0
Your Καλαθι
Μορφές πρωτόγονης ταξινόμησης ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΟ
Συνεισφορά στη μελέτη των συλλογικών αναπαραστάσεων
Περιγραφή
Έχει λεχθεί κατ' επανάληψη ότι ο άνθρωπος άρχισε από το να αναπαριστά τα πράγματα ανάγοντάς τα στον ευατό του. Ό,τι προηγήθηκε επιτρέπει να διευκρινιστεί καλύτερα σε τι συνίσταται τούτος ο ανθρωποκεντρισμός, τον οποίο θα μπορούσε κανείς να ονομάσει, ακριβέστερα, κοινωνιοκεντρισμό. Το κέντρο των πρώτων συστημάτων της φύσης δεν είναι το άτομο· είναι η κοινωνία. Αυτή είναι που αντικειμενικοποιείται κι όχι πλέον ο άνθρωπος. Ως προς τούτο, τίποτα δεν είναι ενδεικτικότερο από τον τρόπο με τον οποίο οι Σιού συγκρατούν, τρόπον τινά, τον κόσμο ολόκληρο μέσα στα όρια του χώρου της φυλής· και είδαμε πώς ο συμπαντικός χώρος καθεαυτός δεν είναι παρά η κατειλημμένη από τη φυλή τοποθεσία, η οποία ωστόσο επεκτείνεται πέρα από τα πραγματικά της όρια, στο άπειρο. Είναι χάρη στην αυτή νοητική διάθεση που τόσοι λαοί τοποθέτησαν το κέντρο του κόσμου, «τον ομφαλό της γης», στην οικονομική και πολιτική τους πρωτεύουσα, δηλαδή εκεί όπου βρίσκεται το κέντρο της ηθικής τους ζωής...
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Emil Durkheim και ο ανιψιός, μαθητής και συνεργάτης του στην Anee Sociologique Marcel Mauss δεν χρειάζονται ειδική παρουσίαση εδώ -ούτε βεβαίως και ο ρόλος που έπαιξαν για τη σύσταση αυτού καθ'αυτό του πεδίου των κοινωνικών επιστημών, περιλαμβανομένης της συγκριτικής επιστήμης, την οποία στην εποχή τους ακόμη ονόμαζαν εθνολογία. Να πούμε μόνον ότι το έργο που επιγράφεται Πρωτόγονες μορφές ταξινόμησης (στην πραγματικότητα, ένα εκτενές άρθρο δημοσιευμένο το 1903), παρ' ότι εντάσσεται στο λεγόμενο ύστερο έργο του Durkheim, αντιπροσωπεύει μια στιγμή απολύτως σπερματική για τη θεμελίωση των ιδεών της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής: ιδεών που βρίσκονται πίσω από τις εκτεταμένες μελέτες του ίδιου του Durkheim για τις θρησκευτικές μορφές εν γένει, για τις καλούμενες συλλογικές αναπαραστάσεις και για τις a priori κατηγορίες της σκέψης, και πίσω από τις εκτεταμένες συγκριτικές μελέτες του Mauss πάνω σε θέματα που κυμαίνονται από τη μαγεία και τη θυσία μέχρι την έννοια της προσωπικότητας, τις σχέσεις ψυχολογίας και ανθρωπολογίας και την κοινωνική λειτουργία του δώρου.
Η κρισιμότητα του ερωτήματος που απασχολεί τους δύο ερευνητές εδώ έγκειται στο ότι συνδέει έναν προβληματισμό εμπειρικό με έναν προβληματισμό επιστημολογικό, ο οποίος δεν αφορά μόνο τα λογικά θεμέλια της νέας επιστήμης (της κοινωνιολογίας) αλλά κάθε επιστημονικής σκέψης εν γένει. Το εμπειρικό ερώτημα είναι το εξής: με ποιον τρόπο οι συγκεκριμένες κοινωνίες που μελετά ο ερευνητής, και ειδικά ίσως οι λεγόμενες «πρωτόγονες», ταξινομούν τον κόσμο, τη φύση και τον εαυτό τους, έτσι ώστε να παράγουν συνεκτικά συστήματα νοηματοδότησης του πραγματικού, ολοκληρωμένες κοσμοεικόνες; Τούτο όμως συνδέεται με ένα μείζον επιστημολογικό ερώτημα, που αυτή τη φορά αφορά τον ίδιο τον ερευνητή και τον πολιτισμό του: πώς ο ίδιος ο επιστήμονας οργανώνει τη σκέψη του, πού βρίσκει τις βασικές κατηγορίες με τις οποίες προσλαμβάνει και ταξινομεί τον κόσμο, οι οποίες επί αιώνες άλλωστε υπήρξαν το θεμελιώδες ερώτημα της μεταφυσικής, της οντολογίας και της λογικης - από τις ιδέες του Πλάτωνα έως τις καντιανές κατηγορίες και ώς τις «έμφυτες ιδέες» της επιστημονικής ψυχολογίας;
Πράγματι, όπως ο Durkheim θα το διατύπωνε αλλού, «το να σκεφτόμαστε είναι το να τακτοποιούμε τις ιδέες μας· είναι συνεπώς το να ταξινομούμε» (Στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής). Η ταξινομητική λειτουργία, ωστόσο, η ένταξη των πραγμάτων σε ομάδες με βάση κάποιο προαποφασισμένο στοιχείο ομοιότητας, δεν είναι καθόλου φυσική λειτουργία του πνεύματος, στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον που οι εν λόγω ομοιότητες δεν είναι ένα «φυσικό» χαρακτηριστικό των ίδιων των πραγμάτων: για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας, ποιο κοινό χαρακτηριστικό συνδέει τον άσπρο παπαγάλο, τον ήλιο, το καλοκαίρι και τον άνεμο και ποιο είναι το διαφοροποιητικό γνώρισμα που αντιπαραθέτει την παραπάνω ομάδα σ' εκείνη του μαύρου παπαγάλου, του φεγγαριού, των αστεριών και του χειμώνα; Θα μπορούσε κάποιος ν' απαντήσει: το χρώμα· είναι φανερό όμως ότι το χρώμα είναι μία ιδιότητα μεταξύ πολλών άλλων και αν η ταξινόμηση έπαιρνε ως βάση κάποιαν άλλη ιδιότητα, η συνομάδωση θα γινόταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η ταξινομητική αρχή βρίσκεται έξω από τις ίδιες τις αισθητές ιδιότητες των στοιχείων που απαρτίζουν τις παραπάνω ομάδες και είναι σχετικά αυθαίρετη.
Οχι όμως απολύτως. Για τον Durkheim η ρίζα του συσχετισμού αρχίζει να διαφαίνεται αν σκεφτούμε κατ' αρχάς πάνω στην ετυμολογία της λέξης γένος. «Γένος» είναι όρος λογικο-ταξινομητικός, είναι όμως προηγουμένως όρος συγγένειας. Οπως θα γράψουν εδώ οι συγγραφείς, «...όλες οι λογικές ιδέες είναι μη λογικής προελεύσεως. Λέμε ότι τα είδη του αυτού γένους υποστηρίζονται από σχέσεις συγγένειας. Κάποιες τάξεις τις αποκαλούμε οικογένειες. Μήπως η ίδια η λέξη γένος δεν εσήμαινε αρχικά μια οικιακή μονάδα;» (σ. 81) και αλλού: «Υπό μιαν έννοια, οι λογικές σχέσεις είναι οικιακές σχέσεις» (σ. 170). Με βάση αυτή την αρχή αποκαλύπτεται ένα θεμελιώδες γεγονός, το οποίο οι συγγραφείς διατείνονται ότι έχει οικουμενικό χαρακτήρα: οι κοινωνίες πρώτα οργανώνουν τον εαυτό τους σε θεμελιώδεις μονάδες, όπως είναι οι φυλές και τα ημιφύλια, οι φατρίες και τα κλαν, οι ομάδες συγγένειας και οι ομάδες επιγαμίας κι εν συνεχεία προσδένουν ολόκληρο το σύμπαν των αισθητών και των νοητών πραγμάτων στις αντίστοιχες κοινωνικές κατηγορίες, σχηματίζοντας τεράστιες ομάδες συγγενικών και αντιτιθέμενων πραγμάτων που ξεκινούν από την οργάνωση της φυλής κι επεκτείνονται ακτινωτά σε ολόκληρο το σύμπαν. Οι γενικές ταξινομητικές αρχές και οι πρώτες λογικές κατηγορίες της σκέψης δεν είναι για τους Durkheim και Mauss παρά η εσωτερίκευση αυτής καθαυτή της κοινωνικής οργάνωσης. Ιδού, λοιπόν, η πανίσχυρη θεμελιώδης ιδέα της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής -στην οποία πολλοί αντιτάχθηκαν προσάπτοντάς της ακριβώς την κατηγορία του παν-κοινωνιολογισμού.
Στο συγκεκριμένο δοκίμιο οι συγγραφείς τεκμηριώνουν τη θέση τους αναλύοντας συγκεκριμένο εμπειρικό υλικό από τρεις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες: τους αυτόχθονες της Αυστραλίας, τους Ινδιάνους Ζούνι και την κοσμολογική και μαγική σκέψη της αρχαίας Κίνας. Οι Αυστραλιανοί αυτόχθονες, όπως τους μελέτησαν τον περασμένο αιώνα οι Spencer και Gillen (στων οποίων τα δεδομένα έχουν βασιστεί εν πολλοίς οι Durkheim και Mauss) αλλά και άλλοι ερευνητές, φαίνεται να διαθέτουν τα πιο απλά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και ταξινόμησης, σε σχέση με τα οποία η θεμελιώδης ιδέα των Γάλλων κοινωνιολόγων μπορεί να εκτεθεί σχεδόν διδακτικά. Στους ινδιάνους Ζούνι τα ταξινομητικά συστήματα εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη περιπλοκή και στη μορφή με την οποία τα βρήκαν οι συγγραφείς φαίνονταν οργανωμένα με βάση εδαφικές περιοχές και αντίστοιχα σημεία του ορίζοντα· μετά την ανάλυση στην οποία τα υπέβαλαν, ωστόσο, εμφανίζεται ένα κρυμμένο στο βάθος σύστημα παρόμοιο με των Αυστραλιανών, βασισμένο στο κλαν και τις φατρίες. Τα αρχαία κινεζικά συστήματα σκέψης, τέλος, αν αναλυθούν διεξοδικά και παρά τη φαινομενική τους πολυπλοκότητα, αποδεικνύνται δομημένα πάνω στις ίδιες αρχές του στοιχειώδους φυλετικού καταμερισμού. Εδώ όμως, σε έναν υψηλά αναπτυγμένο πολιτισμό, όπως η Κίνα της ιστορικής περιόδου, οι κοινωνικές δομές έχουν μεταλλαχθεί ριζικά και δεν μπορούν να ανευρεθούν στη φυλετική τους μορφή· το πρότυπο ταξινόμησης που προήλθε από εκείνη, επιβιώνει ανεξάρτητα ως θεωρητικό, μαγικό ή φιλοσοφικό σύστημα σκέψης.
Να πούμε, τέλος, ότι αυτή η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από ένα εκτενέστατο εισαγωγικό δοκίμιο εκ μέρους του επιμελητή, το οποίο παρουσιάζει αναλυτικά την εξέλιξη της σκέψης των Durkheim και Mauss εντάσσοντας σε ένα βασικό πλαίσιο αναφοράς τη συγκεκριμένη μελέτη.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/11/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Emil Durkheim και ο ανιψιός, μαθητής και συνεργάτης του στην Anee Sociologique Marcel Mauss δεν χρειάζονται ειδική παρουσίαση εδώ -ούτε βεβαίως και ο ρόλος που έπαιξαν για τη σύσταση αυτού καθ'αυτό του πεδίου των κοινωνικών επιστημών, περιλαμβανομένης της συγκριτικής επιστήμης, την οποία στην εποχή τους ακόμη ονόμαζαν εθνολογία. Να πούμε μόνον ότι το έργο που επιγράφεται Πρωτόγονες μορφές ταξινόμησης (στην πραγματικότητα, ένα εκτενές άρθρο δημοσιευμένο το 1903), παρ' ότι εντάσσεται στο λεγόμενο ύστερο έργο του Durkheim, αντιπροσωπεύει μια στιγμή απολύτως σπερματική για τη θεμελίωση των ιδεών της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής: ιδεών που βρίσκονται πίσω από τις εκτεταμένες μελέτες του ίδιου του Durkheim για τις θρησκευτικές μορφές εν γένει, για τις καλούμενες συλλογικές αναπαραστάσεις και για τις a priori κατηγορίες της σκέψης, και πίσω από τις εκτεταμένες συγκριτικές μελέτες του Mauss πάνω σε θέματα που κυμαίνονται από τη μαγεία και τη θυσία μέχρι την έννοια της προσωπικότητας, τις σχέσεις ψυχολογίας και ανθρωπολογίας και την κοινωνική λειτουργία του δώρου.
Η κρισιμότητα του ερωτήματος που απασχολεί τους δύο ερευνητές εδώ έγκειται στο ότι συνδέει έναν προβληματισμό εμπειρικό με έναν προβληματισμό επιστημολογικό, ο οποίος δεν αφορά μόνο τα λογικά θεμέλια της νέας επιστήμης (της κοινωνιολογίας) αλλά κάθε επιστημονικής σκέψης εν γένει. Το εμπειρικό ερώτημα είναι το εξής: με ποιον τρόπο οι συγκεκριμένες κοινωνίες που μελετά ο ερευνητής, και ειδικά ίσως οι λεγόμενες «πρωτόγονες», ταξινομούν τον κόσμο, τη φύση και τον εαυτό τους, έτσι ώστε να παράγουν συνεκτικά συστήματα νοηματοδότησης του πραγματικού, ολοκληρωμένες κοσμοεικόνες; Τούτο όμως συνδέεται με ένα μείζον επιστημολογικό ερώτημα, που αυτή τη φορά αφορά τον ίδιο τον ερευνητή και τον πολιτισμό του: πώς ο ίδιος ο επιστήμονας οργανώνει τη σκέψη του, πού βρίσκει τις βασικές κατηγορίες με τις οποίες προσλαμβάνει και ταξινομεί τον κόσμο, οι οποίες επί αιώνες άλλωστε υπήρξαν το θεμελιώδες ερώτημα της μεταφυσικής, της οντολογίας και της λογικης - από τις ιδέες του Πλάτωνα έως τις καντιανές κατηγορίες και ώς τις «έμφυτες ιδέες» της επιστημονικής ψυχολογίας;
Πράγματι, όπως ο Durkheim θα το διατύπωνε αλλού, «το να σκεφτόμαστε είναι το να τακτοποιούμε τις ιδέες μας· είναι συνεπώς το να ταξινομούμε» (Στοιχειώδεις μορφές της θρησκευτικής ζωής). Η ταξινομητική λειτουργία, ωστόσο, η ένταξη των πραγμάτων σε ομάδες με βάση κάποιο προαποφασισμένο στοιχείο ομοιότητας, δεν είναι καθόλου φυσική λειτουργία του πνεύματος, στον ίδιο βαθμό τουλάχιστον που οι εν λόγω ομοιότητες δεν είναι ένα «φυσικό» χαρακτηριστικό των ίδιων των πραγμάτων: για να πάρουμε ένα παράδειγμα από τους ιθαγενείς της Αυστραλίας, ποιο κοινό χαρακτηριστικό συνδέει τον άσπρο παπαγάλο, τον ήλιο, το καλοκαίρι και τον άνεμο και ποιο είναι το διαφοροποιητικό γνώρισμα που αντιπαραθέτει την παραπάνω ομάδα σ' εκείνη του μαύρου παπαγάλου, του φεγγαριού, των αστεριών και του χειμώνα; Θα μπορούσε κάποιος ν' απαντήσει: το χρώμα· είναι φανερό όμως ότι το χρώμα είναι μία ιδιότητα μεταξύ πολλών άλλων και αν η ταξινόμηση έπαιρνε ως βάση κάποιαν άλλη ιδιότητα, η συνομάδωση θα γινόταν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Πρέπει, λοιπόν, να υποθέσουμε ότι η ταξινομητική αρχή βρίσκεται έξω από τις ίδιες τις αισθητές ιδιότητες των στοιχείων που απαρτίζουν τις παραπάνω ομάδες και είναι σχετικά αυθαίρετη.
Οχι όμως απολύτως. Για τον Durkheim η ρίζα του συσχετισμού αρχίζει να διαφαίνεται αν σκεφτούμε κατ' αρχάς πάνω στην ετυμολογία της λέξης γένος. «Γένος» είναι όρος λογικο-ταξινομητικός, είναι όμως προηγουμένως όρος συγγένειας. Οπως θα γράψουν εδώ οι συγγραφείς, «...όλες οι λογικές ιδέες είναι μη λογικής προελεύσεως. Λέμε ότι τα είδη του αυτού γένους υποστηρίζονται από σχέσεις συγγένειας. Κάποιες τάξεις τις αποκαλούμε οικογένειες. Μήπως η ίδια η λέξη γένος δεν εσήμαινε αρχικά μια οικιακή μονάδα;» (σ. 81) και αλλού: «Υπό μιαν έννοια, οι λογικές σχέσεις είναι οικιακές σχέσεις» (σ. 170). Με βάση αυτή την αρχή αποκαλύπτεται ένα θεμελιώδες γεγονός, το οποίο οι συγγραφείς διατείνονται ότι έχει οικουμενικό χαρακτήρα: οι κοινωνίες πρώτα οργανώνουν τον εαυτό τους σε θεμελιώδεις μονάδες, όπως είναι οι φυλές και τα ημιφύλια, οι φατρίες και τα κλαν, οι ομάδες συγγένειας και οι ομάδες επιγαμίας κι εν συνεχεία προσδένουν ολόκληρο το σύμπαν των αισθητών και των νοητών πραγμάτων στις αντίστοιχες κοινωνικές κατηγορίες, σχηματίζοντας τεράστιες ομάδες συγγενικών και αντιτιθέμενων πραγμάτων που ξεκινούν από την οργάνωση της φυλής κι επεκτείνονται ακτινωτά σε ολόκληρο το σύμπαν. Οι γενικές ταξινομητικές αρχές και οι πρώτες λογικές κατηγορίες της σκέψης δεν είναι για τους Durkheim και Mauss παρά η εσωτερίκευση αυτής καθαυτή της κοινωνικής οργάνωσης. Ιδού, λοιπόν, η πανίσχυρη θεμελιώδης ιδέα της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής -στην οποία πολλοί αντιτάχθηκαν προσάπτοντάς της ακριβώς την κατηγορία του παν-κοινωνιολογισμού.
Στο συγκεκριμένο δοκίμιο οι συγγραφείς τεκμηριώνουν τη θέση τους αναλύοντας συγκεκριμένο εμπειρικό υλικό από τρεις διαφορετικές πολιτισμικές ομάδες: τους αυτόχθονες της Αυστραλίας, τους Ινδιάνους Ζούνι και την κοσμολογική και μαγική σκέψη της αρχαίας Κίνας. Οι Αυστραλιανοί αυτόχθονες, όπως τους μελέτησαν τον περασμένο αιώνα οι Spencer και Gillen (στων οποίων τα δεδομένα έχουν βασιστεί εν πολλοίς οι Durkheim και Mauss) αλλά και άλλοι ερευνητές, φαίνεται να διαθέτουν τα πιο απλά συστήματα κοινωνικής οργάνωσης και ταξινόμησης, σε σχέση με τα οποία η θεμελιώδης ιδέα των Γάλλων κοινωνιολόγων μπορεί να εκτεθεί σχεδόν διδακτικά. Στους ινδιάνους Ζούνι τα ταξινομητικά συστήματα εμφανίζουν πολύ μεγαλύτερη περιπλοκή και στη μορφή με την οποία τα βρήκαν οι συγγραφείς φαίνονταν οργανωμένα με βάση εδαφικές περιοχές και αντίστοιχα σημεία του ορίζοντα· μετά την ανάλυση στην οποία τα υπέβαλαν, ωστόσο, εμφανίζεται ένα κρυμμένο στο βάθος σύστημα παρόμοιο με των Αυστραλιανών, βασισμένο στο κλαν και τις φατρίες. Τα αρχαία κινεζικά συστήματα σκέψης, τέλος, αν αναλυθούν διεξοδικά και παρά τη φαινομενική τους πολυπλοκότητα, αποδεικνύνται δομημένα πάνω στις ίδιες αρχές του στοιχειώδους φυλετικού καταμερισμού. Εδώ όμως, σε έναν υψηλά αναπτυγμένο πολιτισμό, όπως η Κίνα της ιστορικής περιόδου, οι κοινωνικές δομές έχουν μεταλλαχθεί ριζικά και δεν μπορούν να ανευρεθούν στη φυλετική τους μορφή· το πρότυπο ταξινόμησης που προήλθε από εκείνη, επιβιώνει ανεξάρτητα ως θεωρητικό, μαγικό ή φιλοσοφικό σύστημα σκέψης.
Να πούμε, τέλος, ότι αυτή η ελληνική έκδοση συνοδεύεται από ένα εκτενέστατο εισαγωγικό δοκίμιο εκ μέρους του επιμελητή, το οποίο παρουσιάζει αναλυτικά την εξέλιξη της σκέψης των Durkheim και Mauss εντάσσοντας σε ένα βασικό πλαίσιο αναφοράς τη συγκεκριμένη μελέτη.
ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 23/11/2001
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις