0
Your Καλαθι
Αντιθάλασσα
Περιγραφή
Μετά την Ανταρκτική και το Άνοιγμα της μύτης, η Άντζελα Δημητρακάκη επιστρέφει με την Αντιθάλασσα, ένα πολυδιάστατο, ονειρικά αυτοκαταστρεφόμενο κόσμο, όπου η μυθιστορηματική αφήγηση συνιστά παράλληλα μια (ενίοτε αυτοαναιρούμενη) κριτική στα τεχνάσματα της σύγχρονης λογοτεχνίας. Οροθετώντας ένα πλαίσιο κοινωνικών ανταγωνισμών στο οποίο οι ήρωες προτείνουν συχνά τη φαντασία τους ως έσχατη μορφή αντίστασης, και θυμίζοντας συχνά ένα κωμικοτραγικό ψυχαναλυτικό παραμύθι, η πλοκή εκτυλίσσεται με ρυθμούς που εκθέτουν την επίμονη παρουσία της πραγματικότητας. Η Αντιθάλασσα, με άλλα λόγια, αποτελεί μια περιφραστική απάντηση στους ίδιους τους ήρωές της, οι οποίοι ισχυρίζονται πως τα βιβλία που διαβάζουν δεν τους τρομάζουν πια.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Τεράστια κοπάδια από ψαρόνια (...) διέγραφαν πλάγιους και ελικοειδείς σχηματισμούς. Θα ήθελα να τους έδινα ένα νόημα, να τα ερμήνευα ως αναγγελία μιας αποκάλυψης». Η φράση αυτή από την Πλατφόρμα του Μισέλ Ουελμπέκ επανερχόταν δίχως εμφανή λόγο στο μυαλό μου καθώς διάβαζα την Αντιθάλασσα, σαν την ηχώ μιας δυσοίωνης ανάμνησης από αυτές που συχνά βασανίζουν τον Αλκη, τον κεντρικό ήρωα και αφηγητή. Να όμως που περίπου στα δύο τρίτα του βιβλίου, στο μοναδικό σημείο όπου αναφέρεται ο τίτλος του, διαβάζουμε την παρακάτω φράση: «Ηταν η αντιθάλασσα. Ηθελα πάρα πολύ να αναδυθεί από το χρώμα της, που μου έφερνε στον νου μια αλληλουχία δυσάρεστων συνειρμών, ένα μαγικό ον και να μου πει τι να κάνω». Ενιωσα τότε να ξεκλειδώνεται μέσα μου κάτι βαθύτερο που ως εκείνη τη στιγμή μου προκαλούσε ένα ανάμεικτο συναίσθημα δέους και καχυποψίας: η οδυνηρή συνειδητοποίηση ότι «μαγικό ον» ούτε υπήρξε ούτε και πρόκειται ποτέ να υπάρξει· και πως αν έχουμε κάτι να πούμε σήμερα δεν μπορεί παρά να αφορά, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, αυτήν ακριβώς την απουσία. Οι απουσίες άλλωστε είναι σταθερό μοτίβο στην Αντιθάλασσα. Η αφήγηση αρθρώνεται γενικά ως διαδοχή εξαφανίσεων και εμφανίσεων, τόσο με τη ρεαλιστική σημασία τους (μυστηριώδεις εξαφανίσεις - επανεμφανίσεις προσώπων) όσο και με την ψυχολογική: λες και οι χαρακτήρες, και πρώτος απ' όλους ο Αλκης, διαθέτουν κάποιου είδους μυστικούς προβολείς που, δίχως και οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται, πότε τους στρέφουν πάνω στους υπολοίπους φωτίζοντας κομμάτια της ζωής τους και πότε τους αποστρέφουν από αυτούς αφήνοντάς τους και πάλι στο σκοτάδι.
Η δομή, περίτεχνη και με μεταμοντέρνες αντηχήσεις, θα μπορούσε να περιγραφεί ως εξής: ένας νέος ελληνικής καταγωγής, προσωρινός κάτοικος Βαρκελώνης, γράφει ένα αυτοβιογραφικό κείμενο με αφορμή την επιθυμία του να κατανοήσει ορισμένα κεντρικά γεγονότα της ζωής του. Το αποτέλεσμα αυτής της ενδοσκόπησης-εξιστόρησης το παραδίδει σε μια σημαδιακή για εκείνον γυναίκα - που στο μυθιστόρημα βαφτίζεται Ρόη -, η οποία προσθέτει και αυτή τη δική της εκδοχή. Το τελικό κείμενο φθάνει κάποια στιγμή - αν αποκρυπτογράφησα σωστά τα αρχικά των συνομιλητών στον εισαγωγικό διάλογο - στα χέρια της συγγραφέως Αντζελας Δημητρακάκη, η οποία και δέχεται να «επιμεληθεί» την έκδοσή του. Αποτέλεσμα αυτών των επάλληλων διεργασιών είναι το βιβλίο που κρατάμε στα χέρια μας. Η πλοκή: το πλέον κομβικό σημείο στη ζωή του Αλκη, το οποίο την τέμνει σε ένα πριν και ένα μετά, είναι μια καλοκαιρινή ημέρα του 1976. Τότε σε ένα παραθαλάσσιο εξοχικό στην Πελοπόννησο συμβαίνουν δύο εξαιρετικής σημασίας γεγονότα. Πρώτον, μια εξαφάνιση: ο πατέρας του (Αντρέας) εγκαταλείπει τη μητέρα του (Στέλλα) και ο 5χρονος τότε Αλκης δεν θα τον ξαναδεί παρά μονάχα πολλά χρόνια μετά. Δεύτερον, μια απροσδόκητη εμφάνιση: ύστερα από ένα παράξενο αυτοκινητικό δυστύχημα από τα γαλανά νερά του μικρού κόλπου μπροστά στο σπίτι τους αναδύεται ως εκ θαύματος ένα μικρό κοριτσάκι· ο Αλκης θα το πάρει ευθύς αμέσως υπό την προστασία του ανακηρύσσοντάς το - με τις ευλογίες της Στέλλας - μικρή του αδελφή με το όνομα Μαρίνα.
Με αυτή την πρώτη υποκατάσταση (ακολουθούν και άλλες) αρχίζει μια μεγάλη εξιστόρηση, που περνάει από την Αθήνα, το Παρίσι, τη Λισαβόνα, καθώς και άλλες, ευρωπαϊκές ή όχι, πόλεις, και ολοκληρώνεται σχεδόν 25 χρόνια μετά, με τη συγγραφή του εν λόγω βιβλίου. Η αφήγηση χωρίζεται grosso modo σε τρεις χρονικές «φέτες» που σταδιακά συγκλίνουν: τη ζωή του Αλκη στην Ελλάδα, μαζί με τη Στέλλα, τη Μαρίνα, ενίοτε και με τη σύντροφο της Στέλλας, τη Μάρθα· τη ζωή του ως μεταπτυχιακού φοιτητή στην Αγγλία, με τη Ρόη· την τελευταία φάση της ζωής του, όταν ξαναβρίσκει τον πατέρα του και αποκαθίσταται συμβολικά και πραγματικά η μεταξύ τους σχέση και ισορροπία. Αν και εμπεριέχει μια πρωτότυπη ματιά πάνω σε μια διακριτή ιστορικά γενιά - εκείνη που έχει ως σημείο αναφοράς της τον αντιδικτατορικό αγώνα και τα γεγονότα του Πολυτεχνείου -, η Αντιθάλασσα είναι στην πραγματικότητα το μυθιστόρημα ενός κόσμου όπου η έννοια των συνόρων έχει χάσει το ειδικό βάρος της και όπου αυτή η απώλεια είναι μέρος του ζητήματος ταυτότητας που ταλανίζει τους ήρωές του. Από τις ευτυχέστερες στιγμές του είναι σίγουρα οι περιγραφές της παιδικής ηλικίας και η σκιαγράφηση αυτής της ιδιότυπης αντι-οικογένειας· δίχως να καταφεύγει σε γλωσσικές ή ερμηνευτικές ευκολίες - ποιοτικό χαρακτηριστικό που διακρίνει συνολικά τη γραφή της -, η Δημητρακάκη ανασυνθέτει με ευρηματικότητα τον αλλόκοτο και γοητευτικό κόσμο των παιδιών. Κορωνίδα αυτής της επιτυχίας είναι η επινόηση της μικρής Μαρίνας: το κοριτσάκι-γοργόνα δυναμώνει πίνοντας θαλασσινό νερό και διατρέχει όλη την αφήγηση σαν ένα γλυκό και μαζί δύσμοιρο ξωτικό.
Κώστας Κατσουλάρης (συγγραφέας)
ΤΟ ΒΗΜΑ , 02-03-2003
ΚΡΙΤΙΚΗ
Παλαιότερα, εκείνο που συγκροτούσε τη νεολαία ως ιδιαίτερη κοινωνική κατηγορία, ήταν η σχέση της με τους μηχανισμούς ένταξης στον κοινωνικό σχηματισμό, όπως η οικογένεια, το σχολείο, ο στρατός, οι εκκλησιαστικές οργανώσεις και άλλοι. Η συνολική κρίση όμως των παραδοσιακών αυτών μηχανισμών, η ανάδυση δίπλα τους νέων που επιτελούν όμως έναν διαφορετικό ρόλο, όπως τα ΜΜΕ ή η μουσική, η κατάρρευση των «μεγάλων αφηγήσεων», καθώς και πιο πρόσφατα η υπέρβαση των συνόρων, η διάχυση σε παγκόσμιο επίπεδο, παράλληλα με την οικονομία, υπερτοπικών τρόπων ζωής και συμπεριφορών, δημιούργησαν και αναδημιουργούν συνεχώς μια εντελώς άλλη συγκυρία για το σύγχρονο άνθρωπο και πιο ειδικά για τον νέο που αντικρίζει τώρα τον κόσμο. Πολλοί, οι περισσότεροι, ξορκίζουν τις τάσεις αυτές του παρόντος με την επίκληση ενός εξιδανικευμένου παρελθόντος και μ' έναν ποικιλότροπο καταγγελτικό λόγο. Αρκετοί, λίγοι όμως ακόμα, προσπαθούν να κατανοήσουν τα νέα φαινόμενα και να εκφέρουν έναν στοχαστικό και κριτικό λόγο. Στο χώρο της νεοελληνικής πεζογραφίας, η Αντζελα Δημητρακάκη, που γεννήθηκε το 1968, ζει στην Οξφόρδη και διδάσκει Ιστορία και Θεωρία της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο του Σάουθαμπτον, με τη μέχρι τώρα παραγωγή της ψηλαφεί και προσπαθεί να συλλάβει διάφορες πτυχές του κόσμου, όπως αυτός εκδιπλώνεται σήμερα . Στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Ανταρκτική», («Οξύ», 1997), παρακολουθούσε μια ομάδα, σχετικά περιθωριακών, νεαρών στις διαδρομές τους στη μητροπολιτική Αθήνα και σ' αυτές των χημικών ουσιών και της πανκ μουσικής. Τώρα, αφού μεσολάβησε και μια συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Το άνοιγμα της μύτης», («Οξύ», 1999), με το δεύτερο μυθιστόρημα της, την «Αντιθάλασσα», επιχειρεί μια πιο πλατιά σύνθεση, με διευρυμένη οπτική και πιο πολύπλοκους αφηγηματικούς τρόπους. Η μυθοπλασία του διατρέχει τα τελευταία είκοσι πέντε χρόνια του εικοστού αιώνα και εκτυλίσσεται στην Αθήνα και στα τοπία της Πελοποννήσου καθώς και σε άλλες χώρες και πόλεις, στις οποίες τα πρόσωπά της κινούνται με άνεση. Ο βασικός κορμός της αφήγησης είναι η πρώιμη αυτοβιογραφία του κεντρικού της ήρωα, του Αλκη, που λίγο πριν από τα τριάντα ξανακοιτάζει τη μέχρι τότε ζωή του. Ο Αλκης γράφει το αυτοβιογραφικό του κείμενο στη Βαρκελώνη και αρχίζει από την ηλικία των πέντε ετών και πιο συγκεκριμένα από μια ημέρα του Ιουνίου του 1976, όταν, ενώ βρισκόταν για διακοπές με τη μητέρα του σε μια ερημική ακτή της Πελοποννήσου, συνέβησαν δύο καθοριστικά για τη ζωή του γεγονότα. Η φυγή του πατέρα του και η ανάδυση από τη θάλασσα ενός μικρού κοριτσιού, ύστερα από ένα αυτοκινητικό ατύχημα. Το κοριτσάκι, που παίρνει το όνομα Μαρίνα, γίνεται μέλος της οικογένειας, στην οποία προστίθεται και η Μάρθα, μια φωτογράφος, φίλη από παλιά των γονέων του Αλκη. Ολοι μαζί μένουν στο σπίτι της Μάρθας, και μ' αυτά τα δεδομένα και σ' αυτό το περιβάλλον μεγαλώνει ο Αλκης, μαζί με την αδελφή του πλέον Μαρίνα, βιώνοντας πάντα με το δικό του τρόπο την απουσία του πατέρα. Η ισορροπία που είχε δημιουργηθεί διαταράσσεται για λίγο με την ξαφνική φυγή της Μάρθας στη Νέα Υόρκη. Το γεγονός όμως που σφραγίζει με επώδυνο τρόπο το τέλος της εφηβείας του Αλκη, είναι η οριστική και τραγική απώλεια της Μαρίνας με τον αμφιλεγόμενο πνιγμό της στη θάλασσα και την επιστροφή της εκεί απ' όπου είχε εμφανισθεί. Οι σχέσεις του Αλκη με τη μητέρα του γίνονται δύσκολες και όταν φεύγει για να σπουδάσει σε μια βορειοευρωπαϊκή πόλη, οι επαφές τους είναι σπάνιες και τυπικές. Εκεί γνωρίζει μια νεαρή Ελληνίδα, τη Ρόη, με την οποία, παρά τη γενικότερη απραξία της και την αυτοκαταστροφική της διάθεση, ζουν μαζί, σχετικά λιτά, με μουσική, διάβασμα, έρωτα και ποικίλες συζητήσεις. Αργότερα, μετακομίζουν σε μια άλλη πόλη, ορεινό καταυλισμό την ονομάζει ο Αλκης, στο πανεπιστήμιο της οποίας συνεχίζει τις σπουδές του. Η ζωή τους εξακολουθεί με τον ίδιο ρυθμό, ώσπου η Ρόη ξαφνικά εξαφανίζεται. Το ίδιο ξαφνικά επικοινωνεί μαζί του και τον καλεί στο Τούμπινγκεν της Γερμανίας, όπου, όταν πηγαίνει, βλέπει έκπληκτος να τον περιμένει ο πατέρας του. Μένει μαζί του και προσπαθούν να ξαναβρούν το χαμένο χρόνο, να ξαναπιάσουν επαφή και να λύσουν γρίφους και αινίγματα του παιδικού παρελθόντος. Για αρκετά χρόνια δε, εργάζεται και αναλαμβάνει αποστολές σ' ένα διεθνές πολιτικό και οικολογικό δίκτυο ακτιβιστών, στο οποίο μετέχει ο πατέρας του. Σε μια τέτοια αποστολή γράφει την αυτοβιογραφία του, έχοντας αποφασίσει να ξεκαθαρίσει με το παρελθόν του, να φύγει από τον πατέρα και την ομάδα του και να ακολουθήσει έναν, απροσδιόριστο ακόμα, δικό του δρόμο. Ο Αλκης διακόπτει συχνά τη γραμμική ανέλιξη της εξιστόρησής του με άλματα στην περίοδο της συμβίωσης του με τη Ρόη και μάλιστα αναφέρει τα σχόλια και τις κρίσεις της για όσα γράφει για την παιδική του ηλικία, ενώ από ένα σημείο και μετά εγκαθίσταται στον παροντικό χρόνο της συγγραφής και επιστρέφει από εκεί πλέον στο παρελθόν για τη συνέχιση της αυτοβιογράφησής του. Το κείμενο τελικά το στέλνει στη Ρόη, η οποία με τη σειρά της το παραδίδει σε μια διανοούμενη γειτόνισσά της, που είναι μάλλον η συγγραφέας, αφού το συνοδεύσει με μια εισαγωγική επιστολή κι ένα επίμετρο, όπου εκθέτει την εκδοχή της για πολλά από τα αναγραφόμμένα του Αλκη και επιπλέον αναφέρεται στα άγνωστα μέχρι τότε προβληματικά παιδικά και εφηβικά της χρόνια. Ετσι η Δημητρακάκη, κινούμενη αφηγηματικά ανάμεσα στις τεχνικές και τους τρόπους του μοντερνισμού και του μεταμοντερνισμού, συγκροτεί και συναρμολογεί στέρεα τη μυθοπλασία της, που νοηματικά και θεματικά υπερβαίνει την κυρίαρχη νεοελληνική μικροαστική θέαση των πραγμάτων. Η γενιά των κινημάτων της δεκαετίας του '60 είναι παρούσα στην αφήγηση και μάλιστα πιο κοντά στην ευρωπαϊκή εκδοχή της αμφισβήτησης παρά στην αντιδικτατορική και μεταπολιτευτική ελληνική εκδήλωσή της. Ο πατέρας του Αλκη φεύγει γιατί «οι επαναστατικές πρωτοβουλίες στο χώρο της κοινωνικής άμυνας» δεν μπορούν να συνδυαστούν με την οικογενειακή ζωή, ενώ η μητέρα, αν και πιο ενσωματωμένη, δεν διστάζει να δημιουργήσει μια αντισυμβατική σχέση με μια άλλη γυναίκα και να εκπαιδεύσει τα παιδιά της κόντρα στα διάφορα «εθνικά» ιδεολογήματα. Ο ήρωας και αφηγητής, απόγονος αυτής της γενιάς, μεγαλώνει σε μια διαφορετική συγκυρία, κρατώντας μια κριτική απόσταση από τα δρώμενα στον ελληνικό κοινωνικό περίγυρο και προσλαμβάνοντας τις αλλαγές στις συμπεριφορές και τις κουλτούρες των νέων. Μαζί με τη Ρόη αφήνουν πίσω τους τις κάθε είδους οικογενειακές ή άλλες δεσμεύσεις, περιέρχονται με ευκολία διάφορες χώρες και πόλεις, φορείς μιας νέας νομαδικής κουλτούρας, γνωρίζουν εμπειρίες, σπουδάζουν ή ασχολούνται με εναλλακτικές μορφές πολιτικής, αλλά παραμένουν πάντα μετέωροι. Η Δημητρακάκη ξεκινά να γράψει ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, αλλά στο τέλος αποτυπώνει την αδυναμία ενηλικίωσης και τη δυσκολία συγκρότησης μιας νέας ταυτότητας, μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών αξιών και θεσμών σ' έναν γοργά μεταβαλλόμενο κόσμο. Αυτό άλλωστε, με αφορμή κάποιες χρωματικές εναλλαγές της θάλασσας, ορίζει ο αφηγητής ως αντιθάλασσα: «το περιβάλλον σου, που ώς τότε θεωρούσες δεδομένο, είχε υποστεί μια ριζική αλλαγή και οι γνώσεις που νόμιζες ότι σου επέτρεπαν να κινείσαι μέσα του με μια άνεση ήταν τελείως άχρηστες». Η συγγραφέας πλάθει με επιτυχία τους εξαιρετικά δύσκολους χαρακτήρες των ηρώων της και αποδίδει τις αποχρώσεις των κινήσεων και των προβληματισμών τους. Χρησιμοποιεί το μοτίβο των διαδοχικών εξαφανίσεων και εμφανίσεων για να πυροδοτεί την εξέλιξη της αφήγησής της, που είναι άκρως ρεαλιστική, (εκτός ίσως από την περίπτωση της Μαρίνας) και δεν κάνει καμία υποχώρηση στην απόδοση των, ερμητικών πολλές φορές, νοημάτων της, ούτε στην επεξεργασία της γραφής της. Η Δημητρακάκη συλλαμβάνει το σύγχρονο νέο άνθρωπο σε μια φάση πολιτισμικής (και πολιτικής) μετάβασης σε παγκόσμιο επίπεδο και δημιουργεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον και ριζικά διαφορετικό μυθιστόρημα απ' αυτά της υπόλοιπης εγχώριας παραγωγής.
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΑΚΩΤΙΑΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/04/2003
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις