0
Your Καλαθι
Ο πόνος ως πόλη
Περιγραφή
[…] «Μιλάμε πλέον για την προϊστορία των λέξεων, για την προέλευσή τους, η οποία δεν έχει εξαντλήσει τα αποθέματά της, και το ζήτημα που τίθεται δεν είναι καθόλου περιορισμένο μόνο στον λεξικολογικό τομέα. Η πόλις είναι η λέξη που δόθηκε σε μία υπό κατασκευήν τότε πραγματικότητα, προέκυψε από εκείνη την πραγματικότητα, ήρθε μετά από εκείνη, έδινε σ’ εκείνη την πραγματικότητα την σημασία της αφού πρώτα την είχε πάρει από εκείνη. Αυτό συμβαίνει με όλες τις λέξεις : έρχονται να ονομάσουν κάτι που προϋπάρχει, ό,τι κι αν είναι αυτό. Υπάρχουν όμως λέξεις που δεν είναι και δεν έγιναν ποτέ λέξεις.
Ο πόνος δεν είναι λέξη. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου η λέξη δεν προηγείται αυτού που λέει ή δεν το συνοδεύει ταυτόχρονα. Ο έρωτας, λ.χ., η σκέψη, δεν είναι επίσης λέξεις. Θα μπορούσε η λίστα αυτή να προεκταθεί κι άλλο, ίσως χωρίς ορατό τερματισμό, πράγμα που θα μας οδηγούσε σε μία εκ βάθρων ανασκευή τού ακόμη και καθημερινού λεξιλογίου μας. Εδώ είναι αναγκαία η εξ απαλών ονύχων αναφορά στην κρίση των λέξεων έτσι όπως αυτές δοκιμάστηκαν σε κείμενα που οδήγησαν τον γραπτό αλλά και τον προφορικό λόγο σε μία αναπόδραστη και εγγενή, κατά την γνώμη μου, σεισμική δόνηση της επικράτειας των λέξεων. Εννοώ, κατ’ αρχάς, την Επιστολή του Λόρδου Τσάντος γραμμένη από τον Χούγκο φον Χόφμανσταλ, και από εκείνους που ακολούθησαν την διάνοιξη που επέφερε αυτή η Επιστολή, τον Ρόμπερτ Μούζιλ, τον Καρλ Κράους, τον Χέρμανν Μπροχ, τον Ελίας Κανέττι, τους οποίους ακολούθησαν και άλλοι, μεταξύ αυτών θα ανέφερα και τον Γιόζεφ Ροτ.
Επανέρχομαι στον πόνο.
Ο πόνος ιδρύει. Αυτό, κι ας μην κακοφανεί σε όσους εργάζονται για την καταπολέμησή του, είτε είναι άτομα είτε οργανώσεις, αυτό συμβαίνει επειδή ο πόνος, όποιος κι αν είναι, συνιστά πάντα, ως εκ της φύσεώς του, κάτι στο οποίο εκτίθεμαι χωρίς να το έχω επιζητήσει – εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις όπου ο πόνος προκαλείται εσκεμμένα προκειμένου να αντληθεί απ’ αυτό μία ικανοποίηση που έχει άλλοτε την μορφή τιμωρίας ή αυτοτιμωρίας άλλοτε την μορφή ηδονής, επιβεβλημένης στον εαυτό μας ή σ’ έναν άλλον που μας την ζητάει.
Ο πόνος πάντα με εκθέτει στις δυνάμεις του και στην αδυναμία μου, και σ’ αυτό το πάντα ανήκει και η προκειμένη, εν λόγω, περίπτωση κατά την οποία ασχολούμαι με τον πόνο. Ασχολούμαι με τον πόνο σημαίνει και πάλι εκτίθεμαι στον πόνο, κι αυτό με την σειρά του είναι κάτι που με κρίνει, με θέτει υπό κρίσιν, κάνει την θέση μου κρίσιμη. Αυτή ακριβώς η θέση θα ήθελα ν’ αποτελέσει τον πυρήνα της ιδρυτικής λειτουργίας του πόνου : να είμαστε εκτεθειμένοι σε μία πόλη που θα είναι η ίδια ο πόνος.» […]
Ο πόνος δεν είναι λέξη. Υπάρχουν και άλλες περιπτώσεις όπου η λέξη δεν προηγείται αυτού που λέει ή δεν το συνοδεύει ταυτόχρονα. Ο έρωτας, λ.χ., η σκέψη, δεν είναι επίσης λέξεις. Θα μπορούσε η λίστα αυτή να προεκταθεί κι άλλο, ίσως χωρίς ορατό τερματισμό, πράγμα που θα μας οδηγούσε σε μία εκ βάθρων ανασκευή τού ακόμη και καθημερινού λεξιλογίου μας. Εδώ είναι αναγκαία η εξ απαλών ονύχων αναφορά στην κρίση των λέξεων έτσι όπως αυτές δοκιμάστηκαν σε κείμενα που οδήγησαν τον γραπτό αλλά και τον προφορικό λόγο σε μία αναπόδραστη και εγγενή, κατά την γνώμη μου, σεισμική δόνηση της επικράτειας των λέξεων. Εννοώ, κατ’ αρχάς, την Επιστολή του Λόρδου Τσάντος γραμμένη από τον Χούγκο φον Χόφμανσταλ, και από εκείνους που ακολούθησαν την διάνοιξη που επέφερε αυτή η Επιστολή, τον Ρόμπερτ Μούζιλ, τον Καρλ Κράους, τον Χέρμανν Μπροχ, τον Ελίας Κανέττι, τους οποίους ακολούθησαν και άλλοι, μεταξύ αυτών θα ανέφερα και τον Γιόζεφ Ροτ.
Επανέρχομαι στον πόνο.
Ο πόνος ιδρύει. Αυτό, κι ας μην κακοφανεί σε όσους εργάζονται για την καταπολέμησή του, είτε είναι άτομα είτε οργανώσεις, αυτό συμβαίνει επειδή ο πόνος, όποιος κι αν είναι, συνιστά πάντα, ως εκ της φύσεώς του, κάτι στο οποίο εκτίθεμαι χωρίς να το έχω επιζητήσει – εκτός φυσικά από τις περιπτώσεις όπου ο πόνος προκαλείται εσκεμμένα προκειμένου να αντληθεί απ’ αυτό μία ικανοποίηση που έχει άλλοτε την μορφή τιμωρίας ή αυτοτιμωρίας άλλοτε την μορφή ηδονής, επιβεβλημένης στον εαυτό μας ή σ’ έναν άλλον που μας την ζητάει.
Ο πόνος πάντα με εκθέτει στις δυνάμεις του και στην αδυναμία μου, και σ’ αυτό το πάντα ανήκει και η προκειμένη, εν λόγω, περίπτωση κατά την οποία ασχολούμαι με τον πόνο. Ασχολούμαι με τον πόνο σημαίνει και πάλι εκτίθεμαι στον πόνο, κι αυτό με την σειρά του είναι κάτι που με κρίνει, με θέτει υπό κρίσιν, κάνει την θέση μου κρίσιμη. Αυτή ακριβώς η θέση θα ήθελα ν’ αποτελέσει τον πυρήνα της ιδρυτικής λειτουργίας του πόνου : να είμαστε εκτεθειμένοι σε μία πόλη που θα είναι η ίδια ο πόνος.» […]
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις