0
Your Καλαθι
Η οργή του Βιττγκενστάιν
Η ιστορία μιας δεκάλεπτης αντιπαράθεσης μεταξύ δύο σπουδαίων φιλοσόφων
Περιγραφή
Αν θέλουμε να επιβιώσει ο πολιτισμός μας, πρέπει να ξεπεράσουμε την προκατάληψη ότι οφείλουμε υποχρεωτικά σεβασμό στους μεγάλους άνδρες.
Καρλ Πόππερ
Οι κακοί φιλόσοφοι είναι σαν τους κακούς σπιτονοικοκύρηδες. Και δουλειά μου είναι να τους αφήσω άνεργους.
Λούντβιχ Βιττγκενστάιν
Η οργή του Βιττγκενστάιν είναι ένα συναρπαστικό μείγμα φιλοσοφίας, ιστορίας, βιογραφίας και ρεπορτάζ. Πραγματεύεται ένα ευρύτατο φάσμα ζητημάτων, από το ποια είναι η κοινωνική θέση των "αφομοιωμένων" Εβραίων στη Βιέννη του τέλους του 19ου αιώνα, μέχρι το τι συμβαίνει στην ανθρώπινη μνήμη υπό συνθήκες πίεσης. Μας ξεναγεί επίσης στο Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και μας συστήνει την εκκεντρική ομάδα φιλοσόφων του -συμπεριλαμβανομένου του Μπέρτραντ Ράσσελ, που έπαιξε ρόλο διαιτητή στο συγκεκριμένο επεισόδιο. Πρωταγωνιστές της ιστορίας είναι οι δύο στοχαστές, υπερήφανοι, ευέξαπτοι, μνημειώεις, και, όπως φαίνεται, πάντα έτοιμοι για καβγά.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Στις 25 Οκτωβρίου 1946, σε μια αίθουσα του κολεγίου Κινγκς στο Κέμπριτζ και ύστερα από πρόσκληση της Λέσχης Ηθικής Επιστήμης (πρόεδρος της οποίας ήταν τότε ο Βιτγκενστάιν), ο Αυστριακος φιλόσοφος Καρλ Πόπερ έδωσε μια διάλεξη με θέμα: «Υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα;». Και ενώ ο Πόπερ είχε αρχίσει να αναπτύσσει τα επιχειρήματά του μπροστά σε ένα κοινό αποτελούμενο από φιλοσόφους (μεταξύ τους και ο Μπέρτραντ Ράσελ) και φοιτητές Φιλοσοφίας, κάποια στιγμή ο Βιτγκενστάιν αντέδρασε, λογομάχησε με τον Πόπερ κραδαίνοντας την πυρωμένη μασιά του τζακιού και βγήκε από την αίθουσα βροντώντας δυνατά την πόρτα. Αυτή η εντυπωσιακή σκηνή, αυτή η σύντομη φραστική αντιπαράθεση μεταξύ δύο μεγάλων στοχαστών του εικοστού αιώνα, υποκίνησε τη ζωηρή περιέργεια και την ερευνητική διάθεση δύο δημοσιογράφων του BBC, των David Edmonds και John Eidinow. Οι δυο συγγραφείς μας ερεύνησαν ένα μεγάλο όγκο τεκμηρίων και διασταύρωσαν πολλαπλές μαρτυρίες, προκειμένου να φωτίσουν αυτό το γεγονός, τις αιτίες και τις προεκτάσεις του. Παράλληλα διεύρυναν τον κύκλο της έρευνάς τους, προσεγγίζοντας ένα ευρύτερο φάσμα ζητημάτων και δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιληφθεί όχι μόνο τις διαφορές μεταξύ στοχαστών και φιλοσοφικών παραδόσεων αλλά και το πνευματικό κλίμα μιας ολόκληρης εποχής. Οι Edmonds και Eidinow αντιμετωπίζουν με δυσπιστία και επιφύλαξη την επίσημη εκδοχή για το επεισόδιο του 1946 που δίνει ο ίδιος ο Πόπερ στην πνευματική αυτοβιογραφία του. Ο Αυστριακός φιλόσοφος, ο οποίος είχε πρόσφατα δημοσιεύσει το περίφημο έργο του «Η ανοιχτή κοινωνία και οι εχθροί της», έβλεπε στον Βιτγκενστάιν έναν εχθρό της Φιλοσοφίας. Και εξιστορώντας έπειτα από χρόνια το γεγονός, φρόντισε να εμφανίσει τον εαυτό του ως «νικητή» σε εκείνη την παλιά αναμέτρηση. Η έρευνα των δύο Βρετανών δημοσιογράφων παρουσιάζει ταυτόχρονα και συνδυασμένα ιστορικά γεγονότα, ανέκδοτα και φιλοσοφικές ιδέες. Χωρίς να περιέχει ιδιαίτερα πρωτότυπες ερμηνευτικές υποθέσεις, κατορθώνει ωστόσο να ανασυγκροτήσει το ιστορικό και πνευματικό υπόβαθρο μιας φιλοσοφικής διαμάχης με τρόπο που διατηρεί αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Οι πιο απολαυστικές σελίδες του βιβλίου είναι αναμφίβολα εκείνες που σκιαγραφούν τα βιογραφικά, ψυχολογικά και φιλοσοφικά πορτρέτα των δύο μεγάλων στοχαστών. Και οι δυο τους θεωρούσαν άλλωστε ότι το έργο τους αντιπροσωπεύει έναν κορυφαίο σταθμό στην ιστορία της Φιλοσοφίας, ο ένας (Πόπερ) επειδή πίστευε ότι έχει λύσει κομβικά προβλήματα του φιλοσοφικού στοχασμού και ο άλλος (Βιτγκενστάιν) επειδή πίστευε ότι είχε αμφισβητήσει δραστικά τον ίδιο το λόγο ύπαρξης των φιλοσοφικών προβλημάτων.
ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΙΑΛΚΕΤΣΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 30/07/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Στο βιβλίο «Η οργή του Βιτγκενστάιν» οι David Edmonds και John Eidinow εξετάζουν τη φιλοσοφική αντιπαράθεση ως σύγκρουση ξεχωριστών κόσμων. Με αφορμή ένα διάσημο επεισόδιο ανάμεσα στον Καρλ Πόπερ και στον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν, οι συγγραφείς κάνουν μια ευρεία ιστορική αναδρομή, εξετάζουν τις προσωπικότητες των δύο φιλοσόφων και σκιαγραφούν τις ιδιάζουσες ταυτότητες (ταξική, εθνική) και τις «γενεαλογίες» (οικογενειακή, ιδεολογική) που διαμόρφωσαν τις προσωπικές τους θέσεις και συντέλεσαν στην εκρηκτική τους σύγκρουση.
Την 25η Οκτωβρίου 1946 ο Καρλ Πόπερ ήταν προσκεκλημένος ομιλητής στη Λέσχη Ηθικής Επιστήμης του Κέιμπριτζ. Ο τίτλος της διάλεξής του ήταν «Υπάρχουν φιλοσοφικά προβλήματα;». Στο ακροατήριο βρίσκονταν δύο από τους επιφανέστερους φιλοσόφους του καιρού τους, οι Μπ. Ράσελ και Λ. Βιτγκενστάιν. Μόλις ξεκίνησε ο ομιλητής, οι δύο Βιενέζοι φιλόσοφοι ενεπλάκησαν αμέσως σε μια έντονη λογομαχία που κράτησε 10 λεπτά, αλλά απέκτησε μυθικές διαστάσεις. Σύμφωνα με τις πρώτες διαδόσεις, οι δύο άντρες κατέληξαν να ξιφομαχούν βιαίως με τις μασιές του τζακιού. Ο Πόπερ διέψευσε αυτήν την εκδοχή, υποστηρίζοντας ότι μόνον ο Βιτγκενστάιν κράδαινε «σαν μαέστρος» τη μασιά, προκαλώντας τον να δώσει ένα παράδειγμα ηθικού κανόνα. Ο Πόπερ ισχυρίζεται ότι απάντησε: «Να μην απειλούνται οι προσκεκλημένοι ομιλητές με μασιές», οπότε ο Βιτγκενστάιν αποχώρησε ταπεινωμένος, χτυπώντας πίσω του την πόρτα. Δυστυχώς, όταν ο Πόπερ έδωσε την παραπάνω περιγραφή, ο συνομιλητής του είχε πεθάνει είκοσι τρία χρόνια νωρίτερα. Ο Βιτγκενστάιν δεν μίλησε ποτέ. Τα ακριβή γεγονότα δεν διασαφηνίστηκαν και το επεισόδιο της 25ης Οκτωβρίου παραμένει έκτοτε ένα αινιγματικό διάλειμμα στην ιστορία της φιλοσοφίας.
Οι συγγραφείς θεωρούν ότι αυτή η αμφιλεγόμενη, ολιγόλεπτη, αψιμαχία είναι σημαντική, επειδή εντός της συντελείται μια σύγκρουση αρχών γύρω από τη φύση της φιλοσοφίας. Ο Πόπερ εκπροσωπούσε την παραδοσιακή φιλοσοφική μέθοδο που θέτει σαφώς διατυπωμένα προβλήματα και επιζητεί, εντός καθορισμένων ορίων (οντολογία, ηθική, γνωσιολογία, μεταφυσική), τη διατύπωση θέσεων που μπορούν να κριθούν με λογικά επιχειρήματα. Ο Βιτγκενστάιν, αντιθέτως, (μολονότι είχε ήδη αναθεωρήσει τις θέσεις του Tractatus), υποστήριζε ότι δεν υφίστανται φιλοσοφικά προβλήματα, αλλά μόνο γλωσσικοί γρίφοι. Συνεπώς, καθήκον του φιλοσόφου είναι να «καθαρίσει το τοπίο» μέσω λεπτομερούς μελέτης των ποικίλων χρήσεων της γλώσσας. Για τον Βιτγκενστάιν (που μολαταύτα δεν υποστήριζε έναν άκρατο θετικισμό) όλα τα υπόλοιπα δεν ανήκουν στη φιλοσοφία, αλλά σε έναν ά-λόγο χώρο που ονομάζεται «Μυστικός» (Mystische).
Αυτό το μεθοδολογικό σχίσμα ανάμεσα στη διάγνωση ότι τα παραδοσιακά φιλοσοφικά ζητήματα αποτελούν περιπλοκές αμιγώς γλωσσολογικού χαρακτήρα και στην πίστη ότι τα προβλήματα αυτά υπερβαίνουν το γλωσσικό πεδίο, είναι πιο σημαντικό από ό,τι μοιάζει σε πρώτη ματιά. Δεν είναι απλώς μια αθώα διαφωνία, αλλά προέρχεται (και εδώ ακριβώς βρίσκεται το επιχείρημα των συγγραφέων του βιβλίου) από δύο ξεχωριστές κοσμοθεωρίες με βαθιές πολιτισμικές ρίζες.
Ο Πόπερ περιφρονούσε εκ βαθέων τη φιλοσοφία του Βιτγκενστάιν. Αισθανόταν ότι απειλούσε την ίδια τη φιλοσοφική πρακτική. Εκείνος θεωρούσε τη γλώσσα αξιόπιστο μέσο διερεύνησης της αλήθειας. Πίστευε ότι η προσέγγιση του Βιτγκενστάιν ήταν αλαζονική, απολιτική και αδιαφορούσε μπροστά στην επείγουσα υποχρέωση του φιλοσόφου να υπερασπίζει την αλήθεια και να καταπολεμά τη λανθασμένη γνώση από την οποία προέρχεται η πολιτική καταστροφή. Στην «Ανοιχτή κοινωνία και τους εχθρούς της» επιτέθηκε κατά μέτωπο στις νομοτέλειες, όπως εκείνες του Μαρξ ή του Χέγκελ, ισχυριζόμενος ότι -παρά τις προθέσεις των εισηγητών τους- οδηγούν σε ολοκληρωτισμό. Αυτή η επιδέξια επίθεση εναντίον κάθε μορφής απολυταρχισμού είχε κερδίσει τη συμπάθεια του Ράσελ. Πέραν αυτού, ο Βιτγκενστάιν αποτελούσε έναν δεύτερο, πιο άμεσο κίνδυνο: η αυξανόμενη επιρροή του απειλούσε το ζωτικό χώρο που ο Πόπερ προσπαθούσε να εξασφαλίσει στο πεδίο της ακαδημαϊκής εξάσκησης της φιλοσοφίας. Ετσι, λοιπόν, ήταν απαραίτητο (ακόμα και για βιοποριστικούς λόγους) να θριαμβεύσει ενώπιον του Ράσελ και με αυτόν το σκοπό επέλεξε και το εμπρηστικό θέμα της ομιλίας του.
Ο Βιτγκενστάιν, από την άλλη, ήταν αφοσιωμένος στις δικές του έρευνες. Δεν ενδιαφερόταν για το έργο των συναδέλφων του, μάλιστα δεν τους αναγνώριζε ως τέτοιους, αφού, κατά την άποψή του, οι ενασχολήσεις τους δεν συνιστούσαν φιλοσοφία. Αγνοούσε τη σκέψη του Πόπερ και δεν είχε λόγο να ασχοληθεί μαζί της, μια και αντιπροσώπευε ακόμα ένα δείγμα της φιλοσοφικής πρακτικής που αντιπαθούσε. Για τον Βιτγκενστάιν όλη η παράδοση, ξεκινώντας από τον Πλάτωνα, ήταν γεμάτη συγχύσεις, παρανοήσεις και ασάφειες. Η επίμονη παραδοσιαρχία του Πόπερ τού φαινόταν βλακώδης και εκνευριστική. Εκείνη η βραδιά δεν διέφερε από άλλες παρόμοιες: θα διέλυε με λίγες καίριες επισημάνσεις τους ισχυρισμούς του ομιλητή και θα αποχωρούσε.
Η οπωσδήποτε αναμενόμενη αντιπαράθεση πήρε ανεξέλεγκτη τροπή, επειδή -σύμφωνα με τους συγγραφείς- τα φιλοσοφικά επιχειρήματα αποκάλυψαν ένα εκρηκτικό υπόστρωμα. Οι μεθοδολογικές διαφορές των Πόπερ και Βιτγκενστάιν ήταν κεφαλαιώδεις και δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν, όμως η εχθρότητα και η απέχθεια που ένιωθαν ο ένας για τον άλλον πήγαζαν από το γεγονός ότι διαισθάνονταν με αποστροφή τα κοινά στοιχεία που τους ένωναν. Ταυτοχρόνως, έβλεπε ο καθένας στο συνομιλητή του το είδος του ανθρώπου που είχε απορρίψει.
Και οι δύο μεγάλωσαν στο γόνιμο έδαφος της Βιένης του τέλους του 19ου αιώνα, σε αφομοιωμένες εβραϊκές οικογένειες που απαρνήθηκαν τη θρησκευτική τους καταγωγή. Και οι δύο υπέστησαν τις συνέπειες του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και εκριζώθηκαν από την Αυστρία με την άνοδο του ναζισμού. Κι όμως, η κοινή τους προέλευση δεν τους ένωνε, αλλά γεννούσε δύο αντιθετικές κοσμοθεωρήσεις.
Ο Βιτγκενστάιν απολάμβανε τα προνόμια μιας εξαιρετικά ευνοϊκής καταγωγής. Το μέγαρο των ζάπλουτων Βιτγκενστάιν ήταν ένα από τα καλλιτεχνικά κέντρα της Βιένης, όπου σύχναζαν ο Γιοχάνες Μπραμς, η Κλάρα Σούμαν, ο Μάλερ και ο Ρίχαρντ Στράους. Ο Λούντβιχ, αν και δώρισε όλη την περιουσία του, διατηρούσε τους υπεροπτικούς τρόπους της αριστοκρατικής του διαπαιδαγώγησης. Ηταν γνωστός για την αυστηρότητα και τη βαθιά του επιτήδευση. Αντιπαθούσε την κενολογία και ήταν αμείλικτος απέναντι στη διανοητική ανεπάρκεια. Μολονότι απαιτούσε τη διαφύλαξη των κοινωνικών τύπων, μπορούσε να γίνει ιδιαίτερα οξύς και μάλιστα θεωρούσε την αγένεια απαραίτητο εργαλείο απέναντι σε επίμονους «φιλοσόφους». Η μεγαλοφυΐα του ήταν αδιαμφισβήτητη. Η καταγωγή του τον προίκισε με μεγάλη αυτοπεποίθηση. Ακολούθησε μια αντισυμβατική διαδρομή που έφερε επανάσταση στη φιλοσοφία. Πίστευε ότι αποστολή του ήταν να εκπληρώσει το πεπρωμένο του. Η πολιτική στράτευση του ήταν αδιανόητη.
Ο Πόπερ, νεότερος κατά μία δεκαετία, ένιωθε ότι είχε εξωθηθεί στη φιλοσοφική περιφέρεια. Εχοντας αστική καταγωγή, δεν βρέθηκε ποτέ στο κέντρο του Κύκλου της Βιένης, αν και σπούδασε με πολλούς από τους εκπροσώπους του. Εγκαταλείποντας την Αυστρία το 1937, δέχτηκε μια πανεπιστημιακή θέση στη μακρινή Νέα Ζηλανδία. Ηταν αυτοδημιούργητος και η πολιτική βρισκόταν στον πυρήνα της σκέψης του. Καμάρωνε ότι διέψευσε οριστικά το Λογικό Θετικισμό και θεωρούσε ότι το έργο του, αν και ανώτερο από εκείνο του Βιτγκενστάιν, δεν είχε τη δέουσα αναγνώριση. Αυτό επιδείνωνε το αίσθημα αποκλεισμού που τον ακολουθούσε και τον ωθούσε να επιζητά με πάθος την ακαδημαϊκή επιβράβευση. Αισθανόταν ότι ανάμεσα σε εκείνον και στον Βιτγκενστάιν υπήρχε ένα «χάσμα ελευθερίας». Μια υστέρηση που οφειλόταν στην ταξική τους διαφορά και όχι στη διανοητική τους ανισότητα.
Οι Edmonds και Eidinow αποκαλύπτουν με επιδεξιότητα αυτό το καίριο «χάσμα ελευθερίας» και ισχυρίζονται ότι δεν αποτέλεσε μόνο το έναυσμα της σύγκρουσης των δύο αντρών, αλλά και την αφετηρία των διαφορετικών φιλοσοφικών τους προσεγγίσεων. Το επιχείρημα αυτό συνιστά την αξιωματική ερμηνευτική αρχή του βιβλίου: η σκέψη και το πρόσωπο ταυτίζονται, είναι και τα δύο άμεσα προϊόντα των εκάστοτε ιστορικών συνθηκών και του πολιτισμικού περιβάλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο η βιογραφία ανάγεται σε ύψιστο -σχεδόν καθολικό- εξηγητικό εργαλείο και το πεδίο των ιδεών ορίζεται ως χώρος σύγκρουσης προσωπικοτήτων.
Η προσέγγιση αυτή χρησιμοποιεί ψυχολογικούς όρους για να «ανασυστήσει» το αντικειμενικό γεγονός, και γι' αυτό η «Οργή του Βιτγκενστάιν» δεν ασχολείται με τη φιλοσοφία per se, αλλά με τη διαμόρφωση (και την εξάσκηση) αυτής ως έκφανσης της προσωπικότητας. Συνεπώς, όποιος ενδιαφέρεται για την ουσία της φιλοσοφικής αντιπαράθεσης δεν θα ικανοποιηθεί από την εργασία των Edmonds και Eidinow. Είναι επίσης αμφιλεγόμενος ο τρόπος με τον οποίο επιλέγουν να ερμηνεύσουν τα βιογραφικά, ψυχολογικά και ιστορικά στοιχεία ως συνιστώσες του φιλοσοφικού credo. Παρ' όλα αυτά, το βιβλίο καταφέρνει να αναγνωρίσει τον πλούτο του περιβάλλοντος της Βιένης στο τέλος του 19ου αιώνα, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκαν εξέχουσες προσωπικότητες και ρωμαλέα σκέψη. Με αυτήν του την ιδιότητα, αποτελεί ένα γοητευτικό σχόλιο στην ιστορία της φιλοσοφίας.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΧΡΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 27/08/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις