Η βραδυπορία του καλού

Διηγήματα
Υπάρχει και μεταχειρισμένο με €4.00
129381
Συγγραφέας: Δημητρίου, Σωτήρης
Εκδόσεις: Πατάκης
Σελίδες:144
Ημερομηνία Έκδοσης:01/09/2001
ISBN:9789601602011


Εξαντλημένο από τον Εκδοτικό Οίκο

Περιγραφή


Πρόσωπα αγαπάμε, πρόσωπα αποστρεφόμαστε, πρόσωπα νοσταλγούμε.
Το πρόσωπο, αυτή η τόσο φανερή μα και τόσο κρυμμένη γεωγραφία της ανθρώπινης ψυχής, διατρέχει πότε φανερά και πότε έμμεσα τα διηγήματα αυτής της συλλογής.






ΚΡΙΤΙΚΗ



Στην επιθεώρηση «Times Literary Supplement» δημοσιεύθηκε (12.10.2001) κριτική για την αγγλική μετάφραση του «μυθιστορήματος» του Σ. Δημητρίου Ν' ακούω καλά τ' όνομά σου η οποία διαστρεβλώνει την υπόθεση παραμορφώνοντας το βαθύτερο νόημα της ιστορίας. Κατά τα φαινόμενα, μάλλον ανιστόρητος αλλά και απρόσεκτος ο κριτικός Σομίτ Ντούτα αποδίδει το κορυφαίο τραγικό συμβάν της αφήγησης, τον βιασμό ομάδας γυναικών από την Πόβλα Θεσπρωτίας μέσα σε εκκλησία λίγο έξω από τους Αγίους Σαράντα τον χειμώνα του 1944, σε συμμορία ελλήνων στρατιωτών. Κι ας δηλώνει ο συγγραφέας με μια καθοριστικής σημασίας φράση, την οποία φροντίζει να διατηρήσει αυτούσια ο μεταφραστής Λεό Μάρσαλ, ότι πρόκειται για άνδρες Αλβανούς. Με βάση αυτή την παρανάγνωση, ο κριτικός κάνει λόγο για ιστορική ειρωνεία, στην οποία τάχατες στηρίζεται ο Σ. Δημητρίου, που θέλει την Ελλάδα ανέκαθεν χώρα φυλετικών διακρίσεων, η οποία κατέληξε να κάνει διακρίσεις και σε βάρος του ίδιου της του λαού.

Ινδικής καταγωγής ο κριτικός, μέτριος χρήστης της αγγλικής όπως δείχνει το κείμενό του, οπότε και η παρανόηση κατανοητή. Προφανώς και δεν μας απασχολεί μια ατυχής βιβλιοπαρουσίαση σε ένα έγκριτο διεθνώς έντυπο. Το θέμα ανακύπτει από την ντόπια μειονεξία που ανακηρύσσει πρώτη είδηση το παραμικρό δημοσίευμα της αλλοδαπής, ως ενδεικτικό της προσοχής που επιτέλους μας δίνουν οι ξένοι.

Οι εκτιμήσεις του τελευταίου Αγγλου, Γάλλου, Πορτογάλου έχουν απείρως μεγαλύτερη αξία από τη διεξοδικότερη ανάλυση του αρίστου των γηγενών κριτικών. Ανεξαρτήτως αν ο έλληνας κριτικός, γνωρίζοντας τα ιστορικά και κοινωνικά συμφραζόμενα, όπως και το σύνολο της λογοτεχνικής παρακαταθήκης μας, είναι σε θέση να συστήσει εντελέστερα έναν έλληνα συγγραφέα.

Ο Σ. Δημητρίου συνεχίζει μια κατασταλαγμένη συγγραφική πορεία με συνέπεια και μέριμνα για ένα είδος πεζού λόγου κατ' εξοχήν απατηλό: το διήγημα, που φαντάζει μεν ως εύκολο, αποδεικνύεται όμως η λυδία λίθος του λογοτέχνη έναντι του συγγραφέα ασπόνδυλων και πλατειαστικών διηγήσεων. Στο πέμπτο πεζογραφικό βιβλίο του ο Σ. Δημητρίου παρατάσσει 18 διηγήματα, γραμμένα την τελευταία δωδεκαετία, επιδιώκοντας ένα κρετσέντο συναισθηματικής φόρτισης κατά την ανάγνωση. Η συλλογή ανοίγει με αφηγήσεις χαμηλής έντασης, η οποία στις μετέπειτα ιστορίες αυξάνεται, για να κορυφωθεί προς το μέσον του βιβλίου, ενώ στο τέλος αποκλιμακώνεται σε τόνους παραμυθίας. Και πάλι η δυναμική των διηγημάτων στηρίζεται στην ελλειπτικότητα της αφήγησης και στο ευθύβολο των στιχομυθιών. Μόνο που η γλώσσα δείχνει να παίζει λίγο περισσότερο μεταξύ λογίας και καθομιλουμένης, εκμεταλλευόμενη ολοένα και σε μεγαλύτερη έκταση το μεταφορικό φορτίο, ενίοτε και ποιητικό, κάποιων ιδιωματικών εκφράσεων.

Το εναρκτήριο διήγημα και ορισμένα από όσα ακολουθούν, εκ πρώτης όψεως, φαίνονται σαν σκηνές από το αθηναϊκό άστυ τής σήμερον. Το θέμα τους όμως δεν είναι η περιγραφή συμβάντων ή καταστάσεων, αλλά μάλλον η αναμέτρηση ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, δύο αγνώστους σε ένα τυχαίο συναπάντημα. Σταθερός πόλος η οπτική γωνία του αφηγητή. Παρακολουθούμε πώς αυτός, υποτίθεται φυσιολογικός και κοινωνικά τακτοποιημένος, ελκύεται από την ελευθερία κινήσεων και το αδέσμευτο των εκφράσεων που απολαμβάνει ο ανισόρροπος ή και ο απόκληρος. Η γοητεία που ασκεί αρχικά αυτή η παρεκκλίνουσα παρουσία του άλλου, στη συνέχεια μεταμορφώνεται σε αγωνιώδη προσπάθεια του αφηγητή, στα όρια της εμμονής, να γνωρίσει το αλλόκοτο και, ει δυνατόν, να το οικειοποιηθεί. Από διήγημα σε διήγημα η έκβαση ποικίλλει παραμένοντας αβέβαιη. Από την ανήμπορη αποδοχή της κατάστασής του, όταν ο σαλεμένος, ωραίος στην τρέλα του, τον προσπερνά, ως τη σχεδόν μαζοχιστική εγκατάλειψη στις ορμές του, πέραν των όποιων κοινωνικών ή λογικών ορίων.

Κάποια άλλα διηγήματα φαίνονται σαν σπουδές του γυναικείου ψυχισμού, εκπλήσσοντας με την ευστοχία τους. Σε αυτά δεν εμπλέκεται ο αφηγητής. Μεταβλητή η οπτική γωνία, άλλοτε εκ του μακρόθεν και άλλοτε ζουμάροντας εσώψυχα. Στο ομότιτλο διήγημα μια γυναίκα που έτυχε να γεννηθεί με ελαφρώς παραμορφωμένο πρόσωπο συν τω χρόνω διαπλάθει έναν αντίστοιχα δύσμορφο χαρακτήρα. Στο Ζεροβιτάλ μια μεσήλικη, μη ερωτεύσιμη πλέον, εξακολουθεί να ποθεί την ανδρική συντροφιά, φθάνοντας στον πλήρη εξευτελισμό. Στον αντίποδα αυτού του διηγήματος Τα χρώματα της γης δείχνουν τη γυναίκα που θέλει κάποιον ως ανθρωποφαγικό τέρας. Τέλος, στον Λεηλάτη ­ ίσως το πιο ολοκληρωμένο ­ ένας συγγραφέας σε αναζήτηση έμπνευσης κατασπαράσσει τη γυναίκα-θαυμάστρια λεηλατώντας τις εμπειρίες και τα βιώματά της. Αλλά και η εκδίκηση εκείνης θα είναι άκρως ηδονική.

Από μιαν άποψη, ακραίες τραγικές ιστορίες, και δίκην παραβολής, για την ερωτική πείνα και τον φόβο του θανάτου, διάστικτες με ειρωνικές αιχμές αλλά και ειδυλλιακές νύξεις. Ενα επανερχόμενο μοτίβο που χαλαρώνει την τεταμένη ατμόσφαιρα είναι η αναφορά σε τόπους μακράν του άστεως, προπαντός στη γενέτειρα του συγγραφέα. Αυτή η νοσταλγική διάθεση αποκρυσταλλώνεται στο Αππία, Εγνατία, μια περιδιάβαση στην Ηγουμενίτσα περασμένων δεκαετιών.

Το πρόσωπο του άλλου, ως κατ' εξοχήν μέσο έλξης και απώθησης, επανέρχεται στα διηγήματα και σε δύο από αυτά γίνεται το κυρίως θέμα. Ο μανιακός του πάρκου στο Διπλός μιλάει ακατάπαυτα, επιτιθέμενος και διαπληκτιζόμενος, πάσχοντας από τη σχιζοφρενική αίσθηση ότι έχει απολέσει το πρόσωπό του. Στο Προσωποληψία η ερωτική εμμονή σε ένα πρόσωπο παίρνει παρανοϊκές διαστάσεις. Φιλόδοξα διηγήματα, με μάλλον ατυχείς τίτλους, που θα απαιτούσαν μεγαλύτερη ανάπτυξη και περισσότερο μαστόρεμα για να μεταγγίσουν στον αναγνώστη τον τρόμο τους. Σε αντίθεση με το Γονείς και κηδεμόνες, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα αλληγορικό, που απλώνεται ακριβώς όσο χρειάζεται ώστε να μείνει ο αναγνώστης με έναν βρόχο στον λαιμό.

Στον παρηγορητικό χρόνο που προσφέρει το μυθιστόρημα, το διήγημα έρχεται ως δοκιμασία περισυλλογής, έστω και για τον ελάχιστο χρόνο που κρατούν η ανάγνωσή του και η εντύπωσή της.



ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ

ΤΟ ΒΗΜΑ, 11-11-2001






Ένα διήγημα του βιβλίου



Στο ίδιο μονοπάτι



Με κρατημένη ανάσα έλπιζε και προσείλκυε αίσιο τέλος στους τσακωμούς του πατέρα του με τον μεγάλο του αδελφό. Τέσσερα χρόνια διαφορά είχαν κι από τότε που άρχισε να καταλαβαίνει τον εαυτό του και τον κόσμο, ο αδελφός του, το πρόσωπό του, ήταν ό,τι πιο πολύτιμο του έτυχε σ' αυτήν την ζωή. Ο,τι τον απειλούσε, απειλούσε αυτόν πολλαπλώς. Πάντα θυμόταν με την ίδια αγωνία εκείνο το απομεσήμερο που ήρθε η Κερκυραία η Ευθαλία που τον είχε πάρει για μπάνιο - αυτός θα 'ταν πρώτη δευτέρα δημοτικού.

«Ηρθε ο Σταύρος σου;»

«Οχι, που 'ν' το παιδί μαύρη και σκότεινη» της κάνει η μάνα του αγριεμένη.

«Δεν ξέρω. Εγώ νόμισα ότι γύρισε μόνος του».

Αλλόφρονες αυτός και η μάνα του με ό,τι είχαν φορεμένο -ξυπόλυτη η μάνα του- έτρεξαν στην θάλασσα. Αφαντος. Τότε γύρισε μέσα του ο κόσμος ανάποδα. Μέχρι το βράδυ τον έψαχναν απελπισμένοι. Αργά τη νύχτα ήρθε αυτός αμίλητος, κομμένος.

«Πού ήσουν αλήτη;» του λέει ο πατέρας του. Αυτός βουβός.

Ολο το βράδυ ξυπνούσε και με άφατη χαρά έστρεφε το βλέμμα του στο κρεβάτι του αδερφού του, στον αδερφό του.

«Να τος, κοιμάται κοντά μας».

Στο Γυμνάσιο πλέον ήταν ο ήρωάς του. Ηταν στον αφρό των ωραίων παρανόμων μαθητών και ασυναίσθητα τον έπαιρνε από κοντά. Το 'χαν καταλάβει οι φίλοι του, όπου πήγαιναν πίσω τους.

«Ρε να και το αδερφάκι σου» του 'λεγαν.

Αυτός τον έδιωχνε. Οχι ότι δεν τον αγαπούσε, τον αγαπούσε με τον τρόπο του, αλλά δεν τον ήθελε στα πόδια του. Οποτε ο πατέρας τους τον έβριζε, αυτός γύριζε τα μάτια πάνω του, σαν να απολογιόταν, σαν να του 'λεγε «ε, τι να γίνει...».

Θυμάται το τελευταίο Πάσχα που πήγαν όλοι μαζί στην εκκλησία. Πρώτη λυκείου ο αδερφός του, πρώτη γυμνασίου αυτός. Εκτοτε δεν τους ακολούθησε ποτέ και πουθενά. Γύριζε στο σπίτι χαράματα, κι αυτός άκουγε κουκουλωμένος ν' αρπάζεται με τον πατέρα του.

«Ακόμα δεν βγήκες απ' το τσόφλι σου ρε μπάσταρδε κι άρχισες αυτά τα πράγματα; Γιατί ρε; Τι σου λείπει;»

«Ασε με ήσυχο» έλεγε μονάχα.

Ακόμα βάδιζε στα χνάρια του. Μια φορά τον κοίταζε κλεφτά απ' το τζάμι ενός καφενείου να παίζει ποδοσφαιράκι. Τον είδε κι αυτός, του έγνεψε. Μπήκε, τον κέρασε, και τον χάζευε ώρες να παίζει ποδοσφαιράκι. Ηταν ο καλύτερος.

Τον χειμώνα που έφυγε για την Αθήνα να σπουδάσει γιόμισε άγχος. Δεν τον κράταγε το σπίτι, ο τόπος. Ο αδελφός του έκτοτε χάθηκε. Ούτε τηλέφωνο, ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Εφαγε τον πατέρα και την μάνα του να τον πάνε στην Αθήνα. Εκείνος ο χειμώνας ήταν μαρτυρικός.

Το καλοκαίρι που ήρθε, κάθε μέρα ξημερώματα γύριζε σπίτι. Εφυγε διωγμένος απ' τον πατέρα του στα μέσα του καλοκαιριού.

«Από μένα δεν έχει φράγκο αλήτη, με ξέφλοισεις. Κοίτα τι θα κάνεις».

Τον επόμενο χειμώνα μαράζωσε. Τον πήρε η μάνα του και τον πήγε στην Αθήνα. Το δωμάτιο που 'χε νοικιάσει ήταν τρώγλη. Αυτός αμίλητος στο κρεβάτι.

«Τι έγινε πιτσιρίκο, πώς τα πας;» του 'πε κάποια στιγμή.

«Καλά» ψέλλισε.

Ανασκουμπώθηκε η μάνα του έκανε εκείνη τη βρωμερή γωνιά κατοικήσιμη. Το βράδυ ήταν σαν καλύτερα, κουβέντιασαν λίγο οι τρεις τους.

«Θ' αλλάξω μάνα» της είπε. «Μην ανησυχείς για μένα».

Την άλλη μέρα που έφυγαν τον χαιρέτησε με χειραψία.

Μετά από λίγο καιρό κάλεσαν τον πατέρα του στην αστυνομία. Το ίδιο βράδυ τον άκουσε να λέει στην μάνα του.

«Δεν τα κατάφερε ο Σταύρος γυναίκα. Τον χάσαμε».

Τότε έμαθαν από γνωστούς και αγνώστους για τον βίο και την πολιτεία του από δώδεκα χρονών παιδί ακόμα. Εισέπνεε βενζινόκολλες και έπινε την μαυροδάφνη από το μπουκάλι.

Τους φαρμάκωσε κι ένας συγγενής που είπε στον πατέρα του. «Ξέγραφ' τον. Πες ότ' είναι η φύρα σου». Τέτοια καλή κουβέντα.

Τον πήρε ο πατέρας του και πήγαν στην Αθήνα. Τώρα σ' εκείνο το δώμα δεν τους είπε ούτε μια λέξη. Αμίλητοι και οι τρεις τους.

«Βρε παιδί μου» του λέει ο πατέρας του.

«Ασε με, δεν γουστάρω» του λέει.

Μεσημεριάτικα πήρε κάτι δείγματα από χαρτιά περιτυλίγματος για βιβλιοπωλεία και τους είπε πάω για δουλειά. Εκανε τον πλασιέ σ' αυτά τα χαρτιά. Επαιρνε δέκα τοις εκατό στις πωλήσεις. Μαύρο πωλήσεις. Το βράδυ δεν ήρθε. Ούτε την άλλη μέρα. Σηκώθηκαν κι έφυγαν, αυτός σπαραγμένος. Χάθηκαν στην Αθήνα και βρέθηκαν μπροστά στην Βουλή όπου χάζεψαν λίγο.

Δυο τρία χρόνια δεν έδωσε φανό. Η μάνα τους πέθανε. Ζούσε πια με το πρόσωπό του στο μυαλό του, κυρίως εκείνο το πρόσωπο που έλαμπε από κείνο το Πάσχα, εκείνο το πρόσωπο που το 'λουζε ο ήλιος της ανοίξεως όταν ήταν μαθητής. Ο πατέρας του τον ξέγραψε. Ποτέ δεν μίλαγε γι' αυτόν. Είχε πάρει μια ψευτοσύνταξη απ' το ΤΕΒΕ κι όλη την μέρα κάπνιζε στο δωμάτιο με την τηλεόραση.

Ηρθε μια φορά ακόμα η αστυνομία και τους είπαν για έναν νέο που βρέθηκε νεκρός στην Αθήνα. Είχαν υπόνοιες πως επρόκειτο για τον γιο του. Τον έστειλε ο πατέρας του να πάει για αναγνώριση.

«Πήγαινε» του λέει «να δεις αν είναι αυτός ο αλήτης».

Εφυγε με το βραδινό λεωφορείο. Είχαν όλοι κοιμηθεί στο ταξίδι, αυτός ήταν τεντωμένος, ίσα που ακούμπαγε ο κώλος του στο κάθισμα, όταν άκουσε απ' το ραδιόφωνο του οδηγού ένα τραγούδι.

Αχ περιστέρι μου

μην φεύγεις βιαστικό

κι από το χέρι μου

έλα να πιεις νερό.

Εκεί δεν άντεξε κι άρχισε να κλαίει μουλωχτά να μην τον ακούσουν. Δάγκωνε τα χείλια του, τα μάτωσε. Μέχρι την Αθήνα δεν σταμάτησε το κλάμα. Ηταν σίγουρος πως ήταν ο αδερφός του. Αυτός ήταν. Απ' την πόρτα που τον είδε έφυγε τρέχοντας, αλλά ξαναγύρισε και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν λίγο κοντά του.

Δεν ξαναγύρισε στο σπίτι του. Εμεινε στην Αθήνα να ψάχνει τα τελευταία χνάρια του. Οχι πολύν καιρό μετά, ένα ειδησάριο σε μια εφημερίδα που ο δημοσιογράφος το επέγραφε «Στο ίδιο μονοπάτι» έλεγε ότι βρέθηκε νεκρός, στο ίδιο χάλασμα που 'χει βρεθεί νεκρός ο αδερφός του. Στην τσέπη του είχε μια φωτογραφία στα περιστέρια της Βουλής, όπου ήταν μ' έναν ηλικιωμένο άντρα. Τα περιστέρια είχαν καθίσει στους ώμους τους. Φαινόταν τρακαρισμένοι, αιφνιδιασμένοι. Πίσω απ' την φωτογραφία ήταν γραμμένο «Με τον αγαπημένο μου πατέρα».

Κριτικές

Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις

Γράψτε μια κριτική
ΔΩΡΕΑΝ ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ!

Δωρεάν αποστολή σε όλη την Ελλάδα με αγορές > 30€

ΒΙΒΛΙΑ ΧΕΡΙ ΜΕ ΧΕΡΙ

Γιατί τα βιβλία πρέπει να είναι φτηνά!

ΕΩΣ 6 ΑΤΟΚΕΣ ΔΟΣΕΙΣ

Μέχρι 6 άτοκες δόσεις με την πιστωτική σας κάρτα!