0
Your Καλαθι
Να σου πω μια ιστορία;
Στιγμές σοφίας απ' όλο τον κόσμο
Έκπτωση
30%
30%
Περιγραφή
Ένας νεαρός Ινδιάνος ρώτησε μια μέρα, όλος αγωνία, τον σοφό παππού του:
"Καθημερινά, με όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μου, νιώθω σαν να ζουν μέσα μου δυο λύκοι που συνεχώς παλεύουν. Ο ένας είναι εκδικητικός, βίαιος και άγριος, ενώ ο άλλος συμπονετικός και δίκαιος. Ποιος από τους δυο τελικά θα υπερισχύσει;"
Ο παππούς του σκέφτηκε για λίγο και μετά χαμογελώντας απάντησε: "Αυτός που θα ταΐζεις περισσότερο.."
Μικρές, σοφές ιστορίες από όλο τον κόσμο που αποκαλύπτουν την ομορφιά της ζωής.
Για πρώτη φορά ο εκδότης - διευθυντής του "Αβατον" Στέφανος Ελμάζης συγκεντρώνει σε ένα βιβλίο ξεχωριστής αισθητικής αγαπημένες ιστορίες, αντλημένες από τις λαϊκές παραδόσεις όλου του κόσμου, Κάθε αφήγηση και μια μικρή αποκάλυψη σοφίας.
***
AΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Ένα παιδί πήρε κάποτε ένα χαρταετό και ανέβηκε στην κορυφή ενός λόφου για να τον πετάξει ψηλά στον ουρανό. Καθώς ο χαρταετός ανέβαινε ψηλά, το παιδί τον ατένιζε γεμάτο χαρά, κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το σκοινί, για να μην του φύγει.
Σε λίγο όμως ο καιρός άρχισε να χαλάει. Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και ο λαμπερός, πολύχρωμος χαρταετός κρύφτηκε πίσω τους.
Το παιδί, όμως, συνέχισε να κρατά σφιχτά στο χέρι του το σκοινί του χαρταετού, που είχε πια εξαφανιστεί πάνω από τα βαριά σύννεφα.
Κάποια στιγμή το παιδί μεγάλωσε και έδωσε στο δικό του παιδί να κρατά το σκοινί. Κι εκείνο, με τη σειρά του, παρέδωσε το σκοινί στο δικό του παιδί, κι εκείνο μετά από χρόνια στο παιδί του… Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια.
Μια μέρα στην κορυφή του λόφου ένας άνδρας παρατήρησε ένα παιδί να κρατάει σφιχτά στο χέρι του ένα σκοινί που έφτανε ψηλά και χανόταν πέρα από τα σύννεφα.
Μετά από πολύ ώρα, έκπληκτος πλησίασε και ρώτησε το αγόρι: «Τι κάνεις εδώ;»
«Πετάω ένα χαρταετό» απάντησε εκείνο.
«Χαρταετό; Μα εγώ σε παρακολουθώ ώρες και δεν βλέπω τίποτε, παρά ένα σκοινί…» είπε ο άνδρας.
«Όχι, πετάω ένα χαρταετό», απάντησε με ηρεμία το αγόρι.
«Και πώς ξέρεις ότι υπάρχει χαρταετός;» επέμεινε ο άνδρας.
«Το ξέρω επειδή μπορώ να νιώσω το τράβηγμά του»…
Ένας νεαρός Ινδιάνος ρώτησε μια μέρα όλος αγωνία τον σοφό παππού του: «Καθημερινά, με όλα αυτά που συμβαίνουν, νιώθω σαν να ζουν μέσα μου δυο λύκοι που συνεχώς παλεύουν. Ο ένας είναι εκδικητικός, βίαιος και άγριος, ενώ ο άλλος συμπονετικός και δίκαιος. Ποιος από τους δύο τελικά θα υπερισχύσει;» Ο παππούς του σκέφτηκε για λίγο και μετά χαμογελώντας απάντησε: «Αυτός που θα ταΐζεις περισσότερο…»
Ήταν κάποτε ένας γιατρός. Μια μέρα, φεύγοντας από την πόλη που έμενε για να πάει σε μια άλλη γειτονική όπου είχε δουλειά, συνάντησε την πανούκλα που έμπαινε. Σταμάτησε και την ρώτησε: «Πάλι εδώ; Τι ήρθες να κάνεις;» Και η πανούκλα απάντησε: «Είναι η σειρά μου».
«Πόσους θα πάρεις αυτή τη φορά;» ξαναρώτησε ο γιατρός.
«Λίγους, γύρω στους χίλιους», απάντησε η πανούκλα.
Μετά από μια εβδομάδα ο γιατρός (έχοντας ενημερωθεί εντωμεταξύ για την κατάσταση στην πόλη του) επέστρεψε, και στην είσοδο της πόλης αντάμωσε την πανούκλα που έφευγε.
«Μου είπες ψέματα», της είπε. «Είχες πει ότι θα πάρεις κάπου χίλιους και τελικά πέθαναν πέντε χιλιάδες».
Και εκείνη απάντησε: «Δεν είπα ψέματα. Εγώ πήρα χίλιους. Τους υπόλοιπους τους σκότωσε το άγχος και ο φόβος…»
***
"Καθημερινά, με όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή μου, νιώθω σαν να ζουν μέσα μου δυο λύκοι που συνεχώς παλεύουν. Ο ένας είναι εκδικητικός, βίαιος και άγριος, ενώ ο άλλος συμπονετικός και δίκαιος. Ποιος από τους δυο τελικά θα υπερισχύσει;"
Ο παππούς του σκέφτηκε για λίγο και μετά χαμογελώντας απάντησε: "Αυτός που θα ταΐζεις περισσότερο.."
Μικρές, σοφές ιστορίες από όλο τον κόσμο που αποκαλύπτουν την ομορφιά της ζωής.
Για πρώτη φορά ο εκδότης - διευθυντής του "Αβατον" Στέφανος Ελμάζης συγκεντρώνει σε ένα βιβλίο ξεχωριστής αισθητικής αγαπημένες ιστορίες, αντλημένες από τις λαϊκές παραδόσεις όλου του κόσμου, Κάθε αφήγηση και μια μικρή αποκάλυψη σοφίας.
***
AΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ:
Ένα παιδί πήρε κάποτε ένα χαρταετό και ανέβηκε στην κορυφή ενός λόφου για να τον πετάξει ψηλά στον ουρανό. Καθώς ο χαρταετός ανέβαινε ψηλά, το παιδί τον ατένιζε γεμάτο χαρά, κρατώντας σφιχτά στο χέρι του το σκοινί, για να μην του φύγει.
Σε λίγο όμως ο καιρός άρχισε να χαλάει. Μαύρα σύννεφα μαζεύτηκαν στον ουρανό και ο λαμπερός, πολύχρωμος χαρταετός κρύφτηκε πίσω τους.
Το παιδί, όμως, συνέχισε να κρατά σφιχτά στο χέρι του το σκοινί του χαρταετού, που είχε πια εξαφανιστεί πάνω από τα βαριά σύννεφα.
Κάποια στιγμή το παιδί μεγάλωσε και έδωσε στο δικό του παιδί να κρατά το σκοινί. Κι εκείνο, με τη σειρά του, παρέδωσε το σκοινί στο δικό του παιδί, κι εκείνο μετά από χρόνια στο παιδί του… Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια.
Μια μέρα στην κορυφή του λόφου ένας άνδρας παρατήρησε ένα παιδί να κρατάει σφιχτά στο χέρι του ένα σκοινί που έφτανε ψηλά και χανόταν πέρα από τα σύννεφα.
Μετά από πολύ ώρα, έκπληκτος πλησίασε και ρώτησε το αγόρι: «Τι κάνεις εδώ;»
«Πετάω ένα χαρταετό» απάντησε εκείνο.
«Χαρταετό; Μα εγώ σε παρακολουθώ ώρες και δεν βλέπω τίποτε, παρά ένα σκοινί…» είπε ο άνδρας.
«Όχι, πετάω ένα χαρταετό», απάντησε με ηρεμία το αγόρι.
«Και πώς ξέρεις ότι υπάρχει χαρταετός;» επέμεινε ο άνδρας.
«Το ξέρω επειδή μπορώ να νιώσω το τράβηγμά του»…
Ένας νεαρός Ινδιάνος ρώτησε μια μέρα όλος αγωνία τον σοφό παππού του: «Καθημερινά, με όλα αυτά που συμβαίνουν, νιώθω σαν να ζουν μέσα μου δυο λύκοι που συνεχώς παλεύουν. Ο ένας είναι εκδικητικός, βίαιος και άγριος, ενώ ο άλλος συμπονετικός και δίκαιος. Ποιος από τους δύο τελικά θα υπερισχύσει;» Ο παππούς του σκέφτηκε για λίγο και μετά χαμογελώντας απάντησε: «Αυτός που θα ταΐζεις περισσότερο…»
Ήταν κάποτε ένας γιατρός. Μια μέρα, φεύγοντας από την πόλη που έμενε για να πάει σε μια άλλη γειτονική όπου είχε δουλειά, συνάντησε την πανούκλα που έμπαινε. Σταμάτησε και την ρώτησε: «Πάλι εδώ; Τι ήρθες να κάνεις;» Και η πανούκλα απάντησε: «Είναι η σειρά μου».
«Πόσους θα πάρεις αυτή τη φορά;» ξαναρώτησε ο γιατρός.
«Λίγους, γύρω στους χίλιους», απάντησε η πανούκλα.
Μετά από μια εβδομάδα ο γιατρός (έχοντας ενημερωθεί εντωμεταξύ για την κατάσταση στην πόλη του) επέστρεψε, και στην είσοδο της πόλης αντάμωσε την πανούκλα που έφευγε.
«Μου είπες ψέματα», της είπε. «Είχες πει ότι θα πάρεις κάπου χίλιους και τελικά πέθαναν πέντε χιλιάδες».
Και εκείνη απάντησε: «Δεν είπα ψέματα. Εγώ πήρα χίλιους. Τους υπόλοιπους τους σκότωσε το άγχος και ο φόβος…»
***
Κριτικές
Δεν βρέθηκαν δημοσιεύσεις