0
Your Καλαθι
Η θήβα μέμφις
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
ο πίτερ παν, κι αν πέθανε
ο ιακώβ παλεύει
στον καθρέφτη
τον άγγελο να δει στον εαυτό του,
χλωρό λαμπρό κορμό·
πέφτει το μάτι
σ’ αυτό που δεν εγγίζεται
στη φύση τον έδεσαν σκοινιά,
με την παλάμη ανάστατη
σε ράχη βενετία,
σπονδυλικά τα δύσκολα
βιβλία, ζωής που καταβάλλει
τον έρωτα – κι απόρθητος κανείς
αν τη σαλώμη γένναγαν αγόρι
κι εμπόλεμη εντόπιζαν στον χάρτη
σπάρτη προσκοπική, αν γνώριζαν
πώς μπαίνουν νόμοι φόροι
στο σώμα κι επιβάλλονται, αν ήταν
ακόμη ενδιάμεσο το φύλο
ή ζήλο αν έδειχνε γυμνό,
κι αν δεν ξαπλώνει με τον λογοκριτή,
η μόνη διαφυγή του τα σύμμαχα πυρά
τη φλάνδρα αμοιβαία
του προσυμφωνημένου του θανάτου
αγίνωτος τη γύρεψε,
εκεί όπου νεκρός και ιερέας
στην ίδια ακολουθία ξεψυχούν
κι απ’ την αμφιταλάντευση του γένους
στον γάντζο της ζωής,
ο κρεμασμένος,
με τον κρυμμένο διάβολο
διδάσκει, τους δυο χαμένους γιους
θα καλομάθει πώς να βυθοσκοπούν
σε νέα βάθη
ο πίτερ παν, κι αν πέθανε,
πετάει
***
Κατά τον Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό, «οι σιωπές εισέρχονται στη διαδικασία της ιστορικής παραγωγής σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές: τη στιγμή της δημιουργίας δεδομένων (δημιουργία των πηγών)· τη στιγμή της συνάθροισης δεδομένων (δημιουργία των αρχείων)· τη στιγμή της ανάκτησης δεδομένων (δημιουργία αφηγήσεων)· και τη στιγμή της αναδρομικής σημασίας (δημιουργία της ιστορίας στον ύστατο βαθμό)».
Συνοδεύοντας τις σιωπές, η θήβα μέμφις θα φιλοδοξούσε να εισέλθει στο περιθώριο των τεσσάρων αυτών στιγμών. Εκτυλίσσεται στα χρόνια που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο (1914-45). Η προέλευση του όρου αποδίδεται στον Γερμανό ζωγράφο Φραντς Μαρκ, που σημείωνε, σε μια επιστολή του από το μέτωπο λίγο πριν από τον θάνατό του στη μάχη του Βερντέν, ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος δεν είναι παρά ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος, ένας πόλεμος ενάντια στον εσωτερικό αόρατο εχθρό του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Το βιβλίο δομείται ως σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών. Σε αυτές απεικονίζονται, με αφορμή κάποιο μεμονωμένο γεγονός που τους συνέβη ή που προκά λεσαν, πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κατά την περίοδο αυτή – και όχι πάντοτε στο προσκήνιό της. Όπως, εξάλλου, ισχυρίζεται ο Γιόακιμ Κάλκα, «συχνά έχει περισσότερο νόημα να προσεγγίζουμε μια εποχή εστιάζοντας σε μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία από τα περιθώρια, παρά σε μια εξέχουσα μείζονα προσωπικότητα». Σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός και το πρόσωπο προηγούνται κατά τι της εποχής, μπορούν όμως να θεωρηθούν προανακρούσματά της ή έχει σταθεί καθοριστική η επιβίωσή τους εντός της και, κατά κάποιον τρόπο, η συμβολική τους ισχύς.
Η επιλογή διατηρεί τα δικαιώματά της ως συμπτωματικής και ιδιοσυγκρασιακής, μακριά από τον ισχυρισμό ότι αποτυπώνει, τάχα, την εποχή εκείνη. Παραμένει συγκυριακή προσωπική πινακοθήκη. Πληροφορίες για τις αφορμές των ποιημάτων διατίθενται στις σημειώσεις προς το τέλος του βιβλίου, ώστε να καταστεί δυνατή μια κατά το δοκούν ανάγνωση, είτε εν γνώσει είτε ερήμην τους.
Πηγή των δεδομένων υπήρξαν τα σχετικά λήμματα της Βικιπαίδειας, όχι μόνο επειδή πρόκειται για το καθοριστικότερο εγκυκλοπαιδικό κείμενο της δικής μας εποχής, σε όρους μέσου, μορφής και πρόσβασης, αλλά και καθώς αποτελεί αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας, έργο εν εξελίξει, αδιάκοπα ρευστό. Οι πληροφορίες, επομένως, που άντλησα από εκεί, κατά τη συγγραφή ενός ποιήματος, μπορεί έως σήμερα να έχουν τροποποιηθεί, απαλειφθεί ή αντικατασταθεί.
Στην πρώτη τους εκδοχή, τα ποιήματα γράφτηκαν ως σονέτα. Καθώς, όμως, συμπυκνώνονταν και συγχωνεύονταν στα επόμενα στάδια της επεξεργασίας, επέλεξα να τα «απελευθερώσω». Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να συνομιλήσω με τις μορφικές αναζητήσεις και τους πειραματισμούς της εποχής με την οποία ασχολήθηκα, να προσπαθήσω ν’ ακούσω και ν’ αντηχήσω κάτι από τη μουσική του μοντερνισμού.
Στην τελική μορφή των ποιημάτων διασώζεται, ορατό, ένα έμμετρο αποτύπωμα.
Η πρώτη γραφή κράτησε από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016, η δεύτερη από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 2017 – και οι δυο τους, ως επί το πλείστον, στο Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας, όπου τότε κατοικούσα. Έπειτα από μια, μάλλον επιβεβλημένη, ανάπαυλα, το βιβλίο βρήκε την τωρινή του μορφή στην Αθήνα, κατά τα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020.
Γιάννης Δούκας
ο ιακώβ παλεύει
στον καθρέφτη
τον άγγελο να δει στον εαυτό του,
χλωρό λαμπρό κορμό·
πέφτει το μάτι
σ’ αυτό που δεν εγγίζεται
στη φύση τον έδεσαν σκοινιά,
με την παλάμη ανάστατη
σε ράχη βενετία,
σπονδυλικά τα δύσκολα
βιβλία, ζωής που καταβάλλει
τον έρωτα – κι απόρθητος κανείς
αν τη σαλώμη γένναγαν αγόρι
κι εμπόλεμη εντόπιζαν στον χάρτη
σπάρτη προσκοπική, αν γνώριζαν
πώς μπαίνουν νόμοι φόροι
στο σώμα κι επιβάλλονται, αν ήταν
ακόμη ενδιάμεσο το φύλο
ή ζήλο αν έδειχνε γυμνό,
κι αν δεν ξαπλώνει με τον λογοκριτή,
η μόνη διαφυγή του τα σύμμαχα πυρά
τη φλάνδρα αμοιβαία
του προσυμφωνημένου του θανάτου
αγίνωτος τη γύρεψε,
εκεί όπου νεκρός και ιερέας
στην ίδια ακολουθία ξεψυχούν
κι απ’ την αμφιταλάντευση του γένους
στον γάντζο της ζωής,
ο κρεμασμένος,
με τον κρυμμένο διάβολο
διδάσκει, τους δυο χαμένους γιους
θα καλομάθει πώς να βυθοσκοπούν
σε νέα βάθη
ο πίτερ παν, κι αν πέθανε,
πετάει
***
Κατά τον Μισέλ-Ρολφ Τρουιγιό, «οι σιωπές εισέρχονται στη διαδικασία της ιστορικής παραγωγής σε τέσσερις κρίσιμες στιγμές: τη στιγμή της δημιουργίας δεδομένων (δημιουργία των πηγών)· τη στιγμή της συνάθροισης δεδομένων (δημιουργία των αρχείων)· τη στιγμή της ανάκτησης δεδομένων (δημιουργία αφηγήσεων)· και τη στιγμή της αναδρομικής σημασίας (δημιουργία της ιστορίας στον ύστατο βαθμό)».
Συνοδεύοντας τις σιωπές, η θήβα μέμφις θα φιλοδοξούσε να εισέλθει στο περιθώριο των τεσσάρων αυτών στιγμών. Εκτυλίσσεται στα χρόνια που ο Έντσο Τραβέρσο αποκαλεί ευρωπαϊκό εμφύλιο πόλεμο (1914-45). Η προέλευση του όρου αποδίδεται στον Γερμανό ζωγράφο Φραντς Μαρκ, που σημείωνε, σε μια επιστολή του από το μέτωπο λίγο πριν από τον θάνατό του στη μάχη του Βερντέν, ότι ο Πρώτος Παγκόσμιος δεν είναι παρά ένας ευρωπαϊκός εμφύλιος, ένας πόλεμος ενάντια στον εσωτερικό αόρατο εχθρό του ευρωπαϊκού πνεύματος.
Το βιβλίο δομείται ως σπονδυλωτή σειρά συνδυαστικών προσωπογραφιών. Σε αυτές απεικονίζονται, με αφορμή κάποιο μεμονωμένο γεγονός που τους συνέβη ή που προκά λεσαν, πρόσωπα που έζησαν και έδρασαν κατά την περίοδο αυτή – και όχι πάντοτε στο προσκήνιό της. Όπως, εξάλλου, ισχυρίζεται ο Γιόακιμ Κάλκα, «συχνά έχει περισσότερο νόημα να προσεγγίζουμε μια εποχή εστιάζοντας σε μια χαρακτηριστική φυσιογνωμία από τα περιθώρια, παρά σε μια εξέχουσα μείζονα προσωπικότητα». Σε ορισμένες περιπτώσεις, το γεγονός και το πρόσωπο προηγούνται κατά τι της εποχής, μπορούν όμως να θεωρηθούν προανακρούσματά της ή έχει σταθεί καθοριστική η επιβίωσή τους εντός της και, κατά κάποιον τρόπο, η συμβολική τους ισχύς.
Η επιλογή διατηρεί τα δικαιώματά της ως συμπτωματικής και ιδιοσυγκρασιακής, μακριά από τον ισχυρισμό ότι αποτυπώνει, τάχα, την εποχή εκείνη. Παραμένει συγκυριακή προσωπική πινακοθήκη. Πληροφορίες για τις αφορμές των ποιημάτων διατίθενται στις σημειώσεις προς το τέλος του βιβλίου, ώστε να καταστεί δυνατή μια κατά το δοκούν ανάγνωση, είτε εν γνώσει είτε ερήμην τους.
Πηγή των δεδομένων υπήρξαν τα σχετικά λήμματα της Βικιπαίδειας, όχι μόνο επειδή πρόκειται για το καθοριστικότερο εγκυκλοπαιδικό κείμενο της δικής μας εποχής, σε όρους μέσου, μορφής και πρόσβασης, αλλά και καθώς αποτελεί αντικείμενο διαρκούς επεξεργασίας, έργο εν εξελίξει, αδιάκοπα ρευστό. Οι πληροφορίες, επομένως, που άντλησα από εκεί, κατά τη συγγραφή ενός ποιήματος, μπορεί έως σήμερα να έχουν τροποποιηθεί, απαλειφθεί ή αντικατασταθεί.
Στην πρώτη τους εκδοχή, τα ποιήματα γράφτηκαν ως σονέτα. Καθώς, όμως, συμπυκνώνονταν και συγχωνεύονταν στα επόμενα στάδια της επεξεργασίας, επέλεξα να τα «απελευθερώσω». Ήταν κι αυτός ένας τρόπος να συνομιλήσω με τις μορφικές αναζητήσεις και τους πειραματισμούς της εποχής με την οποία ασχολήθηκα, να προσπαθήσω ν’ ακούσω και ν’ αντηχήσω κάτι από τη μουσική του μοντερνισμού.
Στην τελική μορφή των ποιημάτων διασώζεται, ορατό, ένα έμμετρο αποτύπωμα.
Η πρώτη γραφή κράτησε από τον Σεπτέμβριο του 2015 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2016, η δεύτερη από τον Ιανουάριο μέχρι τον Απρίλιο του 2017 – και οι δυο τους, ως επί το πλείστον, στο Γκόλγουεϊ της Ιρλανδίας, όπου τότε κατοικούσα. Έπειτα από μια, μάλλον επιβεβλημένη, ανάπαυλα, το βιβλίο βρήκε την τωρινή του μορφή στην Αθήνα, κατά τα τέλη του 2019 και τις αρχές του 2020.
Γιάννης Δούκας
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις