0
Your Καλαθι
Ψέματα η αλήθεια είναι
Περιγραφή
Τη ζωή μας την κυβερνάει ο φόβος. Για να τον ξορκίσουμε λέμε ψέματα. Ζωτικά ψέματα. Στον εαυτό μας κυρίως και μετά σ' αυτούς που αγαπάμε. Για να εξακολουθούν να μας αγαπούν κυρίως. Η Μελίνα πιστεύει πως είναι ακόμα ελεύθερη κι αθώα όπως εκείνο το καλοκαίρι στο Άμστερνταμ. Ο άντρας της είναι περήφανος για την αντισυμβατική σχέση που έχτισαν. Ο εραστής της ελπίζει ότι δεν είναι αναλώσιμος. Ο αδελφός της διακηρύσσει ότι η μόνη γυναίκα που χρειάζεται είναι η Μαρία Κάλλας. Η μάνα της πιστεύει ότι δε γέρασε. Η μπέιμπι σίτερ της δηλώνει επιτυχημένη σεναριογράφος στο Παρίσι. Ο Γιάννης ελπίζει πως δε θα συναντάει πια τους εραστές του στα σκοτεινά σινεμά και θα βγάλει επιτέλους τη ζωή του στον ήλιο. Η αδερφή του είναι σίγουρη πως δε χρειάζεται πατέρα για το παιδί που αποφάσισε να κάνει.
Όλοι λένε ψέματα.
Όλοι τρέμουν τη μέρα που τα ψέματά τους θα σκάσουν σαν καρπούζια τον Αύγουστο και η αλήθεια θα δείξει τα δόντια της.
(Από το εξώφυλλο του βιβλίου)
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Πόσο αυτοβιογραφική είναι η ιστορία σας;». Ερώτηση-εφιάλτης για τον συγγραφέα, ισχυρίζεται η Λ. Διβάνη. Μήπως όμως και διαφημιστικό κόλπο; Μάλλον παίζουν και τα δύο σενάρια. Μια κλεμμένη ιστορία από ανυποψίαστη φίλη ή από κάποιον ταλαίπωρο που μίλησε λίγο παραπάνω αγνοώντας τη συγγραφική ιδιότητα του συνομιλητή του προφανώς και αποκρύβεται με επιμέλεια, όχι μόνο γιατί δείχνει δυσκίνητη φαντασία αλλά και γιατί συνιστά πράξη μεμπτή έως και ποινικά διώξιμη, αφού ο συγγραφέας, έστω και με μυθιστορηματικό ρετουσάρισμα, δημοσιοποιεί προσωπικά δεδομένα αποσπασμένα με δόλο. Από την άλλη, η ιδιοποίηση της ιστορίας μιας διασημότητας, κατά κανόνα μετά θάνατον γιατί οι επώνυμοι όσο είναι εν ζωή δεν αστειεύονται, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο προβολής ενός βιβλίου. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα μυστικά ενός σημαντικού προσώπου ή μιας τηλεοπτικής σταρ ερεθίζουν το κοινό πολύ περισσότερο από την τυχούσα φανταστική ιστορία. Οσο για την τυμβωρυχία του συγγραφέα, συνήθως επιστρατεύονται προς εξωραϊσμό δεινές δημοσιογραφικές γραφίδες.
H Διβάνη είχε την έμπνευση να παίξει με την αλήθεια και το ψέμα μιας ιστορίας, δίνοντας, όπως και στο μυθιστόρημά της Εργαζόμενο αγόρι, μια διπλή θέαση της πραγματικότητας. Υποτίθεται ότι ανοίγει το συγγραφικό εργαστήριό της ή, κατά την ορολογία της μόδας, την «κουζίνα» της και δείχνει ότι η πραγματική ζωή τροφοδοτεί τα γραπτά της, φτιάχνοντας ένα διπλό βιβλίο με δύο μέρη, τυπωμένα ανάποδα και κατά αντίστροφη φορά, όπως το Διπλό βιβλίο που τιμήθηκε εφέτος με το κρατικό βραβείο για το ένα σκέλος του, το χρονικό-μαρτυρία της Σταματίας Μπαρμπάτση. Στο ένα τμήμα παρατάσσονται τα ψέματα ή, αλλιώς, οι κατασκευασμένες ιστορίες, δέκα τον αριθμό και μεγάλης έκτασης, ενώ στο άλλο δίνονται τα ερεθίσματα για τις ιστορίες, δηλαδή σκιαγραφείται ένα πρόσωπο, τις περισσότερες φορές γυναίκα, που κάποτε γνώρισε η συγγραφέας και ανιστορείται περιληπτικά κάποιο συμβάν της ζωής του. Το αποτέλεσμα είναι ένα πολυσέλιδο βιβλίο με ουρά, όπου ψεύτικες και πραγματικές ιστορίες διαφέρουν μόνο ως προς την έκταση. Αν οι υποτιθέμενες πραγματικές ιστορίες, με τη σειρά τους, απλώνονταν, θα έδιναν και αυτές ρεαλιστικά διηγήματα κοινωνικού περιεχομένου, εντασσόμενα στη σειρά των τριών μυθιστορημάτων, μιας συλλογής διηγημάτων και ενός θεατρικού της Διβάνη. Μια παραγωγικότατη συγγραφική πορεία που άρχισε τον Ιούνιο του 1990 με τη δημοσίευση του διηγήματος «Το σημάδι του θανάτου» σε αθηναϊκό λογοτεχνικό περιοδικό, δίνοντας το στίγμα του μελλοντικού μυθιστορηματικού σύμπαντος.
Παλαίμαχος και αλκοολικός
«Συλλέκτης ιστοριών» η Διβάνη, όπως ένας από τους ήρωές της, ο Γεράσιμος Μάρδας, παλαίμαχος συγγραφέας και αλκοολικός που βιοπορίζεται παραδίδοντας μαθήματα σε φερέλπιδες συγγραφείς. Παρ' όλο που δεν το εξομολογείται στις «αλήθειες», εικάζουμε ότι τον εμπνεύστηκε από την πρόσφατη ενασχόλησή της με σεμινάρια γραφής. Δέκα διηγήματα συγκεντρωμένα κάτω από τον εμπορικά πρόσφορο χαρακτηρισμό του «σπονδυλωτού μυθιστορήματος», αν και ουσιαστικά πρόκειται για αυτόνομες ιστορίες. Πάντοτε όμως ο ήρωας ενός διηγήματος μπορεί να συνδέεται συγγενικά ή και φιλικά με τον ήρωα ενός άλλου, ιδίως όταν όλοι προέρχονται από τον ίδιο κοινωνικό περίγυρο. Κύριο πρόσωπο η Μελίνα του πρώτου διηγήματος, επιτυχημένη επιχειρηματίας, με εκρηκτικό ταμπεραμέντο, που ασφυκτιά στο οικογενειακό κέλυφος και στο χλιδάτο περιβάλλον των γνωστών της. Οπως οι περισσότερες κόρες της Διβάνη, είναι προσκολλημένη σε έναν «άτακτο» ή και απόντα πατέρα, περιφρονώντας τη μητέρα, ενώ σέρνει μαζί της έναν αδιάφορο σύζυγο και ένα προβληματικό παιδί. Σε μια από τις δραματικές ιστορίες πρωταγωνιστεί η μητέρα, «τρελάρα» χήρα, που ακολουθεί μαζί με άλλους ηλικιωμένους κάποιον γκουρού σε ένα πρωτότυπο πείραμα πάταξης των γηρατειών διά μιας ομαδικής φαντασίωσης επιστροφής στη νεότητα. Μια άλλη ιστορία στρέφεται γύρω από τον γιο του άτυχου κυρίου που ερωτοτροπούσε με τη μητέρα στο προηγούμενο διήγημα, έναν αδέξιο εραστή που τελικά «ξαλαφρώνει» με την αλλοδαπή οικιακή βοηθό, κάτι σαν φύλακας άγγελος. Ακόμη προβλέπονται ιστορίες για τη μπέιμπι σίτερ του παιδιού της Μελίνας, που φαντασιώνει μια πρόβα νυφικού, για τον αδελφό της, που αρκείται σε γυναίκα από δεύτερο χέρι, για τη φίλη του αδελφού της, μια καθηγήτρια που αναζητά «καλό σπέρμα», για τη μαθήτρια της φίλης, εκδιδόμενη κατά λάθος, για τον αδελφό της φίλης, που φθάνει ως τη μητροκτονία. Εν κατακλείδι, το δέκατο διήγημα δίνει ευτυχή έκβαση σε ορισμένες από τις ιστορίες.
Κλειστό το μυθοπλαστικό σύμπαν της Διβάνη, με εύπορους ήρωες που έχουν λύσει όλα τους τα προβλήματα πλην του σεξουαλικού. «Αραιή σαν σούπα η ζωή τους» και αυτοί λένε ασύστολα ψέματα, μήπως και γίνει πυκνότερη. Με τα κουσούρια που υποτίθεται ότι τους φόρτωσε η παραδοσιακή οικογένεια, οιδιπόδεια και επαμφοτερίζουσες σεξουαλικές ταυτότητες, αγωνιούν να δημιουργήσουν ελεύθερες σχέσεις, παραμένοντας ωστόσο συναισθηματικά εγκλωβισμένοι. H συγγραφέας, με τη γνωστή αφηγηματική της άνεση και τις εύστροφες ατάκες της, στήνει ιστορίες σε πολλαπλές εκδοχές και πλάθει ήρωες ως παραλλαγές συγκεκριμένων τύπων, δίκην παραδείγματος. Ιλαροτραγικές ιστορίες που διαβάζονται ευχάριστα. Από μια άποψη όμως δείχνει και η ίδια σαν εγκλωβισμένη στις φροϋδικές ερμηνείες και στη φεμινιστική οπτική, ενώ εκείνο το πρώτο «Σημάδι του θανάτου» υποσχόταν περισσότερα.
MAPH ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
Το ΒΗΜΑ, 05/06/2005
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η πεζογραφία της Λένας Διβάνη ανήκει σε ένα ρεύμα το οποίο τείνει να καταλάβει κυρίαρχη θέση κατά τη διάρκεια της τελευταίας εικοσαετίας στην ελληνική λογοτεχνία. Ο κόσμος των προσωπικών σχέσεων και οι εξαιρετικά εύθραυστες ισορροπίες του (με δεδομένο πως σ' ένα τέτοιο πλαίσιο οι πιο απρόβλεπτες μεταβλητές μπορεί ανά πάσα στιγμή να μπουν στο παιχνίδι) είναι ο κόσμος γύρω από τον οποίο στρέφονται όλα τα βιβλία της Διβάνη μέχρι σήμερα. Τα «Ψέματα» αποτελούν το τέταρτο κατά σειρά μυθιστόρημά της, με έναν σκελετό ο οποίος θεμελιώνεται σε μίαν εντελή, όπως σαφώς προκύπτει εκ του αποτελέσματος, αφηγηματική ιδέα: κάθε κεφάλαιο του έργου έχει τους δικούς του ήρωες και τη δική του, απολύτως ανεξάρτητη πλοκή και δράση, και μπορεί να διαβαστεί εντελώς άσχετα από τα υπόλοιπα, στο σύνολό τους, όμως, οι ενότητες που συναποτελούν το έργο δημιουργούν ένα παλίμψηστο διαμέσου του οποίου προκύπτει μια υπογείως αλληλοδιαπλεκόμενη και ποικιλοτρόπως τονισμένη ή χρωματισμένη ανθρώπινη κοινότητα.
Ενα κουβάρι από προσωπικές περιπέτειες
Ποια είναι, όμως, τα ζητήματα τα οποία καλούνται να αντιμετωπίσουν τα μέλη αυτής της υπόγειας κοινότητας, αλλά και τι ακριβώς επιζητεί το καθένα από τον εαυτό του και από τους άλλους; Τα χαρτιά μοιράζονται ανάμεσα σε αρκετούς πρωταγωνιστές. Ενα ζευγάρι, το οποίο έχει βυθιστεί στις αδράνειες που συνεπιφέρει το ζεστό και άφθονο χρήμα, προσπαθεί να τακτοποιήσει κάπου στη μνήμη του το αντισυμβατικό και ανέμελο παρελθόν του, χωρίς να καταφέρνει το παραμικρό. Μια γυναίκα, η οποία έχει κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να κατοχυρωθεί ως ερωτικό θύμα, βρίσκει αναπάντεχα την ευκαιρία να πάρει το αίμα της πίσω. Μια κοπέλα που βγάζει δύσκολα το ψωμί της σ' ένα πλουσιόσπιτο αναγκάζεται να αφηγηθεί μια απίθανη ιστορία για τη ζωή της αντί να παραδεχτεί και να υπομείνει την πραγματικότητα. Μια γηραιά κυρία οδηγεί σ' έναν ανυπόφορα εξευτελιστικό και γελοίο θάνατο τον επίδοξο και γεμάτο άσκοπη χαρά εραστή της. Ενας μονόχνοτος και μονίμως φοβισμένος με τα πάντα γιατρός τσαλαπατιέται κατά τον χειρότερο και τον πλέον αποθαρρυντικό τρόπο όταν δοκιμάζει να εγκαταλείψει το καβούκι της ερωτικής του απομόνωσης. Δύο νέοι εκπαιδευτικοί κάνουν συντρίμμια τη σχέση τους προτού καν την ξεκινήσουν. Μια έφηβη ανακαλύπτει τις χαρές του εύκολου κέρδους, χωρίς να ξέρει αν θα πρέπει να συνεχίσει για πολύ προς την ίδια κατεύθυνση. Ενας Ελληνας πανεπιστημιακός στις ΗΠΑ ζει μια τεράστια συναισθηματική αποτυχία τη μοναδική φορά κατά την οποία προσπαθεί να ζήσει μιαν αληθινή αναμέτρηση. Τέλος, ένας υπό εκκόλαψη θεατρικός συγγραφέας στραγγαλίζει τη μάνα του, παίρνοντας την εκδίκησή του για την πολυετή καταπίεση, την οποία σαν σωστός τύραννος του έχει ασκήσει.
Οι δρόμοι στους οποίους βαδίζουν και τα μονοπάτια τα οποία ακολουθούν οι ήρωες της Διβάνη παραπέμπουν συνεχώς στον τίτλο του βιβλίου της. Ψέματα: άντρες και γυναίκες, επιτυχημένοι και αποτυχημένοι, νεότεροι και γηραιότεροι είναι υποχρεωμένοι να αποστρέφουν συνεχώς το βλέμμα από ό,τι ουσιαστικό τους συμβαίνει. Κανένας δεν έχει τη δύναμη να αντικρίσει τα αδιέξοδα και τις αναπηρίες του, κανένας δεν αντέχει να διακρίνει τις αυταπάτες και τις αυτοακυρώσεις του, ουδείς είναι σε θέση να ποδηγετήσει και να εκλογικεύσει τις ανασφάλειες και τις παλινδρομήσεις του. Το ψέμα, η υπόδυση μιας άλλης προσωπικότητας, η καταφυγή όχι στο πραγματικό αλλά στο ανεκπλήρωτο και στο φαντασιωτικό, αποτελούν σε ένα ανάλογο πλαίσιο την καλύτερη και συνάμα την πιο καταστροφική λύση. Κι αν οι γυναικείες φιγούρες της Διβάνη οδηγούνται στον αφανισμό κατά κανόνα με το κεφάλι ψηλά ή, εν πάση περιπτώσει, με μια στοιχειώδη αξιοπρέπεια, οι αρσενικοί πρωταγωνιστές της ξαποστέλνονται στους πιο απειλητικούς γκρεμούς χωρίς κανέναν ενδοιασμό -πιθανόν εξ αιτίας της βαθιάς, σχεδόν δομικής ψυχικής και υπαρξιακής τους ανεπάρκειας.
Φανερή αφηγηματική άνεση
Οπως στα προηγούμενα βιβλία της, έτσι και στα «Ψέματα» η Διβάνη διαθέτει μεγάλη αφηγηματική άνεση, σωστή και με γοργούς ρυθμούς σκηνοθεσία των καταστάσεών της, καλό φωτισμό των προσώπων της, καθώς και μια φανερή γλωσσική επιδεξιότητα, μέσω της οποίας αναπαράγει μια μεγάλη γκάμα σύγχρονων κοινωνικών ιδιωμάτων. Λίαν αποτελεσματικά λειτουργεί και η σπονδυλωτή άρθρωση του έργου (έχουν καταβληθεί σοβαροί κόποι ώστε να υφανθούν προσεκτικά όλες οι εσωτερικές ραφές του) ενόσω ο φακός ζουμάρει συνθετικά από τη μια ιστορία στην άλλη, χωρίς να μας πετάει ποτέ έξω από τα γεγονότα και τα πρόσωπα στα οποία εκάστοτε εστιάζει. Ενα ακόμη προσόν τής Διβάνη είναι η κατάλληλα ρυθμισμένη απόσταση του αφηγητή της από τα δρώμενα, σε συνδυασμό με ένα γενναίο πνεύμα μαύρης κωμωδίας, το οποίο παρεισφρέει παρηγορητικά από καιρού εις καιρόν στην πλοκή.
Χωρίς να επιδιώκει δύσκολους στόχους και χωρίς να βάζει περίπλοκα στοιχήματα, η συγγραφέας έχει αναμφίβολα τον τρόπο για να μας δώσει ένα μυθιστόρημα που ζωντανεύει πειστικά και ανάγλυφα μια καθημερινότητα την οποία όλοι μπορούμε εύκολα να αναγνωρίσουμε τριγύρω μας. Και από αυτή την άποψη, πρέπει να ομολογήσω πως ουδόλως εννοώ το δεύτερο (τυπογραφικά αναποδογυρισμένο) μέρος του βιβλίου, όπου υποτίθεται ότι μας δίνονται πληροφορίες για το πραγματολογικό υλικό του μύθου και των ιστοριών του. Οι επινοήσεις και οι κατασκευές της λογοτεχνίας ζυμώνονται μέσα στο εργαστήριο του συγγραφέα και τα νήματα τα οποία ξετυλίγει εν προκειμένω η Διβάνη ούτε εργαστήριο συγγραφέα αποκαλύπτουν αλλά ούτε και οτιδήποτε άλλο -απλώς περιττεύουν.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/07/2005
Κριτικές
17/02/2010, 20:58