ των πραγμάτων υποχρεωμένη να αντιπαρατεθεί με τα νέα αιτήματα και τις νέες ιδέες που είχαν παραχθεί από την ευρωπαϊκή νεωτερικότητα. Στο πλαίσιο αυτό λοιπόν, ο συγγραφέας πειραματίζεται με τη χρησιμοποίηση μιας σειράς από νέες αναλυτικές τυπολογίες και μήτρες που θεωρήθηκαν πρόσφορες για την ερμηνεία της πορείας όλων των «αναπτυσσόμενων» χωρών, μήτρες οι οποίες στην εποχή τους διηύρυναν αποφασιστικά την προβληματική της πολιτικής επιστήμης. H νέα διεπιστημονική προσέγγιση του γίγνεσθαι ανέδειξε την καίρια σημασία των «πολιτιστικών» εκείνων χαρακτηριστικών που οριοθετούν τις πολιτικές συγκρούσεις, προσδίδουν συγκεκριμένο περιεχόμενο στις ιδεολογικές ρήξεις και προάγουν ή αντιθέτως παρακωλύουν τις διαδικασίες «ανάπτυξης» και προσαρμογής των κοινωνικών δυναμικών στα έξωθεν προερχόμενα ερεθίσματα.
H αναπόφευκτη σύγκρουση μιας εξ ορισμού δυσπροσάρμοστης και δυσκίνητης ιθαγενούς «παράδοσης» και ενός πάντα επείσακτου βολονταριστικού και προσαρμοστικού «εκσυγχρονισμού» αναδεικνύεται λοιπόν σε βασικό ερμηνευτικό εργαλείο προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι πολιτικές περιπέτειες των κοινωνιών που οδηγήθηκαν στο να εμπλακούν σε διαδικασίες μιας εκ του μηδενός συγκρότησης ενός νέου εθνικού κράτους. H εισαγωγή νέων θεσμών σε μια κοινωνία που αγνοεί τη σημασία τους και δεν μπορεί να προβλέψει τις προεκτάσεις τους δεν μπορεί ποτέ να είναι ουδέτερη. Εδώ ακριβώς εντοπίζεται μια από τις κύριες συμβολές των νέων πολιτικών επιστημόνων της δεκαετίας του '60. H σύζευξη των αναλυτικών εργαλείων που προέρχονταν από μια νεόκοπη και ανοικτή ακόμα τυπολογία που διερευνά τους όρους της θεσμικής και ιδεολογικής «μετάβασης» και μιας παραδοσιακά πραγματολογικής ιστοριογραφίας επέτρεψε τη διατύπωση υποθέσεων που άνοιξαν νέους δρόμους στην κατανόηση των ιστορικών μεταβολών του πρόσφατου παρελθόντος.
«Εννοιακή εφευρετικότητα»
Στο πλαίσιο της προβληματικής αυτής, η εργασία του Διαμαντούρου είναι υποδειγματική. H πληρότητα της παρεχόμενης τεκμηρίωσης μέσα από πρωτογενείς πηγές και η αυστηρότητα των αναλυτικών συλλογισμών που αναπτύσσονται συνοδεύονται από μιαν αξιοσημείωτη «εννοιακή εφευρετικότητα» που λείπει σε πολλές προσεγγίσεις μιας σχολής η οποία από ένα σημείο και πέρα άρχισε να εκφυλίζεται μέσα από την αυξανόμενη επιτήδευση της καζουιστικής της. Ετσι, μολονότι ο εσωτερικός αγώνας και οι εμφύλιες συγκρούσεις που σπάραζαν τη νεότευκτη κοινωνία ερμηνεύονται κυρίως με βάση τα πολιτιστικά και πολιτικά ασυμβίβαστα ανάμεσα στον αγράμματο λαό και τις παραδοσιακές του ηγεσίες, από τη μια μεριά. και στους φορείς των νέων φιλελεύθερων ευρωπαϊκών ιδεών που γεννήθηκαν μέσα από τη γαλλική επανάσταση και τον διαφωτισμό, από την άλλη, ο συγγραφέας επιχειρεί ταυτοχρόνως να αναλύσει την εξέλιξη των ταξικών σχέσεων και στρατηγικών, προχωρώντας σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και πλούσια σύνθεση. H αντιπαράθεση ανάμεσα στις εμπρόσωπες σχέσεις που παράγονται από το σουλτανικο-πατρογονικό υπόδειγμα εξουσίας και στις απρόσωπες κρατικές λειτουργίες που προϋποτίθενται σε οποιοδήποτε ορθολογικό και θεσμοποιημένο φιλελεύθερο Κράτος Δικαίου, μια αντιπαράθεση που ερμηνεύεται με βάση τα βεμπεριανά σχήματα, συγκροτεί κατά τον συγγραφέα τη σημαντικότερη πολιτική αντίφαση της νεογέννητης εθνικοκρατικής κοινωνίας. Σε αυτήν ακριβώς την αφετηριακή παραδοχή στηρίζονται μια σειρά από επί μέρους αναλύσεις που διατηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον τους μέχρι σήμερα.
Ο Διαμαντούρος επικεντρώνει την προσοχή του στην καίρια σημασία των θεσμών και ειδικότερα της απονομής της δικαιοσύνης, της διοικητικής δομής, της εκκοσμίκευσης και κυρίως της δημιουργίας ενός μόνιμου στρατού. Και δείχνει καθαρά τους συγκεκριμένους τρόπους με τους οποίους οι αντίθετες αντιλήψεις σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του κράτους και της πολιτικής αντανακλώνται ευθέως σε όλα τα επί μέρους θέματα, επικαθορίζοντας έτσι τις δέσμες των αντιπαρατιθέμενων στρατηγικών. Τελικώς, πέρα και ανεξάρτητα από τις προσωπικές και ταξικές διενέξεις, ο εσωτερικός αγώνας και οι εμφύλιες συγκρούσεις εκφράζονταν ως διαμετρικά αντιτιθέμενες παραστάσεις για τις ηθικές, οργανωτικές και εν τέλει πολιτιστικές βάσεις του υπό κατασκευήν κοινωνικοπολιτικού μορφώματος. Παραστάσεις οι οποίες σε ορισμένα τουλάχιστον σημεία επιβιώνουν μέχρι τις μέρες μας.
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς (καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών)
ΤΟ ΒΗΜΑ, 13-06-2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις