Κόζα Νόστρα. Η ιστορία της Σικελικής μαφίας

Έκπτωση
25%
Τιμή Εκδότη: 44.52
33.39
Τιμή Πρωτοπορίας
+
298255
Συγγραφέας: Dickie, John
Εκδόσεις: Κανάκης
Σελίδες:542
Μεταφραστής:ΚΑΣΤΑΝΑΡΑΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Ημερομηνία Έκδοσης:01/01/2007
ISBN:9789606736049
Διαθεσιμότητα στα βιβλιοπωλεία μας
Αθήνα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Θεσσαλονίκη:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες
Πάτρα:
Με παραγγελία σε 2-5 εργάσιμες ημέρες

Περιγραφή


Θρίλερ και παράλληλα εκτενέστατο ρεπορτάζ. Η "Ιστορία της Μαφίας", βιβλίο που αποπνέει τη γεύση της ιστορίας που γράφτηκε με αίμα και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού, εκπλήσσει με το πλήθος των στοιχείων που αφορούν την "ευυπόληπτη εταιρία" αλλά και τη γλαφυρότητα με την οποία είναι δοσμένο το θέμα.
[...]
Στη διαδρομή του ο συγγραφέας συστήνει στον αναγνώστη, εκείνους, που επί 150 σχεδόν χρόνια προσπάθησαν να καθαρίσουν την Ιταλία από το μίασμα, και τους άλλους που το χρησιμοποιούσαν για τους άνομους στόχους τους. Και βέβαια παρουσιάζει έναν έναν τους ιστορικούς πρωταγωνιστές, που έδρασαν είτε προσπαθώντας να καταλύσουν τον νόμο, είτε αντιθέτως παλεύοντας με κάθε μέσο και χωρίς ουσιαστική υποστήριξη για να τηρήσουν την έννομη τάξη.





ΚΡΙΤΙΚΗ



Η δραματική σύλληψη, στις αρχές της προηγούμενης εβδομάδας, έξω από το Παλέρμο, του Σαλβατόρε Λο Πίκολο, ενός ακόμη αρχινονού της Κόζα Νόστρα ο οποίος ανέλαβε πέρυσι μετά την εξουδετέρωση του capo dei tutti capi Μπερνάντο Προβεντσάνο την καθοδήγηση της εγκληματικής οργάνωσης, φέρνει για μία ακόμη φορά στο προσκήνιο τον πολύχρονο αγώνα του ιταλικού κράτους για την εξόντωση του καρκινώματος της σικελικής Μαφίας. Το συνδικάτο του εγκλήματος έχει δεχθεί τα τελευταία χρόνια καίρια πλήγματα, όπως όμως επισημαίνουν έγκυροι κύκλοι, που γνωρίζουν πρόσωπα και πράγματα, οποιοσδήποτε πανηγυρισμός θα φάνταζε υπερβολικός δεδομένου ότι το 80% των επιχειρήσεων της Σικελίας εξακολουθεί να πληρώνει τη Μαφία για «προστασία». Η ταρίφα ανέρχεται σε 1.000 ευρώ τον μήνα για τους καταστηματάρχες και σε τουλάχιστον 5.000 ευρώ για τους ιδιοκτήτες σουπερμάρκετ, με το συνολικό ποσό που ενθυλακώνει η Κόζα Νόστρα από τους εκβιασμούς αυτούς να αγγίζει το αστρονομικό ποσό των 30 δισ. ευρώ τον χρόνο! Ομως, εκτός από το οικονομικό υπάρχει και το θεσμικό πλαίσιο. Η στενή σχέση της Μαφίας με το πολιτικό κατεστημένο και ειδικά με το Κόμμα της Χριστιανοδημοκρατίας είναι - τουλάχιστον για μια περίοδο του παρελθόντος - κάτι που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.



Από τις απαρχές στο «Τρακτέρ»



Η Ιταλία εδώ και αρκετούς μήνες φαίνεται σαν να ξυπνάει από εφιάλτη, καθώς διαβάζει με λεπτομέρειες την ανατριχιαστική δράση της Καμόρα, της ναπολιτάνικης Μαφίας (μαζί με την Ντράνγκετα της Καλαβρίας και την Κόζα Νόστρα αποτελούν την «τρόικα» του οργανωμένου εγκλήματος στη γειτονική μας χώρα), στο βιβλίο του 28χρονου Ρομπέρτο Σαβιάνο Γόμορρα. Το βιβλίο, το οποίο σπάει ταμεία σε Γαλλία και Γερμανία, ενώ αναμένεται με μεγάλο ενδιαφέρον και στις ΗΠΑ όπου κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα, είναι περισσότερο μια προσωπική μαρτυρία. Δεν είναι ίδια η περίπτωση της Κόζα Νόστρα του Ντίκι, που επιχειρεί μια συνολική θεώρηση της ιστορίας της σικελικής Μαφίας και μέσα από έναν λόγο γλαφυρό ανατρέχει στις απαρχές της, την περίοδο πριν ακόμη τη δημιουργία του σύγχρονου ιταλικού κράτους (1860-1876) και περνάει μέσα από την «επέκτασή» της στις ΗΠΑ (1900-1941) στους δύο «εμφυλίους» της Μαφίας (1962-1969 και 1970-1982), στην άνοδο των κορλεονέζων και από κει στην «ενάρετη μειοψηφία» της περιόδου 1983-1992. Στη συνέχεια προσεγγίζει την περίοδο που αρχινονός δεν είναι άλλος από τον περιβόητο Τότο Ρίινα, ο οποίος θα αφήσει τη θέση του στον άλλο φοβερό αρχιμαφιόζο Μπερνάρντο Προβεντσάνο, τον επονομαζόμενο και «Τρακτέρ». Ο ιστορικός, δημοσιογράφος και ερευνητής Ντίκι γνωρίζει καλά το metier να φτιάχνει βιβλία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το κάνει με άριστη γνώση του αντικειμένου που έχει προέλθει από εξοντωτική θεώρηση των πηγών. Πλέκει την ιστορία της εγκληματικής οργάνωσης με την ιστορία του τόπου αλλά και με την ιδιοσυγκρασία και την κουλτούρα των κατοίκων του - αυτό είναι και το σημαντικότερο προσόν του βιβλίου.



Τα δύο ορόσημα



Ξεκινά την αφήγησή του ευρηματικά με δύο ορόσημα, δύο γεγονότα-σταθμούς στην ιστορία της σικελικής Μαφίας. Το πρώτο αφορά την πρεμιέρα, στις 17 Μαΐου του 1890, στο Θέατρο Κονστάντσι της Ρώμης, μιας όπερας που για πολλούς υπήρξε η πλέον επιτυχημένη όλων των εποχών. Η Καβαλερία Ρουστικάνα («Χωριάτικη Τιμή») του Πιέτρο Μασκάνι έθεσε τη σπαρακτική μελωδία της στην υπηρεσία μιας απλής ιστορίας ζήλιας, τιμής και εκδίκησης ανάμεσα σε σικελούς χωρικούς. Η υποδοχή η οποία της επιφυλάχθηκε ήταν θριαμβική - οι συντελεστές της παράστασης κλήθηκαν τριάντα φορές στη σκηνή και αποθεώθηκαν από ένα κοινό που παραληρούσε, ενώ η βασίλισσα της Ιταλίας, η οποία ήταν παρούσα, δεν σταμάτησε να χειροκροτεί σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς. Σύντομα η Καβαλερία γνώρισε διεθνή επιτυχία και λίγους μήνες έπειτα από εκείνη τη νύχτα στη Ρώμη, ο Μασκάνι έγραψε σε ένα φίλο του ότι η μονόπρακτη όπερά του τον είχε κάνει, σε ηλικία είκοσι έξι μόλις χρόνων, πλούσιο εφ' όρου ζωής. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό για την Καβαλερία, είναι το γεγονός ότι η πλοκή της βασίζεται στην αγνότερη και πιο ανώδυνη εκδοχή ενός μύθου γύρω από τη Σικελία και τη Μαφία, ο οποίος περίπου επί εκατόν πενήντα χρόνια ταυτιζόταν με την επίσημη ιδεολογία της οργάνωσης. Σύμφωνα με την κυρίαρχη αντίληψη, η Μαφία δεν ήταν οργάνωση αλλά το αίσθημα ανυπακοής, υπερηφάνειας και τιμής με βαθιές ρίζες στη νοοτροπία κάθε Σικελού. «Σήμερα» επισημαίνει ο Ντίκι «είναι αδύνατον να αφηγηθούμε την ιστορία της Μαφίας δίχως να λάβουμε υπόψη μας τη δυναμική αυτού του μύθου».

Το δεύτερο γεγονός μάς μεταφέρει σε ένα λόφο στον δρόμο ο οποίος οδηγεί από το Αεροδρόμιο του Παλέρμο στην πόλη. Γύρω στις 6 μ.μ. της 23ης Μαΐου του 1992, ο Τζοβάνι Μπρούσκα, ένας κοντόχοντρος γενειοφόρος νεαρός μαφιόζος, παρατηρεί το μικρό ευθύ τμήμα του αυτοκινητοδρόμου λίγο πριν από τη στροφή για την κωμόπολη Καπάτσι. Στο σημείο εκείνο οι άνδρες του έχουν γεμίσει έναν αποχετευτικό αγωγό με δεκατρία βαρελάκια τα οποία περιέχουν 400 κιλά εκρηκτικής ύλης, χρησιμοποιώντας μια τροχοσανίδα. Μερικά μέτρα πίσω από τον Μπρούσκα, ένας άλλος - μεγαλύτερος σε ηλικία - μαφιόζος, ο οποίος ακούει στο όνομα Νίνο Τζοέ, καπνίζει και μιλάει στο κινητό του τηλέφωνο. Ξαφνικά, διακόπτει τη συνομιλία και σκύβει μπροστά για να παρατηρήσει τον δρόμο από ένα τηλεσκόπιο που είναι στερεωμένο πάνω σε ένα σκαμνί. Οταν βλέπει μια αυτοκινητοπομπή από τρία οχήματα να πλησιάζει τον αγωγό, σφυρίζει μέσα από τα δόντια του: «Vai!» (Εμπρός!). Τίποτα δεν συμβαίνει. «Vai!» λέει ξανά, πια επιτακτικά αυτήν τη φορά. Μόνο όταν ακούει ένα τρίτο, σχεδόν πανικόβλητο «Vai!» από πίσω του και βλέπει ότι η αυτοκινητοπομπή έφτασε στο ύψος ενός παλιού ψυγείου, που είχε τοποθετηθεί για σημάδι, ο Μπρούσκα πατάει τον διακόπτη. Η έκρηξη που ακολουθεί είναι υπόκωφη και κάνει την άσφαλτο κομμάτια. Το πρώτο αυτοκίνητο εκσφενδονίζεται στον αέρα και προσγειώνεται σε απόσταση περίπου εβδομήντα μέτρων μέσα σε έναν ελαιώνα. Το δεύτερο αυτοκίνητο καταλήγει, διαλυμένο, μέσα στον βαθύ κρατήρα. Το τρίτο καταστρέφεται χωρίς όμως να διαλυθεί. Θύματα της έκρηξης είναι ο δικαστής Τζοβάνι Φαλκόνε, επικεφαλής των ερευνών εναντίον της Μαφίας, η σύζυγός του και τρία μέλη της συνοδείας του. Με τη δολοφονία του Φαλκόνε η σικελική Μαφία ξεφορτώθηκε τον πιο επικίνδυνο εχθρό της, το σύμβολο του αγώνα εναντίον της. Ταυτόχρονα όμως η φοβερή εκείνη έκρηξη σήμανε τη χρεοκοπία της επίσημης ιδεολογίας και του μύθου της, όπως είχαν αποτυπωθεί στην Καβαλερία Ρουστικάνα.



Τροφή για τα γουρούνια



Η Μαφία, τόσο απέναντι στους αντιπάλους της αστυνομικούς και εισαγγελείς όσο και απέναντι στον «εσωτερικό εχθρό», παρακλάδια της που είχαν την ατυχή έμπνευση να ανεξαρτητοποιηθούν και να αμφισβητήσουν την καθεστηκυία δομή της, ήταν αμείλικτη. Στις αρχές της δεκαετίας του 1980, σε διάστημα μικρότερο των δύο χρόνων, δολοφονήθηκαν πάνω από 1.000 άνθρωποι - μαφιόζοι, συγγενείς και φίλοι μαφιόζων, αστυνομικοί και τυχαίοι περαστικοί. Κάποιοι από αυτούς εκτελέστηκαν στη μέση του δρόμου ή απήχθησαν και στραγγαλίστηκαν σε μυστικά κρησφύγετα. Τα πτώματά τους διαλύθηκαν σε οξύ, θάφτηκαν μέσα σε τσιμέντο, ρίχτηκαν στη θάλασσα με βαρίδια στα πόδια ή κομματιάστηκαν και κατέληξαν να γίνουν τροφή για τα γουρούνια. Η κτηνωδία ως τρόπος ζωής. Να τι γράφει ο γνωστός μας Νίνο Τζοέ λίγο πριν αυτοκτονήσει με τα κορδόνια των παπουτσιών του στις 28 Ιουλίου του 1993 μέσα στη φυλακή για να μην αναγκαστεί να παραβεί την «ομερτά», τον όρκο σιωπής που δίνουν οι μαφιόζοι, και καρφώσει τους ανωτέρους του: «Σήμερα το απόγευμα θα βρω τη γαλήνη και την ανάπαυση που έχασα πριν από δεκαεπτά χρόνια (όταν μυήθηκα στην Κόζα Νόστρα). Οταν τις έχασα, μεταμορφώθηκα σε κτήνος. Και παρέμεινα κτήνος μέχρι τη στιγμή που πήρα το στυλό και το χαρτί για να γράψω αυτές τις γραμμές. Προτού φύγω, ζητώ από τη μητέρα μου και από τον Θεό να με συγχωρήσουν, επειδή η αγάπη τους είναι απεριόριστη. Οσο για όλο τον υπόλοιπο κόσμο, ξέρω ότι αποκλείεται να με συγχωρέσει».

Κι όμως, υπήρξαν πολλοί, πάμπολλοι σύντροφοι του Τζοέ, οι λεγόμενοι «πεντίτι» (μετανιωμένοι) που προτίμησαν έναν δρόμο διαφορετικό από τον δικό του. Συνεργάστηκαν με τις Αρχές και με τις πληροφορίες τους φώτισαν τους ζοφερούς λαβυρίνθους και τις δαιδαλώδεις διαδρομές της οργάνωσης. Ανάμεσά τους εξέχουσα θέση κατέχει ο αρχιμαφιόζος Τομάζο Μπουσκέτα, ο επονομαζόμενος «νονός των δύο κόσμων» λόγω των συμφερόντων που διατηρούσε και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού, ο οποίος συνελήφθη στη Βραζιλία και όταν εκδόθηκε στην Ιταλία αποκάλυψε στον Φαλκόνε όχι μόνο ονόματα, γεγονότα και την οργανωτική δομή της Μαφίας - «καποντετσίνα» (δέκαρχος), «κάπο» (αφεντικό τοπικής συμμορίας), «κονσιλιέρο» (σύμβουλος) - αλλά και την ψυχολογία κάθε μέλους της. «Στην Κόζα Νόστρα» του είπε «είσαι υποχρεωμένος να λες την αλήθεια, αλλά παράλληλα υπάρχει μεγάλη επιφυλακτικότητα. Ολη αυτή η επιφυλακτικότητα, τα πράγματα που δεν λέγονται, δυναστεύουν τους μαφιόζους σαν βαρύ ανάθεμα. Κάθε σχέση μοιάζει τελείως ψεύτικη και παράλογη». Οι λεπτομερείς ομολογίες του Μπουσκέτα επέτρεψαν στον Φαλκόνε να συγκεντρώσει 8.600 σελίδες πλήρεις στοιχείων, που ήταν η «μαγιά» για την περίφημη Υπερδίκη του Παλέρμο. Στις 16 Δεκεμβρίου του 1987, ύστερα από ακροαματική διαδικασία 22 μηνών, το δικαστήριο έκρινε ένοχα 342 μέλη της σικελικής Μαφίας και τα καταδίκασε σε 2.665 χρόνια κάθειρξης. Τον Ιανουάριο του 1992, τέσσερις μήνες πριν από τον μαρτυρικό θάνατο του Φαλκόνε, το Ακυρωτικό Δικαστήριο - ο ιταλικός Αρειος Πάγος - θα επικύρωνε τις αρχικές ετυμηγορίες. Η πρώτη μεγάλη μάχη για το ξεδόντιασμα του τέρατος είχε κερδηθεί. Ποιά θα ήταν, όμως, η συνέχεια;



ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΟΥΛΙΑΡΑΚΗΣ

Το ΒΗΜΑ, 11/11/2007

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!