0
Your Καλαθι
Ο καιρός των χρυσανθέμων
Περιγραφή
Ο θίασος της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου –της μεγαλύτερης θεατρικής δόξας της εποχής της– καταφθάνει χειμώνα του 1896 στην Ερμούπολη που βαδίζει πλέον προς τη δύση της ένδοξης ιστορίας της. Το τελευταίο βράδυ, μετά την τιμητική της πρωταγωνίστριας με τη Φαύστα του Δημητρίου Βερναρδάκη, ο θίασος θα δειπνήσει στο μέγαρο των Πινά, μιας παλαιάς οικογένειας που έχει χάσει πια την αίγλη και τα πλούτη της.
Το αποχαιρετιστήριο δείπνο θα μεταβληθεί σε σκηνικό θαυμάτων: Πρώτη φορά θα αντηχήσουν από το γραμμόφωνο άριες αγαπημένων μελοδραμάτων και η ομήγυρη θα γνωρίσει ένα κορίτσι, το οποίο αργότερα θα ανακηρυχθεί σε αγία από την Καθολική Εκκλησία. Όλα συντελούνται ανάμεσα σε πολλούς έρωτες, ανομολόγητα πάθη, αντιπαλότητες και μελλοντικές χαρές.
Μια κατανυκτική Ακολουθία των Παθών, και της πόλης και των ηρώων, η οποία, ωστόσο, θα τελειώσει με το θρίαμβο της αγάπης και την αποκατάσταση της ευτυχίας.
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
ΚΡΙΤΙΚΗ
AΓΓEΛΟΣ KAI ΔAIMΟNAΣ, ΔPΟΣEPΟ AEPAKI KAI ΘYEΛΛA, H EYAΓΓEΛIA ΠAPAΣKEYΟΠΟYΛΟY, H EΛΛHNIΔA ΣAPA MΠEPNAP, ΠΟY EKAIΓE TΟ ΣANIΔI ΣTA TEΛH TΟY 19ου AIΩNA, EINAI H HPΩIΔA TΟY MANΟY EΛEYΘEPIΟY ΣTΟ ΠPΩTΟ TΟY MYΘIΣTΟPHMA, ΠΟY MAΣ AΠΟKAΛYΠTEI ΟTI Ο KPYΦΟΣ TΟY EPΩTAΣ ΔEN EINAI TA TPAΓΟYΔIA, AΛΛA TΟ ΘEATPΟ.
Ερμούπολη, 8 Νοεμβρίου 1896. Είναι η εποχή που τα διπλά χρυσάνθεμα ανθίζουν και φωτίζουν την πόλη με το εκρηκτικό τους κίτρινο. Σε λίγο θα μαραθούν. Το ίδιο και ολόκληρο το νησί, που παρακμάζει και μαζί του ένας ολόκληρος κόσμος που ζει την τελευταία του αναλαμπή. Εκείνη τη μέρα, η 30χρονη Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, η μεγαλύτερη θεατρική δόξα του καιρού της, φθάνει στη Σύρο για δεύτερη φορά και με έναν πολυμελή θίασο, παρουσιάζει τη «Φαύστα» του Βερναρδάκη. Θα την υποδεχθεί πριγκιπικά η οικογένεια του ?γγελου και της Ζενής Πινά, ξιπασμένοι και ξεπεσμένοι πλούσιοι με ετοιμόρροπη ζωή και ετοιμόρροπα αισθήματα, όμως εκείνη θα τρώγεται μέσα της. Θα στάζει αίμα. Ο Τύπος την κατηγορεί ότι παρουσιάζει ασήμαντα έργα σε μια γελοία γλώσσα και το άστρο της αρχίζει να δύει.
H Παρασκευοπούλου μιλά υπέροχα την καθαρεύουσα όμως ο κόσμος αλλάζει, το κοινό χειραφετείται, θέλει να καταλαβαίνει, αναζητά καινούργιους ήρωες και εκείνη δεν μπορεί (ούτε πολυθέλει) να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. (Μήπως είναι πολύ επίκαιρο αυτό το βιβλίο;). Το 1920 κανείς δεν θα τη θυμάται πια, όπως δεν θα θυμάται και τις δόξες της Σύρου. Διότι στη θέση των αρχόντων της, αρχίζει από τότε, με τους ρεμπέτες, να ακούγεται η φωνή και η μουσική των απόκληρων.
Ο Μάνος Ελευθερίου μας ξαφνιάζει. Τόσα χρόνια τον έχουμε φυλακίσει (;) στη μουσική και στην ποίηση, ενώ η καρδιά του πλαγιάζει με το θέατρο. Αυτό είναι το απωθημένο του, και το ενδιαφέρον του δεν εξαντλείται στα βιβλία αναφοράς που έχει κυκλοφορήσει, για το «Θέατρο στην Ερμούπολη». Μεταξύ 1958 και 1960 είχε σπουδάσει ηθοποιός, αλλά δεν ακολούθησε τελικά αυτόν τον δρόμο. Κι έρχεται τώρα, να μεταστοιχειώσει αυτό το απωθημένο του, σε έργο καλλιτεχνικό: σε ένα χορταστικό μυθιστόρημα όπου πρωταγωνιστεί το θέατρο.
Ο «Καιρός των χρυσανθέμων» μιλά για το μεγαλείο και την αθλιότητα του θεάτρου, για την ψευδαίσθηση, την απάτη και τις αλήθειες του, για ηθοποιούς που καίνε το σανίδι και καίγονται και οι ίδιοι, για τα θηρία που τους κατασπαράζουν (ο εαυτός τους, το κοινό και οι συνάδελφοί τους) και για τους ρόλους που ενσαρκώνουν. «Δημιουργώ έναν ρόλο, σημαίνει συμμετέχω στην αναδημιουργία του κόσμου», μας λέει προς το τέλος ο συγγραφέας.
Και ο Σαίξπηρ
Το μυθιστόρημα διακόπτεται σε όλη του τη διάρκεια από χαρακτηριστικά αποσπάσματα μονολόγων ή διαλόγων, κυρίως από τον «Αμλετ» - έργο που στοιχειώνει τον Ελευθερίου (υπάρχουν αναφορές και στα τραγούδια του) και το οποίο αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια προβολή του κόσμου του θεάτρου με την ιδανική μορφή του και τις σκοτεινές φιλοδοξίες του. Στη μέση μάλιστα του μυθιστορήματος, εμφανίζεται ο Σαίξπηρ αυτοπροσώπως! Και επί 135 σελίδες αναλαμβάνει ρόλο αφηγητή που παρακολουθεί, μέσω των ηρώων, την... παράσταση της ζωής και την αναπαράστασή της, τη μίμησή της, στο θέατρο, πλέκοντας το εγκώμιο των παραγνωρισμένων μικρών ρόλων.
Απέναντί τους στέκονται οι χαρισματικοί πρωταγωνιστές σαν την Παρασκευοπούλου, που είναι υποχείρια της ομορφιάς και του ταλέντου τους, και γι' αυτό χάνουν τελικά τις μάχες που δίνουν. Μέσα από αυτούς και μέσα από πλήθος ανεκδοτολογικά επεισόδια, ο Ελευθερίου θα ζωντανέψει μπροστά μας και την ιστορία του θεάτρου κατά την ελληνική Belle Epoque: Από τα καμαρίνια, την καθημερινότητα, τις ιδιοτροπίες, τα μαχαιρώματα των θεατρίνων μέχρι τα συγκεκριμένα έργα, τους μεταφραστές, τους ηθοποιούς που σημάδεψαν εκείνα τα χρόνια - συνδυασμός στοιχείων που δεν υπάρχει στις διάφορες «Ιστορίες του Θεάτρου» ούτε σε μεμονωμένα κριτικά κείμενα.
Σαν παλιές φωτογραφίες που ζωντανεύουν
H Ευαγγελία Παρασκευοπούλου, η υπηρετριούλα στη Σμύρνη που έγινε πάμπλουτη ντίβα και πέθανε στην ψάθα, το 1938, είναι η ψυχή αυτού του μυθιστορήματος, αλλά δεν είναι ο μόνος ενδιαφέρων χαρακτήρας. Κοντά της, ο αναγνώστης θα γνωρίσει τον «εραστή» Θεοδώρητο Πεταλά (πρόκειται για υπαρκτό πρόσωπο, τον ηθοποιό Στρομπούλη), που ενώ απαγγέλλει Αμλετ στη Σμύρνη, εξαφανίζεται στο υποβολείο προκειμένου να ξεφύγει από τους Τούρκους χωροφύλακες που τον κυνηγούν για εμπορία όπλων. Τον ξανασυναντάμε στου ?γγελου Πινά, παράγοντα της Σύρου που δεν μπόρεσε να εκσυγχρονιστεί, όπως συναντάμε τον φέρελπι ζεν πρεμιέ Γεώργιο Ιβάνωφ που θα σταδιοδρομήσει στη Ρωσία.
Παράλληλα συναντάμε και διάφορους τύπους της παλιάς Σύρου: την όμορφη Μοσχάνθη Μαρκαδάκη, νεανικό έρωτα του Πινά, μητέρα του νόθου παιδιού του και τώρα πάμπλουτη και δικτυωμένη συμπεθέρα του, αλλά και τη γριά οικονόμο Βηθλεέμ Ευδαίμων που συνεχίζει να κεντά και μετά τον θάνατό της ή την καθολική υπηρέτρια Τερέζα Γαδ, (μέχρι το '50 οι καθολικοί ήταν οι «ριγμένοι» του νησιού) που τον χρόνο του θανάτου ολωνών. Τα «θαύματα» άλλωστε είναι το σουρεαλιστικό στοιχείο που απογειώνει τον «Καιρό των χρυσανθέμων», ο οποίος κλείνει με το αρχοντικό των Πινά να καταρρέει και να βουλιάζει στη θάλασσα μαζί με το μισό νησί. Έτσι έρχεται η κάθαρση.
Ένα νησί βουλιάζει
Ο Ελευθερίου δεν έχει δει το «Λιβάδι...» του Αγγελόπουλου όπου το νερό επίσης καταπίνει ένα χωριό, αλλά έχει θαυμάσει τον «Θάνατο στη Βενετία» του Βισκόντι. Και με παρόμοια δεξιοτεχνία, με παρόμοια προσοχή στις λεπτομέρειες, με παρόμοια διεισδυτική ματιά, περιγράφει την ατμόσφαιρα της Σύρου στα τέλη του 19ου αιώνα. Από τα ρούχα των αστών ώς τα μενού στις δεξιώσεις, από τα ανομολόγητα μυστικά ώς τη λαμπρή πολιτιστική ζωή. Όλα πάλλονται μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, σαν παλιές φωτογραφίες που ζωντανεύουν, αλλά διακρίνει κανείς στον συγγραφέα μια θλίψη για ό,τι εκφυλίστηκε. Ίσως να μην είναι άσχετο το ότι ο Ελευθερίου έχει τραυματικές αναμνήσεις, αφού ο πατέρας του, λόγω φρονημάτων, είχε αποκλειστεί από παντού ως το 1953.
Τελικά, αυτό το μυθιστόρημα μπορεί να διαβαστεί και σαν «Ακολουθία των Παθών» μιας πόλης, με χαμένες ευτυχίες ανθρώπων που έφυγαν ανυπεράσπιστοι και που δεν άξιζαν μια τέτοια τύχη.
H ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ ΠΟΥ ΕΠΑΙΞΕ ΑΜΛΕΤ
Το 1900, η Ευαγγελία Παρασκευοπούλου ερμήνευσε τον Αμλετ, όπως είχε κάνει έναν χρόνο νωρίτερα η περίφημη και πολύ μεγαλύτερή της, Σάρα Μπερνάρ. Ο «Καιρός των Χρυσανθέμων» σταματά λίγο νωρίτερα, εκεί που η καριέρα της αρχίζει να κάμπτεται - κάτι που οφείλεται και στη δική της αδυναμία να συντονιστεί με τα νέα ρεύματα. Αυτό είναι που καθιστά αυτήν την τόσο προικισμένη και μαχητική γυναίκα, τραγικό πρόσωπο.
Το μυθιστόρημα του Ελευθερίου μένει πιστό στην αλήθεια, αυτήν την αλήθεια που παντρεύει τον ηθοποιό με τον ρόλο του, το είναι με το φαίνεσθαι. H Παρασκευοπούλου είναι ιδιότροπη και ιδιοφυής. Υπηρετριούλα στη Σμύρνη, με ατελή μόρφωση, που ένιωσε τα μεγαλύτερα κείμενα, χωρισμένη με ένα παιδί που βγήκε από τη ζωή της, ζούσε σε ξενοδοχεία φορτωμένη με τα δώρα των θαυμαστών της - μεταξύ τους και ο διάδοχος Κωνσταντίνος. Ο αναγνώστης δεν θα δει ωστόσο τις δόξες της, ούτε άλλωστε και τους έρωτές της. Θα δει τη γλωσσοφαγιά που την καταδίωκε, τις ταχυκαρδίες και την ατονία της, τις κρίσεις πανικού που την έκαναν να πίνει, την αντιπαλότητα που ένιωθε απέναντι στις άλλες πρωταγωνίστριες, την αγωνία της να παίξει ρόλους που θα πολλαπλασιάσουν τη φήμη της, τα σκουλήκια που την έτρωγαν, την καταραμένη αγάπη της για την τέχνη της.
ΜΙΚΕΛΑ ΧΑΡΤΟΥΛΑΡΗ
ΤΑ ΝΕΑ, 20-03-2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
Σύρος, περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Ο θίασος της λατρεμένης από το κοινό, αλλά και από τους κριτικούς ή τους θεατρώνες Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου καταφτάνει ύστερα από μεγάλη ταλαιπωρία κι ένα αγρίως θαλασσοδαρμένο ταξίδι στο λιμάνι της Ερμούπολης, όπου και πρόκειται να ανεβάσει τη «Φαύστα» του Δημητρίου Βερναρδάκη. Το μεγαλοαστικό στοιχείο του νησιού, ενσαρκωμένο στο πνεύμα και στους τρόπους με τους οποίους σπεύδει να εκφραστεί ενώπιον της Παρασκευοπούλου το ζεύγος Πινά, δεν θα κάνει τσιγγουνιές ούτε σε προθυμία ούτε σε χρήματα. Ο Αγγελος Πινάς και η γυναίκα του Ζενή, που αντλούν τα πλούτη τους από μιαν απαρχαιωμένη επιχείρηση βυρσοδεψείου, επιφυλάσσουν μεγαλειώδη υποδοχή στην επιτυχημένη ηθοποιό, παραθέτοντάς της ένα καθ' όλα ματαιόδοξο τραπέζι, όπου τα διάφορα σουσούμια της τοπικής κοινωνίας εκδηλώνονται ανακατωμένα με ποικίλες γαλλικές μόδες της εποχής στα γυναικεία ρούχα και στη συμπεριφορά ή στη διακόσμηση, τα στολίδια και το φαγητό. Η εναρκτήρια αυτή σκηνή, με την οποία εισάγονται και τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας, δίνει τον τόνο σε ολόκληρο το καινούριο βιβλίο του Μάνου Ελευθερίου, που ύστερα από εννέα ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων και μία νουβέλα καταπιάνεται για πρώτη φορά με το μυθιστόρημα. Η στάση και οι κινήσεις του ζεύγους Πινά είναι η ζωντανή απόδειξη μιας πόλης που γνώρισε από πολύ νωρίς τη λάμψη της αστικής μεγαλοσύνης, για να καταλήξει, ωστόσο, αρκετά γρήγορα στην παρακμή και στην πτώση, όταν η αδυναμία των οικονομικών της ελίτ να ανταποκριθούν στην αλλαγή των όρων της βιομηχανίας, του εμπορίου και της ναυτιλίας την πέταξε εκ των πραγμάτων έξω από το παιχνίδι.
Η Ερμούπολη του 1896, που αποθεώνει ακούραστα την Ευαγγελία Παρασκευοπούλου σε όλη τη διάρκεια της παραμονής της στη Σύρο, δεν έχει περάσει, βέβαια, ακόμη στην πλήρη αφάνεια. Τα σημάδια, ωστόσο, της επερχόμενης κατάρρευσης είναι ήδη παντού φανερά. Ο Αγγελος και η Ζενή κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να συντηρήσουν την ταυτότητα και τα χαρακτηριστικά της τάξης τους, αλλά οι ως εξ αντικειμένου καταστάσεις πολύ λίγο είναι σε θέση να τους βοηθήσουν. Το νησί αποτελεί κιόλας μια κουρασμένη και κοιμισμένη επαρχία, που παρακολουθεί με ανήμπορη και απεγνωσμένη λαχτάρα τα τεκταινόμενα στην Αθήνα και στην Εσπερία, ξέροντας κατά βάθος πως κάθε ζωτική προοπτική έχει χαθεί για την περίπτωσή του προ καιρού. Ο Πινάς αρνείται να εκσυγχρονίσει το κληρονομημένο βυρσοδεψείο του και η γυναίκα του συντηρεί τις κοινωνικές της ψευδαισθήσεις τραπεζώνοντας όποιον ντόπιο και Αθηναίο μεγαλουσιάνο βρεθεί εμπρός της. Οσο για τον περίγυρό τους, περιορίζεται στο να σχολιάζει βαριεστημένα τα νέα της ευμάρειας του Ελληνισμού στη Μικρά Ασία ή στο να ανησυχεί μεταξύ τυρού και αχλαδίου για τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις.
Μέσα σ' ένα τέτοιο περιβάλλον στήνει ο Μάνος Ελευθερίου το σκηνικό που πρωτίστως τον ενδιαφέρει, και το οποίο δεν είναι άλλο από την ανάπλαση της θεατρικής και της μουσικής ζωής σ' ένα ελληνικό fin de siecle. Και εν προκειμένω παίζουν τα πάντα: από τον «Αμλετ» και τον «Μακμπέθ» του Σέξπιρ, στην πρωτότυπη ή τη μεταφρασμένη (σε δεινή καθαρεύουσα) εκδοχή τους, μέχρι τις ειδήσεις και τις συζητήσεις για τις παραστάσεις της θρυλικής Σάρα Μπερνάρ, τις άριες του Ντονιτσέτι και του Ροσίνι, τα χορωδιακά του «Φάουστ», τις μαγικές επιδόσεις του Καρούζο και τα ονόματα των μεγάλων αθηναϊκών θεάτρων της περιόδου. Κι όλα αυτά, συμπληρωμένα από τις αναφορές στις κυρίαρχες εκείνα τα χρόνια μορφές του Παλαμά και του Βερναρδάκη, της Ελένης και του Δημητρίου Κοτοπούλη ή του Διονυσίου και της Σοφίας Ταβουλάρη, και σε συνδυασμό με μιαν εκτεταμένη σημειογραφία της αστικής καθημερινότητας (από τα σερβίτσια, τα τραπεζομάντιλα και τα έπιπλα των καθιστικών ώς τις γαλλικές συνταγές, τους περίτεχνους καταλόγους της υψηλής γαστρονομίας και τις ετικέτες των ακριβών κρασιών) φτιάχνουν τα δομικά υλικά για ένα ιστορικό μυθιστόρημα, το οποίο τοποθετώντας σε μακρινό φόντο τα πολιτικά γεγονότα του καιρού του ζητάει να ρίξει όλο το φως του στα φαινόμενα του γούστου -του καθαρώς αισθητικού γούστου, όπως διαμορφώνεται στη γλώσσα της μουσικής και του θεάτρου, αλλά και του γούστου του υλικού πολιτισμού, όπως παίρνει σάρκα και οστά στις καθημερινές, σταθερά επαναλαμβανόμενες συνήθειες των προνομιούχων κοινωνικών ομάδων.
Δεν είναι πάντα ευτυχείς οι συναρμογές τις οποίες επιχειρεί ο Μάνος Ελευθερίου στον «Καιρό των χρυσανθέμων». Θεωρώ, επί παραδείγματι, μάλλον λειτουργικά τα ποικίλα αμλετικά εμβόλιμα, που συνοδοιπορούν σε γενικές γραμμές σωστά με τα δρώμενα, αλλά δυσκολεύομαι να καταλάβω για ποιον λόγο πρέπει (καμία δραματουργική ανάγκη δεν το επιβάλλει) να κρατάει επί εκατοντάδες σελίδες τα νήματα της αφήγησης το φάντασμα του Σέξπιρ, μιλώντας σ' έναν παλαίμαχο Ελληνα ηθοποιό, που ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει το θάνατο. Εχω ακόμη την εντύπωση πως οι πολυάριθμες πηγές του συγγραφέα παραμένουν συχνά αναφομοίωτες από τη δράση, παίρνοντας τη μορφή καταλογάδην παραπομπών, που ενισχυμένες και από μιαν εμφανή αδυναμία των διαλόγων, ορατή στο σύνολο του μυθιστορήματος, προκαλούν ένα ρεύμα ψυχρότητας γύρω από την ψυχολογία των ηρώων. Και είναι, φοβάμαι, αλήθεια πως οι περισσότεροι ήρωες του βιβλίου εμφανίζονται δίχως σοβαρή εσωτερική πνοή και χωρίς ζωντανά, έκτυπα ατομικά χαρακτηριστικά. Ουσιαστική εξαίρεση, το πρόσωπο της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, που εικονογραφείται με δύναμη, αλλά και ένταση, βγάζοντας έναν βαθύ και συνάμα πολύ πειστικό εγωτισμό. Ανασφάλεια, έπαρση, φιλοδοξία, τρέλα, καθώς και απύθμενη καλλιτεχνική αγωνία συνθέτουν εδώ έναν πραγματικό λογοτεχνικό χαρακτήρα.
Παρά τα αναμφισβήτητα προβλήματα της εσωτερικής του διάρθρωσης, το μυθιστόρημα του Μάνου Ελευθερίου δεν είναι ένα αδιάφορο βιβλίο. Στις κατακτήσεις του χρειάζεται οπωσδήποτε να μετρήσουμε, πέρα από το επιτυχημένο πορτρέτο της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, και τη δημιουργία μιας εξαιρετικά άμεσης ατμόσφαιρας της εποχής και του τόπου, που ακόμη κι όταν δεν βρίσκει την αντιστοιχία της στα πρόσωπα τα οποία καλούνται να ζήσουν στο εσωτερικό της, καταφέρνει να μας βάλει καλά στον προσεκτικά (κομμάτι κομμάτι) δουλεμένο διάκοσμό της και να μας κρατήσει ώς το τέλος ευδιάθετους κοντά της.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 07/05/2004
ΚΡΙΤΙΚΗ
«Θα 'θελα να μου δώσει κάποιος το κλειδί και ν' ανοίξω κάποτε ένα απ' αυτά τα κλειστά ολομόναχα σπίτια μόνος μου και να τα περιτριγυρίσω μόνος μου και να χαϊδέψω κάθε κόχη και παράθυρο και κάθε πόμολο παραθύρου και πόρτας...» έγραφε προ εξαετίας ο M. Ελευθερίου σε ένα λεύκωμα για τα νεοκλασικά της Ερμούπολης. Λευκώματα με φωτογραφίες που ζητούν να αποκαλύψουν το «σώμα» της πόλης, δείχνοντας τα ίχνη του παλαιού μεγαλείου της, ανεξάρτητα αν τα σπίτια μοιάζουν μάλλον με φαντάσματα, που κρύβουν επίμονα τα μυστικά τους πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα. Αρχοντικά με γύψινο διάκοσμο και οροφογραφίες, όπως εκείνο του εργοστασιάρχη Κωνσταντίνου Τσιροπινά, γαμπρού του Εμμανουήλ Σαλούστρου, ιδιοκτήτη ενός από τα πρώτα βυρσοδεψεία της Σύρου. Χτισμένο δίπλα στη θάλασσα, σχεδόν έτοιμο να βυθιστεί, εμφανίζεται ως το ιδανικό σκηνικό για ένα μυθιστόρημα εποχής, ιδιαίτερα αν αυτό σχεδιάζει ως εντυπωσιακή κατάληξη μια σουρεαλιστική απογείωση.
Κρυφτό με την πραγματικότητα
Τελικά ο Ελευθερίου δεν περίμενε να του δώσει κάποιος το κλειδί, το βρήκε μόνος του μυθιστοριογραφώντας και άνοιξε τις πόρτες ενός κάποιου αρχοντικού, ζωντανεύοντας «όσους γεννήθηκαν και πέθαναν κοιτάζοντας για τελευταία φορά αυτούς τους τοίχους». Για τις επιταγές του βιβλίου του, έστησε το αρχοντικό του εργοστασιάρχη Αγγελου Πινά, με το βυρσοδεψείο του ήδη σε δυσχερή οικονομική κατάσταση αλλά άθικτη τη χλιδή των σαλονιών του. Σε αυτό εκτυλίσσονται γεύματα και δείπνα, ως εξαίσιες παραστάσεις κοινωνικής επίδειξης, και σαν προέκταση των άλλων, των πραγματικών παραστάσεων που δίνονταν στο παρακείμενο θέατρο Απόλλων, το «θρυλικό θέατρο της Ερμούπολης». Μεταξύ αρχοντικού και θεάτρου, σφύζει η Ερμούπολη, με τους δρόμους και τα καταστήματα, όπως την απαθανάτισαν οι φωτογράφοι της. Μεταξύ πλείστων άλλων, «ο λαμπρός φωτογράφος Γεώργιος Παντζόπουλος», ο διαφημιζόμενος ως βραβευθείς παρά του Αυτοκράτορος της Περσίας, συναγωνιζόμενος στις τιμές και αυτόν τον Nadar. Γεώργιος, για τις ανάγκες της μυθιστορίας, και όχι Νικόλαος, καθ' όσον ο «διάσημος φωτογράφος» Νικόλαος Παντζόπουλος είχε ήδη εγκατασταθεί στην Αθήνα και αγοράσει το φωτογραφείο του Πέτρου Μωραΐτη. H μυθιστορηματική επινόηση παίζει ένα ενδιαφέρον κρυφτούλι με την αλλοτινή πραγματικότητα, αξιοποιώντας την αφθονία των δεδομένων αλλά και σεβόμενη πρόσωπα και πράγματα. Αυτό συμβαίνει όταν ο συγγραφέας επωάζει για χρόνια το μυθιστόρημά του, με τη θέρμη που δίνουν κάποια πάθη ζωής. Σε αντίθεση με εκείνους που διαχειρίζονται ένα υλικό, για να συγγράψουν παρελθοντικές ιστορίες, ανεξοικείωτοι με το πνεύμα τους, ορμώμενοι από τις βραχύβιες ιδεολογικές μόδες και τα ενδιαφέροντα της εποχής τους.
Κι όμως, η Ερμούπολη του μυθιστορήματος δεν είναι ένα ακμάζον αστικό κέντρο αλλά μια «σάπια πόλη». Μια πόλη που πεθαίνει, με απαστράπτοντα, κι όμως «ετοιμόρροπα σπίτια», που φλέγονται από τα πάθη των ενοίκων τους, δίπλα σε μια «σάπια θάλασσα». Μυθιστορηματική αδεία, οι κάτοικοί της προβάλλουν ως μολυσμένοι αστοί, ήδη βαριά ασθενείς, που σχεδόν ερωτοτροπούν με τον θάνατό τους. Μυθιστόρημα εποχής, αν σταθούμε στον πλούτο των ψηφίδων αυτού του αλλοτινού κόσμου και στον λεπταίσθητο τρόπο συναρμολόγησής τους. Κι όμως, στην ουσία, μυθιστόρημα υπαρξιακό, που πλέκεται με αλληγορίες και μεταφορές.
Ολα συμβαίνουν την 8η Νοεμβρίου του 1896, όταν τα αγιοδημητριάτικα χρυσάνθεμα έχουν ανθίσει. Εκείνη την ημέρα φθάνει στην Ερμούπολη ο θίασος της Ευαγγελίας Παρασκευοπούλου, την οποία ο ηγεμόνας της Βουλγαρίας Φερδινάνδος είχε αποκαλέσει «Σάρρα Βερνάρ της Ανατολής», με διευθυντή τον παλαίμαχο ηθοποιό Γεώργιο Πετρίδη και άνθρωπο για όλες τις δουλειές τον ήδη γνωστό συγγραφέα μονοπράκτων Δεληκατερίνη. Αρόδο το πλοίο, καθώς διαδίδεται προς στιγμήν η φήμη πως στην πόλη έχει εκδηλωθεί επιδημία χολέρας, καλή ώρα σαν τη Βενετία του Τόμας Μαν. Πνιγμένη σε δεισιδαίμονες προαισθήσεις, η Παρασκευοπούλου αμφιταλαντεύεται με ποιο έργο να αρχίσει, κωμωδία ή μελόδραμα, ως η μεγάλη γαλλική επιτυχία «Ιωσίας ο ακτοφύλαξ», ελληνικό ή ξένο, «Φαύστα» ή «Μαρία Δοξαπατρή». Είναι η εποχή που ο Δημήτριος Βερναρδάκης και τα ιστορικά δράματά του, με την αρχαΐζουσα γλώσσα τους, γνωρίζουν τις τελευταίες δόξες τους. H φήμη της επιδημίας γρήγορα διαψεύδεται, νοσηρά συμπτώματα θα εξακολουθήσουν να εμφανίζουν μόνο τα σπίτια· κατά τη γοητευτική αφήγηση, «στάζουν θλίψη» και τα έπιπλα «λιποθυμούν από τα τραύματά τους». Τελικά η επίσημη πρώτη δίνεται με τη «Φαύστα», τρία χρόνια μετά τη διπλή πρώτη της Αθήνας (με μία ημέρα διαφορά). Τότε ο Βερναρδάκης είχε προτιμήσει το πλέον «ισορροπημένο παίξιμο» της Αικατερίνης Βερώνη· το δεύτερο ανέβασμα, με πρωταγωνίστρια την Παρασκευοπούλου, το αποφάσισε ο Δημήτρης Κοτοπούλης με τον θίασό του. Κατά τους θαυμαστές της Παρασκευοπούλου, μεταξύ των οποίων ο Αγγελος Βλάχος και ο Αχιλλέας Παράσχος, «είχε κάτι το μεγαλοφυές, το δαιμόνιον, το ένθεον και το τρελλόν».
Τα μάγια και η γλωσσοφαγιά
Αυτά γράφει ο Ξενόπουλος αλλά και ο Πέτρος Κανελλίδης, εκδότης της αθηναϊκής εφημερίδας «Καιροί». H μυθιστορηματική Παρασκευοπούλου πιστεύει στα μάγια και στη γλωσσοφαγιά, έχει τρομερό ένστικτο και άμετρη φιλοδοξία, στοιχιζόμενη αδιάκοπα με τη Σάρα Μπερνάρ. Επί σκηνής λάμπει, ενώ στα παρασκήνια πεθαίνει από αγωνία. Ανεβάζει «Φαύστα», αλλά ποθεί να υποδυθεί τον Αμλετ. Αλλωστε και άλλοι ήρωες του μυθιστορήματος ονειρεύονται να παίξουν τον σαιξπηρικό ήρωα, φλερτάροντας με την ιδέα της μεταμφίεσης. Μυθιστορηματικοί ήρωες που φορούν τα ρούχα υπαρκτών προσώπων. Ζεν πρεμιέ και γηραλέοι θεατρίνοι, νεαρές ηθοποιοί και πρωταγωνίστριες, το ρεπερτόριο των θιάσων και η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, με τον προ πολλού εξαφανισθέντα υποβολέα στον ρόλο του ενορχηστρωτή της παράστασης· νεκραναστημένος ο κόσμος του θεάτρου, την επομένη των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων.
Το μυθιστόρημα δεν στερείται υπόθεσης και κάποιας χαλαρής πλοκής, χάρη στο αμαρτωλό παρελθόν του προύχοντα της πόλης Αγγελου Πινά και στις περιπέτειες ενός ηθοποιού, ονόματι Πεταλά, όχι του γνωστού Θεοδόση Πεταλά αλλά κάποιου Θεοδώρητου. «Ουδενιστής» ή και μηδενιστής αυτός ο Πεταλάς, στη Σμύρνη τον κυνηγά η τουρκική αστυνομία για πιθανές διασυνδέσεις με τους ρώσους ομοϊδεάτες του, αλλά αυτός διαφεύγει από το κουβούκλιο του υποβολέα, απαγγέλλοντας Αμλετ. «Επαναστάτη του γλυκού νερού» τον αποκαλεί το φάσμα του Σαίξπηρ, που παραστέκεται στο ψυχορράγημα ενός ηθοποιού. Αναμφιβόλως πρόκειται για μυθιστόρημα ανορθόδοξης ή και καινοφανούς δομής, καθώς οι στιχομυθίες εξελίσσονται σε μακρείς μονολόγους, που αυξάνονται περαιτέρω, καθώς ενσωματώνουν «τις τιράντες των ρόλων», αρχαϊστί ή και στην αγγλική. Ενώ το ένα πέμπτο του βιβλίου, μυθοπλαστικά το σημαντικότερο, αφού σε αυτό ανιστορούνται οι πολυτάραχοι βίοι του Πινά και του Πεταλά, το επωμίζεται αυτό το παράξενο σαιξπηρικό φάσμα. Τελευταία οι μυθιστοριογράφοι μας όλο και συχνότερα καταφεύγουν σε φαντάσματα· μετά τον Καζαντζάκη και τον Φρόιντ, ο Σαίξπηρ. Ισως όμως αυτή η δομή να είναι η προσφορότερη για την αναπαράσταση ενός κόσμου έντρομου μπροστά στους νεωτερισμούς της εποχής, από το γραμμόφωνο ως τη δημοτική γλώσσα και τα μουσικά ακούσματα στις συριανές γειτονιές, έτοιμου να ανατραπεί ή και να ενταφιαστεί. Οπως και να έχει, το μυθιστόρημα μεταγγίζει παρακμή και θλίψη με υπερρεαλίζουσες εικόνες, που έρχονται από ένα ποιητικό σύμπαν, σμιλευμένο στην πάνω από τέσσερις δεκαετίες θητεία του Ελευθερίου στην ποίηση.
ΜΑΡΗ ΘΕΟΔΟΣΟΠΟΥΛΟΥ
ΤΟ ΒΗΜΑ, 09-05-2004