0
Your Καλαθι
Αγκαλιάζοντας το έρεβος
Περιγραφή
Όλοι έχουμε τους φόβους μας. Τις περισσότερες φορές για παράλογα πράγματα. Τι γίνεται όμως όταν η σκυτάλη κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το μεταφυσικό και τα παράλογα γίνονται πραγματικότητα; Αυτές οι μικρές εκπλήξεις είναι που εμφανίζονται μερικές φορές, κάνοντάς μας να αναρωτιόμαστε τι είναι τελικά λογικό και τι όχι. Εννέα καθημερινές ιστορίες μυστηρίου και απόλυτου παραλογισμού θα σας πείσουν ότι οι φόβοι σας πολλές φορές ίσως και να μην είναι τυχαίοι... Αντέχετε να ακολουθήσετε σε ένα ταξίδι στο έρεβος;
απόσπασμα από το βιβλίο:
Μεσημβρινή ανάπαυλα
Παραμονή Πρωτομαγιάς και ο καιρός είχε αρχίσει να καλυτερεύει αισθητά. Ο ήλιος πια βρισκόταν καταμεσής του ουρανίου θόλου καθημερινά, δίχως να τον κρύβουν κουρτίνες από σύννεφα, όπως πριν από λίγες μέρες. Ο Γιώργος καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του και ατένιζε ρεμβάζοντας τον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι. Ήταν απόγευμα και επικρατούσε ησυχία, κατά κύριο λόγο, εκείνες τις ώρες. Οι περισσότεροι είχαν ήδη σχολάσει από τις δουλειές τους και οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν είτε διάφοροι ξεχασμένοι που άφησαν ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις, είτε τίποτα πιτσιρικάδες χωρίς δίπλωμα οδήγησης που βολτάριζαν κρυφά το αυτοκίνητο του μπαμπά τους την ώρα που αυτός κοιμόταν.
Κρατούσε στο χέρι του ένα κομπολόι και προσπαθούσε να του αλλάξει το σχοινάκι που συγκρατούσε τις κεχριμπαρένιες χάντρες. Ήταν δώρο του πατέρα του και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το συγκεκριμένο κομπολόι κρατούσε από πάππου προς πάππου εδώ και εκατό περίπου χρόνια. Ποτέ δεν πείστηκε πραγματικά ότι έλεγε αλήθεια. Ήταν ίσως ένα τέχνασμα για να τον κάνει να αισθάνεται απλά και μόνο δέος για κάτι που του έδωσε και να αισθάνεται και αυτός με τη σειρά του περήφανος. Εν πάση περιπτώσει, ο Γιώργος φρόντισε να το διατηρεί σε καλή κατάσταση, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση και να το συντηρεί, αλλάζοντας κάθε τόσο το σχοινάκι του με καινούργιο καλύτερης ποιότητας, γιατί απλά του άρεσε να το στριφογυρνά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Άλλωστε και αυτός με τη σειρά του θα το έδινε στον γιο του, τον Νίκο, και θα του έλεγε τουλάχιστον εκείνο που αντικατόπτριζε την πραγματική αλήθεια: ότι το κομπολόι κρατάει από τον παππού του, δηλαδή τα τελευταία πενήντα χρόνια τουλάχιστον, ο οποίος δεν θα τον πίστευε πάλι με τη σειρά του. Φαύλος κύκλος. Γέλασε.
Τα άφησε στην άκρη και έπιασε το ποτήρι με τον κρύο φραπέ. Ανακάτεψε τα παγάκια στο εσωτερικό του ποτηριού, τα οποία τσούγκρισαν πολλές συνεχόμενες φορές επάνω στο διάφανο γυαλί και ρούφηξε από το καλαμάκι. Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και άπλωσε τα πόδια του στο σιδερένιο κάγκελο με ένα επιφώνημα ανακούφισης. Κάποια πουλιά πέταξαν στον ουρανό και ένα από αυτά στάθηκε σε ένα καλώδιο μπροστά του και έβγαλε μερικούς ήχους αγριοπερίστερου.
«Ιωάννα! Έλα να καθίσεις έξω. Φτάνει με τις δουλειές» φώναξε στρίβοντας δεξιά το κεφάλι του αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Η γυναίκα του τέτοια ώρα συνήθως τακτοποιούσε κάποιες μικροδουλειές στην κουζίνα. «Τα κάνω τώρα για να μην έχω αργότερα» έλεγε κάθε φορά στον άντρα της όταν παραπονιόταν που δεν τα παρατούσε για να καθίσει στο μπαλκόνι μαζί του μετά το μεσημεριανό φαγητό. Και κάθε φορά αυτός κατέληγε να χουζουρεύει εκεί, πότε καθισμένος σαν ζαλισμένο κοτόπουλο με το πέρας του φαγητού και πότε να ασχολείται με τα κομπολόγια του και τη συλλογή από νομίσματα που διατηρούσε τα τελευταία είκοσι έτη. Το ίδιο βιολί αυτά τα πέντε χρόνια από τότε που συνταξιοδοτήθηκε. Σαν επαναλαμβανόμενη κασέτα. Είχε συνηθίσει όμως. Ήταν ήρεμος και ευτυχισμένος. Ώρες ώρες του φαινόταν παράξενη η ρουτίνα της σύνταξης αλλά, όταν σκεφτόταν την άλλοτε βάρβαρη ζωή του ως οικοδόμος, ευχαριστούσε τον Θεό που έζησε ώστε να απολαύσει αυτή την ανεμελιά. Ω Θεέ μου, έλεγε με πικρία και ξεφυσούσε και μετά πάλι έριχνε άλλη μια χάντρα στη στοίβα από δαύτες που σχημάτιζαν αργά το εργαλείο των αργόσχολων.
Πήρε άλλη μία ρουφηξιά από τον καφέ και κοίταξε προς το κενό, το οποίο γέμιζε με τη θέα του μικρού χωριού που έμεναν πλέον. Το μάτι του έπεσε στο πουλί που στάθηκε από πριν στο καλώδιο της ΔΕΗ μπροστά του. Ήταν το ίδιο εδώ και πόση ώρα. Συνοφρυώθηκε και το κοίταξε με περισσότερη προσοχή – όσο του επέτρεπε η μεσημεριανή του ζάλη, που δεν έλεγε να φύγει ούτε με τον καφέ. Το πουλί στεκόταν και τον κοίταζε χωρίς να κουνιέται ή να τιτιβίζει. Χωρίς να κουνάει σπαστικά το κεφάλι του κοιτώντας δεξιά αριστερά, όπως σχεδόν όλα τα πτηνά. Έμεινε να το κοιτάζει περιμένοντας να πετάξει και να φύγει. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα αλλά του φάνηκαν ολόκληρα λεπτά. Άνοιξε καλά τα μάτια και το παρατήρησε καλύτερα. Ήταν πράγματι ακίνητο και κοιτούσε προς το μέρος του.
Ναι, τον κοίταζε.
Και μάλιστα δίχως να κουνιέται καθόλου. Ανασηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα και ακούμπησε στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού. «Φσσς» σφύριξε αδέξια προς το πουλί, περιμένοντας οποιοδήποτε είδος αντίδρασης. Τίποτα. Το αγριοπερίστερο έμοιαζε να είχε ψοφήσει έτσι όρθιο όπως στάθηκε στο σύρμα από την πρώτη φορά. Το χτύπησε το ρεύμα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν καθώς χιλιάδες πουλιά κάθονται στα σύρματα καθημερινά χωρίς να γίνονται ψητά. Έτσι κι αλλιώς και να γινόταν κάτι τέτοιο θα έσκαγε σαν πυροτέχνημα μέσα σε ένα σύννεφο από πούπουλα και θα κατέληγε στο έδαφος μερικά μέτρα πιο κάτω.
Με τι ασχολούμαι; Το καθισιό μού έχει κάψει τον εγκέφαλο, σκέφτηκε και στράφηκε αλλού. Χάζεψε για λίγο στο κενό αλλά το κεφάλι του γύρισε πάλι προς τα εκεί. Ένιωθε το βλέμμα του πουλιού επάνω του. Συνοφρυώθηκε. Άλλαξε ύφος.
Σηκώθηκε τελικά όρθιος και τεντώθηκε πάνω από το κάγκελο, σε μια προσπάθεια να πλησιάσει και να το δει καλύτερα. Στεκόταν έτσι απλά, σαν ομοίωμα περιστεριού στο καλώδιο, και τον κοιτούσε θαρρείς… θυμωμένο. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε και γούρλωσε τα μάτια του για να δει καλύτερα. Τα μικροσκοπικά μάτια του φτερωτού επισκέπτη έδειχναν έναν σαφή εκνευρισμό που δεν περνούσε απαρατήρητος. Ο Γιώργος ξάφνου διαπίστωσε μία ηλίθια γκριμάτσα να έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του και τον εαυτό του να κρεμιέται λίγο έξω από τα κάγκελα και να παρατηρεί ένα ακίνητο πουλί. Τραβήχτηκε πίσω γελώντας και έξυσε το κεφάλι του κάπως ντροπιασμένος, νιώθοντας ανόητα. Στράφηκε προς το τραπέζι και άρπαξε το χάρτινο κουτί που περιείχε το καινούργιο σχοινάκι για το κομπολόι. Κοίταξε πάλι προς τον επισκέπτη και, σημαδεύοντάς τον, το εκσφενδόνισε. Διαγράφοντας ένα νοητό τόξο, πέρασε δίπλα από το πουλί και χάθηκε μέσα σε ένα χωράφι με τριφύλλια που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
«Σιγά μη σε πετύχαινα, φιλαράκο. Μα τι διάολο έχεις πάθει; Συγκοπή έπαθες μεσημεριάτικα;» μίλησε στο πουλί, το οποίο έδειχνε ολοκάθαρα να τον κοιτάζει θαρρείς όλο και πιο απειλητικά. Ένα ίχνος φόβου έκανε δειλά την εμφάνισή του κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό του σαν μικρή σπίθα τσακμακόπετρας. Σε μια προσπάθειά του να μη βρει πρόσφορο έδαφος και μπουρλοτιάσει σε τρόμο, περπάτησε προς την είσοδο του σπιτιού γελώντας και φωνάζοντας στη γυναίκα του: «Ιωάννα, έλα να δεις ένα παράξενο πουλί στα καλώδια που τα έχει κακαρώσει. Δεν νομίζω να ξαναείδες παρόμοιο πράγμα». Η πόρτα ήταν ανοιχτή αλλά από την κορυφή της κρέμονταν μακρόστενες λωρίδες από μπαμπού, που χρησίμευαν για να αφήνουν τις μύγες και τα άλλα πετούμενα έξω από το σπίτι. Παραμέρισε μερικές από αυτές και μπήκε στον μεγάλο ενιαίο χώρο του σπιτιού. Συνήθιζε να βλέπει σχεδόν πάντα την Ιωάννα, κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι, στη συνηθισμένη θέση της. Στην κουζίνα φρόντιζε να τακτοποιεί τις περισσότερες από τις δουλειές του σπιτιού. Ακόμη και αρκετά από αυτά που δεν είχαν σχέση με την κουζίνα καθόταν εκεί και τα διεκπεραίωνε. Έτσι απλά, επειδή της άρεσε το περιβάλλον. Ήταν το μέρος της. Ήταν σίγουρος ότι, αν υπήρχε κάποιο καναπεδάκι, εκεί θα κοιμόταν – τουλάχιστον τα μεσημέρια. Δίπλα στα τηγάνια και στα μαχαιροπίρουνα. Μέσα στο εργαστήριό της. Εκείνη τη στιγμή παραδόξως όμως δεν ήταν εκεί.
«Ιωάννα!» φώναξε αλλά δεν πήρε απάντηση. Μια απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος παρά μόνο απ’ έξω. Περπάτησε προς τα μέσα ελέγχοντας όλα τα δωμάτια χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία στάθηκε στην είσοδο του μπάνιου και ακούμπησε τον κρόταφο του στην πόρτα. «Αγάπη μου, είσαι καλά; Έπαθες κάτι;»
Καμία απάντηση.
Τι έπαθε, αναρωτήθηκε. «Ιωάννα, μπαίνω μέσα» ανακοίνωσε και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Άδειο. Ήταν ο τελευταίος χώρος που μπορούσε να είναι και δεν ήταν εκεί. Εκείνη η σπίθα τώρα μέσα του άρχισε δυστυχώς να βρίσκει ξερά χόρτα και να αρπάζει, καθώς περνούσε ο χρόνος.
«Ιωάννα, πού είσαι;»
Περπάτησε πάλι όλο το σπίτι αλλά πουθενά. Κοίταξε κάτω από τα τραπέζια, τα κρεβάτια, τις ντουλάπες αλλά τίποτα. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ίσως να νόμιζε ότι του έκανε πλάκα, αλλά πρώτον η γυναίκα του δεν έκανε ποτέ πλάκες –δεν θυμόταν να του είχε κάνει ούτε μία φορά– και δεύτερον εκείνη τη στιγμή, με τον τρόμο να αναζωπυρώνεται μέσα του, ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν. Το σπίτι δεν είχε άλλη έξοδο παρά μόνο από το μπαλκόνι, του οποίου η μία πλευρά κατέληγε σε σκάλες. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφυγε από αλλού. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ψηλά και ήταν αδύνατο να φύγει κάποιος από εκεί. Να φύγει. Αυτό του έμεινε στο μυαλό και σταματώντας κοίταξε προς τα κάτω. Γιατί να φύγει; Γιατί να το κάνει αυτό; Διέλυσε το σύννεφο του προβληματισμού του και πήγε προς το μπαλκόνι. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε πουθενά αλλού να ψάξει.
Παραμερίζοντας τις λωρίδες του μπαμπού, βγήκε στο μπαλκόνι και όλη η φόρα του κόπηκε από το θέαμα ακριβώς μπροστά του.
Μερικά μέτρα πιο πέρα.
Στο καλώδιο της ΔΕΗ.
Μια στρατιά από ακίνητα πουλιά στέκονταν εκεί, στο καλώδιο, και τον κοίταζαν απειλητικά. Τώρα πια δεν υπήρχε εξήγηση. Ήταν μια ζωντανή παραφροσύνη. Κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει. Τα πουλιά, που έδειχναν να είναι πάνω από διακόσια, στέκονταν εντελώς ακίνητα στα καλώδια και κοίταζαν προς το μέρος του. Με μερικές γρήγορες ματιές επιβεβαίωσε ότι κανένα από αυτά δεν έκανε τις φυσιολογικές σπαστικές κινήσεις των πουλιών. Ο τρόμος είχε πια κατακάψει τα σωθικά του και το δεξί του χέρι τρεμούλιαζε ανεξέλεγκτα. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε κάτι στα αριστερά και, γυρίζοντας αργά προς τα εκεί, είδε ένα από τα φιλαράκια τους να στέκεται ακίνητο –όπως και τα άλλα– στην κορυφή της ψάθινης καρέκλας που καθόταν εκείνος πριν και απολάμβανε το συνηθισμένο αυτό μεσημέρι.
Όχι τόσο συνηθισμένο τελικά.
Αισθάνθηκε εγκλωβισμένος. Πώς μπορούν τα πουλιά να αποτελούν απειλή, καθησύχασε τον εαυτό του αλλά ήταν μάταιο. Ήταν πολύ τρομακτικό όλο αυτό. Ακόμη και αν αυτά τα αγριοπερίστερα είχαν πάθει με κάποιον τρόπο μία ομαδική πτηνοσυγκοπή λόγω της απότομης κλιματικής αλλαγής ή της μεγάλης συγκέντρωσης καυσαερίων ή οτιδήποτε άλλο, το θέαμα ήταν απίστευτα αποκρουστικό.
Έκανε ένα βήμα πίσω και πάτησε πάνω σε κάτι το οποίο θρυμματίστηκε κάτω από τον χοντρό πάτο της παντόφλας του. Κοίταξε στο πάτωμα. Ανασήκωσε το πόδι του και είδε μερικές από τις κεχριμπαρένιες χάντρες του κομπολογιού διαλυμένες στο μωσαϊκό της βεράντας. Τι δουλειά έχουν αυτές εδώ, αναρωτήθηκε φευγαλέα, δίχως όμως να δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Ένα φτερούγισμα έσπασε ξαφνικά την ησυχία της μεσημεριανής αυτής ανάπαυλας. Χωρίς να προλάβει καν να σηκώσει το κεφάλι του, μια θημωνιά από πούπουλα έσκασε με φόρα στον αριστερό του ώμο και ένα μυτερό ράμφος άρχισε να του τρυπάει το κρέας με γρήγορες επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του και άρπαξε γρήγορα τον λαιμό του πουλιού. Το πουλί κατά έναν παράξενο τρόπο κρατούσε μια αξιόλογη αντίσταση. Με το πρώτο τράβηγμα δεν κατάφερε να το διώξει, καθώς είχε αγκιστρωθεί επάνω του με τα μυτερά του νύχια. Νευρίασε, δείχνοντας τα δόντια του, και με μία πιο δραστική κίνηση του έσπασε τον λαιμό. Το πουλί σταμάτησε την ξέφρενη επίθεσή του σαν να του τελείωσαν οι μπαταριές και έπεσε στο δάπεδο, δίπλα στις θρυμματισμένες χάντρες.
απόσπασμα από το βιβλίο:
Μεσημβρινή ανάπαυλα
Παραμονή Πρωτομαγιάς και ο καιρός είχε αρχίσει να καλυτερεύει αισθητά. Ο ήλιος πια βρισκόταν καταμεσής του ουρανίου θόλου καθημερινά, δίχως να τον κρύβουν κουρτίνες από σύννεφα, όπως πριν από λίγες μέρες. Ο Γιώργος καθόταν στο μπαλκόνι του σπιτιού του και ατένιζε ρεμβάζοντας τον δρόμο κάτω από το μπαλκόνι. Ήταν απόγευμα και επικρατούσε ησυχία, κατά κύριο λόγο, εκείνες τις ώρες. Οι περισσότεροι είχαν ήδη σχολάσει από τις δουλειές τους και οι μόνοι που κυκλοφορούσαν ήταν είτε διάφοροι ξεχασμένοι που άφησαν ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις, είτε τίποτα πιτσιρικάδες χωρίς δίπλωμα οδήγησης που βολτάριζαν κρυφά το αυτοκίνητο του μπαμπά τους την ώρα που αυτός κοιμόταν.
Κρατούσε στο χέρι του ένα κομπολόι και προσπαθούσε να του αλλάξει το σχοινάκι που συγκρατούσε τις κεχριμπαρένιες χάντρες. Ήταν δώρο του πατέρα του και, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, το συγκεκριμένο κομπολόι κρατούσε από πάππου προς πάππου εδώ και εκατό περίπου χρόνια. Ποτέ δεν πείστηκε πραγματικά ότι έλεγε αλήθεια. Ήταν ίσως ένα τέχνασμα για να τον κάνει να αισθάνεται απλά και μόνο δέος για κάτι που του έδωσε και να αισθάνεται και αυτός με τη σειρά του περήφανος. Εν πάση περιπτώσει, ο Γιώργος φρόντισε να το διατηρεί σε καλή κατάσταση, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση και να το συντηρεί, αλλάζοντας κάθε τόσο το σχοινάκι του με καινούργιο καλύτερης ποιότητας, γιατί απλά του άρεσε να το στριφογυρνά ανάμεσα στα δάχτυλά του. Άλλωστε και αυτός με τη σειρά του θα το έδινε στον γιο του, τον Νίκο, και θα του έλεγε τουλάχιστον εκείνο που αντικατόπτριζε την πραγματική αλήθεια: ότι το κομπολόι κρατάει από τον παππού του, δηλαδή τα τελευταία πενήντα χρόνια τουλάχιστον, ο οποίος δεν θα τον πίστευε πάλι με τη σειρά του. Φαύλος κύκλος. Γέλασε.
Τα άφησε στην άκρη και έπιασε το ποτήρι με τον κρύο φραπέ. Ανακάτεψε τα παγάκια στο εσωτερικό του ποτηριού, τα οποία τσούγκρισαν πολλές συνεχόμενες φορές επάνω στο διάφανο γυαλί και ρούφηξε από το καλαμάκι. Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και άπλωσε τα πόδια του στο σιδερένιο κάγκελο με ένα επιφώνημα ανακούφισης. Κάποια πουλιά πέταξαν στον ουρανό και ένα από αυτά στάθηκε σε ένα καλώδιο μπροστά του και έβγαλε μερικούς ήχους αγριοπερίστερου.
«Ιωάννα! Έλα να καθίσεις έξω. Φτάνει με τις δουλειές» φώναξε στρίβοντας δεξιά το κεφάλι του αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Η γυναίκα του τέτοια ώρα συνήθως τακτοποιούσε κάποιες μικροδουλειές στην κουζίνα. «Τα κάνω τώρα για να μην έχω αργότερα» έλεγε κάθε φορά στον άντρα της όταν παραπονιόταν που δεν τα παρατούσε για να καθίσει στο μπαλκόνι μαζί του μετά το μεσημεριανό φαγητό. Και κάθε φορά αυτός κατέληγε να χουζουρεύει εκεί, πότε καθισμένος σαν ζαλισμένο κοτόπουλο με το πέρας του φαγητού και πότε να ασχολείται με τα κομπολόγια του και τη συλλογή από νομίσματα που διατηρούσε τα τελευταία είκοσι έτη. Το ίδιο βιολί αυτά τα πέντε χρόνια από τότε που συνταξιοδοτήθηκε. Σαν επαναλαμβανόμενη κασέτα. Είχε συνηθίσει όμως. Ήταν ήρεμος και ευτυχισμένος. Ώρες ώρες του φαινόταν παράξενη η ρουτίνα της σύνταξης αλλά, όταν σκεφτόταν την άλλοτε βάρβαρη ζωή του ως οικοδόμος, ευχαριστούσε τον Θεό που έζησε ώστε να απολαύσει αυτή την ανεμελιά. Ω Θεέ μου, έλεγε με πικρία και ξεφυσούσε και μετά πάλι έριχνε άλλη μια χάντρα στη στοίβα από δαύτες που σχημάτιζαν αργά το εργαλείο των αργόσχολων.
Πήρε άλλη μία ρουφηξιά από τον καφέ και κοίταξε προς το κενό, το οποίο γέμιζε με τη θέα του μικρού χωριού που έμεναν πλέον. Το μάτι του έπεσε στο πουλί που στάθηκε από πριν στο καλώδιο της ΔΕΗ μπροστά του. Ήταν το ίδιο εδώ και πόση ώρα. Συνοφρυώθηκε και το κοίταξε με περισσότερη προσοχή – όσο του επέτρεπε η μεσημεριανή του ζάλη, που δεν έλεγε να φύγει ούτε με τον καφέ. Το πουλί στεκόταν και τον κοίταζε χωρίς να κουνιέται ή να τιτιβίζει. Χωρίς να κουνάει σπαστικά το κεφάλι του κοιτώντας δεξιά αριστερά, όπως σχεδόν όλα τα πτηνά. Έμεινε να το κοιτάζει περιμένοντας να πετάξει και να φύγει. Περίμενε μερικά δευτερόλεπτα αλλά του φάνηκαν ολόκληρα λεπτά. Άνοιξε καλά τα μάτια και το παρατήρησε καλύτερα. Ήταν πράγματι ακίνητο και κοιτούσε προς το μέρος του.
Ναι, τον κοίταζε.
Και μάλιστα δίχως να κουνιέται καθόλου. Ανασηκώθηκε από την ψάθινη καρέκλα και ακούμπησε στα σιδερένια κάγκελα του μπαλκονιού. «Φσσς» σφύριξε αδέξια προς το πουλί, περιμένοντας οποιοδήποτε είδος αντίδρασης. Τίποτα. Το αγριοπερίστερο έμοιαζε να είχε ψοφήσει έτσι όρθιο όπως στάθηκε στο σύρμα από την πρώτη φορά. Το χτύπησε το ρεύμα, σκέφτηκε. Αλλά αυτό δεν ήταν δυνατόν καθώς χιλιάδες πουλιά κάθονται στα σύρματα καθημερινά χωρίς να γίνονται ψητά. Έτσι κι αλλιώς και να γινόταν κάτι τέτοιο θα έσκαγε σαν πυροτέχνημα μέσα σε ένα σύννεφο από πούπουλα και θα κατέληγε στο έδαφος μερικά μέτρα πιο κάτω.
Με τι ασχολούμαι; Το καθισιό μού έχει κάψει τον εγκέφαλο, σκέφτηκε και στράφηκε αλλού. Χάζεψε για λίγο στο κενό αλλά το κεφάλι του γύρισε πάλι προς τα εκεί. Ένιωθε το βλέμμα του πουλιού επάνω του. Συνοφρυώθηκε. Άλλαξε ύφος.
Σηκώθηκε τελικά όρθιος και τεντώθηκε πάνω από το κάγκελο, σε μια προσπάθεια να πλησιάσει και να το δει καλύτερα. Στεκόταν έτσι απλά, σαν ομοίωμα περιστεριού στο καλώδιο, και τον κοιτούσε θαρρείς… θυμωμένο. Δεν είναι δυνατόν, σκέφτηκε και γούρλωσε τα μάτια του για να δει καλύτερα. Τα μικροσκοπικά μάτια του φτερωτού επισκέπτη έδειχναν έναν σαφή εκνευρισμό που δεν περνούσε απαρατήρητος. Ο Γιώργος ξάφνου διαπίστωσε μία ηλίθια γκριμάτσα να έχει ζωγραφιστεί στο πρόσωπό του και τον εαυτό του να κρεμιέται λίγο έξω από τα κάγκελα και να παρατηρεί ένα ακίνητο πουλί. Τραβήχτηκε πίσω γελώντας και έξυσε το κεφάλι του κάπως ντροπιασμένος, νιώθοντας ανόητα. Στράφηκε προς το τραπέζι και άρπαξε το χάρτινο κουτί που περιείχε το καινούργιο σχοινάκι για το κομπολόι. Κοίταξε πάλι προς τον επισκέπτη και, σημαδεύοντάς τον, το εκσφενδόνισε. Διαγράφοντας ένα νοητό τόξο, πέρασε δίπλα από το πουλί και χάθηκε μέσα σε ένα χωράφι με τριφύλλια που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του δρόμου.
«Σιγά μη σε πετύχαινα, φιλαράκο. Μα τι διάολο έχεις πάθει; Συγκοπή έπαθες μεσημεριάτικα;» μίλησε στο πουλί, το οποίο έδειχνε ολοκάθαρα να τον κοιτάζει θαρρείς όλο και πιο απειλητικά. Ένα ίχνος φόβου έκανε δειλά την εμφάνισή του κάπου βαθιά μέσα στο μυαλό του σαν μικρή σπίθα τσακμακόπετρας. Σε μια προσπάθειά του να μη βρει πρόσφορο έδαφος και μπουρλοτιάσει σε τρόμο, περπάτησε προς την είσοδο του σπιτιού γελώντας και φωνάζοντας στη γυναίκα του: «Ιωάννα, έλα να δεις ένα παράξενο πουλί στα καλώδια που τα έχει κακαρώσει. Δεν νομίζω να ξαναείδες παρόμοιο πράγμα». Η πόρτα ήταν ανοιχτή αλλά από την κορυφή της κρέμονταν μακρόστενες λωρίδες από μπαμπού, που χρησίμευαν για να αφήνουν τις μύγες και τα άλλα πετούμενα έξω από το σπίτι. Παραμέρισε μερικές από αυτές και μπήκε στον μεγάλο ενιαίο χώρο του σπιτιού. Συνήθιζε να βλέπει σχεδόν πάντα την Ιωάννα, κάθε φορά που έμπαινε στο σπίτι, στη συνηθισμένη θέση της. Στην κουζίνα φρόντιζε να τακτοποιεί τις περισσότερες από τις δουλειές του σπιτιού. Ακόμη και αρκετά από αυτά που δεν είχαν σχέση με την κουζίνα καθόταν εκεί και τα διεκπεραίωνε. Έτσι απλά, επειδή της άρεσε το περιβάλλον. Ήταν το μέρος της. Ήταν σίγουρος ότι, αν υπήρχε κάποιο καναπεδάκι, εκεί θα κοιμόταν – τουλάχιστον τα μεσημέρια. Δίπλα στα τηγάνια και στα μαχαιροπίρουνα. Μέσα στο εργαστήριό της. Εκείνη τη στιγμή παραδόξως όμως δεν ήταν εκεί.
«Ιωάννα!» φώναξε αλλά δεν πήρε απάντηση. Μια απόλυτη ησυχία είχε απλωθεί σε όλο το σπίτι. Δεν ακουγόταν ο παραμικρός θόρυβος παρά μόνο απ’ έξω. Περπάτησε προς τα μέσα ελέγχοντας όλα τα δωμάτια χωρίς αποτέλεσμα. Τελευταία στάθηκε στην είσοδο του μπάνιου και ακούμπησε τον κρόταφο του στην πόρτα. «Αγάπη μου, είσαι καλά; Έπαθες κάτι;»
Καμία απάντηση.
Τι έπαθε, αναρωτήθηκε. «Ιωάννα, μπαίνω μέσα» ανακοίνωσε και άνοιξε την πόρτα του μπάνιου. Άδειο. Ήταν ο τελευταίος χώρος που μπορούσε να είναι και δεν ήταν εκεί. Εκείνη η σπίθα τώρα μέσα του άρχισε δυστυχώς να βρίσκει ξερά χόρτα και να αρπάζει, καθώς περνούσε ο χρόνος.
«Ιωάννα, πού είσαι;»
Περπάτησε πάλι όλο το σπίτι αλλά πουθενά. Κοίταξε κάτω από τα τραπέζια, τα κρεβάτια, τις ντουλάπες αλλά τίποτα. Σε κάποιο παράλληλο σύμπαν ίσως να νόμιζε ότι του έκανε πλάκα, αλλά πρώτον η γυναίκα του δεν έκανε ποτέ πλάκες –δεν θυμόταν να του είχε κάνει ούτε μία φορά– και δεύτερον εκείνη τη στιγμή, με τον τρόμο να αναζωπυρώνεται μέσα του, ήταν το τελευταίο πράγμα που θα σκεφτόταν. Το σπίτι δεν είχε άλλη έξοδο παρά μόνο από το μπαλκόνι, του οποίου η μία πλευρά κατέληγε σε σκάλες. Δεν υπήρχε περίπτωση να έφυγε από αλλού. Τα παράθυρα του σπιτιού ήταν ψηλά και ήταν αδύνατο να φύγει κάποιος από εκεί. Να φύγει. Αυτό του έμεινε στο μυαλό και σταματώντας κοίταξε προς τα κάτω. Γιατί να φύγει; Γιατί να το κάνει αυτό; Διέλυσε το σύννεφο του προβληματισμού του και πήγε προς το μπαλκόνι. Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε πουθενά αλλού να ψάξει.
Παραμερίζοντας τις λωρίδες του μπαμπού, βγήκε στο μπαλκόνι και όλη η φόρα του κόπηκε από το θέαμα ακριβώς μπροστά του.
Μερικά μέτρα πιο πέρα.
Στο καλώδιο της ΔΕΗ.
Μια στρατιά από ακίνητα πουλιά στέκονταν εκεί, στο καλώδιο, και τον κοίταζαν απειλητικά. Τώρα πια δεν υπήρχε εξήγηση. Ήταν μια ζωντανή παραφροσύνη. Κάτι που δεν ήταν δυνατόν να συμβαίνει. Τα πουλιά, που έδειχναν να είναι πάνω από διακόσια, στέκονταν εντελώς ακίνητα στα καλώδια και κοίταζαν προς το μέρος του. Με μερικές γρήγορες ματιές επιβεβαίωσε ότι κανένα από αυτά δεν έκανε τις φυσιολογικές σπαστικές κινήσεις των πουλιών. Ο τρόμος είχε πια κατακάψει τα σωθικά του και το δεξί του χέρι τρεμούλιαζε ανεξέλεγκτα. Με την άκρη του ματιού του διέκρινε κάτι στα αριστερά και, γυρίζοντας αργά προς τα εκεί, είδε ένα από τα φιλαράκια τους να στέκεται ακίνητο –όπως και τα άλλα– στην κορυφή της ψάθινης καρέκλας που καθόταν εκείνος πριν και απολάμβανε το συνηθισμένο αυτό μεσημέρι.
Όχι τόσο συνηθισμένο τελικά.
Αισθάνθηκε εγκλωβισμένος. Πώς μπορούν τα πουλιά να αποτελούν απειλή, καθησύχασε τον εαυτό του αλλά ήταν μάταιο. Ήταν πολύ τρομακτικό όλο αυτό. Ακόμη και αν αυτά τα αγριοπερίστερα είχαν πάθει με κάποιον τρόπο μία ομαδική πτηνοσυγκοπή λόγω της απότομης κλιματικής αλλαγής ή της μεγάλης συγκέντρωσης καυσαερίων ή οτιδήποτε άλλο, το θέαμα ήταν απίστευτα αποκρουστικό.
Έκανε ένα βήμα πίσω και πάτησε πάνω σε κάτι το οποίο θρυμματίστηκε κάτω από τον χοντρό πάτο της παντόφλας του. Κοίταξε στο πάτωμα. Ανασήκωσε το πόδι του και είδε μερικές από τις κεχριμπαρένιες χάντρες του κομπολογιού διαλυμένες στο μωσαϊκό της βεράντας. Τι δουλειά έχουν αυτές εδώ, αναρωτήθηκε φευγαλέα, δίχως όμως να δώσει ιδιαίτερη σημασία.
Ένα φτερούγισμα έσπασε ξαφνικά την ησυχία της μεσημεριανής αυτής ανάπαυλας. Χωρίς να προλάβει καν να σηκώσει το κεφάλι του, μια θημωνιά από πούπουλα έσκασε με φόρα στον αριστερό του ώμο και ένα μυτερό ράμφος άρχισε να του τρυπάει το κρέας με γρήγορες επαναλαμβανόμενες κινήσεις. Μια κραυγή πόνου βγήκε από το στόμα του και άρπαξε γρήγορα τον λαιμό του πουλιού. Το πουλί κατά έναν παράξενο τρόπο κρατούσε μια αξιόλογη αντίσταση. Με το πρώτο τράβηγμα δεν κατάφερε να το διώξει, καθώς είχε αγκιστρωθεί επάνω του με τα μυτερά του νύχια. Νευρίασε, δείχνοντας τα δόντια του, και με μία πιο δραστική κίνηση του έσπασε τον λαιμό. Το πουλί σταμάτησε την ξέφρενη επίθεσή του σαν να του τελείωσαν οι μπαταριές και έπεσε στο δάπεδο, δίπλα στις θρυμματισμένες χάντρες.
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις