0
Your Καλαθι
Ο λαουτιέρης και ο ληστής
Μυθιστορίες
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Καζήκιοϊ, περιοχή Αφιόν Καραχισάρ, 1922.
Ένας ταχυδρόμος στο μέτωπο της Μικρασίας ψάχνει απεγνωσμένα τον παραλήπτη μιας επιστολής.
Μονή Προδρόμου, πλαγιές της Όρθρης, 1935.
Ένας πλανόδιος λαουτιέρης παίρνει -τυχαία;- τη θέση ενός καταζητούμενου ληστή.
Πάνω γειτονιά Βόλου, 1949.
Στα τέλη του εμφυλίου, ένας νεαρός αντάρτης καταφεύγει σ' ένα πορνείο, για να γλιτώσει.
Πίσω μεριά Χλανδριανής, νήσος Έρυμνος, 1951.
Ένας λιμενεργάτης ανακαλύτει το σκοτεινό του παρελθόν και το μυστήριο της βρεφικής του ηλικίας.
Στο περιθώριο των μεγάλων γεγονότων, ανθρώπινες ιστορίες μικρές κι άγραφες, χαμένες μέσα στα αρχεία της μνήμης, στα όρια του παράδοξου ή του τρομακτικού, διασταυρώνονται με την επίσημη ιστορία και, καθώς την αναπαράγουν, την παρωδούν και την ειρωνεύονται.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο M. Δήμου χαρακτηρίζει τα πεζά του, τα εκτενέστερα, όπως ο παλαιότερος Πυρετός, ή και τα συντομότερα, ως οι πρόσφατες νουβέλες, με «την ελληνικωτάτη λέξη» μυθιστορία της αρεσκείας του Κοραή αδιαφορώντας για τον μετέπειτα νοηματικό εκπεσμό της. Αλλωστε κρίνοντας από τις μυθιστορίες του, ο ευβοεύς συγγραφέας ζει στον κόσμο του, μακράν του θορύβου της αγοράς. Στο μυθοπλαστικό του σύμπαν συνομιλεί με δυο - τρεις προσφιλείς του συγγραφείς, όπου την πρωτοκαθεδρία κατέχουν Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Γιώργος Χειμωνάς, τσιμπολογώντας από τον κόσμο τους, ως οικείος, καταστάσεις, ήρωες, κάποτε και τόπους. Εμμονες ιδέες ή και κατευθυντήριοι άξονες στις μυθώδεις διηγήσεις του, η ιστορική μνήμη και η γλώσσα. Θέματα που πολιορκεί, στοχαζόμενος, με τη διάθεση να ποικίλλει από σεβαστική ως και ειρωνική.
Πρωτότυπα σχόλια
Στο πρόσφατο βιβλίο, δεκαπέντε χρόνια μετά το προηγούμενο, συστεγάζονται τέσσερις εκ πρώτης όψεως ξένες μεταξύ τους ιστορίες, που διαδραματίζονται σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Αυτή ακριβώς η χρονολογική εστίαση συνδέει τις διηγήσεις καθιστώντας τες έναν πρωτότυπο υπομνηματισμό στις εθνικές περιπέτειες κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Εν αρχή, το 1922. H πρώτη ιστορία, «Το γράμμα για τον Στάθη Βαλσάμη», συμβαίνει τον Αύγουστο του 1922, στο Αφιόν Καραχισάρ, όπου στρατοπέδευε το A/ Σώμα Στρατού κατά την αναδίπλωση από το Μέτωπο του Σαγγαρίου το προηγούμενο καλοκαίρι. Οταν ο στρατιώτης Γιώργης Βλησίδης, που υπηρετούσε από το 1919, με την ειδικότητα του ταχυδρόμου, επέμενε να παραδώσει ένα τελευταίο γράμμα που είχε απομείνει στον σάκο του. Παρά τα τέσσερα χρόνια στρατιωτικής θητείας, διατηρούσε τον πατριωτικό του ενθουσιασμό, σε αντίθεση με τον παραλήπτη του γράμματος, που είχε ήδη λιποτακτήσει. Ως κατακλείδα, ο ταχυδρόμος συνάντησε «στα μέρη της Κατερίνης» έναν άλλον κακοπαθημένο στρατιώτη, που είχε αναγκαστεί να κάνει τον Τούρκο για να γλιτώσει. Μόνο το όνομά του αναφέρει ο Δήμου, Γεώργιος Κοζάκογλου, κλείνοντας το μάτι στον Στρατή Δούκα, που μετέγραψε την πραγματική ιστορία του Κοζάκογλου στην Ιστορία του αιχμαλώτου. Από την πλευρά του, ο Δήμου με τη μυθοπλασία του δείχνει τις νοοτροπίες και την ψυχολογία του στρατιώτη όταν αγγίζει τα όρια της αντοχής του.
H δεύτερη ιστορία, που δίνει και τον τίτλο στο βιβλίο, τοποθετείται τον καιρό που οι ληστές διώκονταν απηνώς στα όρη και στ' άγρια βουνά. Το καλοκαίρι του 1935, στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, στο όρος Οθρυς, ένας ληστής συνελήφθη και τάχιστα εκτελέστηκε. Δεκαετίες αργότερα θα αποδειχθεί πως επρόκειτο για πλάνη και ότι τα ανομήματα του ληστή πλήρωσε ένας αγαθός λαουτιέρης. Μυθιστορία με σασπένς, αν και ορισμένες σκηνές, εμπνευσμένες από αστυνομικά αναγνώσματα, αδικούν την πλοκή. Πάντως η υπόθεση παραμένει ευρηματική, έτσι όπως ξεκινά από μια θαυματουργή εικόνα, που βρέθηκε στο Αγιον Ορος τον 16ο αιώνα, και απογειώνεται με την εμπλοκή του Αρη Βελουχιώτη, ψέλνοντας, να ευαγγελίζεται την ένωση της τέχνης με τη δράση, όταν θα σηκωθεί η επανάσταση με τις ευλογίες της θρησκείας.
Φορτισμένο λεξιλόγιο
Συχνά ο συγγραφέας κάνει νύξεις για την Αριστερά και ακόμη συχνότερα καταφεύγει σε ένα αντίστοιχα φορτισμένο λεξιλόγιο. Ιδιαίτερα στην τρίτη ιστορία, με τον δηλωτικό τίτλο «Μνημείο Εθνικής Συμφιλίωσης», που εκτυλίσσεται σε οίκο ανοχής του Βόλου, το 1949, όταν ο Εμφύλιος πνέει τα λοίσθια. Ενας βολιώτης δημοσιογράφος, και μαζί του ολόκληρη η τοπική κοινωνία, ταλανίζεται από το δίλημμα αν μια πόρνη που σκότωσε εγγλέζο αξιωματικό δικαιούται μνημόνευσης. Σε αυτή τη μυθιστορία υπερτερεί η σαρκαστική διάθεση καθώς διακωμωδούνται γνώριμες καταστάσεις. H τελευταία ιστορία, «Ο άνθρωπος που ήταν ο αδελφός του», λαμβάνει χώρα το σωτήριο 1951, που υποτίθεται πως σηματοδοτεί την αρχή μιας καινούργιας εποχής. Εδώ ο συγγραφέας δεν κινείται στις παρυφές της Ιστορίας αλλά στο ευρύ πεδίο των μυθικών διηγήσεων, γι' αυτό και τοποθετεί τα συμβάντα σε έναν παράδοξο τόπο, επιχειρώντας μια άσκηση στον χώρο του φανταστικού.
Παρά τον διαφορετικό τόπο και χρόνο, και στις τέσσερις μυθιστορίες ο ήρωας αλλάζει ταυτότητα παίρνοντας τη θέση ενός άλλου. Στην πρώτη, ο ταχυδρόμος επιθυμεί να γίνει ο παραλήπτης της επιστολής, στη δεύτερη, ο λαουτιέρης εκών άκων αντικαθιστά τον ληστή, στην τρίτη, ένας αντάρτης για να διαφύγει υποδύεται την πόρνη, ενώ στην τέταρτη, η αλλαγή θέσης δηλώνεται ήδη στον τίτλο και οδηγεί ως το έγκλημα. Για διαφορετικούς κάθε φορά λόγους, η μεταμφίεση προκαλεί αδυναμία συνεννόησης, οδηγώντας σε άλλους τρόπους επικοινωνίας, μάλλον αναπαραστατικούς. Βασικό χαρακτηριστικό, ο τρόπος της αφήγησης. Αντί μιας ευθύγραμμης και στρωτής εξιστόρησης, οι μυθιστορίες δομούνται σε δύο ή και τρία διαφορετικά χρονικά επίπεδα, όπου σημειώσεις, δημοσιεύματα ή και επίσημες αναφορές των παλαιοτέρων φθάνουν στα χέρια ενός μεταγενεστέρου που αρχίζει και αναμοχλεύει. Με αυτόν τον τρόπο ο δοκιμιακός λόγος των τεκμηρίων μιας εποχής εναλλάσσεται με τις πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, γεφυρώνοντας την επίσημη Ιστορία με τον βίο ενός τυχόντος μάρτυρος των γεγονότων.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 26/06/2005
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις