0
Your Καλαθι
Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Σκοτεινό τρυγόνι αυτοαποκαλείται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο ποίημά του Προς τη μητέρα μου (1874). Η μικρή ταπεινή εκκλησία του προφήτη Ελιασσαίου βρισκόταν στις αρχές του 20ού αιώνα στην οδό Αρεως, στο Μοναστηράκι, και εκέι πήγαινε ο Γέροντας και έψαλε στις ολονυχτίες.
Με τα υλικά της ποίησης έχουμε μια ζωντανεμένη βιογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, αυτού που σαν το σκοτεινό τρυγόνι τσιμπολογούσε το σταφύλι του φωτός. Πώς συμβαίνει όμως τα βιογραφικά να χωνεύονται και να υποτάσσονται υπό τον άγρυπνον του Ελευθερίου οφθαλμό, χωρίς να απολύουν την αυθυπαρξία τους; Μαγεμένος από το μάγο της γλώσσας Παπαδιαμάντη, δεν προσπαθεί να τον ανταγωνιστεί γλωσσικά, ούτε να στήσει στα πόδια του ένα αποτέλεσμα που να μιμείται τους τρόπους του ψάλτη ποιητή. Όπως τα ψηφιδωτά που δεν διακοσμούν το εσωτερικό των εκκλησιών, παίρνει μία ψηφίδα ζώσα της ζωντανής ζωής κι όχι της μνήμης που κρατάει τη φευγαλέα παρουσία των μορφών και δοκιμάζει να συγκροτήσει τη μορφή του Παπαδιαμάντη με το φως εκείνο, το φως που έρχεται εκ των έσω, όπως τα πρόσωπα των αγίων, των οσίων και των μαρτύρων εκπέμπουν όλο τους το μαρτύριο υπό της εκστάσεως την κλιμακωτή φωταψία. Σ' αυτό το παιχνίδι μιας μορφής που όλο χάνεται κι όλο κερδίζεται από ερμηνείες και ερμηνευτές, άλλοι άγιο τον είπαν που γράμματα δεν γνώριζαν και οι αγράμματοι τον φώναζαν αλήτη. Ο Παπαδιαμάντης δεν χώραγε πουθενά, ούτε στην πόλη ούτε στη Σκιάθο. Μια φορά ξένος στο νησί του, δυο φορές εις του άστεως τον μηχανισμό, που κατεβάζει τους ήρωες φουστανελάδες από τα ύψη της δόξας στους λασπωμένους δρόμους. Η περίπτωση του Παπαδιαμάντη δεν είναι η μοναδική. Μήπως σας φέρνει στο μυαλό άλλα δύο αδέλφια του, που βύζαξαν το γάλα της μοναξιάς και της εσωτερικής εξορίας, τον Θεόφιλο Χατζημιχαήλ και τον Γιαννούλη Χαλεπά; Δεν γνωρίζω πώς αυτός ο τόπος θέλει τους διαφορετικούς τέκνα της πενίας και των παιδιών περίγελο, μπαίγνιο.
ΒΑΣΙΛΗΣ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 14/12/2001
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, πέρα από το καθαυτό λογοτεχνικό του έργο, έχει αναδειχτεί, ως βιοτική περίπτωση πια, σ' έναν πολύ αγαπητό πόλο έμπνευσης για πολλούς από τους μεταγενέστερους, μέχρι και τις μέρες μας, ανθρώπους των γραμμάτων. Η πιο πρόσφατη, ακραιφνής αυτή, περίπτωση είναι η ποιητική συλλογή του Μάνου Ελευθερίου με τον εύγλωττο τίτλο: «Αγρυπνία για το σκοτεινό τρυγόνι στην εκκλησία του προφήτη Ελισσαίου».
Από την άποψη της μορφής, ολόκληρη η ποιητική συλλογή -το ποίημα- είναι ένα ποιητικό κολάζ όπου, ανάμεσα σε άλλα, συμφύρονται περιστατικά της ζωής, μυθολογικές εικόνες, απεικάσματα και φόβοι του ίδιου του ποιητή, αποσπάσματα επιστολών κ.λπ. Ο Μάνος Ελευθερίου δεν διστάζει να εισαγάγει και ορισμένα μικρά, ένθετα πεζά, που θυμίζουν βέβαια τα poemes en prose, τα versets των Γάλλων ποιητών - ακόμα και φανταστικούς διαλόγους με τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Επιπλέον, η «Αγρυπνία» είναι ένα διακειμενικό, καλύτερα διαγραμματειακό ποίημα: χωρίς να κορφολογεί κείμενα, φέρνει επί σκηνής, με συγκεκριμένο σκηνικό ρόλο, πρόσωπα απολύτως υπαρκτά και αναγνωρίσιμα: ο Βάρναλης, ο Καβάφης, ο Βλαχογιάννης, ο Κ. Σκόκος ο Νιρβάνας, ο Καρκαβίτσας, ο Παλαμάς αλλά και ο Μ. Αναγνωστάκης παρελαύνουν όχι μόνο σκηνοθετώντας το ποίημα αλλά μετέχοντας στην ίδια την ποιητική ανασύσταση του βιωματικού υλικού.
Όλη η ποιητική συλλογή πρέπει να διαβαστεί σαν μια συνομιλία-νεκρολογία. Μπορεί ο Μάνος Ελευθερίου να προσφεύγει στην ανασύσταση βιοτικών γεγονότων κι έτσι το ποίημα συχνά να πυροδοτείται από ένα «βιωματικό»-ψυχολογικό υπόστρωμα (μέσω της εικόνας που έχει ο ποιητής για τον Α. Παπαδιαμάντη), αλλά στην ουσία προσέρχεται στο μυθολογημένο πρόσωπο του Παπαδιαμάντη με το δέος του ταπεινού φίλου και θαυμαστή και με την επιθυμία να συνομιλήσει μαζί του.
Ο Μ. Ελευθερίου δεν βιογραφεί αλλά συνομιλεί (μάλιστα με τον ιδιαίτερο τρόπο της νεκρολογίας) με τον Α. Παπαδιαμάντη. Και καθώς ο τελευταίος έχει λάβει, αναπόφευκτα, μια συγκεκριμένη ιδεολογική χροιά, πράγμα που συμβαίνει σε όλους τους σημαίνοντες δημιουργούς (διότι είναι γνωστό πως η λογοτεχνία από μόνη της δεν είναι ποτέ αρκετή, αλλά παραπέμπει σε τόπους άλλους, και όλως ιδιαιτέρως στον προνομιούχο ορίζοντα των ιδεών), ο Μ. Ελευθερίου μάχεται και σ' αυτόν τον τόπο: άθελά του απαντά σε όσους, τον τελευταίο καιρό και με περισσή κάποτε κάποτε αγωνία, προσπαθούν να απογυμνώσουν τον Σκιαθίτη από το πιο βαρυσήμαντο χαρακτηριστικό του: τη βαθιά, ανυπόκριτη θρησκευτικότητά του και ό,τι αυτή συνεπάγεται ως στάση ζωής. Ιδιαίτερα η ένδεια του Παπαδιαμάντη -σε μια από τις πιο σπαρακτικές αποστροφές της «Αγρυπνίας»- αναδεικνύεται σ' αυτό που πράγματι είναι: ηθελημένη πτωχεία.
Όπως είπαμε και προηγουμένως, ο Μ. Ελευθερίου δεν διαλέγει την εύκολη λύση της ποιητικής βιογράφησης του Παπαδιαμάντη. Αυτή η μορφή της συνομιλίας-νεκρολογίας, που συνδυάζει τα χαρακτηριστικά του παραληρήματος και της κατάνυξης, μοιάζει να επιλέγεται για μία άλλη δυνατότητα που χαρίζει στον ποιητή: πίσω από τις αράδες διαβάζει κανείς την αγωνία του ποιητή για τη δική του τύχη. Σε μια περίτεχνη διαδικασία ωσμώσεως, καθώς ανελίσσεται το ποίημα και κορυφώνεται η συνομιλία, ο ποιητής υποκαθιστά τον ήρωα, το ποιητικό υποκείμενο, με τρόπο έμμεσο και κρυφό, αντικαθιστά το ποιητικό αντικείμενο, η personna καταπίπτει και η συνομιλία μετατρέπεται σε μύχιο, πένθιμο λόγο του ίδιου του ποιητή.
Ο Ελευθερίου συλλέγει και επεξεργάζεται σχεδόν όλα τα παραδεδομένα στοιχεία για τον Α. Παπαδιαμάντη: την ταπεινότητα, την πτωχεία, την αποστροφή του προς τους δυνατούς, την άκαμπτη προσήλωσή του στα μικρά και καθημερινά κ.λπ. Θυμώνει πραγματικά με τη μεταχείριση που του επιφυλάσσουν πολλοί συγκαιρινοί του, μοιράζεται μαζί του μια σχεδόν απέχθεια για το σώμα και μια οικειότητα με την ψυχή, αλλιώς: την κατάφαση προς το Ακίνητο και το Αιώνιο· τον θαυμάζει χωρίς να τον αγιοποιεί.
Η συνομιλία αυτή διεξάγεται επί ίσοις όροις: ο ζων ποιητής, όσο κι αν σκιάζεται από τη βαριά σκιά του εκλιπόντος, προσέρχεται στη σεμνή αγρυπνία, στέκεται στο προσκέφαλο του πεφιλημένου νεκρού, έχοντας στην ποιητική σκευή του, ανάμεσα σε άλλα, το πολύτιμο στοιχείο της έκπληξης: εκστατικά, με το θάμβος του παιδιού, ατενίζει το μεταφυσικό όραμα του Παπαδιαμάντη, που μοιάζει να το συμμερίζεται κι ο ίδιος· άναυδος βλέπει να «φεύγουνε, φεύγουνε οι νεκροί ολοένα / κι άλλοι που ζήσανε τον κόσμο σα νεκροί»· έκπληκτος παρατηρεί πως, πέρα από τον εαυτό του, «κι άλλους πήρε το άδικο κι η νύχτα». Κι είναι γνωστό πως η ποίηση, όποια κι αν είναι η αφετηρία ή η τεχνοτροπία της, άσχετα αν υπηρετεί το έπος ή τη λύρα, θα έχει πάντα κλεισμένο στον αρχικό της πυρήνα ένα στοιχείο αιφνιδιασμού, σε αντίθεση με την πεζογραφία, η οποία, όποια κι αν είναι, απ' όπου κι αν προέρχεται, θα εγκλείει στο δικό της αρχικό πυρήνα ένα στοιχείο στρατηγικής.
Με την «Αγρυπνία», η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1975, ο Μάνος Ελευθερίου, σε μια ευγενική όσο και ταπεινή χειρονομία προς τον Σκιαθίτη πρόγονο, διαλέγεται μαζί του με τον τρόπο των αυθεντικών ποιητών: υπαινικτικά και κατανυκτικά, δίνοντας χώρο στην ακαριαία συγκίνηση και στον ριγηλό στοχασμό. Ή, αλλιώς, τροποποιώντας ελαφρά έναν δάνειο στίχο της συλλογής και αφιερώνοντάς τον στον Παπαδιαμάντη: «Σαν κλήμα τον κλαδεύουνε / και κλαδεμούς δεν έχει».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ, ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 22/03/2002
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις