0
Your Καλαθι
Η Έλσα και οι άλλοι
Έκπτωση
40%
40%
Περιγραφή
Μια εφεύρεση θα αλλάξει την επικοινωνία των ανθρώπων; Το θέμα δεν είναι επιστημονική φαντασία αλλά ο αλλόκοτος νέος κόσμος που προσεγγίζει. Το μυθιστόρημα της Λένας Δουκίδου ανοίγει την αυλαία στο άμεσο μέλλον. Κάποιοι έρχονται να ανατρέψουν τον γνώριμο κόσμο, ορισμένοι επιχειρούν να αντισταθούν με έναν πολύ ριψοκίνδυνο τρόπο. Μια εξέλιξη που η νεαρή ηρωίδα, η Ελπίδα, παρακολουθεί με ορθάνοιχτα μάτια. Η Έλσα εξαφανίστηκε. Το καινούργιο πλησιάζει αλλά δεν φανερώθηκε. Σ' αυτήν την ομίχλη ξεκινάει την περιπέτεια ζωής της η Ελπίδα. Είναι ο έρωτας; Η νοσταλγία του χθες; Ή ένα γεγονός που θα την βοηθήσει να δει, να βρει...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Εν μέσω τόσων και τόσων ιστορικών μυθιστορημάτων εμφανίστηκαν και δύο μελλοντολογίας· Ο κλεπτομνήμων του Ν. Παπανδρέου και Η Έλσα και οι άλλοι της Λ. Δουκίδου. Δύο συγγραφείς που δεν έρχονται από τον χώρο της επιστημονικής φαντασίας, αλλά έχουν πολιτικοκοινωνικά ενδιαφέροντα. Σε αντίθεση με τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας που εκτυλίσσονται, ως επί το πλείστον, σε φανταστικούς χωρόχρονους, οι μελλοντολογικές μυθιστορίες τοποθετούνται σε ένα λίγο-πολύ ορατό μέλλον, όταν ορισμένες από τις σημερινές τεχνολογικές έρευνες θα έχουν καρποφορήσει. Γι' αυτό και στηρίζονται λιγότερο στη φαντασία του συγγραφέα και περισσότερο στην ευαισθησία και στον προβληματισμό του. Παραδόξως, οι δύο συγγραφείς δεν εμπνεύστηκαν από τις θεαματικές προόδους της γενετικής, που βρίσκονται ήδη προ των πυλών, αλλά από τα επιτεύγματα της νευροτεχνολογίας. Ίσως και γιατί ένα μυθιστόρημα με ανθρώπινους κλώνους θα ταίριαζε περισσότερο σε συγγραφείς προπαντός εφευρετικούς, τύπου Βερν, παρά σε επιγόνους του Όργουελ. Όπως και αν έχει, με τις μελλοντολογίες δεν μπορείς να είσαι ποτέ σίγουρος, αν προηγούνται της πραγματικότητας ή αν συμβαδίζουν, αφού οι επιστημονικές έρευνες συντελούνται εν κρυπτώ και παραβύστω και ό,τι δημοσιοποιείται δεν είναι παρά η κορυφή του παγόβουνου. Επίσης, με το πλήθος των ξένων μυθιστορημάτων δεν τίθεται θέμα παρθενογένεσης. Αλλωστε, εκείνο που ενδιαφέρει είναι η πραγμάτωση της σπερματικής ιδέας, όπως και αν αυτή προέκυψε, κυρίως η γείωσή της στην ελληνική πραγματικότητα, καθώς συμβαίνει με το μυθιστόρημα της Λ. Δουκίδου, ενώ του Ν. Παπανδρέου ανήκει στα μεταφρασμένα αναγνώσματα.
Η συγγραφέας κάνει ένα βήμα, πιθανώς και ένα άλμα, μετά την εικονική πραγματικότητα, όταν ένα σύνολο ηλεκτρονικών προγραμμάτων και συσκευών δεν θα επιδρά μόνο στις αισθήσεις του χρήστη αλλά και στον εγκέφαλό του, επιτυγχάνοντας μεταφορά της διάθεσης και των συναισθημάτων του, ακόμη και της σκέψης του. Μια υπερσυσκευή που θα επιτρέπει την ολοκληρωτική επικοινωνία με τον άλλον, μάλλον πολυπλοκότερη της «σφαίρας» του Ν. Παπανδρέου, μεταφορέα μόνο της μνήμης, αν και οι δύο συγγραφείς δεν διακινδυνεύουν κατασκευαστικές λεπτομέρειες. «Τηλεπρόσωπο» βαφτίζεται η σουπερσυσκευή στο μυθιστόρημα της Λ. Δουκίδου, δηλώνοντας ότι η έμπνευση έρχεται από τις τρέχουσες εξελίξεις της τεχνολογίας που εξασφαλίζουν στους ισχυρούς την πανταχού της γης τηλεπαρουσία τους χωρίς μετακινήσεις, μια και ο κόσμος που οι ίδιοι έφτιαξαν έχει γίνει τόσο επικίνδυνος.
Σε μια ανθρωπότητα όπου ο ουμανισμός υστερεί, η οιαδήποτε επιστημονική ανακάλυψη παρουσιάζει δύο όψεις, την ευεργετική και την καταστροφική. Η Λ. Δουκίδου είχε την ενδιαφέρουσα ιδέα να αναδείξει, από μιας αρχής, αυτό το φορτισμένο δίπολο, καθώς όχι ένας αλλά δύο ήρωές της φθάνουν ταυτόχρονα στην πρωτότυπη σύλληψη. Η βασική ηρωίδα, ονόματι Ελπίς, εικοσιεξάχρονη επίδοξος μυθιστοριογράφος, γράφει για ένα ζευγάρι εραστών που τους χωρίζουν χιλιάδες χιλιόμετρα ωστόσο βρίσκονται σε επικοινωνία χάρη στην εφεύρεση του ερωτευμένου συντρόφου που τυγχάνει ηλεκτρονικός. Ενώ, όμως, αυτά συμβαίνουν στο εγκιβωτισμένο μυθιστόρημα, στο κυρίως μυθιστόρημα η εικοσιεξάχρονη συναντά, κατά διαβολική σύμπτωση, και αυτή έναν ηλεκτρονικό που εργάζεται με ομάδα ερευνητών για την κατασκευή μιας παρόμοιας συσκευής. Οπότε, εν μέσω ερωτικών περιπτύξεων, η μυθιστοριογράφος και ο ηλεκτρονικός αντιπαραθέτουν τις δύο πλευρές της εφεύρεσης, την ευλογημένη και την τρομακτική, αντιστοίχως.
Αν και πολυσέλιδο, το μυθιστόρημα διατηρεί τον ρυθμό του, καθώς δείχνει μεθοδικά σχεδιασμένο. Τρία σχεδόν ισομήκη μέρη, καμιά δεκαριά κεφάλαια έκαστο, χωρίς σκηνές δράσης αλλά με διαδοχικές συνομιλίες μεταξύ δύο, το πολύ τριών, προσώπων, πλην δύο πολυμελών συνάξεων, μιας πολιτικής συζήτησης και μιας κηδείας. Μάλλον πολυπρόσωπο, γύρω στους 15 ήρωες, άμεσα ή έμμεσα σχετιζόμενους με τη μητέρα της Ελπίδας, την Έλσα, που μια ωραία πρωία άνοιξε την πόρτα και εξαφανίστηκε. Αιτία η κατάρρευση της οικογενειακής εστίας, λόγω της βίαιης συμπεριφοράς του συζύγου. Παρατηρούμε ότι στην προσπάθειά της η συγγραφέας να ερμηνεύσει συμπεριφορές καταλήγει να αναπαράγει κοινωνιολογικά στερεότυπα.
Αυτή η χορεία προσώπων εξασφαλίζει ένα ευρύ φάσμα ηλικιών, ώστε εκπρόσωποι διαφορετικών γενιών, από τον Εμφύλιο και τη δικτατορία ως σήμερα, να διατυπώνουν τις απόψεις τους για τα επίμαχα θέματα, της ατομικής ταυτότητας, της ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς και για τις επιπλοκές σε ένα «μετα-ανθρώπινο» μέλλον, όταν ο εγκέφαλός μας θα είναι πλήρως «σκαναρισμένος». Η πλοκή του μυθιστορήματος στηρίζεται στο ακατάλυτο του δεσμού μάνας - παιδιού, όπως επίσης σε κάποια καθοριστικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά. Λ.χ., ο πλέον επίφοβος ερευνητής δεν είναι ένας ιδιοφυής μανιακός αλλά ο ακαταστάλακτος με παιδικά τραυματικά βιώματα, και η αποτελεσματικότερη αντίσταση η υγιής αντίδραση του θυμού. Συχνά δημιουργείται η εντύπωση μιας παρακαταθήκης ιδεών και θέσεων που διοχετεύονται στα διαφορετικά πρόσωπα. Μόνο που ο φορέας δεν στέκεται πάντα πειστικός, όπως, για παράδειγμα, η νεαρά Ελπίδα που αποφθέγγεται σαν μια κατά πολύ πρεσβύτερη.
Τριτοπρόσωπη η διήγηση ξεδιπλώνεται από τη θέση ενός παντογνώστη αφηγητή με πανοραμική θέαση σκέψεων και αισθημάτων, καθώς η εστίαση μετατοπίζεται από ήρωα σε ήρωα. Αφηγηματικός τρόπος που διατηρεί κάποιο σασπένς παρά το διάφανο ενός υποτιθέμενου πέπλου μυστηρίου. Κατά τα άλλα, η περιγραφή ηρώων και τοπίων καταφεύγει σε εκφραστικά κλισέ, ενώ πληθαίνουν οι φορτισμένες συγκινησιακά σκηνές. Όπως στα περισσότερα μυθιστορήματα γυναικών συγγραφέων, εντυπωσιάζει ο πλούτος των ενδυματολογικών λεπτομερειών. Συνολικά, μια στρωτή αφήγηση με ζωντανούς διαλόγους, αν και κάποτε σκοντάφτει σε επιστημονικοφανείς φράσεις ασαφείς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι σκέψεις ενός εβδομηντάρη, παλαιού αγωνιστή, ενώ ψυχορραγεί: «... Κι η ανταμοιβή; Πάντα υπάρχει κάποια ανταμοιβή. Ότι εισέρχεται στο χώρο της μεγάλης ανάπαυσης, στην ισότιμη εντροπία του σύμπαντος...». Τέλος, παρά τον τρομακτικό χαρακτήρα της εφεύρεσης, το μυθιστόρημα καταλήγει αισιόδοξα, εκφράζοντας την πίστη ότι οι διανοούμενοι, παλαιάς φρουράς ή και νεόκοποι, θα προβάλλουν αντίσταση. Ενα μυθιστόρημα ίσως λίγο ρομαντικό στη σύλληψή του, ωστόσο προτιμότερο από πολλά αγγλόφωνα αναγνώσματα του είδους.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ , 22-09-2002
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το δεύτερο μυθιστόρημα της Λένας Δουκίδου είναι εμπνευσμένο από τις τελευταίες εξελίξεις της βιοτεχνολογίας, οι οποίες προβάλλουν γοητευτικές αλλά και απειλητικές, καθώς για πρώτη φορά δοκιμάζονται η μοναδικότητα και η υπόσταση του ανθρώπινου υποκειμένου, έτσι όπως αυτή έχει οριστεί μέχρι σήμερα. Στην αφήγησή της εμπλέκονται πλείστα από τα φιλοσοφικά ζητήματα που απασχολούν τους σύγχρονους στοχαστές, οι οποίοι παράλληλα με την επισήμανση των ηθικών διλημμάτων που θα προκύψουν από την απερίσκεπτη εφαρμογή των νέων εφευρέσεων, κρούουν και τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιούν για την απειλή της κατάρρευσης της ταυτότητας, που θεωρείται μια ξεχωριστή και μοναδική ολότητα. Μια τέτοια αλλοίωση θα έχει ως αποτέλεσμα όχι μόνο την παραμόρφωση του κόσμου έτσι όπως τον γνωρίζουμε, αλλά και την κατάργηση του πολιτισμού που είναι βασισμένος στη μοναδικότητα του υποκειμένου.
Όπως όλες οι περιπέτειες ξεκινούν από ένα αξεπέραστο τραύμα που έχει τη ρίζα του στην παιδική ηλικία, το ίδιο σημείο έναρξης έχει και η περιπέτεια της εικοσιεξάχρονης διαφημίστριας Ελπίδας, ηρωίδας του μυθιστορήματος της Δουκίδου, που φέρει ένα όνομα ήδη βεβαρημένο από έναν αριθμό συμβολισμών και αναλαμβάνει το βάρος της επισήμανσης αλλά και της διάσωσης κάποιων σημαντικών ανθρώπινων αξιών. Η ηρωίδα παρουσιάζεται στερημένη από την παρουσία της μητέρας της, Έλσας, που εξαφανίστηκε όταν ήταν μόλις έξι ετών, απώλεια τραυματική που την ορίζει, πλαισιώνει τη ζωή της και την ωθεί στην αναζήτηση της συντροφιάς ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας, οι οποίοι, ανεπιτυχώς, προορίζονται για την κάλυψη του κενού.
Ολόκληρη η ζωή της Ελπίδας καθορίζεται από αυτή την έλλειψη και στιγματίζεται από την ανάγκη της επικοινωνίας με την εξαφανισθείσα μητέρα, επιθυμία που παραμένει ανεκπλήρωτη και την ωθεί στη σύνθεση ενός σεναρίου: φαντάζεται κάποιου είδους συσκευή (τηλεπρόσωπο), η οποία ενεργοποιείται από άτομα που επιθυμούν να έρθουν σε επαφή και μπορούν, παρακάμπτοντας τη γεωγραφική απόσταση, να βιώνουν, όχι μόνο την εμπειρία της παρουσίας, αλλά και τη διείσδυση στον εγκέφαλο του άλλου, βιώνοντας την απόλυτη επαφή μέσα από τη σύντηξη της σκέψης, της μνήμης και των αισθήσεων. Όταν ο ένας περνάει ανεμπόδιστα στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, επιτυγχάνεται η κατάργηση του ορίων του εαυτού και μέσα από την αμοιβαία αλληλοδιείσδυση απαλλάσσονται και οι δύο από τη μοναξιά τους. Μαζί με την εσωτερικότητα, όμως, καταργείται και ο διάλογος (εσωτερικός και εξωτερικός), επομένως και η γλώσσα, που δεν είναι πλέον απαραίτητη για τη μετάδοση μηνυμάτων ούτε και χρειάζεται να καταβληθούν προσπάθειες για την κατανόηση, γιατί πλέον η επαφή γίνεται αδιαμεσολάβητα.
Η Ελπίδα, λοιπόν, επινοεί για το σενάριό της το «τηλεπρόσωπο», μια τεχνολογική κατασκευή η οποία θα μεταφέρει το επιθυμητό πρόσωπο στο άμεσο πεδίο της ηρωίδας της, της Μάγια, και μέσα από την παραχώρηση του εσωτερικού της πεδίου θα επιτυγχάνεται η ιδανική επαφή με το άτομο της επιλογής της, επαφή η οποία θα υπερβαίνει σε ένταση και σε διάρκεια εκείνη που είναι δυνατόν να επιτευχθεί μέσω των αισθητηριακών οργάνων. Την ίδια εποχή, όμως, συναντάει σε μια φιλική παρέα, έναν μυστηριώδη άντρα, τον Αντρέα -συνονόματος του ήρωά της- ο οποίος, όπως αποκαλύπτεται αργότερα, είναι μέλος μιας επιστημονικής ομάδας που έχει ήδη θέσει σε εφαρμογή τις δικές της φανταστικές κατασκευές.
Όταν η πραγματικότητα αποδεικνύεται τολμηρότερη από τη φαντασία της Ελπίδας, αποκαλύπτοντάς της πως τα επιτεύγματα της τεχνολογίας είναι πολύ πιο επινοητικά από τα κυνικότερα μυθοπλαστικά της σενάρια, αρχίζει να υποψιάζεται τους κινδύνους που ενέχει η εφαρμογή μιας τέτοιας εφεύρεσης.
Πέρα από τους ορατούς κινδύνους, (επέμβαση στη σκέψη και ανεπιθύμητη επιρροή του άλλου), υπάρχει και ο κίνδυνος μιας ευρύτερης επέμβασης, που θα στοχεύει στη χαλιναγώγηση των μαζών μέσα από τη διείσδυση στην κριτική σκέψη και στην αλλοίωση της όποιας αντίστασης. Οι φόβοι της αυτοί ενισχύονται μέσα από την επαφή της με κάποιους παλαίμαχους ιδεολόγους, φίλους της μητέρας της, οι οποίοι πάλεψαν για ιδέες και ιδανικά και έδωσαν τη ζωή τους για έναν δικαιότερο κόσμο, αγώνες που προσπεράστηκαν από την ισοπεδωτική επίδραση της υποκουλτούρας και της άκριτης χρήσης των ευκολιών που παρέχουν οι σύγχρονες τεχνολογίες στις αμύητες μάζες.
Κάθε καινούργια ανακάλυψη, όμως, έχει διπλή όψη και αντίθετες ιδιότητες, ανάλογες του χρήστη, και στο μυθιστόρημα δεν παραλείπεται η παρουσίαση όλων των προεκτάσεων μιας τέτοιας εντυπωσιακής εφαρμογής. Η κατάργηση των ορίων τού «εγώ» για την επιθυμητή συνεύρεση με τον άλλον και η κατάργηση της ετερότητας συνεπάγεται, όπως ήδη ανέφερα, την παράκαμψη της γλώσσας, η οποία δεν είναι μόνο μέσον επικοινωνίας, αλλά και φορέας ολόκληρης της ιστορίας του πολιτισμού, ενώ η αβίαστη εισβολή στη σκέψη μπορεί να εξαπολύσει τη ροή ανεπιθύμητων μηνυμάτων στους εγκεφάλους και το τηλεπρόσωπο να μετατραπεί από μία εφεύρεση που θα συνέβαλε στην ανθρώπινη επικοινωνία, σε ένα μέσον χειραγώγησης των παθητικών δεκτών, μια ολέθρια κατασκευή, που αν η χρήση της διαδοθεί, μπορεί και να σημάνει τη ριζική αλλοίωση όχι μόνο του τρόπου επικοινωνίας, αλλά και του ανθρώπινου είδους.
Η Ελπίδα μετά τη δοκιμή της εφεύρεσης του τηλεπροσώπου, εμπειρία που της παρείχαν οι εφευρέτες του, τρομαγμένη από τις καταστροφικές συνέπειες ενός τέτοιου μηχανισμού, αποφασίζει να δώσει άλλη τροπή στο σενάριό της, που γίνεται κάτι σαν μυθιστόρημα, στο οποίο επισημαίνονται οι κίνδυνοι του ολοκληρωτισμού και εκτίθενται οι φόβοι της και τα ηθικά διλήμματά της. Διλήμματα που προφανώς βασανίζουν και τους φίλους της που επινόησαν την κατασκευή, καθώς, όπως μαθαίνουμε, είναι ως και οι ίδιοι άτομα που σαν παιδιά στερήθηκαν την πολύτιμη επαφή με τη μητέρα και που αργότερα, ως ενήλικοι, στράφηκαν στην τεχνολογία για την προσέγγιση των χαμένων αγαπημένων.
Στο μυθιστόρημα της Δουκίδου, που βασίζεται πάνω στην ευφυή σύλληψη του τηλεπροσώπου και διερευνώνται οι συνέπειες της εφαρμογής μιας τέτοιας συσκευής, δίνεται, μέσα από τους μυθιστορηματικούς της ήρωες, φωνή σε όλες τις αντικρουόμενες απόψεις και θέσεις, αν και στο τέλος παρατηρείται πως άπαντες συγκλίνουν υπέρ της κατάργησης της συσκευής και μάχονται υπέρ της προστασίας του εσωτερικού κόσμου από τέτοιες παρεμβάσεις.
Η επιρροή της συγγραφέως από τις σύγχρονες επιστημολογικές θεωρίες είναι εμφανής. Αποφθεγματικές φράσεις και εσχατολογικές απόψεις διαπερνούν το γραπτό της, απόψεις τις οποίες άλλοτε οι ήρωές της υιοθετούν και άλλοτε αντιπαλεύουν. Ανάμεσα στη «Θεωρία του χάους» του Χόκινς», της «Υπερπραγματικότητας» του Μποντριγιάρ, στον «Αγγελο της ιστορίας» του Μπένγιαμιν και σε έναν αριθμό παλαιότερων, κλασικών πια, έργων επιστημονικής φαντασίας που έχουν ήδη προφητεύσει την εξαφάνιση του ανθρώπινου είδους, σχηματίζεται ο νέος αντιρρησίας συνείδησης, ο οποίος, μέσα από καινούργιες προσλαμβάνουσες, θα αντιστρατευτεί και θα προασπίσει τα πανανθρώπινα ιδανικά της ελευθερίας της σκέψης και της βούλησης.
Το θέμα του μυθιστορήματος είναι από μόνο του συναρπαστικό και η εκτέλεση της αρχικής ιδέας προωθείται αποτελεσματικά, όμως η συνεχής επανάληψη των θέσεων των ηρώων δημιουργεί μια αμηχανία στον αναγνώστη, καθώς μέχρι λίγο πριν από το τέλος δεν υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφοροποίηση πέρα από την προβλεπόμενη. Αν υπήρχε περισσότερη οικονομία στην έκθεση σκέψεων και απόψεων των ηρώων και περισσότερη έμφαση στη γλώσσα τους, το αποτέλεσμα θα ήταν εντυπωσιακό.
ΑΡΓΥΡΩ ΜΑΝΤΟΓΛΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 18/10/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις