0
Your Καλαθι
Εργαζόμενο αγόρι
Γαλάζιο μυθιστόρημα
Περιγραφή
Πώς θα ήταν ο κόσμος που θα 'φτιαχνε ο Θεός αν ήταν γένους θηλυκού; Κατά πάσα πιθανότητα ένας παράδεισος όπου ο Αδάμ θα προέκυπτε από το πλευρό της Εύας, οι γυναίκες θα είχαν την εξουσία και οι άντρες θα ασχολούνταν κυρίως με την ομορφιά τους. Με λίγα λόγια ένας κόσμος τα πάνω κάτω! [...]
**********
ΛΙΝΟ ΚΑΙ ΒΑΜΒΑΚΙ
Ξύπνησε με ρίγος. Τι έπαθα πάλι, τι ώρα είναι; Ανακάθησε στο κρεββάτι κι έσπρωξε το πάπλωμα απότομα προσπαθώντας να δει τι ώρα είναι μέσα στο κατασκόταδο. Το νυχτικό κολλημένο στην πλάτη απ' τον ιδρώτα. Καίω... Αρπαξα γρίππη, ξεκαθάρισε μέσα της η μοιραία διάγνωση καθώς ξεθόλωνε απ' τον ύπνο οριστικά. Ορίστε, την πάτησα πάλι. Ενα κύμα οργής άρχισε να βουίζει υπόκωφα μέσα στο αδύνατο και ιδρωμένο σωματάκι που έτρεμε. Αα, ρε Νάσια, με πήρες στο λαιμό σου...
Σηκώθηκε με μια αποφασιστική κίνηση απ' το κρεββάτι και προχώρησε στα τυφλά προς το μπάνιο. Ψαχουλεύοντας βρήκε το διακόπτη κι άναψε το φως. Τυφλώθηκε κι έκανε μια γκριμάτσα μισοκλείνοντας τα μάτια. Μετά άνοιξε όλα τα ντουλάπια ένα γύρω για να βρει τις ασπιρίνες. Κάτι φακελλάκια που είχε φέρει η μάνα της απ' το Λονδίνο -γινόταν κάτι σα λεμονάδα μεσα σε βραστό νερό, θαυματουργά για τις γρίππες- δεν μπορούσε να τα πάρει τώρα, θα τους ξυπνούσε όλους βράζοντας νερό στην κουζίνα. Σίγουρα πάντως θα ξυπνούσε τη γιαγιά που κοιμόταν στο δωματιάκι δίπλα. Ασε που θα έκανε κανένα πανικό η αθάνατη βουνοκορφή μόλις καταλάβαινε ότι του παιδιού της το παιδί που 'ναι δυο φορές παιδί της είναι γριππιασμένο! Ασε, πίνω αύριο απ' αυτό. Προς το παρόν θα πάρω μια ασπιρίνη μήπως σωθεί η κατάσταση και βλέπουμε.
Ανοιξε τη βρύση και κατάπιε την ασπιρίνη αγόγγυστα. Εκλεισε το φως και ξανάπεσε στο κρεββάτι άτσαλα, σα μπόγος. Θεούλη μου, κάνε με να ξυπνήσω κρύα και φρέσκια κι απύρετη, ευχήθηκε με όσην ένταση της είχε απομείνει, γιατί ο πυρετός τη βύθιζε ξανά σ' έναν αποχαυνωτικό ύπνο.
************
Οι χτεσινοβραδινές παρακλήσεις της έπεσαν πανηγυρικά στο κενό. Ξύπνησε στις εφτάμισι μ' ένα ξεγυρισμένο 39.3 και το μάτι παράξενα γυαλιστερό. Πάει το σχολείο. Η Μαριλένα, βρίσκοντας ένα τουλάχιστον καλό λόγο να παρηγορηθεί, σύρθηκε με όλα της τα κόκκαλα να πονάνε ως την κουζίνα. Οι πάντες έτρωγαν πρωϊνό βουβοί σα ψάρια. Η μάνα της ανατριχιαστικά άψογη ως συνήθως. Ταγιεράκι λινό κρεμ κι έναν τόνο White Linen να την περιβάλλει σαν αρωματικά χωρικά ύδατα Οι μπηχτές που τις ρίχνανε ότι το παρακάνει ποτέ δεν έπιασαν τόπο. Μπορεί και να είχε εξασθενήσει η όσφρησή της, ποιος ξέρει... Βουτύρωνε μια φέτα γερμανικό μαύρο ψωμί με αυτό το βούτυρο διαίτης που δεν τρώγεται με τίποτα. Τι άτομο! Εχει ύψος 1,74 και ζυγίζει 54 κιλά, σαν καρτούν κανονικά, αν σκεφτείς ότι φοράει 42 νούμερο γοβάκι... Ε, κι επιμένει ν' αδυνατίσει κι άλλο. Το πρωί βούτυρο διαίτης και σίκαλη, το μεσημέρι κοτόπουλο φιλέτο -γεύμα ορισμένων θερμίδων- και το βράδυ σαλάτα με καβούρι. Η φρικαρισμένη βασίλισσα των Weight Watchers!
Κάτι έχει, εκνευρισμένη φαίνεται, παρατήρησε η Μαριλένα αθέατη ακόμα, μιας και κανείς δε σήκωνε τα μάτια του απ' το πιάτο. Τα χέρια της τρέμουν και δεν έβαλε γάλα στον καφέ. Πάλι κάτι με τη γιαγιά; Εριξε μια ανιχνευτική ματιά στην αντιπέρα όχθη του τραπεζιού, όπου έδρευε η άλλη παράταξη, ο μπαμπάς και η μανούλα του. Ε, καλά, δε χρειάζεται εξυπνάδα, πλακωθήκανε πάλι αυτοί. Πότε πρόλαβαν; Χτες ήταν ήρεμα τα πράγματα, σχετικώς...
Ο πατέρας της έπινε χυμό πορτοκάλι διαβάζοντας Καθημερινή. Τι διαβάζοντας δηλαδή, σαν οχυρό τη χρησιμοποιούσε. Είχε ταμπουρωθεί από πίσω και λούφαζε. Χωρίς γραβάτα -όχι σπουδαίες συναντήσεις σήμερα, έβγαλε αυτόματα το συμπέρασμα η Μαριλένα. Γκρι φανέλλα σκωτσέζικη παντελόνι, λευκό πουκάμισο και γκρί σουρί γιλέκο. Σαν εσωτερικός σε κολλέγιο! Είχε αντισταθεί δεκαπέντε φοβερά χρόνια στις πιέσεις της γυναίκας του, που τον προτιμούσε "λιγότερο σφιχτό" ενδυματολογικά. Κι αυτή η στριγγλίτσα όμως ποτέ δεν το 'βαλε κάτω. Πετούσε μπηχτές σε κάθε απίθανη ευκαιρία κι όταν ερχόταν αντιμετώπη με την παγερή αδιαφορία του μπαμπά, έλεγε, μονολογώντας δήθεν, ε βέβαια, το παιδί αφήνει το χωριό αλλά το χωριό δεν αφήνει το παιδί... Σου είναι κι αυτή μία. Σκατά βέβαια ήταν η Λαμία αλλά του το 'λεγε λες κι έφταιγε αυτός που είχε γεννηθεί εκεί.
Η κακομοίρα η γιαγιά η Χρυσάνθη καθόταν άβολα στην καρέκλα της, σα γιόγκι, μ' ένα τρελό βλέμμα στα μάτια. Γιόγκι με ρόμπα μαύρη μπαμπακερή του καιρού εκείνου. Τι τρέχει ρε γιαγιά; Η Μαριλένα αποφάσισε να διαλύσει την ασφυκτική σιωπή της κουζίνας παρασυρμένη απ' το χαμένο ύφος της κυρα-Χρυσάνθης.
Εκείνη κούνησε αργά πέρα-δώθε το κεφάλι της. Τίποτα, τίποτα, έγνεφε. Μη νοιάζεσαι. Το κορίτσι την τράνταξε χαϊδευτικά πιάνοντας την από τους ώμους. Γιαγιούλα είμαι άρρωστη, της γέλασε για να μειώσει τη σοβαρότητα της ανακοίνωσης. Σε ποιον να το πει; Το ζεύγος βγάζει τα μάτια του...
Η κυρα-Χρυσάνθη τινάχτηκε ξαφνιασμένη - μεγάλωσε λες το σώμα της ξαφνικά για να προστατέψει το κορίτσι. Σηκώθηκε και ξαναβρίσκοντας τη σιγουριά στις κινήσεις της, φίλησε το καυτό μέτωπο για να πάρει μια ιδέα της θερμοκρασίας του. Καίει το παιδί, πέταξε με κρυφό θυμό στους άλλους δυο που τώρα επιτέλους κοιτάζονταν. Κάτσε μωρό μου, βάζω να σου φτιάξω χαμομηλάκι. Τα έλεγε και ταυτόχρονα την κάθιζε με το ζόρι σχεδόν στην καρέκλα της ενώ αυτή έσπευδε στην κουζίνα.
Η Μαριλένα περίμενε αλλά τα σχόλια αργούσαν. Τελικά η μαμά της το πέταξε. Πού την πήρες παιδί μου τη γρίππη; Αλλά τι ρωτάω, αφελής είμαι... Κυκλοφορείς φθινόπωρο στην Κηφισιά χωρίς το μπουφάν σου, τι άλλο θέλεις; Τι κάθεσαι τώρα και μας κοιτάς; Κρεββάτι, πολλά υγρά, χυμό πορτοκάλι, τα ξέρεις τα σχετικά. Λοιπόν, είπε και σηκώθηκε βιαστική, γεια σου αγάπη μου. Αν δε σου πέσει ο πυρέτος μέχρι το μεσημέρι, θα φωνάξουμε τον κύριο Δαρμενάκη να σε δει. Και μη το ρίξεις στο video, έχεις ανάγκη από ησυχία, είπε και χάθηκε προς την εξώπορτα αφήνοντας πίσω της μόνο τη μυρουδιά του White Linen.
Ο πατέρας της, ανύπαρκτος μέχρι εκείνη τη στιγμή, στράφηκε προς τη Μαριλένα μόλις ακούστηκε ο ήχος του αυτοκινήτου που έπαιρνε μπροστά. Απλωσε το χέρι του, σταθερό και ζεστό, και της χαϊδεψε αργά το μάγουλο. Πάλι κρυώσαμε κουνελάκι; Ζορισμένο που ήταν το γέλιο του... Αφησε το χέρι του πάνω στο καυτό, ξαναμμένο μάγουλο του κοριτσιού σα να μπορούσε να το γιατρέψει. Φτωχέ μπαμπά, σκέφτηκε αυτή, κι εσύ τα χάλια σου έχεις. Τελικά σηκώθηκε, ψηλός κι όμορφος μ' αυτό το λυπημένο του πρόσωπο και τη χαλαρή μέση. Να προσέχεις, της είπε άκαιρα -μιας και το είχε ήδη πάθει το κακό- και της χαϊδεψε βιαστικά το τσουλούφι. Μητέρα, το βλέμμα του στράφηκε στην κυρα-Χρυσάνθη που ερχόταν κρατώντας το καυτό χαμομήλι με βήμα πάπιας για να μη το χύσει, κανόνισε, ε; Εχει ρεπό σήμερα η Αννα-Λη. Πήρε το σακκάκι του απ' την πλάτη της καρέκλας και φορώντας το έφευγε.
Ελα, έλα, μωράκι μου, την έσπρωξε γλυκά η κυρα-Χρυσάνθη προς την κρεββατοκάμαρα της. Η γιαγιά θα σου φέρει καινούριο νυχτικό, καθαρά σεντόνια και ζεστά. Περδίκι θα σε κάνω, πέρδικά μου, και θα μου το θυμηθείς.
Ελα ρε γιαγιά, τι μωράκι, δεκατεσσάρων χρονών γαϊδούρα είμαι, διαμαρτυρήθηκε η Μαριλένα και βυθίστηκε στα πούπουλα του παπλώματος. Ο πυρετός είχε ξεσπαθώσει.
*********
Αναδεύτηκε αργά. Εβγαινε απ' τα όνειρα γλυστρώντας πυρετικά. Εκείνα μάκραιναν και βγάζανε πλοκάμια που τη ρουφούσαν ξανά και ξανά στον πάτο. Ατμοί θάμπωναν τα μάτια της. Τ' άνοιξε με κόπο, σα βαρειά πύλη προς την έξοδο. Τα όνειρα έκαναν ένα βήμα πίσω και τελικά χάθηκαν πάνω απ' το προσκεφάλι της.
Γιαγιά, φώναξε, σχεδόν γκρίνιαξε. Η κυρα-Χρυσάνθη ήταν μέσα στο δωμάτιο σ' ένα λεπτό τόσο μικρό, που της Μαριλένας της πέρασε η παλαβή ιδέα οτι την είχε στήσει έξω απ' την πόρτα και περίμενε σινιάλο. Ερχόταν προς το κρεββάτι και τα μάτια της ήδη ρωτούσαν πριν προλάβει το στόμα. Ετσι, το κορίτσι απάντησε κατευθείαν. Κάτι υγρό γιαγιά, μια πορτοκαλάδα. Στέγνωσε το στόμα μου. Πονάει φρικτά ο λαιμός μου. Ξαφνικά θυμήθηκε. Ξέρεις πού έχει η μαμά κάτι φακελλάκια για τη γρίππη; Αυτά τα Hot Lemon; Καλά, ασ' το, δεν πειράζει γιαγιά, απέσυρε την ιδέα της βλέποντας την κυρα-Χρυσάνθη να κάνει ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω ακούγοντας τα περί Hot Lemon. Α, ρε γιαγιά, γέλασε κρυφά η Μαριλένα, αστέρι είσαι κι εσύ... Το μόνο Hot που ξέρεις είναι το χαμομήλι ! Γι' αυτό τη φρικάρεις και την άλλη, τη "λευκή και λινή". Φαντάσου να σ' έβλεπε και πιο συχνά τι τσίρκο θα 'μασταν εδώ μέσα. Σκούπισε το μέτωπό της μ' ένα γαλάζιο χαρτομάντηλο. Το επομένο ήταν κίτρινο κι έμεινε να κρέμεται περίεργα σα κουρέλι. Τι ατυχία ήταν αυτή! Να αρρωστήσει ειδικά σήμερα. Δεν θα μάθαινε τίποτα τώρα. Ούτε περίμενε την ηθική αυτουργό, τη Νάσια να της τηλεφωνήσει γιατί... τι ψάχνεις γιατί, γιατί έτσι... Ενα κύμα στωικότητας την κατέκλυσε. Αντε να πνιγείτε όλοι, είπε σχεδόν φωναχτά και ανακάθησε στο κρεββάτι. Αισθανόταν ήδη καλύτερα και να που κατέφθασε και το καλό γκαρσόνι η γιαγιά μ' ένα αφύσικα μεγάλο ποτήρι χυμού. Ελα παιδάκι μου, ασθενής και οδοιπόρος δεν λέει η παροιμία; Βιταμινούλες, έλα. Γιαγιά, είσαι μεγάλη, της είπε μ' ένα κέφι περίεργο για φρεσκογριππιασμένη. Το απόλυτο σέρβις!
Η κυρα-Χρυσάνθη καθόταν σα φύλακας άγγελος πάνω απ' το κεφάλι της μέχρι να καταπιεί το πορτοκαλί υγρό. Χαμογελούσε κι αυτή με τον αλλόκοτο τρόπο όσων έχουν εκλάβει γενικώς ως κομπλιμέντο μια φράση αλλά δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει γιατί. Εβλεπε, απορροφημένη απ' το θέαμα, το λιγνό, νευρικό παιδί που ρουφούσε διψασμένα το χυμό του. Επιβεβαίωνε ξανά και ξανά αυτό που η ίδια θεωρούσε ακατανίκητη ομορφιά. Το μοναδικό παιδί του μοναδικού παιδιού της και τόσο ίδιοι μεταξύ τους που έμοιαζε με θαύμα. Τίποτα απ' την ψηλή και στεγνή που στο λαιμό, κόμπος της καθόταν αλλά κάθε τόσο τον κατάπινε. Τα μεγάλα μάτια του Γιάννη, μεγάλα και ζεστά όταν τα χρειαζόσουν. Και το μούτρο της ίδιο, όλο γούβες και λακκάκια το γέλιο της. Γιάννης, σκέτος Γιάννης. Τον ξανάβλεπε να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια της απ' την αρχή. Γι' αυτό έριχνε την περηφάνεια της εδώ και χρονάκια, όταν το παιδί ήταν μωρό ακόμα, και παρακαλούσε την παγοκολώνα να της το αφήνει τα καλοκαίρια, δεκαπέντε μέρες, ένα μήνα, όσο να 'ναι, αρκεί να της το αφήνει. Οι καλύτερες μέρες της, χρυσές και ρευστές σα μέλι. Αυτή και το μωρό στο σπίτι, οι δυο τους. Αργές βόλτες στη λιακάδα, όργωναν τη Στυλίδα με το καρότσι κι αργότερα με τα πόδια - ταξίδι στους σκονισμένους δρόμους της παραλίας και στον χρόνο που δραπέτευε, αυτή, το μωρό κι ο Γιάννης.
Ο Γιάννης δεν πήγαινε συχνά. Τα σαββατοκύριακα μόνο. Αυτή ποτέ. Μάνα, της έλεγε χαμηλόφωνα, ξέρεις πόσο θέλω να 'ρθω να μείνω να ξεκουραστώ μια βδομάδα, να μου κάνεις μουσακάδες και κόκκορα κοκκινιστό κι εγώ να μην κάνω τίποτα, αλλά δε μπορώ να την αφήσω τη ρημάδα την εταιρεία. Είναι ρουφήχτρα η δουλειά, έλεγε και σταματούσε απότομα.
Τότε βγαίναν απ' τα χώματα του δρόμου μπροστά απ' το σπίτι τους οι πατημασιές του, αυτές απ' τ' άσπρα του τα πέδιλα της άνοιξης του '49, τεσσάρων χρονών πέδιλα και του έγνεφαν να μη νοιάζεται. Αυτές είναι εκεί κι εκεί θα μείνουν για πάντα να κρατάν της μάνας του συντροφιά. Και το μωρό μαζί. Ομως το παιδί μεγάλωνε κι η νύφη της όλο και πιο πολύ δυσανασχετούσε να δώσει την άδεια γι αυτό το καλοκαιρινό ξεφάντωμα. Τι να κάνει το παιδί στη Λαμία και στη Στυλίδα, Γιάννη; Μιλάμε για πόλεις (αυτό το πρόφερε στρίβοντας παράξενα το στόμα) α-πα-ρά-δε-κτης αισθητικής. Και θα κουράζει και τη μητέρα σου... Ετσι έλεγε πάντα, "τη μητέρα σου" σα να μην υπήρχε εκεί γύρω η κυρα-Χρυσάνθη, ενώ μπροστά της συζητούσαν. Και βέβαια ήθελε να της ανοίξει το κεφάλι εκείνες τις ώρες αλλά λούφαζε. Μια ζωή λούφαζε, τώρα;
Λοιπόν πιο αραιά κι ακόμα αραιότερα της την έδιναν. Στα δώδεκα η μικρή δεσποινίς σταμάτησε οριστικά τις βόλτες στα καφενεία της Στυλίδας. Τέρμα τα σπιτικά παγωτά χωνάκι απ' την ΕΒΓΑ της Φρόσως, κι ούτε οι φέτες καρπούζι στην αυλή τα απογεύματα μοιάζαν πια τόσο δροσερές. Το παιδί μεγάλωσε, κι ένα παράξενο πράμα, σκεφτόταν συχνά η κυρα-Χρυσάνθη, δε μοιάζει πια και τόσο του Γιάννη μου, άρχισε να φέρνει κι αυτηνής. Κι όμως τα ίδια μάτια και το ίδιο μούτρο. Να, προχτές πάλι τρελάθηκε. Είχε να τη δει καιρό, έξι-εφτά μήνες και πιο πολύ. Ε, όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μ' αυτό το παρδαλό μπουφάν και τα μαλλιά πιασμένα στραβή αλογοουρά και κάτι κάλτσες ριγωτές που φωσφόριζαν, ήταν φτυστό αυτή. Πάγωσε. Το ίδιο ύφος μόλις μπήκε και χαιρέτησε, ψηλομύτικο κι ιδιότροπο, ολόϊδιο βάδισμα, σα να σέρνει τα πανάκριβα παπούτσια της... Ομως ένα μοναχά λεπτό μετά το 'σφιγγε στην αγκαλιά της μικρό κι αδύνατο κι όλο λακκάκια και κάκιζε τον εαυτό της.
Ξύπνα ρε γιαγιά, πού βόσκεις; Τη σκούντησε ελαφρά με το άδειο ποτήρι. Την ήπια όλη την πορτοκαλάδα. Να το το μωρό της πάλι. "Τις έφαγα όλες τις φακές γιαγιά!" Ναι μωρό μου, όλες τις έφαγες, τίποτα δεν έμεινε στο πιάτο, ε; Και γύριζε το πιάτο ανάποδα για να δείξει του λόγου το αληθές.
Ξεκίνησε επιτέλους να πάει το άδειο ποτήρι στην κουζινα. Ακουσε πάλι τη φωνή της Μαριλένας: Γιαγιά, μου φέρνεις το τηλέφωνο στο κρεββάτι σε παρακαλώ; Αυτό που δεν έχει καλώδιο, το μαύρο που είναι στην τραπεζαρία.
Η Μαριλένα έφτασε στο όριο της αντοχής της. Πρέπει να σχολάσανε τώρα. Ηθελε να μάθει σαν τρελή. Πάτησε νευρικά τα πλήκτρα και περίμενε να σηκώσει κάποιος το ακουστικό. Επιτέλους δέησαν και το πήραν.
Η κυρα-Χρυσάνθη την παρακολουθούσε απ' την ανοιχτή πόρτα κρυφά. Μιλούσε γρήγορα, ξαναμμένη και κουνούσε αδιάκοπα το ελεύθερο χέρι της και το κεφάλι. Κάποια φιλενάδα της παρακαλούσε να 'ρθει στο σπίτι - αλλά ένα περίεργο πράμα, σχολίασε από μέσα της η γυναίκα. Ενώ φαινόταν φως-φανερό ότι την παρακαλούσε να 'ρθει, τα λόγια που έλεγε ήταν σα να μην την ένοιαζε και τόσο. Τι τρέχει μ' αυτό το παιδί; Χαρά θεού ήταν, μιλούσες και συνενογιόσουνα μαζί του καλύτερα κι από μεγάλο. Τι έπαθε τώρα κι όλο μα και μου και μασημένα είναι; Πες το καθαρά, έλα φιλενάδα, είμαι άρρωστη. Ελα για παρέα. Σιγά την υπόθεση! Είναι κι αυτό το σπίτι, αναλογίστηκε μετά κι έριξε μια αφηρημένη ματιά στο λευκό καναπέ-σκληρός και λέρωνε με το πέταγμα της μυίγας κι από πάνω χρυσοπληρωμένος. Σ' αυτό το σπίτι όποιος έμπαινε μαγευόταν και γινόταν τα πάνω-κάτω. Αγνώριστος. Η προίκα της, βλέπεις. Και το παιδί της το άλλαξε και τ' αγγόνι της στο χείλος είναι. Μια δω πατάει, μια κει...
Η μικρή είχε κλείσει το τηλέφωνο και τώρα προσπαθούσε να πιάσει τη μάνα της στο γραφείο. Τα κατάφερε σχεδόν αμέσως. Πρακτική, μπήκε κατ' ευθείαν στο θέμα. Μαμά, ανεβαίνοντας πέρνα σε παρακαλώ απ' το Fresh και πάρε μου από κείνα τα ταρτάκια με τα καρύδια και το ξερό σύκο. Και ζάχερ-τόρτε, εντάξει; Περιμένω την Αντεια. Ωραία, γεια, ναι καλά είμαι, ήπια χυμό, ένα ποτήρι, γεια.
Μετά στράφηκε στη γιαγιά της. Θα 'ρθει η φίλη μου η Αντεια, γιαγιά, της ανακοίνωσε. Ξέρεις τι δουλειά κάνει ο πατέρας της; Υπουργός είναι, απάντησε μόνη της και γέλασε την ίδια στιγμή κοροϊδευτικά. Εχουν και αστυνομικό να τους φυλάει μη τους την πέσει η 17η Νοέμβρη! Τελικά αποφάσισε ότι η κυρα-Χρυσάνθη δεν παραμυθιαζόταν με την ιστορία της Αντειας και το 'κοψε. Ξαναχώθηκε στο πάπλωμα κι αφού βαρέθηκε να χαζεύει τα λαχούρια του, πήρε απ' το κομοδίνο την καινούρια Diva να διαβάσει το ζώδιό της. Ενοιωθε κιόλας καλύτερα. Ο βομβαρδισμός του ιού με βιταμίνη C απέδωσε!
Ξύπνησε ξανά στις 4 απ' την πείνα. Εβαλε μια φωνή γιατί βαριόταν να σηκωθεί αν και μπορούσε. Ηταν απύρετη. Κατέφτασε η μαμά βιαστική μασουλώντας ένα απ' τα αιώνια σάντουιτς με το μαύρο ψωμί. Ξύπνησες χρυσό μου; ρώτησε άσκοπα εφόσον έβλεπε ότι βεβαίως και είχε ξυπνήσει. Να σου ετοιμάσω ένα ελαφρύ σάντουιτς; Κοτόπουλο, μαρούλι, μαγιονέζα, εξήγησε γιατί η Μαριλένα το σκεφτόταν. Καλά, εντάξει, φερ' το, αποφάσισε τελικά και πρόσθεσε σα να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι σπουδαίο, τα 'φερες τα ταρτάκια μου; Μπράβ,ο ρε μαμά, τίποτα δεν ξεχνάς!
Η μητέρα της μόρφασε κολακευμένη και εξαφανίστηκε προς την κουζίνα με χορευτικό βάδισμα. Ηταν ξυπόλυτη αλλά φορούσε ακόμα το κρεμ λινό της ταγιέρ. Μάλλον θα την έκανε πάλι, συμπέρανε η Μαριλένα. Δουλειά και τα σχετικά. Ακούραστη, διάολος... Πραγματικά σε πέντε λεφτά είχε φτιάξει ένα club sandwich πολύ εμφανίσιμο, φορούσε γόβες και κρατούσε χαρτοφύλακα και κλειδιά. Φεύγεις κιόλας; της ψιλογκρίνιαξε το κορίτσι παίζοντας περισσότερο. Ναι, παιδί μου, άργησα ήδη και πρέπει μάλλον να βρω ταξί, το δικό μου κάνει κάτι περίεργους θορύβους, ιδέα δεν έχω γιατί... Τέλος πάντων... Λοιπόν γεια, της έγνεψε, καλό απόγευμα. Ν' αλλάξεις πριν έρθει η Αντεια, ε; Τα τζάμπερς σου είναι χάλια. Εντάξει; Μάλιστα, κυρια σουπεργούμαν μας, θ' αλλάξω. Θ' αλλαξω. Κανείς δεν θα μας κατηγορήσει για βρωμύλλους, μην παθαίνεις!
Οταν χτύπησε το κουδούνι έκανε νόημα στη γιαγιά της ότι θ' ανοίξει αυτή. Ασε γιαγιά, εντάξει. Η φίλη μου είναι. Αυτή ήταν. Μικροκαμωμένη και μάλλον παχουλή, καρρέ κούρεμα, η Αντεια αυτοπροσώπως! Φορούσε πράσινο Sisley πουλόβερ -περσυνό αλλά ωραίο- της πήγαινε φοβερά. Και το γνωστό ύφος βεβαίως... Αυτό το ύφος να μην είχε θα ήταν αστέρι η Αντεια, σκέφτηκε το Μαριλενάκι έτσι που την είχε απέναντι της στητή και αεράτη. Αυτό το άκου-εγώ-τι-θα-σου-πω ύφος της υπουργοκόρης.
Την πέρασε στη κρεββατοκάμαρα. Τράβηξε τη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στο κρεββάτι της κι έβαλε τους Blur να παίζουν. Οι τύποι την πέθαιναν την Αντεια. Την έγλυφε δηλαδή κανονικότατα, να χαλαρώσει και να της κάνει πλήρη περιγραφή, όχι περιλήψεις και τέτοια. Αλλά κατά τα φαινόμενα, δε χρειαζόταν να πάθει υπερκόπωση απ' την προσπάθεια. Η Αντεια ήρθε φτιαγμένη. Δεν ήθελε πολύ.
Η συζήτηση ρέουσα, ακατάπαυστη, χαμηλόφωνη αλλά με εκρήξεις φούντωνε. Τι κάνουν αυτά, αναρωτήθηκε τρυφερά η κυρα-Χαρίκλεια έτσι που τις είδε μικρές-μικρές και σοβαρές σαν κυριούλες να σκύβουν η μια στην άλλη και να μη μένει στιγμή σιωπηλή.
Δεσποινιδούλες, σας έφερα κάτι... Κοίταξε τις τάρτες με το καρύδι και προσπάθησε στα γρήγορα να τις κατατάξει σε μια γνωστή κατηγορία... Κουλουράκια! Είπε τελικά μάλλον φωναχτά.
Τα μάτια της Αντειας αναπήδησαν ξαφνιασμένα και στάθηκαν εξερευνητικά πάνω της. Μαύρη ρόμπα φοράει παναγίτσα μου! Σκέφτηκε. Μόνο σε ελληνικές ταινίες φοράνε τέτοιες, που τη βρήκε;
Η κυρα-Χρυσάνθη τα 'χασε με το επίμονο κι αδιάκριτο βλέμμα της μικρής. Να 'τα, παρ' τα Μαριλενάκι... Ετεινε το πιάτο με τα ταρτάκια στην εγγονή της αμήχανα. Πώς κοίταζε έτσι αυτό το παιδί, σε καλό του! Αποσύρθηκε στο λεπτό.
Τι 'ναι αυτό το φρούτο, ψιθύρισε η Αντεια όταν απομακρύνθηκε. Εφυγε η Αννα-Λη; Πού τη βρήκατε αυτή; Από χωριό;
Η Μαριλένα ξαφνιάστηκε. Πήρε ένα ουδέτερο ύφος και μόρφασε κάτι απροσδιόριστο που έμοιαζε με ναι. Αυτόματα σφίχτηκε η καρδιά της απ' τις τύψεις. Κι αυτή όμως τι κουρελαρία που κυκλοφορεί ρε γαμώτο. Καλά λέει η μαμά μερικές φορές... Σκέτο χωριό είναι.
**********
ΛΙΝΟ ΚΑΙ ΒΑΜΒΑΚΙ
Ξύπνησε με ρίγος. Τι έπαθα πάλι, τι ώρα είναι; Ανακάθησε στο κρεββάτι κι έσπρωξε το πάπλωμα απότομα προσπαθώντας να δει τι ώρα είναι μέσα στο κατασκόταδο. Το νυχτικό κολλημένο στην πλάτη απ' τον ιδρώτα. Καίω... Αρπαξα γρίππη, ξεκαθάρισε μέσα της η μοιραία διάγνωση καθώς ξεθόλωνε απ' τον ύπνο οριστικά. Ορίστε, την πάτησα πάλι. Ενα κύμα οργής άρχισε να βουίζει υπόκωφα μέσα στο αδύνατο και ιδρωμένο σωματάκι που έτρεμε. Αα, ρε Νάσια, με πήρες στο λαιμό σου...
Σηκώθηκε με μια αποφασιστική κίνηση απ' το κρεββάτι και προχώρησε στα τυφλά προς το μπάνιο. Ψαχουλεύοντας βρήκε το διακόπτη κι άναψε το φως. Τυφλώθηκε κι έκανε μια γκριμάτσα μισοκλείνοντας τα μάτια. Μετά άνοιξε όλα τα ντουλάπια ένα γύρω για να βρει τις ασπιρίνες. Κάτι φακελλάκια που είχε φέρει η μάνα της απ' το Λονδίνο -γινόταν κάτι σα λεμονάδα μεσα σε βραστό νερό, θαυματουργά για τις γρίππες- δεν μπορούσε να τα πάρει τώρα, θα τους ξυπνούσε όλους βράζοντας νερό στην κουζίνα. Σίγουρα πάντως θα ξυπνούσε τη γιαγιά που κοιμόταν στο δωματιάκι δίπλα. Ασε που θα έκανε κανένα πανικό η αθάνατη βουνοκορφή μόλις καταλάβαινε ότι του παιδιού της το παιδί που 'ναι δυο φορές παιδί της είναι γριππιασμένο! Ασε, πίνω αύριο απ' αυτό. Προς το παρόν θα πάρω μια ασπιρίνη μήπως σωθεί η κατάσταση και βλέπουμε.
Ανοιξε τη βρύση και κατάπιε την ασπιρίνη αγόγγυστα. Εκλεισε το φως και ξανάπεσε στο κρεββάτι άτσαλα, σα μπόγος. Θεούλη μου, κάνε με να ξυπνήσω κρύα και φρέσκια κι απύρετη, ευχήθηκε με όσην ένταση της είχε απομείνει, γιατί ο πυρετός τη βύθιζε ξανά σ' έναν αποχαυνωτικό ύπνο.
************
Οι χτεσινοβραδινές παρακλήσεις της έπεσαν πανηγυρικά στο κενό. Ξύπνησε στις εφτάμισι μ' ένα ξεγυρισμένο 39.3 και το μάτι παράξενα γυαλιστερό. Πάει το σχολείο. Η Μαριλένα, βρίσκοντας ένα τουλάχιστον καλό λόγο να παρηγορηθεί, σύρθηκε με όλα της τα κόκκαλα να πονάνε ως την κουζίνα. Οι πάντες έτρωγαν πρωϊνό βουβοί σα ψάρια. Η μάνα της ανατριχιαστικά άψογη ως συνήθως. Ταγιεράκι λινό κρεμ κι έναν τόνο White Linen να την περιβάλλει σαν αρωματικά χωρικά ύδατα Οι μπηχτές που τις ρίχνανε ότι το παρακάνει ποτέ δεν έπιασαν τόπο. Μπορεί και να είχε εξασθενήσει η όσφρησή της, ποιος ξέρει... Βουτύρωνε μια φέτα γερμανικό μαύρο ψωμί με αυτό το βούτυρο διαίτης που δεν τρώγεται με τίποτα. Τι άτομο! Εχει ύψος 1,74 και ζυγίζει 54 κιλά, σαν καρτούν κανονικά, αν σκεφτείς ότι φοράει 42 νούμερο γοβάκι... Ε, κι επιμένει ν' αδυνατίσει κι άλλο. Το πρωί βούτυρο διαίτης και σίκαλη, το μεσημέρι κοτόπουλο φιλέτο -γεύμα ορισμένων θερμίδων- και το βράδυ σαλάτα με καβούρι. Η φρικαρισμένη βασίλισσα των Weight Watchers!
Κάτι έχει, εκνευρισμένη φαίνεται, παρατήρησε η Μαριλένα αθέατη ακόμα, μιας και κανείς δε σήκωνε τα μάτια του απ' το πιάτο. Τα χέρια της τρέμουν και δεν έβαλε γάλα στον καφέ. Πάλι κάτι με τη γιαγιά; Εριξε μια ανιχνευτική ματιά στην αντιπέρα όχθη του τραπεζιού, όπου έδρευε η άλλη παράταξη, ο μπαμπάς και η μανούλα του. Ε, καλά, δε χρειάζεται εξυπνάδα, πλακωθήκανε πάλι αυτοί. Πότε πρόλαβαν; Χτες ήταν ήρεμα τα πράγματα, σχετικώς...
Ο πατέρας της έπινε χυμό πορτοκάλι διαβάζοντας Καθημερινή. Τι διαβάζοντας δηλαδή, σαν οχυρό τη χρησιμοποιούσε. Είχε ταμπουρωθεί από πίσω και λούφαζε. Χωρίς γραβάτα -όχι σπουδαίες συναντήσεις σήμερα, έβγαλε αυτόματα το συμπέρασμα η Μαριλένα. Γκρι φανέλλα σκωτσέζικη παντελόνι, λευκό πουκάμισο και γκρί σουρί γιλέκο. Σαν εσωτερικός σε κολλέγιο! Είχε αντισταθεί δεκαπέντε φοβερά χρόνια στις πιέσεις της γυναίκας του, που τον προτιμούσε "λιγότερο σφιχτό" ενδυματολογικά. Κι αυτή η στριγγλίτσα όμως ποτέ δεν το 'βαλε κάτω. Πετούσε μπηχτές σε κάθε απίθανη ευκαιρία κι όταν ερχόταν αντιμετώπη με την παγερή αδιαφορία του μπαμπά, έλεγε, μονολογώντας δήθεν, ε βέβαια, το παιδί αφήνει το χωριό αλλά το χωριό δεν αφήνει το παιδί... Σου είναι κι αυτή μία. Σκατά βέβαια ήταν η Λαμία αλλά του το 'λεγε λες κι έφταιγε αυτός που είχε γεννηθεί εκεί.
Η κακομοίρα η γιαγιά η Χρυσάνθη καθόταν άβολα στην καρέκλα της, σα γιόγκι, μ' ένα τρελό βλέμμα στα μάτια. Γιόγκι με ρόμπα μαύρη μπαμπακερή του καιρού εκείνου. Τι τρέχει ρε γιαγιά; Η Μαριλένα αποφάσισε να διαλύσει την ασφυκτική σιωπή της κουζίνας παρασυρμένη απ' το χαμένο ύφος της κυρα-Χρυσάνθης.
Εκείνη κούνησε αργά πέρα-δώθε το κεφάλι της. Τίποτα, τίποτα, έγνεφε. Μη νοιάζεσαι. Το κορίτσι την τράνταξε χαϊδευτικά πιάνοντας την από τους ώμους. Γιαγιούλα είμαι άρρωστη, της γέλασε για να μειώσει τη σοβαρότητα της ανακοίνωσης. Σε ποιον να το πει; Το ζεύγος βγάζει τα μάτια του...
Η κυρα-Χρυσάνθη τινάχτηκε ξαφνιασμένη - μεγάλωσε λες το σώμα της ξαφνικά για να προστατέψει το κορίτσι. Σηκώθηκε και ξαναβρίσκοντας τη σιγουριά στις κινήσεις της, φίλησε το καυτό μέτωπο για να πάρει μια ιδέα της θερμοκρασίας του. Καίει το παιδί, πέταξε με κρυφό θυμό στους άλλους δυο που τώρα επιτέλους κοιτάζονταν. Κάτσε μωρό μου, βάζω να σου φτιάξω χαμομηλάκι. Τα έλεγε και ταυτόχρονα την κάθιζε με το ζόρι σχεδόν στην καρέκλα της ενώ αυτή έσπευδε στην κουζίνα.
Η Μαριλένα περίμενε αλλά τα σχόλια αργούσαν. Τελικά η μαμά της το πέταξε. Πού την πήρες παιδί μου τη γρίππη; Αλλά τι ρωτάω, αφελής είμαι... Κυκλοφορείς φθινόπωρο στην Κηφισιά χωρίς το μπουφάν σου, τι άλλο θέλεις; Τι κάθεσαι τώρα και μας κοιτάς; Κρεββάτι, πολλά υγρά, χυμό πορτοκάλι, τα ξέρεις τα σχετικά. Λοιπόν, είπε και σηκώθηκε βιαστική, γεια σου αγάπη μου. Αν δε σου πέσει ο πυρέτος μέχρι το μεσημέρι, θα φωνάξουμε τον κύριο Δαρμενάκη να σε δει. Και μη το ρίξεις στο video, έχεις ανάγκη από ησυχία, είπε και χάθηκε προς την εξώπορτα αφήνοντας πίσω της μόνο τη μυρουδιά του White Linen.
Ο πατέρας της, ανύπαρκτος μέχρι εκείνη τη στιγμή, στράφηκε προς τη Μαριλένα μόλις ακούστηκε ο ήχος του αυτοκινήτου που έπαιρνε μπροστά. Απλωσε το χέρι του, σταθερό και ζεστό, και της χαϊδεψε αργά το μάγουλο. Πάλι κρυώσαμε κουνελάκι; Ζορισμένο που ήταν το γέλιο του... Αφησε το χέρι του πάνω στο καυτό, ξαναμμένο μάγουλο του κοριτσιού σα να μπορούσε να το γιατρέψει. Φτωχέ μπαμπά, σκέφτηκε αυτή, κι εσύ τα χάλια σου έχεις. Τελικά σηκώθηκε, ψηλός κι όμορφος μ' αυτό το λυπημένο του πρόσωπο και τη χαλαρή μέση. Να προσέχεις, της είπε άκαιρα -μιας και το είχε ήδη πάθει το κακό- και της χαϊδεψε βιαστικά το τσουλούφι. Μητέρα, το βλέμμα του στράφηκε στην κυρα-Χρυσάνθη που ερχόταν κρατώντας το καυτό χαμομήλι με βήμα πάπιας για να μη το χύσει, κανόνισε, ε; Εχει ρεπό σήμερα η Αννα-Λη. Πήρε το σακκάκι του απ' την πλάτη της καρέκλας και φορώντας το έφευγε.
Ελα, έλα, μωράκι μου, την έσπρωξε γλυκά η κυρα-Χρυσάνθη προς την κρεββατοκάμαρα της. Η γιαγιά θα σου φέρει καινούριο νυχτικό, καθαρά σεντόνια και ζεστά. Περδίκι θα σε κάνω, πέρδικά μου, και θα μου το θυμηθείς.
Ελα ρε γιαγιά, τι μωράκι, δεκατεσσάρων χρονών γαϊδούρα είμαι, διαμαρτυρήθηκε η Μαριλένα και βυθίστηκε στα πούπουλα του παπλώματος. Ο πυρετός είχε ξεσπαθώσει.
*********
Αναδεύτηκε αργά. Εβγαινε απ' τα όνειρα γλυστρώντας πυρετικά. Εκείνα μάκραιναν και βγάζανε πλοκάμια που τη ρουφούσαν ξανά και ξανά στον πάτο. Ατμοί θάμπωναν τα μάτια της. Τ' άνοιξε με κόπο, σα βαρειά πύλη προς την έξοδο. Τα όνειρα έκαναν ένα βήμα πίσω και τελικά χάθηκαν πάνω απ' το προσκεφάλι της.
Γιαγιά, φώναξε, σχεδόν γκρίνιαξε. Η κυρα-Χρυσάνθη ήταν μέσα στο δωμάτιο σ' ένα λεπτό τόσο μικρό, που της Μαριλένας της πέρασε η παλαβή ιδέα οτι την είχε στήσει έξω απ' την πόρτα και περίμενε σινιάλο. Ερχόταν προς το κρεββάτι και τα μάτια της ήδη ρωτούσαν πριν προλάβει το στόμα. Ετσι, το κορίτσι απάντησε κατευθείαν. Κάτι υγρό γιαγιά, μια πορτοκαλάδα. Στέγνωσε το στόμα μου. Πονάει φρικτά ο λαιμός μου. Ξαφνικά θυμήθηκε. Ξέρεις πού έχει η μαμά κάτι φακελλάκια για τη γρίππη; Αυτά τα Hot Lemon; Καλά, ασ' το, δεν πειράζει γιαγιά, απέσυρε την ιδέα της βλέποντας την κυρα-Χρυσάνθη να κάνει ενστικτωδώς ένα βήμα πίσω ακούγοντας τα περί Hot Lemon. Α, ρε γιαγιά, γέλασε κρυφά η Μαριλένα, αστέρι είσαι κι εσύ... Το μόνο Hot που ξέρεις είναι το χαμομήλι ! Γι' αυτό τη φρικάρεις και την άλλη, τη "λευκή και λινή". Φαντάσου να σ' έβλεπε και πιο συχνά τι τσίρκο θα 'μασταν εδώ μέσα. Σκούπισε το μέτωπό της μ' ένα γαλάζιο χαρτομάντηλο. Το επομένο ήταν κίτρινο κι έμεινε να κρέμεται περίεργα σα κουρέλι. Τι ατυχία ήταν αυτή! Να αρρωστήσει ειδικά σήμερα. Δεν θα μάθαινε τίποτα τώρα. Ούτε περίμενε την ηθική αυτουργό, τη Νάσια να της τηλεφωνήσει γιατί... τι ψάχνεις γιατί, γιατί έτσι... Ενα κύμα στωικότητας την κατέκλυσε. Αντε να πνιγείτε όλοι, είπε σχεδόν φωναχτά και ανακάθησε στο κρεββάτι. Αισθανόταν ήδη καλύτερα και να που κατέφθασε και το καλό γκαρσόνι η γιαγιά μ' ένα αφύσικα μεγάλο ποτήρι χυμού. Ελα παιδάκι μου, ασθενής και οδοιπόρος δεν λέει η παροιμία; Βιταμινούλες, έλα. Γιαγιά, είσαι μεγάλη, της είπε μ' ένα κέφι περίεργο για φρεσκογριππιασμένη. Το απόλυτο σέρβις!
Η κυρα-Χρυσάνθη καθόταν σα φύλακας άγγελος πάνω απ' το κεφάλι της μέχρι να καταπιεί το πορτοκαλί υγρό. Χαμογελούσε κι αυτή με τον αλλόκοτο τρόπο όσων έχουν εκλάβει γενικώς ως κομπλιμέντο μια φράση αλλά δεν έχουν ακόμα ξεκαθαρίσει γιατί. Εβλεπε, απορροφημένη απ' το θέαμα, το λιγνό, νευρικό παιδί που ρουφούσε διψασμένα το χυμό του. Επιβεβαίωνε ξανά και ξανά αυτό που η ίδια θεωρούσε ακατανίκητη ομορφιά. Το μοναδικό παιδί του μοναδικού παιδιού της και τόσο ίδιοι μεταξύ τους που έμοιαζε με θαύμα. Τίποτα απ' την ψηλή και στεγνή που στο λαιμό, κόμπος της καθόταν αλλά κάθε τόσο τον κατάπινε. Τα μεγάλα μάτια του Γιάννη, μεγάλα και ζεστά όταν τα χρειαζόσουν. Και το μούτρο της ίδιο, όλο γούβες και λακκάκια το γέλιο της. Γιάννης, σκέτος Γιάννης. Τον ξανάβλεπε να μεγαλώνει μπροστά στα μάτια της απ' την αρχή. Γι' αυτό έριχνε την περηφάνεια της εδώ και χρονάκια, όταν το παιδί ήταν μωρό ακόμα, και παρακαλούσε την παγοκολώνα να της το αφήνει τα καλοκαίρια, δεκαπέντε μέρες, ένα μήνα, όσο να 'ναι, αρκεί να της το αφήνει. Οι καλύτερες μέρες της, χρυσές και ρευστές σα μέλι. Αυτή και το μωρό στο σπίτι, οι δυο τους. Αργές βόλτες στη λιακάδα, όργωναν τη Στυλίδα με το καρότσι κι αργότερα με τα πόδια - ταξίδι στους σκονισμένους δρόμους της παραλίας και στον χρόνο που δραπέτευε, αυτή, το μωρό κι ο Γιάννης.
Ο Γιάννης δεν πήγαινε συχνά. Τα σαββατοκύριακα μόνο. Αυτή ποτέ. Μάνα, της έλεγε χαμηλόφωνα, ξέρεις πόσο θέλω να 'ρθω να μείνω να ξεκουραστώ μια βδομάδα, να μου κάνεις μουσακάδες και κόκκορα κοκκινιστό κι εγώ να μην κάνω τίποτα, αλλά δε μπορώ να την αφήσω τη ρημάδα την εταιρεία. Είναι ρουφήχτρα η δουλειά, έλεγε και σταματούσε απότομα.
Τότε βγαίναν απ' τα χώματα του δρόμου μπροστά απ' το σπίτι τους οι πατημασιές του, αυτές απ' τ' άσπρα του τα πέδιλα της άνοιξης του '49, τεσσάρων χρονών πέδιλα και του έγνεφαν να μη νοιάζεται. Αυτές είναι εκεί κι εκεί θα μείνουν για πάντα να κρατάν της μάνας του συντροφιά. Και το μωρό μαζί. Ομως το παιδί μεγάλωνε κι η νύφη της όλο και πιο πολύ δυσανασχετούσε να δώσει την άδεια γι αυτό το καλοκαιρινό ξεφάντωμα. Τι να κάνει το παιδί στη Λαμία και στη Στυλίδα, Γιάννη; Μιλάμε για πόλεις (αυτό το πρόφερε στρίβοντας παράξενα το στόμα) α-πα-ρά-δε-κτης αισθητικής. Και θα κουράζει και τη μητέρα σου... Ετσι έλεγε πάντα, "τη μητέρα σου" σα να μην υπήρχε εκεί γύρω η κυρα-Χρυσάνθη, ενώ μπροστά της συζητούσαν. Και βέβαια ήθελε να της ανοίξει το κεφάλι εκείνες τις ώρες αλλά λούφαζε. Μια ζωή λούφαζε, τώρα;
Λοιπόν πιο αραιά κι ακόμα αραιότερα της την έδιναν. Στα δώδεκα η μικρή δεσποινίς σταμάτησε οριστικά τις βόλτες στα καφενεία της Στυλίδας. Τέρμα τα σπιτικά παγωτά χωνάκι απ' την ΕΒΓΑ της Φρόσως, κι ούτε οι φέτες καρπούζι στην αυλή τα απογεύματα μοιάζαν πια τόσο δροσερές. Το παιδί μεγάλωσε, κι ένα παράξενο πράμα, σκεφτόταν συχνά η κυρα-Χρυσάνθη, δε μοιάζει πια και τόσο του Γιάννη μου, άρχισε να φέρνει κι αυτηνής. Κι όμως τα ίδια μάτια και το ίδιο μούτρο. Να, προχτές πάλι τρελάθηκε. Είχε να τη δει καιρό, έξι-εφτά μήνες και πιο πολύ. Ε, όταν άνοιξε την πόρτα και μπήκε μ' αυτό το παρδαλό μπουφάν και τα μαλλιά πιασμένα στραβή αλογοουρά και κάτι κάλτσες ριγωτές που φωσφόριζαν, ήταν φτυστό αυτή. Πάγωσε. Το ίδιο ύφος μόλις μπήκε και χαιρέτησε, ψηλομύτικο κι ιδιότροπο, ολόϊδιο βάδισμα, σα να σέρνει τα πανάκριβα παπούτσια της... Ομως ένα μοναχά λεπτό μετά το 'σφιγγε στην αγκαλιά της μικρό κι αδύνατο κι όλο λακκάκια και κάκιζε τον εαυτό της.
Ξύπνα ρε γιαγιά, πού βόσκεις; Τη σκούντησε ελαφρά με το άδειο ποτήρι. Την ήπια όλη την πορτοκαλάδα. Να το το μωρό της πάλι. "Τις έφαγα όλες τις φακές γιαγιά!" Ναι μωρό μου, όλες τις έφαγες, τίποτα δεν έμεινε στο πιάτο, ε; Και γύριζε το πιάτο ανάποδα για να δείξει του λόγου το αληθές.
Ξεκίνησε επιτέλους να πάει το άδειο ποτήρι στην κουζινα. Ακουσε πάλι τη φωνή της Μαριλένας: Γιαγιά, μου φέρνεις το τηλέφωνο στο κρεββάτι σε παρακαλώ; Αυτό που δεν έχει καλώδιο, το μαύρο που είναι στην τραπεζαρία.
Η Μαριλένα έφτασε στο όριο της αντοχής της. Πρέπει να σχολάσανε τώρα. Ηθελε να μάθει σαν τρελή. Πάτησε νευρικά τα πλήκτρα και περίμενε να σηκώσει κάποιος το ακουστικό. Επιτέλους δέησαν και το πήραν.
Η κυρα-Χρυσάνθη την παρακολουθούσε απ' την ανοιχτή πόρτα κρυφά. Μιλούσε γρήγορα, ξαναμμένη και κουνούσε αδιάκοπα το ελεύθερο χέρι της και το κεφάλι. Κάποια φιλενάδα της παρακαλούσε να 'ρθει στο σπίτι - αλλά ένα περίεργο πράμα, σχολίασε από μέσα της η γυναίκα. Ενώ φαινόταν φως-φανερό ότι την παρακαλούσε να 'ρθει, τα λόγια που έλεγε ήταν σα να μην την ένοιαζε και τόσο. Τι τρέχει μ' αυτό το παιδί; Χαρά θεού ήταν, μιλούσες και συνενογιόσουνα μαζί του καλύτερα κι από μεγάλο. Τι έπαθε τώρα κι όλο μα και μου και μασημένα είναι; Πες το καθαρά, έλα φιλενάδα, είμαι άρρωστη. Ελα για παρέα. Σιγά την υπόθεση! Είναι κι αυτό το σπίτι, αναλογίστηκε μετά κι έριξε μια αφηρημένη ματιά στο λευκό καναπέ-σκληρός και λέρωνε με το πέταγμα της μυίγας κι από πάνω χρυσοπληρωμένος. Σ' αυτό το σπίτι όποιος έμπαινε μαγευόταν και γινόταν τα πάνω-κάτω. Αγνώριστος. Η προίκα της, βλέπεις. Και το παιδί της το άλλαξε και τ' αγγόνι της στο χείλος είναι. Μια δω πατάει, μια κει...
Η μικρή είχε κλείσει το τηλέφωνο και τώρα προσπαθούσε να πιάσει τη μάνα της στο γραφείο. Τα κατάφερε σχεδόν αμέσως. Πρακτική, μπήκε κατ' ευθείαν στο θέμα. Μαμά, ανεβαίνοντας πέρνα σε παρακαλώ απ' το Fresh και πάρε μου από κείνα τα ταρτάκια με τα καρύδια και το ξερό σύκο. Και ζάχερ-τόρτε, εντάξει; Περιμένω την Αντεια. Ωραία, γεια, ναι καλά είμαι, ήπια χυμό, ένα ποτήρι, γεια.
Μετά στράφηκε στη γιαγιά της. Θα 'ρθει η φίλη μου η Αντεια, γιαγιά, της ανακοίνωσε. Ξέρεις τι δουλειά κάνει ο πατέρας της; Υπουργός είναι, απάντησε μόνη της και γέλασε την ίδια στιγμή κοροϊδευτικά. Εχουν και αστυνομικό να τους φυλάει μη τους την πέσει η 17η Νοέμβρη! Τελικά αποφάσισε ότι η κυρα-Χρυσάνθη δεν παραμυθιαζόταν με την ιστορία της Αντειας και το 'κοψε. Ξαναχώθηκε στο πάπλωμα κι αφού βαρέθηκε να χαζεύει τα λαχούρια του, πήρε απ' το κομοδίνο την καινούρια Diva να διαβάσει το ζώδιό της. Ενοιωθε κιόλας καλύτερα. Ο βομβαρδισμός του ιού με βιταμίνη C απέδωσε!
Ξύπνησε ξανά στις 4 απ' την πείνα. Εβαλε μια φωνή γιατί βαριόταν να σηκωθεί αν και μπορούσε. Ηταν απύρετη. Κατέφτασε η μαμά βιαστική μασουλώντας ένα απ' τα αιώνια σάντουιτς με το μαύρο ψωμί. Ξύπνησες χρυσό μου; ρώτησε άσκοπα εφόσον έβλεπε ότι βεβαίως και είχε ξυπνήσει. Να σου ετοιμάσω ένα ελαφρύ σάντουιτς; Κοτόπουλο, μαρούλι, μαγιονέζα, εξήγησε γιατί η Μαριλένα το σκεφτόταν. Καλά, εντάξει, φερ' το, αποφάσισε τελικά και πρόσθεσε σα να θυμήθηκε ξαφνικά κάτι σπουδαίο, τα 'φερες τα ταρτάκια μου; Μπράβ,ο ρε μαμά, τίποτα δεν ξεχνάς!
Η μητέρα της μόρφασε κολακευμένη και εξαφανίστηκε προς την κουζίνα με χορευτικό βάδισμα. Ηταν ξυπόλυτη αλλά φορούσε ακόμα το κρεμ λινό της ταγιέρ. Μάλλον θα την έκανε πάλι, συμπέρανε η Μαριλένα. Δουλειά και τα σχετικά. Ακούραστη, διάολος... Πραγματικά σε πέντε λεφτά είχε φτιάξει ένα club sandwich πολύ εμφανίσιμο, φορούσε γόβες και κρατούσε χαρτοφύλακα και κλειδιά. Φεύγεις κιόλας; της ψιλογκρίνιαξε το κορίτσι παίζοντας περισσότερο. Ναι, παιδί μου, άργησα ήδη και πρέπει μάλλον να βρω ταξί, το δικό μου κάνει κάτι περίεργους θορύβους, ιδέα δεν έχω γιατί... Τέλος πάντων... Λοιπόν γεια, της έγνεψε, καλό απόγευμα. Ν' αλλάξεις πριν έρθει η Αντεια, ε; Τα τζάμπερς σου είναι χάλια. Εντάξει; Μάλιστα, κυρια σουπεργούμαν μας, θ' αλλάξω. Θ' αλλαξω. Κανείς δεν θα μας κατηγορήσει για βρωμύλλους, μην παθαίνεις!
Οταν χτύπησε το κουδούνι έκανε νόημα στη γιαγιά της ότι θ' ανοίξει αυτή. Ασε γιαγιά, εντάξει. Η φίλη μου είναι. Αυτή ήταν. Μικροκαμωμένη και μάλλον παχουλή, καρρέ κούρεμα, η Αντεια αυτοπροσώπως! Φορούσε πράσινο Sisley πουλόβερ -περσυνό αλλά ωραίο- της πήγαινε φοβερά. Και το γνωστό ύφος βεβαίως... Αυτό το ύφος να μην είχε θα ήταν αστέρι η Αντεια, σκέφτηκε το Μαριλενάκι έτσι που την είχε απέναντι της στητή και αεράτη. Αυτό το άκου-εγώ-τι-θα-σου-πω ύφος της υπουργοκόρης.
Την πέρασε στη κρεββατοκάμαρα. Τράβηξε τη μεγάλη πολυθρόνα δίπλα στο κρεββάτι της κι έβαλε τους Blur να παίζουν. Οι τύποι την πέθαιναν την Αντεια. Την έγλυφε δηλαδή κανονικότατα, να χαλαρώσει και να της κάνει πλήρη περιγραφή, όχι περιλήψεις και τέτοια. Αλλά κατά τα φαινόμενα, δε χρειαζόταν να πάθει υπερκόπωση απ' την προσπάθεια. Η Αντεια ήρθε φτιαγμένη. Δεν ήθελε πολύ.
Η συζήτηση ρέουσα, ακατάπαυστη, χαμηλόφωνη αλλά με εκρήξεις φούντωνε. Τι κάνουν αυτά, αναρωτήθηκε τρυφερά η κυρα-Χαρίκλεια έτσι που τις είδε μικρές-μικρές και σοβαρές σαν κυριούλες να σκύβουν η μια στην άλλη και να μη μένει στιγμή σιωπηλή.
Δεσποινιδούλες, σας έφερα κάτι... Κοίταξε τις τάρτες με το καρύδι και προσπάθησε στα γρήγορα να τις κατατάξει σε μια γνωστή κατηγορία... Κουλουράκια! Είπε τελικά μάλλον φωναχτά.
Τα μάτια της Αντειας αναπήδησαν ξαφνιασμένα και στάθηκαν εξερευνητικά πάνω της. Μαύρη ρόμπα φοράει παναγίτσα μου! Σκέφτηκε. Μόνο σε ελληνικές ταινίες φοράνε τέτοιες, που τη βρήκε;
Η κυρα-Χρυσάνθη τα 'χασε με το επίμονο κι αδιάκριτο βλέμμα της μικρής. Να 'τα, παρ' τα Μαριλενάκι... Ετεινε το πιάτο με τα ταρτάκια στην εγγονή της αμήχανα. Πώς κοίταζε έτσι αυτό το παιδί, σε καλό του! Αποσύρθηκε στο λεπτό.
Τι 'ναι αυτό το φρούτο, ψιθύρισε η Αντεια όταν απομακρύνθηκε. Εφυγε η Αννα-Λη; Πού τη βρήκατε αυτή; Από χωριό;
Η Μαριλένα ξαφνιάστηκε. Πήρε ένα ουδέτερο ύφος και μόρφασε κάτι απροσδιόριστο που έμοιαζε με ναι. Αυτόματα σφίχτηκε η καρδιά της απ' τις τύψεις. Κι αυτή όμως τι κουρελαρία που κυκλοφορεί ρε γαμώτο. Καλά λέει η μαμά μερικές φορές... Σκέτο χωριό είναι.
Κριτικές
03/07/2022, 22:02