0
Your Καλαθι
Το σπίτι στην άκρη της πόλης
Έκπτωση
10%
10%
Περιγραφή
Έντεκα κοινωνικά διηγήματα όπου η συγγραφέας επιχειρεί να ξεκλειδώσει μυστικά που σαν τη Σφίγγα κρατούν κρυμμένα οι ήρωές της.
Δεν περιγράφει τις ηλιόλουστες λεωφόρους της ζωής αλλά τα στενά δρομάκια, όπου βασιλεύει το μισοσκότεινο της ύπαρξης, η μελαγχολία της επιβίωσης και συγκλονίζει η επιμονή των απλών ανθρώπων στο όνειρο.
Απόσπασμα
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ
Μέχρι που να βγει στη δημοσιά, η αδελφή της η Θεανώ έτρεχε ξοπίσω της φωνάζοντας:
«Σε παράτησε ο αβάφτιστος! Πήρες χαμπάρι;»
Κι η Αιμιλία αποκρίθηκε:
«Σαν θα γυρίσω, θα ξέρω την αλήθεια. Από το στόμα
του άντρα μου».
Τι είπανε οι δυο τους, η Αιμιλία κι ο Στρατής, κανείς
δεν έμαθε. Εκείνη γύρισε αργά στο σπίτι της, άσπρη σαν τον τοίχο. Μόλις που μπόρεσε να σπρώξει την πόρτα και να περάσει μέσα.
Ύστερα από λίγο μαζεύτηκε κόσμος από τη γειτονιά.
Είδανε φως στις κάμαρες. Φωνάξανε και τον κοινοτάρχη, που μόλις είχε έρθει από το κυνήγι, να μάθουνε όλοι τι έγινε μ’ αυτή την υπόθεση, μιας κι από νωρίς στο καφενείο οι άντρες βάζανε στοιχήματα για το αν θα γυρίσει ο Στρατής
ή όχι.
Δίχως να χτυπήσουνε την πόρτα, οι γυναίκες μπήκανε πρώτες στο σπίτι της Αιμιλίας. Φωνάξανε πολλές φορές τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρανε απάντηση. Η πίσω πόρτα που έβγαζε στον δρομίσκο προς το ποτάμι πηγαινοερχότανε με τον αέρα.
Αργότερα μάθανε πως, η Αιμιλία κουβάλησε το νυφικό της από το σπίτι ίσαμε το ποτάμι, μισή ώρα δρόμο, και το πέταξε μέσα στα κρύα νερά. Την είδε ο Δήμος, ο γείτονας, και του κόπηκε η ανάσα. Κάτω από το φως του φεγγαριού όλα τα είδε καθαρά…
Δεν περιγράφει τις ηλιόλουστες λεωφόρους της ζωής αλλά τα στενά δρομάκια, όπου βασιλεύει το μισοσκότεινο της ύπαρξης, η μελαγχολία της επιβίωσης και συγκλονίζει η επιμονή των απλών ανθρώπων στο όνειρο.
Απόσπασμα
ΤΟ ΣΗΜΑΔΙ
Μέχρι που να βγει στη δημοσιά, η αδελφή της η Θεανώ έτρεχε ξοπίσω της φωνάζοντας:
«Σε παράτησε ο αβάφτιστος! Πήρες χαμπάρι;»
Κι η Αιμιλία αποκρίθηκε:
«Σαν θα γυρίσω, θα ξέρω την αλήθεια. Από το στόμα
του άντρα μου».
Τι είπανε οι δυο τους, η Αιμιλία κι ο Στρατής, κανείς
δεν έμαθε. Εκείνη γύρισε αργά στο σπίτι της, άσπρη σαν τον τοίχο. Μόλις που μπόρεσε να σπρώξει την πόρτα και να περάσει μέσα.
Ύστερα από λίγο μαζεύτηκε κόσμος από τη γειτονιά.
Είδανε φως στις κάμαρες. Φωνάξανε και τον κοινοτάρχη, που μόλις είχε έρθει από το κυνήγι, να μάθουνε όλοι τι έγινε μ’ αυτή την υπόθεση, μιας κι από νωρίς στο καφενείο οι άντρες βάζανε στοιχήματα για το αν θα γυρίσει ο Στρατής
ή όχι.
Δίχως να χτυπήσουνε την πόρτα, οι γυναίκες μπήκανε πρώτες στο σπίτι της Αιμιλίας. Φωνάξανε πολλές φορές τ’ όνομά της, αλλά δεν πήρανε απάντηση. Η πίσω πόρτα που έβγαζε στον δρομίσκο προς το ποτάμι πηγαινοερχότανε με τον αέρα.
Αργότερα μάθανε πως, η Αιμιλία κουβάλησε το νυφικό της από το σπίτι ίσαμε το ποτάμι, μισή ώρα δρόμο, και το πέταξε μέσα στα κρύα νερά. Την είδε ο Δήμος, ο γείτονας, και του κόπηκε η ανάσα. Κάτω από το φως του φεγγαριού όλα τα είδε καθαρά…
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις