0
Your Καλαθι
Περί των γάμων υδραργύρου και θείου
Μια ιστορία έρωτα και αλχημείας βασισμένη σε ποιήματα και έργα λογοτεχνών
Περιγραφή
Και εγέλασεν ο Θεός χα, χα, χα, χα
Γελάσαντος δε του Θεού εγεννήθησαν Θεοί
οίτινες τον κόσμο περιέχουσιν...
Καγχάσαντος πρώτον
πρώτον αυτού εφάνη φως αυγή, και διηύγασεν τα πάντα
εγένετο δε Θεός επί του κόσμου και του πορός...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η ιστορία, την οποία βήμα προς βήμα παρακολουθούμε να ξετυλίγεται στις σελίδες του καινούργιου βιβλίου τού Γιώργου Κοροπούλη, είναι παλιά. Θα έλεγα τόσο παλιά όσο και η ιστορία της ποιητικής μετάφρασης. Ο μεταφραστής ιδιοποιείται το πρωτότυπο και το εντάσσει στο δικό του έργο, τοποθετώντας το, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, μεταξύ των δικών του πρωτοτύπων. Αυτό το «χωρίς τον παραμικρό δισταγμό», ωστόσο, μοιάζει λόγος βαρύς: τέτοιες δουλειές δεν είναι για τα δόντια τού οποιουδήποτε, ούτε και μπορεί να καρποφορήσουν αυτονοήτως. Απαραίτητος όρος για να λειτουργήσει η μετάφραση ως πρωτότυπο είναι η ισχυρή ποιητική γλώσσα τού μεταφραστή. Πώς θα μπορούσαμε, επί παραδείγματι, να θεωρούμε αξεχώριστες από την ποίησή τους τις μεταφράσεις του Καρυωτάκη και του Ελύτη, αν και οι δύο δεν διέθεταν ένα εξ υπαρχής σημαδεμένο σύμπαν; Ενα σύμπαν εφοδιασμένο με βαθιά και έντονα χρώματα, τόσο ως προς την εικονοποιητική όσο και ως προς τη μεταφορική του λειτουργία; Και πώς θα μπορούσαμε, επιπλέον, για να μείνω στα ίδια παραδείγματα, να βλέπουμε τα μεταφράσματα του Καρυωτάκη και του Ελύτη ως οργανικό μέρος της συντελεσμένης πορείας τους μέσα στο χρόνο, αν οι ίδιοι δεν μετέφραζαν με πλήρη συνείδηση των ποιητικών τους ζητουμένων; Τον Κοροπούλη δεν γίνεται, βεβαίως, να τον κρίνουμε στα 42 του χρόνια εκ του συντελεσμένου αποτελέσματος. Γίνεται, όμως, σίγουρα, να τον κρίνουμε επί τη βάσει των ζητουμένων του -της γλώσσας, με άλλα λόγια, και της ποιητικής του.
Ψηφιδωτό επιλογών
Το Περί των γάμων υδραργύρου και θείου περιλαμβάνει μεταφράσεις των Ντάντε, Αχμάτοβα, Μπλοκ, Μπάρετ, Τσέλαν, Κορμπιέρ, Νταν, Ελιοτ, Γκεόργκε, Λαφόργκ, Λάρκιν, Ρίλκε, Σάμπα, Στίβενσον, Τσβετάγιεβα και Οντεν. Περιλαμβάνει, επιπροσθέτως, συνομιλίες με έργα των Αντολφ Αντερσεν, Μαρσέλ Ντισάν, Ζαν-Μπατίστ Λιλί και Αρνολντ Σένμπεργκ, όπως και καταλυτικές παρωδίες του Κάλβου, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη και του Σινόπουλου. Αξίζει τον κόπο να διευκρινίσω πάραυτα και τα ακόλουθα: Οι Ρώσοι ποιητές και ο Σάμπα μεταφράζονται με έρμα τις αντίστοιχες μεταγραφές των Αννας Μπακάλη και Νίκου Λούπη, τα κομμάτια της Μπάρετ προέρχονται από το ψευδομεταφραστικό έργο της Σονέτα εκ του πορτογαλικού, το οποίο μετέφρασε με ενθουσιασμό ο Ρίλκε και οι παρωδίες των ελληνικών ποιημάτων αναπλάθουν ένα πολύ πειραγμένο πρωτότυπο. Οσο για τα ονόματα των Αντερσεν, Ντισάν, Λιλί και Σένμπεργκ, μας τραβούν αμέσως εμφανώς μακριά από το πεδίο της ποίησης.
Η λάμψη του ατελείωτου κενού
Τι ακριβώς συμβαίνει εδώ; Πώς εκταμιεύεται στην ποιητική του Κοροπούλη ο όρος «μετάφραση»; Είναι κατ' αρχάς προφανές πως δεν ανήκουν (ούτε και θα μπορούσε να ανήκουν) όλοι οι ποιητές που μεταφράζει, στον κόσμο του. Παρ' όλα αυτά, το νόημα της μεταγωγής τους στο στίχο του είναι καθαρό, για όσους τελούν ενήμεροι της εικοσάχρονης διαδρομής του (πρώτη εμφάνιση το 1983, με τη συλλογή Αρχή σοφίας). Επιδιώκοντας την κατάκτηση ενός λυρικού υψηλού, για την παραγωγή και την ακρόαση του οποίου κάθε συνθήκη μοιάζει ως εξ ορισμού χαμένη, ο Κοροπούλης έχει πάντα προ οφθαλμών τη λάμψη του ατελείωτου κενού: η ποίηση οφείλει να κατορθώνεται καθημερινά εν επιγνώσει του ανέφικτου (και, υπό αυτή την έννοια, και του άσκοπου) των επιδιώξεών της. Και τούτη η ασίγαστη και ατελέσφορη μάχη με το κενό δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην παραμόρφωση και στην εξάρθρωση: κείμενα που αντικατοπτρίζονται σε άλλα κείμενα, μεταμορφώσεις μιμήσεων και μιμήσεις μεταμορφώσεων, διολισθήσεις και κατολισθήσεις, ανατροπές που φέρνουν άλλες ανατροπές, μανιακές προσθέσεις και νευρωτικές αφαιρέσεις, αδιάκοπα σχήματα υπαλλαγής και εξαλλαγής. Για να το πω διαφορετικά: μια συνεχής, δομικής υφής διασάλευση της τάξης, αλλά και ένας ακαταπόνητος (όσο και μάταιος) αγώνας για την κατάκτηση μιας μονίμως υπό εύρεσιν τάξης.
Βρισκόμαστε, νομίζω, στον πυρήνα του ζητήματος. Τα πάντα για τον Κοροπούλη είναι μετάφραση: μια σταθερή απόκλιση από ένα βυθισμένο στο χάος πλατωνικό αρχέτυπο, που αποβάλλει από την πρώτη στιγμή το οποιοδήποτε μεταφυσικό του ένδυμα. Αυτό το αντι-μεταφυσικό κενό θα υπηρετήσουν, προσεκτικά διαλεγμένοι και συντονισμένοι, ο φλογερός καθαρμός του Ντάντε (όπως κάποιος που δαυλό έχουν ανάψει / πίσω από την πλάτη του και βλέπει στον καθρέφτη / τη φλόγα πριν την δει μπροστά του ή την προβλέψει), ο θρηνητικός λόγος της Αχμάτοβα (Πώς βάρυνε η καρδιά μου! Νοσταλγεί / νεκρώσιμη καμπάνα ν' ακουστεί...) και της Τσβετάγιεβα (Απ' άκρη σ' άκρη η ψυχή μου έχει σχιστεί, / Κι ό,τι δικό μου τα νερά το παίρνουν πίσω), ο σπαρακτικός μέσα στην παραίτηση και την παρακμή του πιερότος του Λαφόργκ (Αριελ είμαι και δεν έχω πού να πάω, / τα πανδοχεία μ' αγαπούν και τ' αγαπάω), ο στιλπνός πραγματισμός του Λάρκιν (Κάτω απ' το σελοφάν γλυκό έχει κρατηθεί / μες στο γυαλί το τελευταίο σου καλοκαίρι - / που νόημα δεν έχει, δεν θα ξαναρθεί) ή ο ψυχρός, παγωμένος άνεμος του Τσέλαν (εκεί όπου το τεφρό, το περιστέρι / ραμφίζει τα ονόματα / εντεύθεν και εκείθεν του θανάτου). Στο ίδιο κενό θα ποντιστούν οι μεταφράσεις από μεταγραφές τρίτων και οι παραθλάσεις της μουσικής του Σένμπεργκ ή του Πράσινου κουτιού του Ντισάν, στο ίδιο κενό θα βυθιστούν και οι ιλαροτραγικές παρωδίες του Κάλβου, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη και του Σινόπουλου. Οσο για την αλχημική σκηνοθεσία με την οποία περιβάλλει ο Κοροπούλης το εγχείρημά του (μέσω της σύνδεσης των μεταφράσεών του με τη λεπτομερή ανάπτυξη των διαδοχικών συνευρέσεων των μετάλλων) και την κάποτε υπερβολικά περίτεχνη (έως και επιδεικτική) αρχιτεκτονική της, ας μη μας εξαπατήσει -υπηρετεί, με τη σειρά της, τον κολασμένο φόβο και τη μυστικιστική συνάμα πίστη της μεταφρασεολογίας: αν καμία μετάφραση δεν έχει δικαίωμα στην οιαδήποτε αυτονομία, τότε και κανένα κείμενο δεν μπορεί υπό οιαδήποτε περίσταση να μεταφραστεί. Ο Κοροπούλης ασκεί στο έπακρο το δικαίωμα του μεταφραστή, επειδή ξέρει πως όλα τα κείμενα παραμένουν, σε τελευταία ανάλυση, αμετάφραστα. Κι εκείνα που έχουμε να κρατήσουμε εμείς από τη δουλειά του δεν είναι άλλα από την υποβλητική μουσική και τη σαγήνη ή τη μαγεία της γλώσσας του -τα μοναδικά, έτσι κι αλλιώς, εντελώς δικά του αποκτήματα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 26/04/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις