Ιστορία της ασχήμιας
Περιγραφή
Η ομορφιά και η ασχήμια είναι φαινομενικά δύο έννοιες αλληλένδετες· συνηθίζουμε, μάλιστα, να θεωρούμε την ασχήμια ως το αντίθετο της ομορφιάς, σε σημείο που αρκεί να προσδιορίσουμε τη μία για να κατανοήσουμε την άλλη. Ωστόσο, στο πέρασμα των αιώνων, οι διαφορετικές εκφάνσεις του άσχημου είναι πιο πλούσιες και απρόβλεπτες απ' ό,τι συνήθως πιστεύουμε. Τόσο τα κείμενα
όσο και οι εκπληκτικές εικονογραφήσεις αυτού του βιβλίου μάς οδηγούν σ' ένα συναρπαστικό ταξίδι περίπου τριών χιλιάδων χρόνων, ανάμεσα σε εφιάλτες, συλλογικές φοβίες και έρωτες,
όπου το αποκρουστικό συμβαδίζει συχνά με το συγκινητικό και το πονόψυχο, όπου η απόρριψη της δυσμορφίας συνοδεύεται από τη γοητεία που γεννά η παραβίαση κάθε κλασικού κανόνα ομορφιάς.
Ο αναγνώστης που θα διαβάσει το βιβλίο αυτό θα αναφωνήσει σίγουρα: "Πόσο όμορφη είναι η ασχήμια!"
Το βιβλίο αυτό έρχεται να συμπληρώσει τον τόμο Ιστορία της ομορφιάς, που κυκλοφόρησε το 2004.
Κριτική:
Ο Ουμπέρτο Έκο χαρτογραφεί την πορεία της μέσα στον χρόνο...
Δύσκολη δουλειά η ασχήμια
Το άσχημο και το ωραίο είναι δύο εκδοχές που μπορούμε να τις βιώσουμε με ουδέτερο τρόπο. Αυτό επιβεβαιώνει συχνά η συμπεριφορά των νέων, λέει ο Ουμπέρτο Έκο. Δεξιά ο αγαπημένος Τζεντάι των παιδιών, στον «Πόλεμο των άστρων»
ΣΥΜΜΕΤΡΙΚΟ ΑΝΤΙΒΑΡΟ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ,
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΧΗΜΙΑΣ ΣΕ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΤΟΥ ΟΥΜΠΕΡΤΟ
ΕΚΟ, ΠΟΥ ΚΥΚΛΟΦΟΡΕΙ ΣΕ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΦΙΛΟΔΟΞΕΙ
ΝΑ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΕΙ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ
ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ. ΑΡΚΟΥΝ ΟΜΩΣ ΛΙΓΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΝΑ ΑΝΑΦΩΝΗΣΕΙ
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ: ΔΥΣΚΟΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ Η ΑΣΧΗΜΙΑ!
Δεν πρόκειται για καινούργια διαπίστωση. Ψάχνοντας τη βιβλιογραφία για την ομορφιά και αυτή για την ασχήμια, διαπιστώνει κανείς ότι η δεύτερη υποαντιπροσωπεύεται. Αν με την ομορφιά ασχολούνται λίγο-πολύ οι πάντες, την ασχήμια την αποφεύγουν όλοι ως θέμα πολύπλοκο και απεχθές. Στην αρχή του βιβλίου ο Έκο παραθέτει μια σειρά συνωνύμων για το άσχημο: αηδιαστικό, φρικτό, δυσάρεστο, γκροτέσκο, αποτρόπαιο, βδελυρό, μισητό, απρεπές, ρυπαρό, βρωμερό, πρόστυχο, απωθητικό, τρομακτικό, ευτελές, τρομερό, απαίσιο, ανατριχιαστικό, αποκρουστικό, φρικιαστικό, φοβερό, εφιαλτικό, τερατώδες, εμετικό, απεχθές, σιχαμερό, αναγουλιαστικό, χυδαίο, ποταπό, άχαρο, λυπηρό, καταθλιπτικό, άσεμνο, δύσμορφο, παρακατιανό, παραμορφωμένο.
Η ετερογένεια των λέξεων αυτών δείχνουν ακριβώς πόσο δύσκολο είναι να προσδιορίσουμε και να περιορίσουμε τι ακριβώς εννοούμε με τη λέξη άσχημο. Αν ξαναδιαβάσετε τα συνώνυμα θα δείτε ότι δεν συμφωνείτε με όλα- κάποιοι, για παράδειγμα, δεν θα θεωρούσαν άσχημο το καταθλιπτικό ή το παρακατιανό. Κι από την άλλη, θα έχετε σίγουρα αισθανθεί μια σχετική δυσφορία. Σε αντίθεση με το ωραίο, που μπορεί να αντιμετωπιστεί και με παθητική αγαλλίαση, το άσχημο προκαλεί έντονα συναισθήματα: απώθηση, αποστροφή, τρόμο, φόβο, αν όχι και τη βίαιη προσπάθεια εξάλειψής του.
Φαίνεται ότι όλοι οι πολιτισμοί σε κάθε εποχή έχουν μια περιοχή που τη θεωρούν περιοχή της ασχήμιας. Σε αυτή συναντιούνται διαφορετικές εννοιακές κατηγορίες και προβάλλονται ποικίλα συναισθήματα και φοβίες. Αν από αυτήν την άποψη το ζήτημα της ασχήμιας είναι ζήτημα πολιτιστικό και κοινωνικό, σε ένα άλλο επίπεδο γίνεται ζήτημα ιδιοσυστασίας. Υπάρχει δηλαδή πάντα ένα πεδίο εμπειριών, εικόνων, συμπεριφορών και αισθητήριων εναυσμάτων που το άτομο θεωρεί άσχημα και προς τα οποία αισθάνεται απέχθεια. Πρόκειται σε αυτήν την περίπτωση για την ασχήμια ως πρωταρχικό συναίσθημα, την ασχήμια ως ανθρώπινη ανάγκη. Το βασικό ερώτημα, βεβαίως, είναι πώς και σε ποιο βαθμό συνδέονται αυτά τα δύο. Είναι δηλαδή η ασχήμια η αντανάκλαση μιας βαθιάς δομής του ανθρώπινου μυαλού, του τρόπου που ο άνθρωπος οργανώνει τον κόσμο και ως τέτοια διαμεσολαβείται από την κουλτούρα και το κοινωνικό σύστημα; Είναι εγγενής η ανάγκη να υπάρχει το άσχημο στον κόσμο, οπότε η κάθε κουλτούρα αναλαμβάνει να το προσδιορίσει, να το ονομάσει και να το χειριστεί; Ή μήπως κάθε κουλτούρα ονομάζει άσχημο ό,τι βρίσκεται στην περιφέρειά της, ό,τι της είναι ξένο, ό,τι αδυνατεί να κατανοήσει και θεωρεί απειλητικό, αναγκάζοντας στη συνέχεια τα μέλη της να υιοθετήσουν την απώθηση προς το άσχημο ως βασικό μηχανισμό αυτοσυντήρησης μέσα στην ομάδα; Το βέβαιο είναι ότι ο άνθρωπος έχει την τάση να πιστεύει ότι η δική του άποψη για το άσχημο είναι καθολική, ισχύει δηλαδή σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους και τους πολιτισμούς. Η γοητεία μιας αναλυτικής ιστορίας της ασχήμιας είναι ότι σε προκαλεί να δεις πως κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει. Στα εκατοντάδες παραθέματα και εικόνες της Ιστορίας του Έκο, ο αναγνώστης βλέπει πώς αλλάζουν στον χρόνο οι (δυτικές) απεικονίσεις του άσχημου, αλλά και τι λένε για την ασχήμια οι (κυρίως Κεντροευρωπαίοι) συγγραφείς κάθε εποχής. Χαρτογραφείται έτσι η πορεία της ασχήμιας μέσα στον χρόνο και αποδεικνύεται πόσο είναι έννοια σχετική και ιστορικά καθορισμένη. Κατά ένα μέρος θεματικά οργανωμένη και κατά ένα άλλο γραμμικά ιστορική, η αφήγηση του Έκο ξεκινά από τον κλασικό κόσμο, όπου θεοποιούνται ο έρως, η νεότητα, η αναλογία, όπου το «καλό καγαθό» επικρατεί ως ιδανικό. Παράλληλα όμως η ίδια εποχή, εξηγεί, διατηρεί μια περίπλοκη σχέση με την ασχήμια. Δεν είναι τυχαίο ότι τον πιο ολοκληρωμένο λόγο περί ομορφιάς εκφέρει στο Συμπόσιο του Πλάτωνα ο εξωτερικά άσχημος σαν Σειληνός Σωκράτης. Την ίδια στιγμή ένας υπόγειος κόσμος, γεμάτος όντα τρομακτικά εγκαθιδρύεται στο υποσυνείδητο της κλασικής εποχής. Είναι ενδιαφέρον ότι όταν αργότερα ο χριστιανισμός έρχεται να απομυθοποιήσει και να εκλογικεύσει αυτόν τον κόσμο, τα άσχημα τέρατα της κλασικής εποχής μεταμορφώνονται είτε σε φυσικά φαινόμενα είτε σε ωραία πλάσματα με κακές προθέσεις. Οι Γοργόνες, εξηγεί ο Ισίδωρος της Σεβίλλης στον έβδομο αιώνα, ήταν όμορφες μοναχικές γυναίκες. Οι Σειρήνες ήταν πόρνες που ξεπαραδιάζανε τους ναυτικούς. Η Λερναία Ύδρα δεν ήταν πολυκέφαλο φίδι αλλά νεροπηγή με πολλά στόμια. Κι οι Κένταυροι, Θεσσαλοί ιππείς με επιβλητική θωριά. Πρόκειται για μια τακτική που βλέπει κανείς ιστορικά να επαναλαμβάνεται: η υπερβατική ασχήμια μιας προηγούμενης εποχής αναλύεται ως απωθημένη φοβία σε μια μεταγενέστερη εποχή, οπότε όμως και εμφανίζονται νέες μορφές του υπερβατικά άσχημου. Ο χριστιανισμός θα δημιουργήσει τη δικιά του δεξαμενή τεράτων, αντλώντας από κείμενα όπως η Αποκάλυψη του Ιωάννη, και διαμεσολαβώντας υπαρκτές φοβίες όπως ο φόβος των λοιμών και των φυσικών καταστροφών. Παράλληλα, ο Μεσαίωνας θα φέρει τον συνδυασμό του κωμικού με το τρομακτικό, το γκροτέσκο, στο κέντρο της κουλτούρας του. Από τον 17ο αιώνα και μετά, το άσχημο θα εικονισθεί συχνά στην περιοχή της«περίεργης φυσικής» που θα εισαγάγει τη δυσμορφία, την τερατογένεση αλλά και την επιστημονική παρέμβαση στη φύση, ως αισθητικά απωθητικές αλλά διανοητικά ερεθιστικές. Ο Φρανκενστάιν και όλο το γκόθικ παρακλάδι του ρομαντισμού θα φτάσουν να «λυτρώσουν το άσχημο». Περίπου την ίδια τακτική βλέπει ο Έκο να συντηρεί η νεωτερική εποχή: η επαναστατικότητα και η ανοικείωση της επιστημονικής παρέμβασης λυτρώνεται από μια νέα αισθητική που βλέπει ομορφιά στην πρόοδο και ξεκινάει μια καινούργια διαπραγμάτευση με το άσχημο.
Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΧΗΜΟΥ
Γενικά, όλη η Ιστορία της Ασχήμιας διατρέχεται από συγκεκριμένες αγκυλώσεις: είναι ευρωκεντρική, λατινοκεντρική, ρασιοναλιστική, επιδεικτική, συχνά απλοϊκή, δήθεν καταδεκτική και γενικώς ομφαλλογοκεντρική. Κοιτάξτε την εντυπωσιακή αντιπαραβολή δυο εικόνων του Ιερώνυμου Μπος με τη φωτογραφία ενός νέου με σκουλαρίκια και μαλλιά καρφάκι (φωτογραφίες επάνω και αριστερά). Ομοιότητα καταπληκτική, παρατηρήστε όμως την ανάλυση που την ακολουθεί: «Ο Μπος ήθελε να απεικονίσει τους διώκτες του Ιησού και τους αποτύπωσε όπως η εποχή έβλεπε τους βάρβαρους (ας θυμηθούμε πως ακόμα τον 19ο αιώνα οι ψυχίατροι θεωρούσαν τα τατουάζ σημάδι εκφυλισμού). Σήμερα το piercing και το τατουάζ θεωρείται, το πολύ πολύ, μια χαρακτηριστική πρόκληση της νέας γενιάς αλλά σίγουρα δεν εκλαμβάνεται (από την πλειονότητα) ως εγκληματική επιλογή- και μια κοπέλα με ένα κόσμημα στη γλώσσα ή με ένα δράκο ζωγραφισμένο στη γυμνή της κοιλιά μπορεί να συμμετέχει σε μια εκδήλωση για την ειρήνη ή για τα παιδιά της Αφρικής».
Όπως καταλαβαίνει ακόμα κι ο ανυποψίαστος αναγνώστης, αυτό δεν είναι παράδειγμα. Μοιάζει πολύ περισσότερο με την τριπλή φαντασίωση ενός γηραιού Ευρωπαίου πανεπιστημιακού (όπου κορασίς, ημίγυμνη, με σκουλαρίκι γλώσσας και δράκο στην κοιλιά, αποδεικνύεται τελικώς και έμπλεη προοδευτικών ιδεών). Το ότι κανείς αποφασίζει να βάλει σκουλαρίκι στη γλώσσα γιατί κάτι πολύπλοκο θέλει να εκφράσει (κι επίσης γιατί κάτι σχετικά περίπλοκο θέλει να κάνει καλύτερα) δεν ενδιαφέρει τον Έκο. Αυτό που τον ενδιαφέρει, ειδικά στην ανάλυση του «άσχημου» στον σύγχρονο κόσμο, είναι η σιωπηλή «πλειονότητα». Αυτή που προτιμά να βλέπει το διαφορετικό ως άσχημο, και δήθεν το αποδέχεται, με προοδευτικά μεγαλόθυμη καλοκαγαθία, είτε ως πρόκληση είτε ως στερούμενο σημασίας.
Η ΑΒΑΣΤΑΧΤΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΥΜΑΘΕΙΑΣ
Αν υπάρχει ένας πανεπιστημιακός που ο μέσος Ευρωπαίος αναγνώστης αναγνωρίζει ως «αναγεννησιακό πολυμαθή» αυτός είναι σίγουρα ο Ουμπέρτο Έκο. Το όνομα Έκο είναι σήμερα μια σφραγίδα που καθιστά κάθε του βιβλίο καταδικασμένο να επιτύχει. Η Ιστορία της Ασχήμιας, που μεταφράστηκε στα ελληνικά με θαυμαστά αντανακλαστικά (αν και όχι χωρίς ατέλειες), δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Είναι βιβλίο γραμμένο για να εντυπωσιάσει τον μέσο αναγνώστη, τον εξασκημένο στην ταχύτητα πληροφόρησης των αναζητήσεων στο Ίντερνετ και των τηλεοπτικών ντοκιμαντέρ, τον απρόθυμο να αναλύσει περισσότερο το βασικό επιχείρημα μιας μονογραφίας. Η αφήγηση του Έκο συχνά ξεστρατίζει, είτε προς συζητήσεις περί ομορφιάς είτε προς ιστορικές αφηγήσεις, εντυπωσιακές μεν, άσχετες όμως με το θέμα (όπως οι χιλιαστικές προσδοκίες που προκαλεί η Αποκάλυψη , ο Σατανισμός, ο αισθητισμός).
Το βιβλίο, μάλιστα, ενώ είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, μοιάζει ουσιαστικά σαν να είναι οργανωμένο σε επεισόδια - εξ ου και μια τάση να θεωρείται άσχημο γενικώς ό,τι συμφέρει ανά κεφάλαιο.
Άλλοτε είναι το τρομακτικό, άλλοτε το ανοίκειο, άλλοτε το ανήθικο, άλλοτε το βίαιο (!), κι άλλοτε το άγνωστο. Όπως και ο παρουσιαστής τηλεοπτικής εκπομπής που παρουσιάζει τη δουλειά των ρεπόρτερ του, έτσι και ο Έκο δούλεψε με ομάδα «συνεργατών», που αναφέρονται με απειρόμικρα γράμματα στο εσώφυλλο, χωρίς να είναι σαφές πόση ευθύνη φέρουν για το τελικό αποτέλεσμα. Ο ιδανικός αναγνώστης του βιβλίου είναι τελικά όχι αυτός που θα το διαβάσει με προσοχή και από την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά αυτός που θα το αγοράσει, θα το βάλει στο τραπεζάκι του, θα το κοιτάξει, θα το παρακολουθήσει σαν σειρά του Ηistory Channel. Ένας άλλος Έκο μπορεί κάποια στιγμή να αναλάμβανε να γράψει για τη σημειολογία τέτοιων «αναγεννησιακών» τηλε-βιβλίων.
Δημήτρης Παπανικολάου, Τα Νέα, 20/10/2007
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις