0
Your Καλαθι
Ουράνια μηχανική
Μυθιστόρημα
Περιγραφή
Ο Ιάκωβος, μαθητής λυκείου, με πλούσια φαντασία, αποφασίζει να υλοποιήσει τις περιπέτειες των φαντασιώσεών του, γίνεται κλεφτρόνι και οδηγείται στις Φυλακές Ανηλίκων. Απέναντί του ο Ριχάρδος, ένας γυαλάκια, κυριλές, που θέλει να οργανώσει σχολείο για τους έγκλειστους νεαρούς κατάδικους της φυλακής.
Ανάμεσά τους η ίδια γυναίκα, η Μάρη με τα πολλά πρόσωπα κι ένα παιδί απ' την εφήμερη σχέση της Μάρης με τον Ιάκωβο, το οποίο ζει με τον Ριχάρδο, μετά το γάμο του με τη Μάρη.
Οι καταβολές των δύο αυτών ηρώων -αλλά και μιας πληθώρας άλλων τόσο μέσα στη φυλακή αλλά και έξω- οι δρόμοι τους, οι εμπειρίες τους, τα όνειρά τους, διασταυρώνονται ή συγκρούονται και η αντιφατική Ελλάδα του 20ού αιώνα αναδύεται, μέσα από τις περιπέτειές τους, ανάγλυφη με όλη την παθολογία της και όλη τη δυναμική της.
Η Κασσαβέτεια, η φυλακή Ανηλίκων, είναι η φυλακή που κουβαλάμε μέσα μας, ο τόπος που μας περιόρισαν, ο σωφρονισμός που μας επιβάλλουν οι άλλοι και ο πειθαναγκασμός που οι ίδιοι επιβάλλουμε στον εαυτό μας. Έτσι την αντιλαμβάνεται και ο Ιάκωβος, όταν φτάνει στο τέλος του το ταξίδι προς την ωρίμανση και όλα πλέον ξεκαθαρίζουν. Βλέπει τους δρόμους που ανοίγονται μπροστά του και νιώθει ότι τα πράγματα είναι έτσι, όμως από τη μια στιγμή στην άλλη θα μπορούσαν να γίνουν αλλιώς.
Μαζί του και ο αναγνώστης περνά από ανατροπή σε ανατροπή, από κατάσταση σε κατάσταση, από εικόνα σε εικόνα, με έναν ρυθμό τόσο γρήγορο, όπου οι στοχασμοί πέφτουν με μορφή ριπών όπλου και όλα μαζί τον παρασύρουν σ' ένα παιχνίδι υψηλών μαθηματικών και όχι μεταφυσικής που παίρνει υπόψη του το τυχαίο και που η Μάρω Δούκα αποκαλεί "Ουράνια Μηχανική".
Τι μεσολαβεί από το μηδέν ώς το ένα; Γρίφος, νεαρέ μου, τι μεσολαβεί; εμένα ρωτάς; Αλλά την είχε ο ξερόλας έτοιμη κιόλας την απάντηση: κοίταξε, κακομοίρη μου, να βγάλεις καμιά σχολή, σπουδάζεις; Κοίταξε να βολευτείς, μην είσαι κορόιδο, να βρεις καμιά δουλίτσα, κι άσε τα φούμαρα, δύστυχο, δεν βλέπεις τι γίνεται; Να σου πω τις υποχρεώσεις σου; να μη θυμάσαι, να μη σκέφτεσαι, να μην ονειρεύεσαι. Να σου πω τα δικαιώματά σου; να καταναλώνεις, να είσαι τηλεθεατής, να είσαι αδιάφορος. Τι μεσολαβεί από το μηδέν ώς το ένα; επανέλαβε αμετανόητος ο Ιάκωβος και το 'δε γκράφιτι κόκκινο στον ουρανό για να του θυμίζει ότι έχει ακόμη δρόμο μπροστά του. Ποιο δρόμο; Έκλεισε τα μάτια κι είδε φωτιές, τη νύχτα να γίνεται μέρα, στήλες καπνού, κι άκουσε κλάματα παιδιών. Αν ήταν ταινία, σκέφτηκε, όλα θα μπορούσαν να γυρίσουν πίσω, βαθιά πίσω. Αυτή είναι η πραγματικότητα, νεαρέ μου, συνέχισε χαιρέκακα ο ξερόλας, μην έχεις ψευδαισθήσεις. Τι μεσολαβεί από το μηδέν ώς το ένα; επανέλαβε αμετανόητος ο Ιάκωβος. Από το μη κάτι στο κάτι, πρόσθεσε μέσα του, ποιος άλλος, αν όχι εγώ; ωραίος τίτλος για τη ζωή μου.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η συγγραφέας Γιώτα Μονδάνου, γνωστή και για τους αγώνες της στη δικτατορία, επισκέπτεται, το φθινόπωρο του 1995, το Αγροτικό Σωφρονιστικό Κατάστημα Ανηλίκων της Κασσαβέτειας. Συνοδεύει την ομάδα του υπουργείου την οποία απαρτίζουν η Γαλάτεια Δογάνη, ο Στράτος Αναστασίου και η βιβλιοθηκάριος. Ψυχή της ομάδας, η Δογάνη· διαόλου κάλτσα, ακόμη και για ευρωβουλευτίνα πάει. Όσο για τη Μονδάνου, με σημαντική συνεισφορά στη γυναικεία πεζογραφία, αρνείται πως σκέφτεται να γράψει ένα βιβλίο για τη φυλακή. Ισχυρίζεται ότι θέλει απλώς να τη δει από μέσα και να γνωρίσει από κοντά έναν κρατούμενο.
Αυτά συμβαίνουν στο καινούργιο μυθιστόρημα της Μ. Δούκα, μιας από τις πρώτες ανεγνωρισμένες συγγραφείς της λεγομένης γενιάς του '70. Η Μ. Δούκα επιμένει στην αφήγηση ήδη επί ένα τέταρτο του αιώνα, αρχής γενομένης από το φθινόπωρο του 1974, όταν εκδίδει τα πρώτα διηγήματα, αφιερωμένα στον Γιάννη Ρίτσο. Από τότε ώς σήμερα σε κάθε βιβλίο της εκπλήσσει με το θέμα που επιλέγει. «Χωμένη στη βιωμένη πραγματικότητα», κατά την έκφρασή της, παρουσιάζει, το 1990, το τέταρτο στη σειρά μυθιστόρημά της «Εις τον πάτο της εικόνας». Στη συνέχεια, απρόβλεπτα, κάνει στροφή και «δίνει βουτιά στο παρελθόν», ανασταίνοντας το 1995 την εποχή των Κομνηνών στο «Ένας σκούφος από πορφύρα».
Φθινόπωρο 1999, με το «Ουράνια μηχανική», πλέον πολυσέλιδο και αυτής της βυζαντινής μυθιστορίας της, η Μ. Δούκα εγκαταλείπει το προσωπείο του ιστορικού μυθιστορήματος και φαίνεται να επανέρχεται. Και όμως όχι ακριβώς. Οι καιροί άλλαξαν και οι ήρωες με τους οποίους έστηνε παλαιότερα τα «κοινωνικοπολιτικά» μυθιστορήματά της, εκείνοι οι διανοούμενοι της Αριστεράς και οι αμφισβητίες και οι πιστοί στο σύστημα, προπάντων οι γυναίκες που όριζαν τη ζωή τους με βάση αυτούς, δεν υπάρχουν πια. Όχι τόσο γιατί γέρασαν και συμβιβάστηκαν αλλά κυρίως γιατί έπαψαν να συγκινούν. Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που οι περιπέτειες της Αριστεράς ή η άνοδος και η πτώση ενός πολιτικού κόμματος μπορούσαν να τροφοδοτήσουν ένα μυθιστόρημα. Γι' αυτό και η Μ. Δούκα αποφασίζει τη μεγάλη βουτιά στην επικαιρότητα των πρωτοσέλιδων και της τηλεόρασης, με την οποία επιμόνως φλερτάρουν στα μυθιστορήματά τους οι νεότεροι και νεότατοι συγγραφείς.
Πνίχτης αποδεικνύεται, τις περισσότερες φορές, για τους μυθιστοριογράφους η σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο η Μ. Δούκα, με τη γνωστή αφηγηματική άνεσή της, δίνει ένα μάθημα κολύμβησης. Στο πρώτο μυθιστόρημά της, την «Αρχαία σκουριά», η συγγραφέας αναζητούσε τους εφήβους ήρωές της ανάμεσα στους φοιτητές που συνωστίζονταν στα χρόνια της δικτατορίας γύρω από το Πολυτεχνείο και τις πανεπιστημιακές σχολές. Είκοσι χρόνια αργότερα τους συναντά στην Κασσαβέτεια Αγροτική Φυλακή του Αλμυρού.
Πρόσφατα έγινε πολύς λόγος για την Κασσαβέτεια χάρη στο φιλόδοξο πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου δημιουργίας βιβλιοθηκών σε χώρους εγκλεισμού. Η συγκεκριμένη φυλακή ανηλίκων κρίθηκε η καταλληλότερη, ως απομονωμένη και «καθαρή», για να φιλοξενήσει την πρώτη βιβλιοθήκη σωφρονιστικού ιδρύματος. Μάλιστα πέρυσι για την όλη προσπάθεια κυκλοφόρησε ένα βιβλίο ως απολογισμός. Ένα χρονικό γραμμένο από τη διευθύντρια του ΕΚΕΒΙ που δίνει μια πρώτη γεύση: το κλίμα, τις συνθήκες διαβίωσης, το σύμφυρμα Ελλήνων και αλλοδαπών κάθε φυλής, κυρίως τσιγγάνοι, Αλβανοί, Σλάβοι και Ρώσοι, τη συνύπαρξή τους με την κοινότητα των Ιεχωβάδων. Ώς και οι συμμετέχοντες στο εγχείρημα σκιαγραφούνται: ο βιβλιοθηκάριος Ευγένιος, ο δάσκαλος, η δυσανασχετούσα κοινωνική λειτουργός που αισθάνεται παραγκωνισμένη.
Ιδού, λοιπόν, έτοιμο το σκηνικό, δελεαστικά τα πρόσωπα, ερεθιστικές οι καταστάσεις. Και η Μ. Δούκα με επινοητικότητα σχεδιάζει την ίντριγκα που τελικά δεν είναι παρά μεγέθυνση της γενικευμένης νεοελληνικής ίντριγκας. Ο τρόπος που η συγγραφέας αντιμετωπίζει τα πράγματα παραμένει ο ίδιος με τα προηγούμενα βιβλία της: αιχμηρή αριστερή κριτική, όχι όμως ιδεολογική ή στενά κομματική. Στο στόχαστρο βρίσκεται η εποχή μας, αυτό το χωρίς οράματα παρδαλό μωσαϊκό, και ολόκληρος ο ελληνικός τόπος, απλωμένος από την Ξάνθη στη Φλώρινα και στην Κρήτη, καθώς παραδίδει την ταυτότητά του, αρκεί να χωθεί στην ευρωπαϊκή αγκάλη, αφού προηγουμένως έχει χάσει την ψυχή του εξαμερικανιζόμενος.
Κριτική που δεν στερείται ειρωνείας για όλα όσα γίνονται με τις αγαθότερες προθέσεις: φιλόδοξοι γονείς που επενδύουν στα τέκνα τους φθάνοντας μέχρι πνιγμού, το υπουργείο που στήνει βιβλιοθήκη όταν λείπει από τα σωφρονιστικά καταστήματα ακόμη και η στοιχειώδης μέριμνα υγιεινής, οι ταγοί της χώρας που κομπάζουν περί δημοκρατικών θεσμών και εποχής ευθύνης ενώ ταυτόχρονα καλύπτουν επιμελώς τη σήψη που νεκρώνει τα σώματα του κράτους. Μεσήλικοι πια, οι έφηβοι ήρωες των προηγούμενων βιβλίων της επανέρχονται ως «άγιοι πασόκοι» ή, οι σύντροφοι της κινεζόφιλης ομάδας, ως διαπρεπείς επιχειρηματίες, κολλητοί της εξουσίας.
Ωστόσο το μυθιστόρημα δεν στεγνώνει. Αντίθετα, διαθέτει χορταστική πλοκή με συνεχείς εκπλήξεις και ένα πλήθος ηρώων που πλάθονται με μαγιά δανεισμένη από την επικαιρότητα. Μπορεί βαθμηδόν να δημιουργείται η αίσθηση της υπερβολής, όπως προστίθενται ιστορίες και πολλαπλασιάζονται οι συμπτώσεις, συχνά σαν ουρανοκατέβατες. Είναι όμως αυτός ένας τρόπος προετοιμασίας της τελικής ανατροπής. Αλλωστε η εναρκτήρια φράση, «μια ιστορία θέλω», υποσκάπτει προκαταβολικά τη μυθοπλασία. Ενώ το τελευταίο κεφάλαιο έρχεται να δώσει μια τελείως διαφορετική εκδοχή σε όσα έχουν συμβεί. Η Μ. Δούκα, κατά τη γνώμη μας, γράφει το πρώτο «μεταμοντέρνο» μυθιστόρημά της ολοκληρώνοντας το παιχνίδι υπονόμευσης με νεωτερικά στοιχεία που είχε ξεκινήσει στο προηγούμενο μυθιστόρημα «Εις τον πάτο της εικόνας».
Σε αυτό το παλαιότερο μυθιστόρημα η συγγραφέας έπλεκε τους μονολόγους δύο ανδρών ενώ για τη βυζαντινή μυθιστορία της κατέφευγε σε έναν χρονικογράφο. Στο καινούργιο βιβλίο παρουσιάζεται ευρηματικότερη συνθέτοντας την προηγούμενη εμπειρία. Τριτοπρόσωπη αφήγηση σαν χρονικό, η εστίαση όμως αλλάζει από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, παρακολουθώντας την προοπτική κυρίως δύο ηρώων, κατά μία εκδοχή, δύο αντιδιαμετρικών χαρακτήρων. Του ανήλικου Ιάκωβου, που ζει συγχέοντας πραγματικότητα, κινηματογραφικές σκηνές και μουσικά ακούσματα. Κατά μία εκδοχή, εγκληματίας και κρατούμενος στην Κασσαβέτεια.
Με την οπτική του Ιάκωβου γράφονται τα δυναμικότερα κεφάλαια του βιβλίου. Η Μ. Δούκα κατορθώνει να αποδώσει το γλωσσικό ιδίωμα της σημερινής νεολαίας· μικροπερίοδο και στακάτο, με ωμότητα και τον χαρακτηριστικό αμερικανίζοντα περιφραστικό τρόπο. Διαφορετική η οπτική του δεύτερου ήρωα, του 30χρονου Ριχάρδου, αποτυχημένου γιου καθώς πρέπει πατέρα. Ένας «άνθρωπος χωρίς ιδιότητες», μαλθακός και ευαίσθητος, κατά μία εκδοχή, δάσκαλος στην Κασσαβέτεια. Πάντως, σύμφωνα με όλες τις εκδοχές, και οι δύο είναι ερωτευμένοι με την ίδια γυναίκα, την οποία γνωρίζουμε μέσα από τη δική τους οπτική γωνία. Στην «Αρχαία σκουριά» η Μυρσίνη ήταν το «θύμα» του διανοούμενου Παύλου. Είκοσι χρόνια αργότερα, στη «μεταφεμινιστική» εποχή, τη Μυρσίνη διαδέχθηκε η Μάρη, που διεκδικεί στο ακέραιο τη θηλυκή της υπόσταση και ταυτόχρονα κατοχυρώνεται στον ρόλο του θύτη.
Χαλαρότερα τα κεφάλαια του μυθιστορήματος που παρακολουθούν την προοπτική του Ριχάρδου, λειτουργούν, με τις σποραδικές αναφορές τους στο παρελθόν του τόπου, και ως αντίβαρο στην κοχλάζουσα επικαιρότητα. Ένας εσωστρεφής χαρακτήρας όπως ο Ριχάρδος βρίσκει κράτημα στις ιστορίες του παππού του για τη θεσσαλική εξέγερση του 1878 και τη Ζαν ντ' Αρκ της περιοχής, τη Μαργαρίτα, από το σόι των Μπασδέκηδων. Ηρωίδα της περιβόητης μάχης της Μακρινίτσας, όπου σφαγιάστηκε και ο δημοσιογράφος των λονδρέζικων «Times» Κάρολος Ογλ. Πρότυπα του Ριχάρδου, όσοι αγωνίστηκαν για τα δίκαια των εργατών και αγροτών, όπως ο Σοφοκλής Τριανταφυλλίδης και οι ιδρυτές του πρώτου γεωργικού συνεταιρισμού, ο δάσκαλος Νικόλαος Μιχόπουλος και ο διευθυντής της Κασσαβέτειας Σχολής Δημήτριος Γρηγοριάδης. Ενώ φαντασιώνει έξοδο από τα δεινά του βίου α λα Περικλής Γιαννόπουλος.
Ο άγριος κόσμος της φυλακής πηγαινοέρχεται κάτω από τη φωτογραφία του πολιτευτή Αλέξανδρου Κασσαβέτη. Αυτός και η μητέρα του Ευφροσύνη δώρησαν το τσιφλίκι τους στο Αϊδίνι για να οικοδομηθεί ένα από τα τρία Τριανταφυλλίδεια γεωργικά σχολεία. Έτσι τουλάχιστον ονομάζονταν αρχικά, προς τιμήν και του ετέρου ευεργέτη, του Κοζανίτη Παναγιώτη Τριανταφυλλίδη. Αργότερα μετονομάστηκε σε Κασσαβέτεια και ακόμη αργότερα ξέπεσε σε φυλακή λόγω και της παρακείμενης Αβερώφειας Σχολής Λάρισας. Βολιώτης ο Ριχάρδος, λογικό είναι να βιώνει την τοπικιστική αντιπαλότητα. Όταν όμως τσουβαλιάζει τούρκους μπέηδες και τσιφλικάδες μαζί με τους ευεργέτες και το ελληνικό Δημόσιο, μάλλον προδίδει εαυτόν με τις απόψεις του συγγραφέα. Πάντως στο «Ουράνια μηχανική» η Μ. Δούκα, όπως και το μυθιστορηματικό της alter ego, η Γιώτα Μονδάνου, εμφανίζεται πιο διακριτική ως παρουσία από ό,τι στα προηγούμενα βιβλία της.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 10-10-1999
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις