0
Your Καλαθι
Ο σκύλος του Ρουσσό
Η ιστορία δύο μεγάλων στοχαστών και της διαμάχης τους την εποχή του Διαφωτισμού
Περιγραφή
Ο Ζαν-Ζακ Ρουσσό -φιλόσοφος, συνθέτης, παιδαγωγός, πολιτικός στοχαστής- βρισκόταν σε διαρκή κίνηση. Προσπαθούσε να ξεφύγει από τη μισαλλοδοξία, τις διώξεις και τους εχθρούς του που τον αποκαλούσαν παράφρονα και δημόσιο κίνδυνο. Ο Ντέιβιντ Χιούμ, ο πλέον διακεκριμένος φιλόσοφος της αγγλικής γλώσσας, διεθνώς αναγνωρισμένος ως υπόδειγμα αξιοπρέπειας, έσπευσε να τον βοηθήσει. Φυγάδευσε τον Ρουσσό μαζί με τον πολυαγαπημένο του σκύλο, το Σουλτάνο, στην Αγγλία. Ως τη στιγμή που όλα πήγαν στραβά.
Στο "Σκύλο του Ρουσσό" οι David Edmonds και John Eidinow πραγματεύονται τη σφοδρή διαμάχη που έκανε αυτούς του δύο φιλοσόφους του Διαφωτισμού θανάσιμους εχθρούς. Το αποτέλεσμα είναι μια ιστορία για τη διασημότητα και το τίμημά της, για τις αναίσχυντες υπεκφυγές, τις χαμένες υπολήψεις και τις κατεστραμμένες φιλίες. Είναι η ιστορία δύο ανθρώπων με διαφορετικές προσωπικότητες και ιδέες, το έργο των οποίων έμελλε να αλλάξει για πάντα τον κόσμο μας. Τέλος, είναι μια ανθρώπινη ιστορία συμπόνιας, προδοσίας, οργής και εκδίκησης.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Το 2004 το ελληνικό αναγνωστικό κοινό είχε την ευκαιρία να εκπλαγεί ευχάριστα με το βιβλίο «Η οργή του Βιτγκενστάιν» (μετάφραση: Μαργαρίτα Μηλιώρη, εκδόσεις «Πατάκη») των Βρετανών δημοσιογράφων του BBC Ντέιβιντ Εντμοντς και Τζον Αϊντινάου. Σ' αυτό το έργο περιγράφεται η πνευματική και ιστορική ατμόσφαιρα που οδήγησε δύο από τους σημαντικότερους στοχαστές του 20ού αιώνα, τον Καρλ Πόπερ και τον Λούντβιχ Βιτγκενστάιν να συγκρουσθούν για μία ασήμαντον αφορμή. Το επόμενο βιβλίο των δύο, «Ο Μπόμπι Φίσερ πηγαίνει στον πόλεμο», περιγράφει μια απίστευτη σύγκρουση εντός και εκτός σκακιστικού παιχνιδιού μεταξύ δύο μεγάλων σκακιστών, του Μπομπ Φίσερ και του Μπόρις Σπάσκι. Το πώς το κοινότοπο δημιουργεί ιστορικά δεδομένα αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο ξετυλίγεται το νήμα και του παρουσιαζόμενου έργου.
Στον «Σκύλο του Ρουσσώ» οι δύο συγγραφείς παρακολουθούν πώς μια φιλία που γεννήθηκε κάτω από την πίεση των συγκυριών, μετατράπηκε σε μια βαθιά και ασυμφιλίωτη έχθρα. Ο διωγμένος από τη Γενεύη και τη Βέρνη και καταδικασμένος από το παρλαμέντο του Παρισιού Ρουσό αναζητεί μια νέα Αρκαδία για την ευαίσθητη και διάφανη ψυχή του. Αναζητεί ένα φυσικό και πνευματικό καταφύγιο, το οποίο, με την προτροπή της μαντάμ ντε Μπουφλέρ, βρίσκει στον Σκότο φιλόσοφο και ιστορικό Ντέιβιντ Χιουμ, τον άνθρωπο που τον προσκάλεσε να μείνει στη φιλελεύθερη και ανεκτική Αγγλία του Γεωργίου του Γ'.
Ο Χιουμ, συγγραφέας της εξάτομης ιστορίας της Αγγλίας, αλλά και των φιλοσοφικών έργων «Πραγματεία για την Ανθρώπινη Νόηση» (1740) και «Ερευνες για την Ανθρώπινη Νόηση και για τις Αρχές της Ηθικής» (1748), έχει τεθεί επικεφαλής στην προσπάθεια υπέρβασης του καρτεσιανού ορθολογικού σκεπτικισμού, θέτοντας τις συστηματικές βάσεις του εμπειρικού σκεπτικισμού. Ο Ρουσό το 1762 με το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» και τον «Αιμίλιο» τίθεται επικεφαλής ενός φιλοσοφικού ρεύματος που, αν και ανήκει στη νεωτερικότητα, αμφισβητεί τον θετικό ρόλο της ίδιας της γνώσης και την αναπόφευκτη πορεία των πολιτισμένων κοινωνιών προς την πρόοδο.
Ο Χιουμ αναλαμβάνει να φιλοξενήσει τον Ρουσό και παράλληλα να του εξασφαλίσει και μια βασιλική σύνταξη. Οι προθέσεις και προοπτικές είναι πολύ καλές. Το ταξίδι των καλών προθέσεων ξεκινάει το 1766 και διασχίζει τη Μάγχη. Μαζί όμως με την αποβίβαση των δύο φιλοσόφων, καθώς και του αγαπημένου σκύλου του Ρουσό, του Σουλτάν, στις ακτές της Αγγλίας αποβιβάζονται και οι καλές προθέσεις. Αυτή η εκκολαπτόμενη σύγκρουση ξεκινά κατά τον διάπλου της Μάγχης, όταν ο Ρουσό ακούει ή φαντάζεται να ακούει τον Χιουμ να ψιθυρίζει στον ύπνο του «κρατάω τον Ρουσό». Συνεχίζεται με μια φάρσα του πατέρα του γοτθικού μυθιστορήματος Χόρας Γουόλπολ, όταν αυτός δημοσιεύει μια επιστολή δήθεν του Φρειδερίκου Γουλιέλμου της Πρωσίας, με την οποία προσκαλεί τον φιλόσοφο της διαφάνειας στην Πρωσία και του δηλώνει πως «ως βασιλιάς έχω τη δυνατότητα να σας κάνω όσο δυστυχή το επιθυμείτε». Αυτή η φράση αποδίδεται στην ευρηματικότητα του Χιουμ. Ο Ρουσό, επιρρεπής στη συνωμοσιολογία, πιστεύει πως ο Χιουμ τον κάλεσε στην Αγγλία για να τον γελοιοποιήσει. Η καχυποψία του κορυφώνεται όταν ο Χιουμ του ζητεί να απαντήσει στην προσφορά του βασιλιά της Αγγλίας για μια τιμητική σύνταξη, η οποία πρέπει να μείνει κρυφή. Ο Ρουσό είχε ήδη ζητήσει από τον ηγέτη των Ουίγων Κόνγουεϊ να παγώσει προσωρινά το θέμα. Την ίδια περίοδο ο Χιουμ παρανοώντας την απάντηση του Ρουσό, του απαντά πως θα φροντίσει η απονομή της σύνταξης να δημοσιοποιηθεί, γιατί πιστεύει πως αυτός είναι ο λόγος της επιφυλακτικότητας του Ρουσό. Ο τελευταίος εξοργίζεται και ζητεί τη διακοπή της επιστολογραφίας του. Σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι οποίοι εμφανώς τάσσονται με τη μεριά του Ρουσό, ο Χιουμ απαντά με υπερβολικό τρόπο βομβαρδίζοντας τα αριστοκρατικά σαλόνια με επιστολές κατά του Ρουσό. Επίθεση που τον Οκτώβριο του 1767 φτάνει μέχρι την έκδοση της επιστολογραφίας και ενός χρονικού της διαμάχης. Οι δύο φιλόσοφοι δεν συμφιλιώθηκαν ποτέ, παρότι το 1768 ο Ρουσό παραδέχτηκε πως οι υποψίες του για τον Χιουμ ήταν αβάσιμες και άδικες. Στην ιστορία των δύο Βρετανών δημοσιογράφων ο Σκότος φιλόσοφος, ο θιασώτης του αυστηρού ορθολογισμού, αντιδρά πολύ πιο συναισθηματικά από τον φιλόσοφο των συναισθημάτων, της αλήθειας και της φιλίας. Φαίνεται παράδοξο, και όμως δεν είναι, γιατί είναι ο Χιουμ αυτός που πάντοτε υποστήριζε πως η ηθική εξηγείται από τα αισθήματα και όχι από τη λογική. Και είναι ο συγγραφέας των «Εξομολογήσεων» που ως υπέρτατη αξία του θέτει την άδολη και άνευ κινήτρων φιλία. Μια φιλία η οποία επιτυγχάνεται μόνο μεταξύ ίσων, την οποία επομένως είναι ικανός να προσφέρει μόνον ο άγριος άνθρωπος και ο σκύλος του, ο Σουλτάνος. Εξάλλου δεν πρέπει να διαφεύγει από την προσοχή μας πως για τον Ρουσό ο κόσμος της κυριαρχίας εκτείνεται μέχρι εκεί όπου χαράσσονται τα όρια των κοινωνικών συμβάσεων, αφήνοντας από εκεί και πέρα ελεύθερο το πεδίο στον κόσμο της οικειότητας («Κοινωνικό Συμβόλαιο», Βιβλίο ΙΙ, κεφ. 4).
Οι συγγραφείς περιγράφουν τη συνάντηση δύο αστεριών που ανήκουν σε διαφορετικά φιλοσοφικά σύμπαντα και συναντώνται στη μαύρη τρύπα των προσωπικών φιλοδοξιών και μικροτήτων. Η σύγκρουση των δύο φαίνεται να κατεβάζει από τα ύψη της αλαζονείας και της έπαρσης τον Λόγο, για να τον προσγειώσει στα λασπόνερα και στα σκοτεινά δρομάκια της καθημερινότητας.
Μια άλλη ανάγνωση όμως θα προσέγγιζε αυτή τη σύγκρουση μέσα από το πρίσμα της λογικής πως στον φιλοσοφικό στοχασμό τίποτα δεν είναι ξένο, ακόμη και η μικροπρέπεια και η εξαλλοσύνη. Και πηγαίνοντας παραπέρα θα διέκρινε πως η συναισθηματική έκρηξη και ακόμη ο αρρωστημένος εγωισμός αποτελούν προϋποθέσεις της Υψηλής Θεωρίας. Στην επιφάνεια αυτού του βιβλίου νομιμοποιείται κανείς να διακρίνει ένα φιλοσοφικό ριάλιτι, πέρα όμως από αυτή την επιφάνεια διακρίνεται το γεγονός πως πουθενά αλλού δεν υπάρχει μεγαλύτερο πάθος και συναίσθημα απ' όσο στον κόσμο της γνώσης.
Η γραφή και οι συγγραφείς δεν συμβιβάζονται με τον κόσμο της ενοχής, γιατί αναλαμβάνουν αυτοί την εκπροσώπηση της ενοχής. Η ενοχή είναι το έργο τους, αθώα είναι μόνον η διεφθαρμένη καθημερινότητα. Ο πνευματικός άνθρωπος στον βαθμό που επιθυμεί να βοηθήσει την κοινωνία να χειραφετηθεί, στερείται του αγαθού της άμεσης επικοινωνίας και της φιλίας. Η ζωή του διανοουμένου είναι δουλεία. Μια δουλεία όμως γεμάτη πλούσια και ευτυχισμένα συναισθήματα και ανοιχτή ταυτόχρονα στις μεγαλειώδεις μικρότητες.
Οπως και να το κάνουμε, η μεγαλύτερη αδικία είναι να κρίνει κανείς άνισα πράγματα με ίσο τρόπο. Ο Ρουσό πίστευε πως δεν εγκατέλειψε τα παιδιά του, δεν συγκρούστηκε με όλους τους μεγάλους στοχαστές του Διαφωτισμού, δεν άλλαξε τα θρησκευτικά του πιστεύω και τις πατρίδες του, απλώς παραγνώριζε και αδιαφορούσε για οτιδήποτε μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στη διαφάνεια των προσωπικών του επιλογών. Ο φιλόσοφος της Γενεύης προτίμησε να εξέλθει από την κοινωνία για να παραμείνει ωραία ψυχή. Πίστευε πως αν οι πράξεις του δεν έχουν ηθική δικαίωση, δεν μπορεί να είναι ένοχος ο ίδιος για καθήκοντα που επιβάλλονται από την ένοχη κοινωνία.
Αυτό σε γενικές γραμμές είναι το φορτίο του στοχασμού, φορτίο που εκούσια ή ακούσια μεταφέρουν, αλήθεια όχι τόσο συναρπαστικά όσο στην «Οργή του Βιτγκενστάιν», οι δύο συγγραφείς. Η παρούσα έκδοση, εκτός από την καλή μετάφραση της Παπακωνσταντοπούλου, συνοδεύεται από χρονολόγιο και τη βιογραφική παρουσίαση των προσωπικοτήτων της εποχής.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΑΚΑΝΤΑΡΗΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 15/02/2008
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις