Η εμπράγματη φαντασία
Περιγραφή
Ένα βιβλίο, για να είναι κανονικό βιβλίο, πρέπει ν' αρχίζει απ' το μηδέν και τα καταλήγει στο μηδέν: έτσι γίνεται ολοκληρωμένο και αυτοτελές εφόσον δεν αφήνει δικό του τίποτε πίσω και τίποτε εμπρός.
Αυτό εδώ το βιβλίο δεν είναι ένα βιβλίο κανονικό: δεν αρχίζει από το μηδέν· αρχίζει κλειστό και τελειώνει ανοικτό· αρχίζει πλήρες και καταλήγει άδειο: αυτό το ανοιχτό και άδειο είναι το δικό του μηδέν, κι αυτό το μηδέν είναι η πραγματική αρχή του.[...]
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Κριτική:
Η ελληνικότητα ως νεύρωση
Ερμητικά, ιδιότυπα και ιδιόκλειστα, αυτοαναφορικά και αυτολογοδοσμένα, ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε «δύσκολα», τα κείμενα του Δημήτρη Δημητριάδη δημιουργούν με τον αναγνώστη μια σχέση συνενοχής, τον κάνουν να θεωρεί ότι μόνο αυτός τα διαβάζει
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΠΟΥ ΔΗΛΩΝΕΙ ΣΕ ΚΑΘΕ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
ΟΤΙ ΔΕΝ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΕΙ Η ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ
ΚΑΙ ΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΧΕΙ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝ ΑΚΡΙΒΩΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΑΥΤΟΤΟΠΟΘΕΤΕΙΤΑΙ ΕΝΤΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΤΗΝ
ΟΠΟΙΑ ΕΧΕΙ ΦΡΟΝΤΙΣΕΙ, ΜΕ ΤΟ ΚΑΤΑΓΩΓΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΟΛΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ, ΝΑ ΘΑΝΑΤΩΣΕΙ
Στη μέση της πρόσφατης, σπουδαίας, παράστασης του Πεθαίνω σαν χώρα που σκηνοθέτησε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ο συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης έβγαινε μέσα από τις ουρές των κομπάρσων και έκανε μια βόλτα στην άκρη της σκηνής, με τους ηθοποιούς γύρω του να τρέχουν να τον χαιρετήσουν. Αυτοαναφορικό τέχνασμα που ο μεν θεατής του Μαρμαρινού μπορεί να θεώρησε έως και αναμενόμενο, τον αναγνώστη όμως του Δημητριάδη τον έφερε σε μια σχετική αμηχανία. Γιατί ο συγγραφέας είναι από εκείνους που έχουν φιλοτεχνήσει με επιμονή τη δημόσια εικόνα τους ως μη εικόνα.
Για τον Δημήτρη Δημητριάδη γνωρίζουμε πολύ λιγότερα απ΄ ό,τι για όλους τους άλλους συγγραφείς της γενιάς, του εύρους του έργου και του διαμετρήματός του. Αν κάτι οι περισσότεροι ξέρουν, αυτό είναι μάλλον το ύφος του, αναγνωρίσιμο στα πειραματικά θεατρικά του ( Η ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή, Λήθη ), στα δυσπροσδιόριστα πεζά του ( Ανθρωπωδία , Η μεταφορά ), τις ποιητικές συνθέσεις ( Κατάλογοι ), στις μεταφράσεις του σύγχρονων Γάλλων συγγραφέων ή αρχαίων Ελλήνων τραγικών, ακόμα και στις σπάνιες δημόσιες παρεμβάσεις του. Είναι θα έλεγε κανείς η ακραία επιβεβαίωση του ύφους ως τελικό αποτέλεσμα της γραφής σ΄ αυτά τα κείμενα, που μας διδάσκει πώς να αγνοούμε τον συγγραφέα τους. Ερμητικά, ιδιότυπα και ιδιόκλειστα, αυτοαναφορικά και αυτολογοδοσμένα, ό,τι καταχρηστικά ονομάζουμε «δύσκολα», τα κείμενα του Δημητριάδη δημιουργούν με τον αναγνώστη μια σχέση συνενοχής, τον κάνουν να θεωρεί ότι μόνο αυτός τα διαβάζει και, το κυριότερο, μόνο αυτός τα καταλαβαίνει. Πρόκειται εντούτοις για μια αριστοκρατική αναγνωστική νιρβάνα από την οποία ήταν αρκετή να βγάλει όσους την είδαν η μαζική και πολυφωνική παράσταση του Πεθαίνω σαν χώρα. Το κείμενο, μακράν το γνωστότερο έργο του Δημητριάδη, γραμμένο το 1978 και εμπνευσμένο από την εμπειρία της επιστράτευσης του 1974, συναιρεί διάφορα επίπεδα γλώσσας και μια σειρά προφανείς και λιγότερο προφανείς λογοτεχνικές και ιστορικές παραπομπές (Θουκυδίδης, Βίβλος, Γιατρός Ινεότης του Χειμωνά, ελληνικός εμφύλιος, χούντα) καθώς αφηγείται το τέλος ενός κόσμου όπως τον ξέρουμε.
«Την χρονιά εκείνη καμιά γυναίκα δεν έπιασε παιδί». Έτσι αρχίζει η εσχατολογική περιγραφή μιας χώρας που περιμένει την ολοκληρωτική της ήττα, μια εξιστόρηση που είναι σαν να αναπτύσσει το καβαφικό «Περιμένοντας τους Βαρβάρους» στα όριά του. Η γλώσσα, η λογοτεχνία, το έθνος, η πατριά, η πατρίδα, η ίδια η έννοια της κουλτούρας ως καταγραφής της συλλογικής εμπειρίας, αποσαρθρώνονται στο Πεθαίνω σαν χώρα, διαλύονται εις τα εξ ων συνετέθησαν (δηλαδή σε λέξεις κι αφηγήσεις), απορρίπτονται ως ξένα σώματα. Όλα διαλύονται καθώς «καταρρέει το νότιο μέτωπο», και «καταρρέει και το ανατολικό μέτωπο», και «πραγματοποιείται η μετάβαση από τον έναν ιστορικό κύκλο στον άλλο». Τελειώνει το κείμενο: «Αυτή η χώρα είναι το χτικιό μας. Θα μας πεθάνει, θα μας ξεκάνει... Μας πίνει το αίμα, μας το πίνει». Και δεν ξέρεις αν εννοεί την Ελλάδα, την κάθε χώρα, την (εθνική) ταυτότητα, ή απλώς τον Λόγο και την έκφραση- ίσως και όλα τα παραπάνω μαζί ως συγκοινωνούντα δοχεία. Στην παράσταση του Μαρμαρινού, περιστοιχισμένη από εκατοντάδες κομπάρσους- συμπολίτες μιας νέας χώρας σε αναμονή-, τις φράσεις αυτές τις διάβασε καταπληκτικά η Μπέμπα Μπλανς· ως άλλη Ευδοκία σε λογοδιάρροια, ξεκινούσε με τη σπασμένη της φωνή κι έλεγες εδώ είμαστε. Αίφνης αυτό που οι περισσότεροι έχουν συνηθίσει να εκτιμούν με όρους αποκλειστικά αισθητικούς (ως οριακό κείμενο της νεοελληνικής λογοτεχνίας), γινόταν ένα κείμενο λαϊκό, με την έννοια του έργου που ανοίγεται στη χρήση του, που προκαλεί υπερβολές και παρανοήσεις, που το υποδέχεται κανείς ως χειρονομία και το συμπληρώνει κατά βούληση. Γινόταν επίσης ένας λόγος απολύτως επίκαιρος, καίρια αντιρρητικός στην πατριδοκαπηλία, τον ρατσισμό, την αποπνικτικότητα της εθνικής ιστορίας και τον λαϊκισμό των προβολών της.
Απλά αντιτίθεμαι
Ίσως αυτή είναι η καλύτερη συγκυρία να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό το έργο του Δημητριάδη- αρχίζοντας από το πρόσφατο βιβλίο Η εμπράγματη φαντασία , πολύ φροντισμένη συλλογή κειμένων, συνεντεύξεων, άρθρων γραμμένων στη διάρκεια σχεδόν τριάντα χρόνων. Το βιβλίο αξίζει να το δει κανείς ως την αυτοπαρουσίαση ενός διανοουμένου με μια πολύ συγκεκριμένη πρόταση για τη γλώσσα και τη γραφή, τη λογοτεχνία και τη δημιουργική σκέψη γενικότερα. Εννοώ δηλαδή ότι όλα αυτά τα «γράφουμε πάντα εν όψει μιας ολοκληρωτικής καταστροφής», και «συγγραφέας είναι αυτός που καταγράφει αυτό που του υπαγορεύει η γραφή», και «ταυτίζω τη λογοτεχνία με την πολιορκία μιας Αλήθειας», και «η Τέχνη είναι το ύψιστο», με τα οποία ο Δημητριάδης χτίζει επί δεκαετίες τη συγγραφική του ιδεολογία, πρέπει κανείς να τα διαβάσει σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Προϋποθέτουν το μοντέρνο ως επιβλητικό κι ενοχλητικό παρελθόν, συνδιαλέγονται και εμπεριέχουν τον Μπένγιαμιν, τον Χάιντεκερ, τον Μπλανσό, τον Μπατάιγ, τον Ντεριντά, τον Μπαρτ, τον Χειμωνά. Το ενδιαφέρον νομίζω έγκειται στο πώς όλη αυτή η γενεαλογία υιοθετείται για να στηρίξει το πολυσχιδές έργο ενός ανθρώπου που γράφει ελληνικά, παρεμβαίνει με έναν πολύ δικό του τρόπο στο ελληνικό γίγνεσθαι («Δεν συμμετέχω σε δημόσιο διάλογο. Απλά αντιτίθεμαι», τελειώνει ένα κείμενό του για τον λαϊκισμό γραμμένο το ΄90), και τελικά τοποθετείται ακριβώς στο πλαίσιο αυτού που σε πρώτη ανάγνωση δυναμιτίζει: την ελληνική λογοτεχνία και κουλτούρα. Αυτός ο συγγραφέας που δηλώνει σε κάθε ευκαιρία ότι δεν τον ενδιαφέρει η νεοελληνική λογοτεχνία και τα ελληνικά πράγματα («σχεδόν όλη η νεοελληνική λογοτεχνία είναι περιττή, για πέταμα, ένα σκουπίδι»), έχει ενδιαφέρον ακριβώς για το πώς αντιμετωπίζει την ελληνικότητα ως νεύρωση, πώς χρησιμοποιεί παλιμψηστικά την ελληνική γλώσσα και πώς αυτοτοποθετείται εντός της χώρας την οποία έχει φροντίσει, με το καταγωγικό κείμενο όλου του έργου του, να θανατώσει.
Δημήτρης Παπανικολάου, Βιβλιοδρόμιο, 8/9/2007
Κριτική:
Παράλληλα προς τον λόγο της τέχνης...
Στοχασμοί για τη γραφή
Ο Δημήτρης Δημητριάδης είναι ίσως ο σημαντικότερος Ελληνας συγγραφέας. Αυτό, ωστόσο, δεν είναι παρά μια υποκειμενική διαπίστωση. Και μάλιστα αμφίβολης αξίας όταν προέρχεται από κάποιον που -καλώς ή κακώς- δεν είναι, τουλάχιστον κατ' επάγγελμα, κριτικός της λογοτεχνίας. Θα ήταν ίσως ουσιαστικότερο να ειπωθεί απλώς ότι τα κείμενα του Δημητριάδη οδηγούν τον αναγνώστη κάπου όπου δύσκολα θα φτάσει με άλλους τρόπους. Ισως μάλιστα να τον οδηγούν σε έναν τόπο εκ-σωτερικό, τόσο ενδόμυχα απωθημένο, ώστε το εγχείρημα να μοιάζει (αντι-ηρωικά μεν, αλλά) συγκλονιστικά τολμηρό. Οπως το έχει θέσει η Τζίνα Πολίτη, ο Δημητριάδης «τολμά και αφήνεται, με τρόμο και δέος, να οδηγηθεί από τον ουσιώδη λόγο της λογοτεχνίας στο "ακάλυπτο κέντρο της ύπαρξης", στην εσωτερική εμπειρία του ανυπέρβατου ορίου, εκεί όπου η θρησκεία τοποθετεί το Θείον, η ψυχανάλυση το πραγματικό και ο λόγος το άλλο του, που είναι το άρρητο». Από τη στιγμή που θα ξεκινήσουμε ένα κείμενό του είμαστε και εμείς αναγκασμένοι, με το ψυχο-σωματικό βάρος του όρου, να τον ακολουθήσουμε και να αναμετρηθούμε με την απόλαυση και την οδύνη που ενέχει η ανοίκεια αυτή συνάντηση, όπως τη θέτει ο ίδιος ο λόγος του - και ένα είδος λόγου εν γένει, γιατί αντίστοιχη εμπειρία ενέχει και η ανάγνωση όλων όσα έχει μεταφράσει, από τον Bataille μέχρι και τον Cioran.
Χωρίς να παραμελεί ποτέ την αισθητική-στιλιστική διάσταση του λόγου, ο Δημητριάδης προχωρεί σε έναν ουσιώδη και στοιχειακό αναστοχασμό της ίδιας της γραφής. Δεν μένει απλώς στην ανατροπή του στόρυ, αλλά διαπρέπει στη διερώτηση και το άνοιγμα της φόρμας. Η ευθύνη του συγγραφέα συναντά έτσι την ενδεχομενική περατότητα του έργου του και ο κόμβος της γραφής αποκαλύπτεται ως ένα κατεξοχήν ψυχο-σωματικό σύμπτωμα, ως μια οδυνηρή ηδονή, μια jouis-sens όπως θα έλεγε ο Lacan· έτσι μόνον η γλώσσα διαπραγματεύεται τα όριά της και την (ανέφικτη εντέλει) υπέρβαση τους, μόνον έτσι το αναγκαίο συναντά το αδύνατο. Από το καταιγιστικό «Πεθαίνω σαν χώρα» μέχρι την «Ανθρωπωδία» (στον πεζό λόγο) και από τη «Νέα εκκλησία του αίματος» μέχρι τη «Ζάλη των ζώων πριν τη σφαγή» (στον θεατρικό) αυτό είναι το στοίχημα που δεν παύει να βάζει ο Δημητριάδης.
Αλλά αυτή η προσήλωση σε διακυβεύματα οικουμενικά, στην ίδια τη φύση της γραφής και της ανθρώπινης υπόστασης, δεν σημαίνει ότι ο Δημητριάδης δεν γράφει σε έναν τόπο -συνήθως στην Ελλάδα- και με άμεσες αναφορές στον τόπο αυτό, ή ότι αποφεύγει να τόπο-θετηθεί (οιονεί δοκιμιακά ή αυτοβιογραφικά) απέναντι σε αυτήν την τόπο-λογική συγκυρία της θέσης του. Ετσι, η πρόσφατη συλλογή «Η εμπράγματη φαντασία», ένας τόμος 428 σελίδων που εγκαινίασε τη συνεργασία του συγγραφέα με τις εκδόσεις «Ινδικτος», συγκεντρώνει κείμενα που πρωτο-δημοσιεύτηκαν από το 1978 έως το 2007 και καλύπτουν ένα ευρύτατο εκφραστικό φάσμα (δοκιμιακής μορφής κείμενα/ομιλίες, συνεντεύξεις/συνομιλίες, σύντομες λογοτεχνικές ή παιγνιώδεις παρεκβάσεις, σύμφωνα με την περιγραφή του ίδιου του Δημητριάδη), ένα μωσαϊκό πολλαπλότητας, το οποίο όμως διαπερνά το νήμα μιας κοινής ανάγκης: «η, άλλοτε συνειδητή άλλοτε όχι, ανάγκη να ειπωθούν τα πράγματα μ' έναν τρόπο ο οποίος θα επιτρέπει μια άλλου είδους ευστοχία, μια άλλη αμεσότητα, ευστοχία και αμεσότητα παράλληλες προς τον λόγο της τέχνης» (σελ. 9).
Εδώ ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης θα γνωρίσει τη βιωματική συγκυρία που οδήγησε στη σύνθεση του «Πεθαίνω σαν χώρα»· θα στοχαστεί πάνω στην ουσιώδη σχέση γλώσσας και σώματος, γραφής και πραγμάτων· θα κληθεί να συμμετάσχει στη διαδραστική ολοκλήρωση ενός εναλλακτικού εορτολογίου· τέλος, θα συναντήσει μια κριτική οπτική πάνω στο νεοελληνικό πολιτισμό που λέει τα πράγματα έξω από τα δόντια, αποκτώντας μιαν συγκλονιστική επικαιρότητα:
«Η Ελλάδα είναι κατακτημένη από Ελληνες. Είμαστε υπό ελληνική κατοχή. Αυτό ξέρουμε τι σημαίνει, το βλέπουμε ανά πάσα στιγμή. Δεν είναι μόνον η Ελλάδα που τρώει τα παιδιά της. Τρώνε και τα παιδιά της την Ελλάδα, και μάλιστα "τρώνε καλά".
[...] Ενας πολιτισμός δεν ορίζεται από τίποτε άλλο παρά από τις μεταμορφώσεις του. Η ουσία του επίφοβου, που συνιστά την ανεκδήλωτη πλευρά της πραγματικότητας και που παραμένει ακατονόμαστη, είναι αυτές ακριβώς οι απρόβλεπτες αλλά μοιραία επικείμενες μεταμορφώσεις, οι οποίες όμως συνεχώς αναστέλλονται από τις καθηλωτικές δυνάμεις που θέλουν έναν πολιτισμό να είναι ταυτόσημος με μία μόνον εκδοχή του, ταυτισμένος μόνο με τις παρελθούσες εκδηλώσεις του [...] μια θλιβερή έρημος, με ελάχιστα εγκατασπαρμένα εδώ κι εκεί σημεία βλάστησης -άνθρωποι μεμονωμένοι και απομονωμένοι-, είτε μία αποπνικτική νεκρόπολις, με σπάνιες εστίες δημιουργικότητας ανάμεσα στους τάφους» (σελ. 38 και 79-80).
Δεν είναι όμως καμία θρηνητική απαισιοδοξία το τέλος του δρόμου: επιμένοντας στη διασύνδεση του επιμέρους με το οικουμενικό, η κριτική του Δημητριάδη δεν ωθεί στην παραίτηση και τον κυνισμό, αλλά γίνεται πρόκληση για τη δημιουργία του νέου, έστω και αν αυτό οφείλει να εναποτεθεί στο τελικά φιλόξενο εσωτερικό μιας μποτίλιας και να ξεκινήσει ένα αμφίβολο ταξίδι σε μάλλον αφιλόξενους, αν όχι εχθρικούς ωκεανούς. Αν μη τι άλλο, η πορεία του ίδιου του Δημητριάδη αποδεικνύει πως το παιχνίδι είναι ακόμα ανοιχτό και μπορεί να κερδηθεί, ό,τι κι αν μπορεί αυτό να σημαίνει για το μέλλον της γραφής, για τον αναστοχασμό της υποκειμενικότητας, αλλά και της νεοελληνικής κουλτούρας. Οσο μεγάλο κόστος, ξόδεμα ή άλγος κι αν προϋποθέτει κάτι τέτοιο - για μας (τους αναγνώστες) όπως και για εκείνον, στις μοναχικές αλλά παράλληλες πορείες μας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΑΥΡΑΚΑΚΗΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 24/04/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις