0
Your Καλαθι
Η πόρτα της Πηνελόπης
Περιγραφή
ΚΡΙΤΙΚΗ
Ανοίγοντας την Πόρτα της Πηνελόπης, ο Μάνος Ελευθερίου δεν μας φέρνει μπροστά στον υποτιθέμενο θησαυρό των Μνηστήρων, αλλά σε μια σύγκρουση με τον ενδότερο εαυτό μας, έτσι όπως αυτός συνοψίζεται μέσ' από τις εμμονές του: το φόβο του θανάτου, την αδικαίωτη ύπαρξη, το διαρκώς αδικούμενο από τους άλλους κοινωνικό υποκείμενο· όλα αυτά, και πολλά άλλα, παρελαύνουν θεματογραφικά από την τελευταία συλλογή του.
Ωστόσο τα κυριότερα συναισθηματικά μοτίβα που επανέρχονται διαρκώς, είναι το πένθος (και οι κρυφές λειτουργίες του) και η, πλατωνικής προέλευσης βέβαια, εξορία του ποιητή.
Σε ό,τι αφορά το πρώτο, την κυρίαρχη θέση του δεν την εδραιώνει τόσο η πολλαπλή επανάληψη του ονόματος όσο μια διάχυτη -στα πρόσωπα του ποιήματος αλλά και στον ποιητή- αίσθηση ότι τίποτα δεν μπορεί να αποκτήσει νόημα χωρίς αυτό. Στην «Πόρτα της Πηνελόπης» όμως το πένθος δεν είναι ποτέ το αποκλειστικό αποτέλεσμα μιας ατομικής ψυχικής διαδικασίας· προέρχεται πάντοτε από την ατελέσφορη, ενίοτε και αδηφάγο, επαφή με τον Αλλο. Κι αυτή η τελευταία δεν περιέχει, όπως θα αναμενόταν, την ανταλλαγή αισθημάτων, αλλά πρόκειται μάλλον για την αμοιβαία απορρόφηση των κραδασμών που προκαλεί η ανθρώπινη επιθετικότητα.
Από την άλλη, η εξορία του ποιητή δεν είναι αποτέλεσμα μιας εκ των προτέρων τεθειμένης τάξεως πραγμάτων, πολύ δε περισσότερο δεν είναι η φυσική θέση του ποιητή. Η εξορία του συνυφαίνεται με την αδικία (γι' αυτό ίσως το βαθύτερο αίτημα που διέπει τη συλλογή είναι το αίτημα για δικαιοσύνη), μια αδικία κοινωνικο-λογοτεχνικής υφής, που δεν έχει άλλη αιτία από το γνωστό ανθρώπινο φθόνο. Σαν ο ποιητής να βάλλεται δυνάμει και μόνον αυτής του της ιδιότητας, αλλά ταυτόχρονα να αποκτά και ένα επιλεκτικό δικαίωμα, ένα σύμφυτο προς την ποιητική του ιδιότητα προνόμιο: να απονέμει (και να του απονέμεται) δικαιοσύνη. Τα πράγματα όμως του αμφισβητούν συνεχώς αυτό το προνόμιο, και ο ποιητής χρησιμοποιεί το μοναδικό όπλο που έχει: μετατρέπει τον καημό του σε ποίηση.
Παρά τον καημό αυτόν όμως και την εξορία του, ο ποιητής δεν υποβιβάζεται σε ενεργούμενο του καιρού του. Είναι ο κυρίαρχος ηγεμόνας, άρχοντας του τόπου και του χρόνου του, ταυτόχρονα όμως είναι στρατηγός χωρίς στρατό και, προς το τέλος της συλλογής, τα πήλινα πόδια του, που μόλις πριν από λίγο τον ύψωναν ώς τον ουρανό, σπάνε, και ο ποιητής διατρέχει τον κίνδυνο να καταρρεύσει κάτω από το βάρος μιας ζωής που τον εξόρισε από τον κόσμο και της αβόλευτης ψυχής του.
Από μορφική άποψη, ο Ελευθερίου εμφανίζεται ανεξίθρησκος: χρησιμοποιώντας τρόπους του ποιητικού μοντερνισμού, δεν διστάζει, στο δεύτερο μισό της συλλογής, να προσχωρήσει σ' έναν συγκινημένο ποιητικό ρεαλισμό, δανειζόμενος τρόπους και στοιχεία από παλαιότερες ποιητικές μορφές, ενώ ταυτόχρονα ακούγονται, διακριτικά, ο Σολωμός και ο Καρυωτάκης.
Σε αυτό το δεύτερο μισό η χρήση τέτοιων παλαιότερων τρόπων, όπως είναι το μέτρο και η ομοιοκαταληξία (αλλού δεκαπεντασύλλαβος, αλλού με λιγότερες συλλαβές· αλλού σταυρωτή, αλλού ζευγαρωτή, αλλού μεικτή· αλλού τετράστιχες, αλλού εξάστιχες στροφές), δεν μοιάζει να είναι το βίαιο ξέσπασμα ενός εξαναγκασμένου -και εξαναγκαστικού- μεταμοντερνισμού, αλλά το ευοίωνο αποτέλεσμα μιας μακράς τριβής με την παλαιότερη ποίηση και μια εκτεταμένη, λειτουργική εξαίρεση στο κύριο σώμα της συλλογής.
Ως προς τη μορφή, ασφαλώς ο απόηχος από τη στιχουργική ιδιότητα του Μάνου Ελευθερίου δεν είναι μακρινός. Σχεδόν όλα τα ποιήματα ρυθμοδοτούνται από μια, κρυφή ή φανερή, μετρική, και όλα διαθέτουν ρυθμική αγωγή. Αυτό, συνδυασμένο με μια μουσικότητα που πηγάζει από τη χρήση των λέξεων -ευτυχώς όχι εξεζητημένη, διότι ο Μάνου Ελευθερίου συνθέτει την ποίησή του με τα πιο ταπεινά γλωσσικά υλικά-, δίνει στα ποιήματα την αίσθηση τραγουδιού, ενώ παραμένουν, καθ' όλα, ποιήματα, που, όπως είπαμε, άλλοτε ανήκουν σ' έναν αφομοιωμένο μοντερνισμό και άλλοτε σε μια, καλά χωνεμένη, παλαιότερη ποιητική παράδοση (Ψαλμοί, λοιπή εκκλησιαστική ποιητική γραμματεία, δημοτικό τραγούδι κ.λπ.).
Αν όμως τα βαθύτερα θέματα της συλλογής είναι το αληθές νόημα του πένθους και η εξορία του ποιητή, αυτά τα δύο υποστηρίζονται από άλλα, επιμέρους, θέματα, που αναδύονται καθαρότερα στην επιφάνεια των ποιημάτων: η έντονη παρουσία της επαρχίας -σ' έναν ποιητή που δεν είναι αυτό που θα λέγαμε επαρχιώτης- θα μπορούσε να εκληφθεί περισσότερο σαν συναισθηματικός τόπος παρά σαν πραγματική κατάσταση· η αίσθηση της αμαρτίας, θρησκευτικής χροιάς και προέλευσης, σε μια συλλογή απ' όπου δεν λείπει καθόλου το θρησκευτικό, το οποίο, σε όσα ποιήματα παρουσιάζεται, εμφανίζεται λιγότερο σαν μεταφυσικό ρίγος και περισσότερο ως πηγή διαρκούς παρηγορίας· η παρουσία του κόσμου του θεάτρου -συχνότερα μάλιστα στην ταπεινή εκδοχή των θεατρίνων- σ' ένα βιβλίο απ' όπου δεν λείπει η θεατρικότητα, ενώ δεν παραλείπει να αποτίσει φόρο τιμής και στην παιδική ηλικία, στη μυθική Ερμούπολη των παιδικών του χρόνων· τέλος, η προσδοκία ενός αόριστου Επέκεινα ως μόνου δυνατού χώρου δικαίωσης του αυτουργού αυτών εδώ των, συγκεκριμένων, ποιημάτων.
Στη συλλογή αυτή ο Μάνος Ελευθερίου -και ίσως είναι αυτό το μεγαλύτερο επίτευγμα- κατορθώνει να συναιρέσει το υποκείμενο της γραφής με το πάσχον βιοτικό υποκείμενο, σ' ένα σχήμα όπου το πένθος -κοινός λυρικό τόπος τόσων και τόσων ποιητών-συνηχεί, σε χρόνο παρελθόντα, με την τετελεσμένη αδικία, και με την προσδοκία της δικαίωσης, σε χρόνο μέλλοντα.
Και αφού αποφύγαμε επιμελώς να παραθέσουμε αυτούσιους στίχους από το βιβλίο εις επίρρωσιν των γραφομένων -συνήθεια μάλλον παλιομοδίτικη-, ας δωρηθεί στον αναγνώστη η δεύτερη στροφή από το φερώνυμο ποίημα, κλειδί ίσως για ν' ανοιχτεί η Πόρτα της Πηνελόπης:
Ποτέ στη ζωή της δε σηκώθηκε από κει. / Ισως εκεί γεννήθηκε στα πένθη της και γέρασε. / Νερό των πεθαμένων πίνει, της Σελήνης. / Φοράει μαύρα και πενθεί. / Και για πολλούς πενθεί κι ίσως για μένα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΝΑΡΙΟΣ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/05/2004
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις