0
Your Καλαθι
Ο ποιητής ως έθνος
Αισθητική και ιδεολογία στον Γ. Σεφέρη
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Κριτική
Η νέα μελέτη του Δημήτρη Δημηρούλη, καθηγητή της Ιστορίας και Θεωρίας της Λογοτεχνίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, συνιστά ουσιαστική παρέμβαση στον χώρο της σεφερικής βιβλιογραφίας, της ελληνικής φιλολογίας, αλλά και της θεωρητικής κριτικής εν γένει. Εξετάζοντας ζητήματα ιδεολογίας και αισθητικής στον Γ. Σεφέρη, απομακρύνεται από τις κατεστημένες ερμηνείες του σεφερικού έργου και το υποβάλλει σε ριζική αναθεώρηση μέσα από μια διαδικασία συστηματικής ανάλυσης που συνοδεύεται από πρωτότυπες μεθοδολογικές προτάσεις - απόρροια της γόνιμης σχέσης του συγγραφέα με τον σύγχρονο θεωρητικό προβληματισμό.
Η χρήση της θεωρίας στη μελέτη του Δημηρούλη δεν έχει τίποτε να κάνει με καταπονημένες εφαρμογές θεωρητικών μοντέλων αλλά με την κατ' ιδίαν δημιουργία θεωρητικού στοχασμού. Από αυτή τη στάση προκύπτει μια ευέλικτη αναγνωστική μέθοδος, σύμφωνα με την οποία το άγχος της αντικειμενικής αλήθειας αντικαθίσταται από το ενδεχόμενον πιθανόν μιας αλήθειας που ξέρει ότι «ποτέ δεν θα πετύχει την ολοκλήρωσή της, γιατί κάτι τέτοιο θα σήμαινε το τέλος όχι μόνο της ανάγνωσης αλλά και της γραφής» (σελ. 25) και η οποία γι' αυτό γίνεται πρόκληση και περιπέτεια, ταξίδι στο πέλαγος της σημειακής πανσπερμίας. Από τη στιγμή, λοιπόν, που δεν υπάρχει απόλυτο θεωρητικό σημείο αναφοράς, ένας γόνιμος τρόπος για να κατανοήσεις έννοιες όπως η ιδεολογία και η αισθητική είναι να τις πλησιάσεις κυκλωτικά, διαγράφοντας επάλληλους κύκλους με διαφορετικές περιφέρειες και καμπύλες, πάντα όμως με τη ματιά στραμμένη επίμονα στο κέντρο.
Είναι βέβαια πιθανόν ο αναγνώστης που έχει συνηθίσει στην παρατακτική ανάπτυξη της επιχειρηματολογίας να δυσθυμεί πρόσκαιρα και να αποπροσανατολίζεται. Αν όμως έχει την πρόνοια και την επιμονή να υιοθετήσει τη δύσπιστη και φιλέρευνη ματιά του Δημηρούλη, τότε ίσως αντιληφθεί το τέχνασμα των κύκλων και συνάμα το κρυφτό που παίζει μαζί του ο συγγραφέας διαβάζοντας τον Σεφέρη.
Η ανάγνωση του Δημηρούλη αρνείται το βασικό πλαίσιο μέσα από το οποίο έχουμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε το σεφερικό έργο. Αρνείται, δηλαδή, να δεχθεί ως αυτονόητους τους κοινούς τόπους της σεφερολογίας, π.χ. ότι ο ποιητής κατορθώνει να συνταιριάξει άψογα το παλιό με το καινούργιο, την παράδοση με τον μοντερνισμό, το ντόπιο με το ξένο. Η εικόνα αυτή άρχισε βαθμιαία να λειτουργεί ως αυτονόητη αλήθεια. Ποτέ δεν αμφισβητήθηκε με ουσιαστικό τρόπο η ορθότητά της. Είναι όμως δυνατόν, ρωτά ο Δημηρούλης, όλα τα στοιχεία του σεφερικού ποιητικού κόσμου να ισορροπούν τέλεια, να μην υπάρχουν αντιθέσεις, χάσματα, εντάσεις και εσωτερικές συγκρούσεις; Από ένα τέτοιο ερώτημα φαίνεται να ξεκινά η αναγνωστική περιπέτειά του για να καταλήξει στη δραστική αναθεώρηση του σεφερικού έργου αλλά και του ιστορικού περιεχομένου της γενιάς του '30.
Ο Δημηρούλης, βεβαίως, δεν αρνείται τη σημασία που είχε ο διάλογος του ποιητή με το μοντέρνο και το ελληνικό. Εξετάζοντας όμως εξονυχιστικά, με τη βοήθεια του χιασμού (ρητορικού τρόπου που δανείζεται από τον Paul de Man), τις διαφορετικές εκφάνσεις της σεφερικής προσπάθειας να εναρμονισθούν αντιθετικές επιδιώξεις, παρατηρεί ότι η τέλεια αντιστοιχία «ανάμεσα στους δύο πόλους της ποιητικής αναφοράς δεν είναι παρά η φιλότιμη αυταπάτη αυτής της ποιητικής· η καιροφυλακτούσα απόκλιση σημαδεύει εξαρχής τον ποιητικό λόγο, καθιστώντας τη διφορούμενη στάση μέτρο του ύφους» (σελ. 114). Τονίζοντας το δισυπόστατο της σεφερικής αισθητικής έναντι του ομαλού τοπίου της παράδοσης, πριμοδοτεί τη μορφή, στην οποία τίποτε δεν αφομοιώνεται ολοκληρωτικά, αλλά το ένα μεταμφιέζεται στο άλλο και συνεπώς όλα μένουν μετέωρα σε έναν κενό χώρο ανάμεσα στα δύο αντίρροπα άκρα.
Η αμφιταλάντευση του Σεφέρη διαπερνά όλο το φάσμα των διπολικών σχέσεων που υπάρχουν στο έργο του. Το κενό πλανάται παντού. Ο ποιητής αμφιρρέπει ανάμεσα στον ταπεινό λαϊκό μάστορα και στον πολυμαθή αστό λόγιο. Ο ένας τονίζει τη μοναδικότητα του ατομικού ταλέντου, ο άλλος προσπαθεί να ανταποκριθεί στην παράδοση και στην ιστορία. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με την ποίηση. Την ίδια στιγμή που αναγνωρίζεται η αυτονομία της, καλείται συνάμα να υπερασπίσει την εθνική ιδιαιτερότητα. Το ερώτημα, βεβαίως, είναι πώς η τέχνη θα μπορέσει να συμβιβάσει τις αντικρουόμενες αυτές επιδιώξεις. Το κενό όμως δεν υπερβαίνεται, απλώς συγκαλύπτεται με συμβιβασμούς και διαπραγματεύσεις στους τροπισμούς του σεφερικού λόγου. Γι' αυτό άλλωστε και «η ποιητική απάντηση του Σεφέρη, στις πιο πειστικές της στιγμές, αμφιβάλλει και διστάζει, ο λόγος της επιστρέφει στον δημόσιο χώρο γεμάτος χάσματα και απουσίες» (σελ. 335).
Εκεί όμως όπου η αμφιταλάντευση του Σεφέρη και τα προκύπτοντα αγεφύρωτα χάσματα φαίνονται περισσότερο είναι στη διαλεκτική σχέση χώρου και χρόνου, η οποία αποτελεί άλλωστε τον πυρήνα της προσέγγισης του Δημηρούλη. Οι μεταφορικές αναφορές του Σεφέρη στον χώρο υποδηλώνουν την αναζήτηση ενός πεδίου μέσα στο οποίο θα οριοθετηθεί η ταυτότητα του ποιητή και του κόσμου του. Ο χώρος όμως μπορεί να συλληφθεί μόνο μέσα από τη χρονική του διάσταση, εφόσον τα ίχνη της ιστορίας που υπάρχουν πάνω του, όπως λ.χ. τα αγάλματα, ανακαλούν τον παρελθόντα χρόνο της ιστορίας. Είναι επόμενο ότι ο χώρος, από τη στιγμή που προσδιορίζεται από ίχνη του παρελθόντος, από κάτι που δεν είναι όπως ήταν, δεν μπορεί ποτέ να είναι πλήρης. Ο τόπος δεν μπορεί να δώσει την εικόνα μιας ολότητας όπως αυτή υπήρχε και συνεπώς αλλοιώνεται από τον χρόνο. Ο παρών χώρος σημαδεύεται έτσι από ένα κενό διάστημα, ένα χάσμα, μια έλλειψη, «ένα κομμάτι χώρου που παραδόθηκε στον χρόνο» (σελ. 117). Η οριοθέτηση της ταυτότητας και συνεπώς η πλήρωση που αναζητεί ο Σεφέρης στον παρόντα χώρο δεν είναι δυνατές.
Ο ποιητής, βεβαίως, γνωρίζει ότι η ταυτότητα δεν μπορεί να ολοκληρωθεί στον χώρο. Κι όμως συνεχίζει να ψάχνει στα αγάλματα, στα συντρίμμια του χρόνου, εκεί δηλαδή που ξέρει πως δεν υπάρχει τρόπος να βρεθεί, ακόμη κι όταν με τον «Βασιλιά της Ασίνης» αναγνωρίζει πλέον ρητά το κενό. Συνεχίζει γιατί, όπως γράφει με αφοπλιστική ειλικρίνεια στα «Τρία Κρυφά Ποιήματα», «ό,τι ένιωσες σωριάζεται ανυπόστατο / αν δεν εμπιστευτείς τούτο το κενό. / Ισως να βρεις εκεί ό,τι νόμισες χαμένο (...) / Ζωή σου είναι ό,τι έδωσες / τούτο το κενό είναι ό,τι έδωσες / το άσπρο χαρτί». Το ίδιο συμβαίνει και με τον χρόνο, αφού πάνω του επενεργεί ο συγκεκριμένος τόπος. Ο χρόνος, όπως υποδηλώνεται από τα αγάλματα, αναιρείται από την πραγματικότητα του παρόντος τόπου. Ο κύκλος οδηγεί τελικά στο σημείο εκκίνησης και γι' αυτό η διαλεκτική σχέση χώρου και χρόνου «δεν κορυφώνεται, χεγκελιανά, στη σύνθεση ενός τρίτου όρου (...). Χώρος και χρόνος, ιστορία και τόπος, στο πλήθος των συμβολικών τους μετασχηματισμών, αιωρούνται ατέρμονα ανάμεσα στην επιθυμία για πληρότητα και ενότητα και στη δύσκολη γνώση του ανέφικτου μιας τέτοιας επιθυμίας» (σελ. 117).
Από τη μια μεριά, λοιπόν, οι απαιτήσεις του ύφους, ο μοντερνισμός και η αισθητική και από την άλλη οι ζητήσεις μιας πολιτισμικής πολιτικής, τα πάθη του έθνους, η παράδοση και η ιδεολογία· η ταυτόχρονη επιδίωξη του Σεφέρη να αποτελέσει τη φωνή του συλλογικού σώματος και συνάμα να διατηρήσει ακέραιη τη μοναδικότητά του. «Στην κόψη αυτής της αντιφατικής επιδίωξης», σύμφωνα με τον Δημηρούλη, «καλλιεργείται η ποιητική της έλλειψης, που επιτρέπει στον ποιητή άλλοτε να πλησιάζει το έθνος και την παράδοσή του και άλλοτε να αποσύρεται στα χάσματα και στα κενά της μοντέρνας αισθητικής» (σελ. 237-238).
Αυτή όμως η έλλειψη λειτουργεί εναντίον της υποτιθέμενης επιτευχθείσας αρμονίας και κατ' επέκταση εναντίον της εξιδανικευμένης εικόνας του εθνικού ποιητή. Όταν όλα στηρίζονται σε ένα κενό, η πληρότητα είναι ανέφικτη. Ακριβώς όμως αυτό το κενό «σώζει» τελικά τον ποιητή. Τον σώζει από τις παρενέργειες που θα μπορούσε να έχει για το έργο του η δέσμευσή του στο μοντέλο του εθνικού ποιητή. Σώζεται γιατί εκεί που θα περίμενε κανείς να τον απορροφήσει η ιδεολογία, το κενό, απελευθερώνοντας την ποίησή του από ερμηνευτικές καταπιέσεις και περιορισμούς, αφήνει ανοιχτά όλα τα ενδεχόμενα.
Αυτά τα εξ ανάγκης σχηματικά σχόλια δεν μπορούν φυσικά να μεταφέρουν την περιπέτεια της γραφής του Δημηρούλη, το έξοχο ύφος της και γενικά τον τρόπο της. Η δόμηση του βιβλίου εμπλέκει τον κριτικό λόγο με την ίδια τη λογοτεχνική γραφή. Θυμίζει κάτι από αστυνομικό μυθιστόρημα, όπου η αφήγηση φαινομενικά παραστρατεί σε αδιέξοδα μονοπάτια, παρατείνοντας την αγωνία του αναγνώστη, ο οποίος μόνο στο τέλος αντιλαμβάνεται ότι τα κλειδιά για την επίλυση του μυστηρίου έχουν πληθωρικά δοθεί κατά τη διάρκεια της αφήγησης. Από τη γραφή του Δημηρούλη δεν λείπουν βεβαίως και ορισμένοι αυστηροί, ενοχλητικοί ίσως, χαρακτηρισμοί για πρόσωπα και κείμενα. Χρόνια άλλωστε ασκείται σε ένα είδος πολιτισμικής «εναντιοφρονίας».
Αντώνης Δρακόπουλος, «ΤΟ ΒΗΜΑ», 04-01-2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις